Το θέμα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας απασχόλησε τη Χριστιανική Εκκλησία από την αποστολική ακόμη εποχή.
«Ξενοφοβία και φιλαδελφία κατά τον απόστολο Παύλο» ήταντό 2008 και το κεντρικό θέμα των 14ωνΠαυλείων, που διοργάνωσε η Ιερά Μητροπολή μας. Ως συμβολή στην επικαιρότητατ ων ημερών μας, παραθέτουμε τις παρακάτω σκέψεις, βασισμένες στη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, πάνω στην οποία, άλλωστε, στηρίζεται και η δισχιλιετής πρακτική τήςΕκκλησίας μας.
«Ξενοφοβία-ρατσισμός, από τη μια και φιλαδελφία, από την άλλη». Ο απόστολος Παύλος έχει κάνει ήδη την επιλογή του ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες, ανάμεσα σε αυτέςτίς δύο συμπεριφορες, στην επιστολή του προς τους Εβραίους: «Η φιλαδελφία μενετω· της φιλοξενίας μη επιλανθάνεσθε».
Η επιλογή του αποστόλου είναι σαφής. Καί δεν μπορούσε να είναι διαφορετική για τον απόστολο που γεννήθηκε σε μία πόλη-τόπο συναντήσεως εθνών και θρησκειών, σε μία πόλη ανοικτη στο διαφορετικό και στο «ξένο». Η μεταστροφη του στη θρησκεία του Ναζωραίου, τον έκαναν να επανεξετάσει τη σημασία των δύο όρων στη ζωή του και να επαναδιατυπώσει το περιεχόμενο και το νόημά τους. Αφετηρία και των δύο είναι η αγάπη, η αγάπηόπωςτήν δίδαξε και την ενσάρκωσε ο Χριστός και όπως τη βίωσε η Εκκλησία μας στο πέρασμα των καιρών.
Η βίωση της αγάπης υπό το φως του Ευαγγελίου, η οποία αντιμετωπίζει τον πλησίον ως εαυτον, έχει ως αυτονόητο επακόλουθό της τη φιλαδελφία.
Συχνά δημιουργείται η εντύπωσηότι, όταν η Εκκλησία αναφερεται στη φιλαδελφία, αναφέρεται αποκλειστικά σε αδελφού εν Χριστώ. Η Εκκλησία αντιμετωπίζει ως αδελφούς όλους τους ανθρώπους για τους οποίους «Χριστός απέθανεν», και προς χάριν όλων αυτών, ανεξαρτήτως της εθνικότητος και του θρησκεύματος, ασκεί το ιεραποστολικό, φιλανθρωπικό και κοινωνικό της έργο.
Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος, όταν έρχεται προς τη Μακεδονία, δεν έρχεται προς αδελφούς, αλλά προς ξενους. Όταν ανεβαίνει στον Άρειο Πάγο και απευθύνεται στους Αθηναίους που έχουν στήσει βωμό στον άγνωστο Θεό, δεν ομιλεί προς αδελφούς αλλά προς ξενους.
Ο ίδιος, άλλωστε, ζεί ως ξένος στη γη, καθώς αντιμετωπίζεται ως ξένος κατά τη διάρκεια των αποστολικών περιοδειών του και αναγκαζεται συχνά να φεύγει καταδιωκομενος και συκοφαντούμενος από τις πόλεις στις οποίες κηρύττει τον ευαγγελικό λόγο. Ζείως ξένος και κινείται ως ξένος. Όμως ο ίδιος μοχθεί και κοπιάζει και κινδυνεύει και προσεύχεται για όλους όσους τον διώκουν ή τον ειρωνεύονται ή τον κατηγορούν, γιατί θέλει να εξοικειώσει αυτούς τους ξένους γι᾽αυτόν ανθρώπους με τη χάρη του Θεού και να τους μεταποιήσει σε αδελφούς του.
*********************
Αυτή η αντιμετώπιση του κοσμου και των ανθρώπων οδήγησε την Εκκλησία στο να έχει μια διαφορετική από τη συνήθη θεώρηση των ξένων.
Γιά την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν ουσιαστικα ξένοι. Είμαστε όλοι ξένοι στη γη, γιατί «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μελλουσαν επιζητούμεν», την επουράνια πατρίδα. Δεν είμαστε όμως ξένοι, εφόσον όλοι αν εξαιρετως είμαστε τέκνα του Θεού. Γι᾽αυτό και η έννοιες της ξενοφοβίας και του ρατσισμού είναι παντελώς ξένες προς την Εκκλησία, καθώς «ουκένι Έλλην και Ιουδαίος, … βάρβαρος, δούλος, ελεύθερος».
Υπό την προοπτική αυτή είναι ανάγκη να επανατοποθετηθούμε και εμείς ως προσωπα και ως μέλη της Εκκλησίας στο αντιθετικό δίπολο της ξενοφοβίας-ρατσισμού και της φιλαδελφίας, ακολουθώντας τη δισχιλιετή διδασκαλία και πρακτική της Εκκλησίας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος και ο σύγχρονος κόσμος καλείται διά της ουσιαστικής εφαρμογής της αρετής της αγάπης προς τον πλησίον να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, που τελικα αποξενώνει τον ίδιο και από τον συνάνθρωπό του και από τον Θεό.
Αρχιμ. Γεώργιος Χρυσοστόμου
Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ.Βεροίας – Καθηγητής Πανεπιστημίου