του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου Ανδρέα
Οι Καταστατικοί Χάρτες (Κ.Χ.) ιδιαίτερα ο Σ΄ και ΣΑ΄ του 1852, αλλά και οι έτεροι του 20ού αιώνα, περισσότερο βέβαια με τις τροποποιήσεις που επέβαλαν καθεστωτικές κυβερνήσεις (Παγκάλου, Μεταξά, Παπαδόπουλου), εκφράζουν τη βούληση του κράτους για ασφυκτικό έλεγχο της Εκκλησίας, σε εποχές που το κράτος λειτουργεί με συγκεντρωτικές ή αυταρχικές δομές διοίκησης.
Η παρουσία εκπροσώπου της εκάστοτε κυβέρνησης στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ), η οποία έπαυσε με τον Κ.Χ. του 1977, καθιστούσε απόλυτη την επί της Εκκλησίας πολιτειοκρατία. Ο εκδημοκρατισμός της Πολιτείας απελευθερώνει και την Εκκλησία από τα κρατικά δεσμά.
Η Πολιτεία επιβάλλει με τον Κ.Χ. την κηδεμονία της στην Εκκλησία στο πλαίσιο της κρατικιστικής αντίληψης για μια χειραγωγημένη Εκκλησία, η οποία θα υπηρετεί τους κρατικούς σκοπούς και στόχους, με πρώτο και κυρίαρχο τη διαμόρφωση και διασφάλιση της εθνικής συνείδησης, εθνικής ενότητας και ταυτότητας. Στο ελληνικό και στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη, οι άνθρωποι ήταν αφοσιωμένοι και αυτοπροσδιορίζονταν από τη θρησκευτική τους συνείδηση. Γι’ αυτό και τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα της Επανάστασης του 1821 όριζαν ότι «Ελληνες εισί οι εις Χριστόν πιστεύοντες». Συνεπώς, μέσα από τη χειραγώγηση των εκκλησιαστικών δομών διοικήσεως, πρωτίστως του συνόλου της Ιεραρχίας, αλλά και της ΔΙΣ, θα ασκείτο ο έλεγχος και στο εκκλησιαστικό πλήρωμα. Ο Κ.Χ. του 1969 αποτελεί καθ’ ολοκληρίαν έκφραση αυτών των στόχων και επιλογών.
Τι προέβλεπαν οι νέες ρυθμίσεις
Η Ιεραρχία συγκλήθηκε για πρώτη φορά μετά την 21η Απριλίου 1967, την 1η Μαρτίου 1969, με αφορμή τη δημοσίευση του Κ.Χ., όπου δεν υπήρχε αναφορά στον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850 και στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928. Ηδη, βέβαια, στο «Σύνταγμα» του 1968 είχε γίνει η αντιεκκλησιολογική διάκριση των Ιερών Κανόνων σε δογματικούς και διοικητικούς. Αλλωστε, από το 1967 η δικτατορία είχε προσπαθήσει να ελέγξει την Εκκλησία μέσω του αντικανονικού διορισμού αριστίνδην συνόδου και του παραμερισμού της ΔΙΣ.
Ο Κ.Χ. του 1969, θεωρητικά, θέλησε να διαμορφώσει νέες δομές εκκλησιαστικής διοίκησης με τη συμμετοχή λαϊκών. Η θεσμοθέτηση των συνελεύσεων (Εκκλησιαστικής, Επαρχιακής και Ενοριακής) θα μπορούσε να θεωρηθεί ρηξικέλευθη καινοτομία, όμως τα λαϊκά μέλη διορίζονταν άμεσα ή έμμεσα υπό των κρατούντων. Η βάση της παραπάνω πυραμίδας των συνελεύσεων, η Ενοριακή, συγκροτείτο, εκτός από τους ιερείς και τους ιεροψάλτες της ενορίας, από δέκα έως πενήντα λαϊκούς, ανάλογα με το πλήθος της ενορίας, επιλεγόμενους «παρά του ιερατικού προϊσταμένου από κοινού οριζομένου υπό του οικείου επιθεωρητού στοιχειώδους εκπαιδεύσεως δημοδιδασκάλου».
Την ενεργό συμμετοχή των λαϊκών συναντάμε στους Γενικούς Κανονισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1862 και στις εκλογές των Πατριαρχών Αλεξανδρείας έως του Παρθενίου (1987) και των Αρχιεπισκόπων Κύπρου έως του Χρυσοστόμου (1977), αντίστοιχα, οπότε η κληρικολαϊκή συνέλευση εξέλεξε τον Αλεξανδρείας και τον Κύπρου.
Ο νέος Κ.Χ. του 1969, όπως και του 1940, προέβλεπε την έκδοση κανονιστικών διατάξεων, κανονισμών. Εως το 1973 εκδόθηκαν πενήντα κανονισμοί για την οργάνωση της εσωτερικής εκκλησιαστικής διοίκησης.
Συνοδικές επιτροπές
Ο Κ.Χ. δημιουργούσε δέκα συνοδικές επιτροπές μεταξύ άλλων για τους εξής τομείς: λατρεία, εκκλησιαστική εκπαίδευση, μοναχισμό, διορθόδοξες – διαχριστιανικές σχέσεις, χριστιανική αγωγή, ποιμαντικό έργο. Οι πρόεδροι των δέκα αυτών επιτροπών ήταν αρχιερείς, οι οποίοι, μετά του Αρχιεπισκόπου και του αντιπροέδρου, θα συγκροτούσαν τη δωδεκαμελή ΔΙΣ. Οι πρόεδροι των επιτροπών θα εκλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ΙΣΙ), με αποτέλεσμα να καταλυόταν ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος του 1850, ο οποίος καθορίζει τη σύγκληση της ΔΙΣ κατά τα πρεσβεία αρχιερωσύνης, αλλά και η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 για τις Νέες Χώρες, η οποία ορίζει ότι στη ΔΙΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος συμμετέχουν ισάριθμοι αρχιερείς με αυτούς της παλαιάς Ελλάδας.
Η Ιεραρχία συνήλθε τον Μάρτιο του 1969, εξέλεξε τους προέδρους των επιτροπών και αντικατέστησε την αριστίνδην σύνοδο του 1967 με νέα ΔΙΣ.
Αντιδράσεις των ιεραρχών για τη σύνθεση της νέας ΔΙΣ
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος θέλησε να παγιώσει τη συγκρότηση της ΔΙΣ από τους δέκα εκλεγμένους αρχιερείς, προέδρους των συνοδικών επιτροπών. Την παραμονή της συγκλήσεως της δεύτερης συνεδριάσεως της Ιεραρχίας τον Νοέμβριο του 1972 δήλωσε ότι «δεν πρόκειται να εφαρμοστεί το υπό του Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Συνοδικής Πράξης του 1928 σύστημα συγκροτήσεως της ΔΙΣ κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης» και ότι ο νέος Κ.Χ. «απελευθερώνει την Εκκλησία».
Ο Φλωρίνης Αυγουστίνος θα απαντήσει στον Αρχιεπίσκοπο: «Μακαριώτατε, αντί να κλαίμε, σεις θριαμβολογείτε διά το κατάντημα της Εκκλησίας που οφείλεται εις τον Νόμον 126 του 1969 του οποίου υπήρξατε εμπνευστής και δημιουργός…».
Η Ιεραρχία παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες τελικά συγκρότησε τη νέα ΔΙΣ από τους δέκα προέδρους των μόνιμων συνοδικών επιτροπών που εξέλεξε έπειτα από ψηφοφορία, από την οποία απείχαν δώδεκα αρχιερείς. Αρχισε να δημιουργείται στην Ιεραρχία μια ισχυρή μερίδα αντίδρασης και αμφισβήτησης στα τότε γενόμενα.
Οι Φλωρίνης Αυγουστίνος και Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησαν να ακυρωθεί η σύνθεση της ΔΙΣ, διότι δεν είχε συγκροτηθεί κατά τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης και κατ’ ισομοιρίαν από τις Μητροπόλεις της Παλαιάς Ελλάδος και των Νέων Χωρών.
Ο Ιερώνυμος, με την αιτιολογία της κόπωσης, υπέβαλε την πρώτη παραίτησή του στην Ιεραρχία τον Μάρτιο του 1969 όταν ολοκληρώθηκε ο νέος Κ.Χ. Η παραίτηση δεν έγινε αποδεκτή με ψήφους 65, έναντι μιας αποχής, του Κορινθίας Παντελεήμονος. Τη δεύτερη παραίτησή του υπέβαλε στις 25 Μαρτίου 1973, επικαλούμενος «επιθετικές συμπεριφορές ιεραρχών» και «λόγους υγείας».
[irp posts=”409510″ name=”Η Εκκλησία της Ελλάδος δίπλα στους δυο Έλληνες Στρατιωτικούς”]
Η αντιπολίτευση στον Ιερώνυμο και οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας
Η παραίτηση Ιερωνύμου συνδέεται με την ευρύτερη κρίση στην οποία είχαν περιέλθει οι κρατούντες. Τον Φεβρουάριο του 1973 οι φοιτητές καταλαμβάνουν τη Νομική, τον Απρίλιο ο Καραμανλής δηλώνει από το εξωτερικό ότι «η κυβέρνηση πειραματιζομένη διαρκώς αποδιοργάνωσε τη διοίκηση, την Εκκλησία και την παιδεία ώστε να παρουσιάζουν την εικόνα επικινδύνου αποσυνθέσεως» και τον Μάιο εκδηλώνεται το κίνημα του Ναυτικού.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Απρίλιο του 1973, έκανε δεκτή την προσφυγή του Φλωρίνης Αυγουστίνου και του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου. Ακύρωσε την εκλογή της ΔΙΣ για λόγους διαδικαστικής νομιμότητας και όχι κανονικότητας, με συνέπεια να εκπέσουν η ΔΙΣ και τα άλλα διοικητικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πλήθος ιεραρχών με διαφορετικές εκκλησιολογικές ιδεολογικές αφετηρίες και πεποιθήσεις, μεταξύ δε αυτών και αρχιερείς χειροτονηθέντες υπό του Ιερωνύμου, διαμορφώνουν μια δυναμική πλειοψηφία, στην οποία συμπορεύονται ο Ιωαννίνων Σεραφείμ, που διαδέχθηκε τον Ιερώνυμο, με τον Υδρας Ιερόθεο, ο Κορινθίας Παντελεήμων και ο Κίτρους Βαρνάβας, με τους Παραμυθίας Παύλο και Δρυϊνουπόλεως Σεβαστιανό. Με νομοθετικό διάταγμα στις 10 Μαΐου 1973, συγκαλείται η Ιεραρχία για να εκλέξει με εκλογές, όπως όριζε ο Κ.Χ., τους δέκα προέδρους των μόνιμων επιτροπών που θα συγκροτήσουν τη νέα ΔΙΣ. Η Ιεραρχία ψήφισε με δύο ψηφοδέλτια με δέκα αρχιερείς το καθένα. Το ένα του Αρχιεπισκόπου καταρτίστηκε κατά τον Κ.Χ. και το άλλο ήταν της αντιπολιτεύσεως.
Είκοσι εννέα (29) αρχιερείς ψήφισαν αρχιεπισκοπικό ψηφοδέλτιο και τριάντα τρεις (33) το «πατριαρχικό», κατά την έκφραση του Φλωρίνης Αυγουστίνου.
Οι νέοι πρόεδροι των μόνιμων Συνοδικών Επιτροπών είχαν εκλεγεί με ψηφοφορία όπως προέβλεπε ο Κ.Χ., όμως στοχευμένα και σταθμισμένα η αντιπολίτευση ψήφισε κατά τα πρεσβεία αρχιερωσύνης, πέντε προέδρους από την Παλαιά Ελλάδα και πέντε από τις Νέες Χώρες κατά τον τόμο του 1850 και την Πράξη του 1928, κορυφώνοντας την αντίθεσή της στον Κ.Χ., αλλά και ευρύτερα στο καθεστώς. Ο Τύπος της εποχής αναδείκνυε καθημερινά σε κύριο θέμα την de facto κατάλυση του Κ.Χ., γεγονός που αποδυνάμωνε τους κρατούντες, όχι μόνο στην εκκλησιαστική αλλά και στην κυβερνητική εξουσία.
Το ημερολόγιο την ημέρα που συνέβαιναν αυτά έδειχνε 10 Μαΐου 1973. Εντελώς συμπτωματικά, «τυχαία», στις 10 Μαΐου 1967, οι δικτάτορες έπαυσαν τον Αθηνών Χρυσόστομο Α΄ από Αρχιεπίσκοπο και ανέστειλαν τη λειτουργία της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας από προσκείμενους στον Ιερώνυμο μητροπολίτες για να ακυρωθούν οι εκλογές των προέδρων των επιτροπών της ΔΙΣ, απορρίφθηκε τον Νοέμβριο του 1973. Ακολούθησε η παύση της κυβέρνησης Μαρκεζίνη, στον οποίο ο Ιερώνυμος είχε γνωρίσει ότι θα παραιτηθεί στις 31 Δεκεμβρίου, η ανατροπή του Παπαδόπουλου και το νέο καθεστώς του Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου, το οποίο ορκίστηκε από τον Ιωαννίνων Σεραφείμ. Οι εξελίξεις οδήγησαν τον Ιερώνυμο στην οριστική παραίτηση στις 15 Δεκεμβρίου 1973, σηματοδοτώντας έτσι και το τέλος του Κ.Χ. του 1969, ο οποίος κατ’ ακρίβεια δεν εφαρμόστηκε.
Με την 3η Συντακτική Πράξη, στις 9 Ιανουαρίου 1974, εκκλησιολογικά τεκμηριωμένη από τους καθηγητές Παναγιώτη Χρήστου, Ιωάννη Ζηζιούλα –τον μετέπειτα Μητροπολίτη Περγάμου– και Γεράσιμο Κονιδάρη και με το εκδοθέν στη συνέχεια Ν.Δ. 274/1974, «Περί του τρόπου εκλογής Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος και ρυθμίσεως εκκλησιαστικών τινών ζητημάτων», αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Σεραφείμ, ο δε Κ.Χ. του 1969 αποτελούσε πλέον παρελθόν.
* Ο κ. Ανδρέας Νανάκης είναι Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης.