Αντιφωνώντας τόν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κατά τήν επίσημη υποδοχή πού τού έγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Αλβανίας κ. Αναστάσιος αναφέρθηκε σέ τρείς διαχρονικές αλήθειες πού ακολουθούν τόν άνθρωπο από υπάρξεώς του καί οι οποίες, έλαβαν άλλη διάσταση μέ τήν εμφάνιση καί καθιέρωση τού Χριστιανισμού.
Γι’ αυτό καί ο κ. Αναστάσιος τίς ανέλυσε μέ βάση τήν οριοθέτηση πού έκανε σέ αυτές ο Απόστολος τών Εθνών Παύλος. Ο προκαθήμενος τής Αλβανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας είπε συγκεκριμένα:
Όταν λειτουργεί κανείς (κληρικός) στήν Αθήνα, αυθόρμητα n σκέψη στρέφεται στόν Απόστολο τών Εθνών ο οποίος, μέ τόν πιό συνεκτικό τρόπο, μίλησε γιά τό μυστήριον τού Χριστού στόν Άρειο Πάγο. Εκεί, όχι απλώς έθιξε, αλλά καί καθόρισε αιώνια κριτήρια γιά τή λύση θεμάτων πού εξακολουθούμε νά αντιμετωπίζουμε καί σήμερα. Επισημαίνω τρία:
Πρώτον, τό θέμα έθνος καί οικουμένη.
Δεύτερον, πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ανανέωση.
Τρίτον, παρόν καί έσχατα γιά κάθε άνθρωπο καί γιά όλο τόν κόσμο.
1. Η οικουμενική διάσταση καί προοπτική δέν είναι κάτι πού σήμερα ανακαλύφθηκε μέ τίς πολλές συζητήσεις περί παγκοσμιoποιήσεως. Ήδη, στό σύντομο κείμενο πού περιεκτικά μάς διέσωσε ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρεται μέ σαφήνεια, καί ως έννοια καί ως λέξη, τό έθνος καί η οικουμένη. Ο Θεός «εποίησέ τε εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί πάν τό πρόσωπον τής γής, ορίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς οροθεσίας τής κατοικίας αυτών» (Πράξ. ιζ΄ 26).
Σέ μεταγενέστερες εποχές δέν έλειψαν διάφορες παρερμηνείες αυτής τής πρωταρχικής αλήθειας. Η παλαιά βιβλική αρχή, «μακάριον τό έθνος ού εστι Κύριος ο Θεός αυτού» (Ψαλμ. λβ΄:12), ερμηνεύθηκε μέ εθνικιστικά κριτήρια πού αναδύθηκαν στόν 19ο αιώνα.
Ο Απόστολος Παύλος, ο καί ιδρυτής τών ευχαριστιακών κοινοτήτων στίς περιοχές τής Ελλάδος, επανέλαβε ότι «ο Θεός, ο ποιήσας τόν κόσμον καί πάντα τά εν αυτώ» (στίχ. 24), αυτός δίδει «πάσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα. Εποίησε εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων» (στίχ. 25 – 26). Όλα τά έθνη ανήκουν στήν ίδια ανθρωπότητα, πού πλάστηκε από τόν ίδιο Δημιουργό. Κανένα έθνος, ανεξάρτητα από τό πόσο θρησκεύεται, δέν έχει αποκλειστικότητα στήν άπειρη αγάπη τού Θεού.
Μετά μάλιστα τή σταυρική θυσία καί τήν ανάσταση τού Χριστού, κάθε διαχωρισμός μεταξύ τών ανθρώπων καταργείται καί η αποστολή τής Εκκλησίας Του αποβλέπει στό νά «είναι τά έθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τής επαγyελίας αυτού εν Χριστώ διά τού ευαγγελίου» (Εφεσ. γ΄ 6). Η Εκκλησία λοιπόν, «ήτις εστί τό σώμα αυτού (τού Χριστού), τό πλήρωμα τού τά πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. α΄ 23), έχει ανέκαθεν παγκόσμιο ορίζοντα καί αυτό καλούμεθα ιδιαίτερα, τόσο οι ποιμένες όσο καί οι θεολόγοι, νά τό ενισχύσουμε στή συνείδηση κάθε πιστού καί κάθε λαού. Ό,τι συμβάλλει στήν ουσιαστική ενότητα τών ανθρώπων πρέπει νά ενισχυθεί.
Η παγκοσμιότητα δέν έρχεται στίς μέρες μας απ’ έξω. Βλάστησε μέσα στόν χώρο τού ελληνικού πνεύματος ως οικουμενικότητα καί αναπτύχθηκε κάτω από τό φώς τής Ορθοδοξίας. Η Ορθοδοξία στό δρόμο της υπήρξε οικουμενική. «Ο Θεός τά νύν (καί αυτό αρχίζει από τούς αποστολικούς χρόνους καί φθάνει μέχρι σήμερα γιά νά συνεχισθεί στόν αιώνα) παραγγέλλει τοίς ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν» (στίχ. 30). Η προοπτική είναι παγκόσμια. Δέν αφορά μόνο έναν λαό, μερικούς ανθρώπους εκλεκτούς. «έστησεν ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν τήν οικουμένην εν δικαιοσύνη» (στίχ. 31).
Δέν αιφνιδιαζόμαστε λοιπόν σήμερα μέ τή διαδικασία αυτή τής προσεγγίσεως τών λαών καί τών ανθρώπων. Ανησυχούμε βεβαίως γιά τίς κατευθύνσεις πού μπορεί νά λάβει καί τήν εκμετάλλευση ολοκλήρου τής ανθρωπότητος από ομάδες ιδιοτελών ατόμων, αιχμαλώτων στά εγωκεντρικά τους κίνητρα. Πρόκειται γιά μία πιθανή καταιγίδα. Αλλά δέν έχει νόημα νά πεί κανείς ότι είναι εναντίον τής θυέλλης. Τό ζητούμενο είναι, πώς θά προετοιμασθεί γιά νά αντιμετωπίσει τή θύελλα πού έρχεται καί νά οδηγήσει σωστά τό πλοίο μέσα στά επικίνδυνα κύματα καί ρεύματα.
2. Καί τώρα, δύο λόγια γιά τό δεύτερο θέμα:
Πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ανανέωση. Ο ρηξικέλευθος Απόστολος τών εθνών στάθηκε μέ ευλαβικό σεβασμό στά επιτεύγματα τού ελληνικού πολιτισμού καί δέν δίστασε νά τά τοποθετήσει μέσα στήν πρόνοια τού θεού, νά τά εντάξει μέσα στή βιβλική παράδοση. «Εν αυτώ γάρ ζώμεν καί κινούμεθα καί εσμέν, ως καί τινες τών καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι• τού γάρ καί γένος εσμέν» (στίχ. 28). Μία σαφής παραπομπή στόν Άρατο (Φαινόμενα, 5).
Τήν ώρα πού ο Απόστολος Παύλος τολμάει νά αρθρώσει τή χριστιανική πρόταση στήν πρωτεύουσα τού αρχαίου πνευματικού κόσμου, ο ελληνικός κόσμος – όπως έχουν επισημάνει πολλοί στοχαστές – είχε διανύσει μία εκπληκτική πορεία πνευματικής αναπτύξεως, μέ θαυμαστή αξιοποίηση τού λόγου ως καθολικής καί ανωτέρας αξίας. Φθάνoντας ύστερα από μία φωτεινή τροχιά στό σύνορο της λογικής, είχε αρχίσει νά διαβλέπει ότι πέρα από αυτήν εκτείνεται ο ανεξερεύνητος χώρος τού Αρρήτου. Καί νά συνειδητοποιεί ότι σέ αυτόν τόν χώρο ήταν αδύνατο νά διεισδύσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Σέ αυτήν τήν έντονη εσωτερική λαχτάρα γιά νέες εξερευνήσεις, γιά νέα δημιουργία έρχεται η παρέμβαση τού Αποστόλου Παύλου.
Μέχρι τότε, ο ελληνική διανόηση είχε στηριχθεί καί αναδιπλωθεί στή σύλληψη τού ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος, πού συνειδητοποιεί τόν εαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ανάπτυξη τής λογικής του. Γιά τόν Παύλο, η βασική στροφή, η «μετάνοια» τής ανθρωπότητος, πρέπει νά γίνει πρός τήν κατεύθυνση τής απροσπέλαστης γιά τόν νού αγάπης τού Θεού, τήν οποία απoκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. «Τούς μέν χρόνους τής αγνοίας υπεριδών ο Θεός τά νύν παραγγέλλει τοίς ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν» (στίχ. 30). Η ανάγκη τής μετανοίας θά παραμείνει συνεχής, μόνιμη πηγή ανανεώσεως. Γιά τόν Απόστολο Παύλο τελικό κριτήριο παραμένει ακριβώς ο σταυρωθείς καί αναστάς Ιησούς, βάσει τού παραδείγματος καί τής διδασκαλίας τού οποίου ο Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οικουμένην εν δικαιοσύνη» (στίχ. 31).
Ο Παύλος δέν ανησύχησε άν χαμογέλασαν καί χλεύασαν τό επαναστατικό μήνυμά του. Ο Απόστολος φύτευσε στήν καρδιά τού αρχαίου πολιτισμένου κόσμου μίαν αλήθεια. Ήξερε ότι αυτή έκρυβε μία εκπληκτική δυναμική αναπτύξεως καί πολιτισμού. Ούτε κάν διανοήθηκε νά τήν επιβάλει πολιτικά ή στρατιωτικά, όπως θά έκανε αργότερα, ύστερα από 7 αιώνες κάποιος άλλος ιδρυτής θρησκείας. Οι μεγάλες αλήθειες δέν χρειάζονται τεχνική στήριξη. Ριζώνουν αθόρυβα καί καρποφορούν μακροπρόθεσμα. Τό χρέος τής Εκκλησίας θά είναι πάντοτε νά είναι φορέας αλήθειας καί ζωής εν Χριστώ, χωρίς διάθεση επιθετικότητας, όπως συμβαίνει σέ άλλα θρησκευτικά συστήματα.
3. Κάθε Θεία Λειτουργία μάς επανατοποθετεί στήν προοπτική πού ο Παύλος καθόρισε σχετικά μέ «τό παρόν» καί «τά έσχατα». Μέ τό «τά νύν» καί τήν «ημέραν εν ή μέλλει κρίνειν τήν οικουμένην». Τό προσωπικό παρόν, τό παρόν τού λαού μας, τής περιοχής, τού κόσμου, μάς αφορά άμεσα. Καί η ευχαριστιακή κοινότητα, η συναγμένη στό όνομα τού Χριστού εν Αγίω Πνεύματι, καλείται νά δώσει ό,τι πιό πολύτιμο έχει.
Η Ορθοδοξία πρέπει νά παραμείνει φορέας πνευματικής ελευθερίας, παρηγοριάς καί ελπίδος στόν σύγχρονο κόσμο. Φιλάνθρωπη, στήν αρχική έννοια τού όρου. Γεμάτη συμπόνοια καί ανυπόκριτη αγάπη γιά τόν κάθε άνθρωπο, ιδιαίτερα τόν ευρισκόμενο σέ ανάγκες καί στενοχωρίες, ανεξαρτήτως καταγωγής, φυλής, χρώματος, φύλου, θρησκευτικών πεποιθήσεων. Τόν αδικούμενο ή διωκόμενο λόγω κοινωνικών ή πολιτιστικών διαφορών.
Υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα τήν ισότητα όλων τών ανθρώπων καί τό χρέος τής αδελφοσύνης. Καλείται νά έρχεται αρωγός πρός πάντα άνθρωπον, μάλιστα τόν αμαρτωλό καί τόν ελάχιστο αδελφόν, τόν οποίο διάφοροι κατά τόπους καί θέσεις ισχυροί υποτιμούν καί περιφρονούν. Η Ορθοδοξία είναι ταγμένη νά τονίζει τήν αξία καί τό κάλλος τού αγίου βίου καί νά καλλιεργεί πρόσωπα ελεύθερα πού μέ τό ήθος, τόν χαρακτήρα, τό δημιουργικό τους πνεύμα ανυψώνουν τόν εαυτό τους καί τήν κοινωνία.
Στίς διάφορες αναστατώσεις, στίς παγκόσμιες κοινωνικές καί πολιτικές ανακατατάξεις πού μάς τρομάζουν, τό βλέμμα μας ηρεμεί, καθώς είναι στραμμένο πρός τό τέλος, τή βεβαιότητα ότι η ιστορία δέν εξελίσσεται ερήμην Εκείνου στόν οποίο έχει δοθεί «πάσα εξουσία εν ουρανώ καί επί γής» (Ματθ. κη΄ 18), ο οποίος καί θά έλθει «κρίνειν τήν οικουμένην εν δικαιοσύνη». Οι χριστιανοί επ’ ουδενί λόγω πρέπει νά παρασυρθούμε από τή μέθοδο τού αντιπάλου, τήν επιθετικότητα καί τήν εκδικητικότητα, αλλά οφείλουμε σταθερά νά είμαστε παράγοντες δικαιοσύνης. Τό άλλο όνομα τής δικαιοσύνης λέγεται ανάπτυξη, ανάπτυξη γιά όλους, μέσα στόν τόπο μας, έξω από τόν τόπο μας. Η Ελλάδα σήμερα έχει αποκτήσει προνομιακή θέση στά Βαλκάνια, καί εν πολλοίς στόν κόσμο.
Επί 20 αιώνες δέχεται τίς ευεργεσίες τού Θεού όσο ελάχιστες άλλες χώρες. Όμως, η οποιαδήποτε δωρεά τού Θεού παρέχεται γιά τήν εκπλήρωση τού χρέους τής αγάπης καί τής δικαιοσύνης στούς άλλους πού τίς στερούνται. «Παντί ώ εδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται παρ’ αυτού, καί ώ παρέθετο πολύ, περισσότερον αιτήσουσιν αυτόν» (Λουκ. ιβ΄ 48).