Ο Χρυσόστομος ασχολείται με την περικοπή Α΄ Κορ. 12, 1-12 σε δύο ερμηνευτικές ομιλίες του.
Χωρίς να παραβλέπει άλλες ουσιώδεις πλευρές, τις οποίες σχολιάζει θαυμάσια, επιμένει κυρίως σε ένα κεντρικό πρόβλημα που κατά την γνώμη του αντιμετωπίζει εδώ ο Απόστολος Παύλος. Πρόκειται για το πρόβλημα των προστριβών, παραπόνων, συγκρούσεων και ζηλοτυπιών μεταξύ των μελών της Εκκλησίας της Κορίνθου, εξαιτίας της διαφοράς χαρισμάτων.
Ο Χρυσόστομος βλέπει το κείμενο Α΄ Κορ. 12, 1-12 ως μια σοφή, μεθοδική αλλά και γεμάτη πάθος προσπάθεια του Παύλου να λύσει το δύσκολο αυτό πρόβλημα, να εξαλείψει τις πικρίες και τις θλίψεις που γεννούσε η διαβάθμιση των χαρισμάτων σε μεγάλα και μικρά, σε σπουδαία και κοινά.
Παρακολουθώντας και αναλύοντας προσεκτικά την επιχειρηματολογία του Αποστόλου, ο Χρυσόστομος απευθύνεται στους Κορινθίους και γενικότερα σε ανθρώπους που παραπονούνται ότι δεν έλαβαν μεγάλα χαρίσματα. Θέτει σ’ αυτούς ερωτήματα και διατυπώνει θέσεις παραφράζοντας σε ελεύθερη ομιλητική μορφή το πυκνό κείμενο Α΄ Κορ. 12, 1-12: Γιατί θλίβεσαι, ρωτάει, για ποιό λόγο υποφέρεις; Επειδή δεν έλαβες όσο και ο άλλος; Επειδή σου δόθηκε μικρότερο και όχι μεγαλύτερο χάρισμα; Προσπάθησε να καταλάβεις ότι αυτό που σου δόθηκε είναι χάρισμα, είναι δώρο και όχι οφειλή, και τότε θα υπερνικήσεις την θλίψη σου. Γι’ αυτό όπως βλέπεις και ο Απόστολος ευθύς εξ αρχής είπε ότι «διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί». Δεν μίλησε για υπερφυσικά σημεία ή για θαύματα αλλά για «χαρίσματα». Χρησιμο¬ποίησε δηλαδή μια λέξη που αυτή καθ’ εαυτήν σημαίνει δωρεά.
Έτσι σε πείθει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να υποφέρεις στο ζήτημα των χαρισμάτων, αλλά αντίθετα να αισθάνεσαι και ευγνωμοσύνη. Σκέψου ακόμη και το εξής: έστω και αν έλαβες λιγότερο από κάποιον άλλο που δέχθηκε ένα μεγαλύτερο χάρισμα, έχεις τιμηθεί εξ ίσου με εκείνον αφού έλαβες από την ίδια πηγή. Διότι δεν μπορείς να πεις ότι σ’ εκείνον το χάρισμα δόθηκε από το Άγιο Πνεύμα ενώ σε σένα δόθηκε από κάποιον άγγελο. Και σε σένα και σ’ εκείνον, ό,τι χαρίσθηκε, χαρίσθηκε από το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό ακριβώς και ο Παύλος, στην φράση «διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισί» πρόσθεσε αμέσως «το δε αυτό Πνεύμα» (Α΄ Κορ. 12,4). Επομένως, έστω και αν υπάρχει διαφορά στην δόση δεν υπάρχει διαφορά στον δότη, που είναι το Άγιο Πνεύμα· και συ που πήρες το λιγότερο και ο άλλος που πήρε το πιο πολύ, αντλείτε από την ίδια πηγή.
Στον πίνακα των πνευματικών χαρισμάτων που αναφέρει ο Παύλος στο Α΄ Κορ. 12, 8-11, ο Χρυσόστομος κάνει αμέσως τις υπογραμμίσεις που συντελούν στην έξαρση της παραπάνω απόψεως. Ο Απόστολος γράφει ότι στον ένα «διά του Πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως κατά το αυτό Πνεύμα, ετέρω δε πίστις, εν τω αυτώ Πνεύματι, άλλω δε χαρίσματα ιαμάτων, εν τω αυτώ Πνεύματι». Βλέπεις, τονίζει ο Χρυσόστομος, ότι παντού ο Παύλος κάνει αυτή την προσθήκη λέγοντας «εν τω αυτώ Πνεύματι» και «κατά το αυτό Πνεύμα»! Ξέρει ότι αυτή η αλήθεια προσφέρει μεγάλη άνεση και παρηγορία… Το πλήρες και γενικό φάρμακο που δίνει ειρήνη και άνεση ψυχής στο ζήτημα της διαφοράς χαρισμάτων είναι η γνώση και συνείδηση ότι όλοι λαμβάνουν από την ίδια ρίζα, από τους ίδιους θησαυρούς, από τα ίδια νάματα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος αντλώντας συνεχώς από το γεγονός αυτό εξισώνει τις διαφορές, εξομαλύνει την φαινομενική ανωμαλία και διαλύει την θλίψη που συνδέεται με τις διαβαθμίσεις των χαρισμάτων.
Ο Χρυσόστομος προβάλλει και ένα άλλο σημείο από την επιχειρηματολογία του Παύλου στο ίδιο θέμα. Το ονομάζει «ετέραν παράκλησιν» για να δείξει ότι το θεωρεί συμβολή στη σωστή κατανόηση της διαφοράς χαρισμάτων. Πρόκειται για την ιδέα ότι η διανομή των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία γίνεται «προς το συμφέρον», δηλαδή για το πνευματικό συμφέρον, για το καλό, τόσο του κάθε πιστού όσο και ολόκληρης της κοινότητος. Ο Απόστολος, εξηγεί ο Χρυσόστομος, προσθέτει και μιαν άλλη ιδέα πνευματικής παρακλήσεως όταν λέγει ότι «εκάστω η φανέρωσις του Πνεύματος δίδοται προς το συμφέρον» (Α΄ Κορ. 12,7). Έτσι παρηγορεί εκείνον που θα έλεγε: και τί σημαίνει για μένα ότι ο ίδιος Κύριος και το ίδιο Πνεύμα και ο ίδιος Θεός είναι πίσω από κάθε χάρισμα, όταν εγώ έλαβα λιγότερο από τον άλλο πιστό; Σ’ αυτόν τον παραπονούμενο αδελφό ο Παύλος απαντά: έλαβες λιγότερο διότι έτσι συνέφερε, έτσι ήταν το καλύτερο, από κάθε άποψη.
Ο Θεός ενήργησε με τον τρόπο που ενήργησε όχι για να σε ατιμάσει ούτε για να αποδείξει ότι είσαι κατώτερος του άλλου, αλλά επειδή μεριμνά για σένα, επειδή είναι στοργικός έναντι της αδυναμίας σου και αποβλέπει σ’ αυτό που είναι το καλύτερο για σένα. Διότι απλούστατα, αν κάποιος λάβει ένα μεγαλύτερο χάρισμα ενώ δεν είναι σε θέση να το βαστάξει, αυτό θ’ αποβεί αρνητικό, θα προκαλέσει βλάβη και θα δημιουργήσει θλίψη. Όταν λοιπόν Ένας και ο Αυτός είναι ο χορηγός των χαρισμά¬των, όταν αυτό που δίδεται είναι δωρεά, όταν μέσω αυτής της δωρεάς πραγματοποιείται η φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, και όταν το συγκεκριμένο χάρισμα που έλαβες είναι προφανώς για το καλό σου, για το πνευματικό σου συμφέρον, τότε μην αφήνεις τον εαυτό σου να υποφέρει με την ιδέα ότι είσαι μειωμένος ή περιφρονημένος. Γι’ αυτό, αδελφοί, συμπεραίνει ο Παύλος, ας μην αδημονούμε και ας μη θλιβόμεθα λέγοντας γιατί έλαβα αυτό και γιατί δεν έλαβα εκείνο το χάρισμα; Ούτε να ζητούμε ευθύνες από το Άγιο Πνεύμα.
Εφόσον γνωρίζεις ότι η φροντίδα και στοργή του Αγίου Πνεύματος για σένα σου χάρισε ό,τι σου χάρισε, πρέπει ν’ αντιληφθείς ότι η ίδια στοργή και φροντίδα καθορίζει και το μέτρο της δωρεάς. Δέξου την δωρεά και μάθε να χαίρεσαι για ό,τι έλαβες. Μην αφήνεις να σε καταλάβει η δυσφορία για όσα δεν έλαβες, αλλά απεναντίας νοιώσε βαθύτατη ευγνωμοσύνη διότι δεν σου δόθηκαν περισσότερα από ό,τι θα μπορούσες να ανθέξεις.
Η παραπάνω ερμηνεία, που προσφέρει ο Χρυσόστομος για την σωστή κατανόηση της περικοπής Α΄ Κορ. 12, 1-12, περιέχει μια βαθύτατα διεισδυτική άποψη. Θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε Πνευματολογικό και συνάμα ανθρωπολογικό πραγματισμό. Ο ιερός πατήρ είναι απολύτως σαφής και βέβαιος για την ύπαρξη των χαρισμάτων, για την πραγματικότητα των φανερώσεων του Αγίου Πνεύματος στην συγκεκριμένη Εκκλησία της Κορίνθου, στην οποία απευθύνεται ο Παύλος. Συγχρόνως δεν έχει καμμιά αμφιβολία για την ύπαρξη πικριών, θλίψεων, παραπόνων μέσα στην ίδια αυτή Εκκλησία, λόγω διαφοράς χαρισμάτων. Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο και η σπουδαιότητα της Χρυσοστομικής θέσεως.
Ο Χρυσόστομος δεν διδάσκει ότι η παρουσία πικριών και αντιθέσεων και η μικρόψυχη αξιολογική διαβάθμιση των χαρισμάτων και των δώρων του Αγίου Πνεύματος από τους Κορινθίους δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για το αν υπάρχουν πράγματι φανερώσεις του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία τους. Δέχεται την γνησιότητα των χαρισμάτων, τα αποδίδει καθ’ ολοκληρίαν στο Άγιο Πνεύμα, αλλά ταυτόχρονα και πα-ράλληλα διαισθάνεται, και το εκφράζει απερίφραστα, ότι οι άνθρωποι που είχαν λάβει τα χαρίσματα αυτά, βρίσκονται σε χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Ο Πνευματολογικός του πραγματισμός είναι πλήρης, η βεβαιότητά του για την παρουσία των χαρισμάτων και φανερώσεων του Αγίου Πνεύματος είναι ατράνταχτη. Αλλά και ο ανθρωπολογικός του ρεαλισμός είναι ισχυρός και εκπεφρασμένος, και η πεποίθησή του για την παρουσία της ανθρώπινης μικρότητας και αδυναμίας, ακόμη και μέσα σε έντονα χαρισματικές καταστάσεις, διαφαίνεται σε κάθε γραμμή της ερμηνείας του.
Αυτή η παράλληλη, ταυτόχρονη λειτουργία μιας υψηλής και καθαρής Πνευματολογίας και μιας ανθρωπολογίας της αδυναμίας και μικρότητος, αποκαλύπτουν την έξοχη ποιότητα του Χρυσοστομικού πνεύματος και την ερμηνευτική του δύναμη και διαίσθηση.
2.Στήν ερμηνεία του της περικοπής Α΄ Κορ. 12, 1- 12 ο Χρυσόστομος αναπτύσσει με δύναμη και πειστικότητα και μιαν άλλη σειρά απόψεων. Αναφέρονται στην σύγκριση και την ριζική διαφορά μεταξύ του ειδωλολάτρη μάντεως και του προφήτη της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης. Ο ιερός πατήρ προβαίνει σε διεξοδική ανάλυση του θέματος αυτού, διότι πιστεύει ότι η παραπάνω σύγκριση υπάρχει στην σκέψη του Παύλου και μάλιστα στους αφετηριακούς στίχους της περικοπής που μας απασχολεί, και συνδέεται ευθέως με το θέμα των χαρισμάτων.
Ο Παύλος, παρατηρεί ο Χρυσόστομος, προκειμένου να μιλήσει «περί των πνευματικών» (στ. 1) δηλαδή «των έργων του Πνεύματος και των χαρισμάτων, τοποθετεί σωστά και αποσαφηνίζει εξ αρχής την διαφορά μεταξύ μαντείας και προφητείας. Το κάνει αυτό στο στίχο 2 όταν λέγει: «Οίδατε ότι ότε έθνη ήτε, προς τα είδωλα τα άφωνα ως αν ήγεσθε, απαγόμενοι». Το νόημα των λόγων αυτών είναι το εξής: Μέσα στην ειδωλολατρεία, αν κάποτε αιχμαλωτίσθηκε κανείς από το ακάθαρτο πνεύμα και άρχισε να λέγει μαντείες, βρέθηκε σε μια κατάσταση στην οποία δεν ήξερε τι έλεγε. Απλούστατα, εσύρετο δεμένος από το πνεύμα, σαν να επρόκειτο να απαχθεί βιαίως. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό του μάντεως, το να μετατοπίζεται εκτός εαυτού, το να εξαναγκάζεται, το να σπρώχνεται, το να σύρεται όπως οι μαινόμενοι. Αυτά όμως δεν συμβαίνουν στον προφήτη του Θεού. Ο προφήτης λέει όσα λέει, με διάνοια νηφάλια και άγρυπνη, μέσα σε κατάσταση πνευματικής εγρηγόρσεως και ισορροπίας και με βαθειά επίγνωση των λόγων του.
Στην συνέχεια ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί μαρτυρίες από τον Πλάτωνα και από κείμενα ειδωλολατρικά για να καταδείξει την αντικειμενικότητα των χαρακτηρισμών του για τους μάντεις. Χωρίς ανάπαυλα επανέρχεται ακατάπαυστα στις βασικές του θέσεις ότι η μαντεία είναι υποδούλωση σε δαιμονικά πνεύματα, ότι είναι κατάσταση βίας, καταναγκασμού, εκλείψεως της αυτοσυνειδησίας και γνώσεως των λεγομένων, κατάσταση που μπορεί να καταλήξει σε πραγματική παραφροσύνη.
Στην ζοφερή, δαιμονική αυτή κατάσταση που εκπροσωπεί η μαντεία, ο Χρυσόστομος αντιπαραθέτει και πάλι, χωρίς καθόλου να κουράζεται, την προφητεία που άνθισε στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη. Ο Παύλος, σημειώνει ο ιερός πατήρ, δεν μίλησε στο Α΄ Κορ. 12,1-4, για τα δικά μας, δηλαδή για την προφητεία και τους προφήτες, διότι αυτά ήταν φανερά στους Κορινθίους. Οι προφήτες προφήτευαν όπως άρμοζε σ’ αυτούς, με σύνεση και πλήρη ελευθερία. Ήταν κύριοι να μιλήσουν ή να μη μιλήσουν. Κι’ αυτό διότι δεν τους πίεζε καμμιά βία και ανάγκη. Η προφητεία ήταν εξουσία με την οποία είχαν τιμηθεί. Έτσι εξηγείται γιατί ο Ιωνάς έφυγε, γιατί ο Ιεζεκιήλ ανέβαλλε, γιατί ο Ιερεμίας παραιτήθηκε. Ο Θεός δεν τους έσπρωχνε, δεν τους εξανάγκαζε, αλλά τους συμβούλευε, τους παρακινούσε, τους απειλούσε, χωρίς να σκοτίζει την διάνοιά τους. Χαρακτηριστικό ιδίωμα του δαίμονος είναι το να δημιουργεί καταστάσεις θορύβου, μανίας και φοβερού σκοτισμού. Χαρακτηριστικό ιδίωμα του Θεού είναι το να φωτίζει και το να διδάσκει με σύνεση τα πρέποντα.
Στην ανωτέρω ερμηνεία των πρώτων στίχων του κειμένου Α΄ Κορ. 12, 1-12, με την έμφαση στην αβυσσαλέα διαφορά μεταξύ προφήτη και μάντεως και με την εκτενή συζήτηση των σχετικών δεδομένων ο Χρυσόστομος αποκαλύπτει για μιαν ακόμη φορά τις ουσιαστικές θεολογικές και ανθρωπολογικές του προϋποθέσεις για την σωστή προσέγγιση του ζητήματος των χαρισμάτων μέσα στην Εκκλησία.
Τα όσα αναπτύσσει αναφορικά με την προφητεία, ισχύουν, με τις ανάλογες προσαρμογές, και για τα άλλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Το χάρισμα δεν σημαίνει σε καμμιά περίπτωση καταναγκασμό, βία, επιβολή άτεγκτη επί της ανθρωπίνης θελήσεως ή αναίρεση, έστω και προσωρινή της θελήσεως αυτής. Ο αποδέκτης της χαρισματοφόρου δωρεάς του Αγίου Πνεύματος διατηρεί ακέραια την ελευθερία του και αμείωτη την ενέργεια της θελήσεώς του, ακόμη και στο αποκορύφωμα της λειτουργίας του χαρίσματος. Για τον Χρυσόστομο, οιαδήποτε ελάττωση ή, πολύ πε-ρισσότερο αναστολή και εξαφάνιση της πνευματικής ελευθερίας, αποτελεί ένδειξη της παρουσίας δαιμονικής δυνάμεως και όχι χαρίσματος του Αγίου Πνεύματος.
Το χάρισμα επί πλέον, δεν σημαίνει άμβλυνση των διανοητικών λειτουργιών, της νηφαλιότητος, της εγρηγόρσεως, της αυτοσυνειδησίας. Το διαμετρικά αντίθετο ισχύει. «Θεού το φωτίζειν και μετά συνέσεως διδάσκειν τα δέοντα», γι’ αυτό και ο προφήτης και γενικότερα ο χαρισματούχος μέσα στην Εκκλησία ενεργεί μετά διανοίας νηφούσης και σωφρονούσης καταστάσεως και ειδώς α φθέγγεται».
Αυτή η διπλή έμφαση του Χρυσοστόμου στην ελευθερία και στην διανοητική εγρήγορση, που διαφυλάσσονται και ανθίζουν σε κάθε περίπτωση χαρίσματος του Αγίου Πνεύματος, δείχνουν την πρωταρχική σημασία που αποδίδει στον άνθρωπο ως άνθρωπο μέσα στην Εκκλησία, δείχνουν επί πλέον πως αντιλαμβάνεται, ερμηνεύοντας τον Παύλο, την παρουσία των χαρισμάτων, ως φανερώσεων του Αγίου Πνεύματος. Για τον Χρυσόστομο οι δωρεές του Αγίου Πνεύματος σπείρονται, φυτρώνουν και αναπτύσσονται πάντοτε μέσα σ’ ένα κλίμα διαφυλάξεως της ανθρωπίνης ελευθερίας και πνευματικής ακεραιότητος.
Γι’ αυτό και μπορεί να συνδυάζει, όπως είδαμε λίγο προηγουμένως, κατά λαμπρό τρόπο και σε θαυμαστή σύνθεση ένα καθαρό ανθρωπολογικό πραγματισμό με ένα συνεπή Πνευματολογικό πραγματισμό.
*Αρχιεπ. Αμερικής Δημητρίου, Παρουσία του Αγίου Πνεύματος, εκδ. Σήμαντρο, Αθήνα 1984, σ.90-100