ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Ολίγον πρό του Πάθους, κατά την διάρκεια του τελευταίου πασχαλίου δείπνου παρέδωσε ως γνωστόν ο Κύριος προς τους μαθητάς του το μέγα μυστήριο, την Θεία Ευχαριστία.
Στη συνέχεια δε απηύθυνε προς αυτούς μακρά αποχαιρετιστήρια ομιλία, λόγους πλήρεις Χάριτος, στοργής και αγάπης, με νουθεσίες, προτροπές και υποσχέσεις, τους οποίους διασώζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στα κεφάλαια 13-17.
Η ομιλία αυτή στο σύνολό της μαζί με την παράδοση των αχράντων μυστηρίων αποτελούν την Καινή Διαθήκη, την οποίαν συνάπτει ο Κύριος με τους μαθητές και δι’ αυτών με όλη την Εκκλησία.
Αναπόσπαστο δε μέρος αυτής της Διαθήκης αποτελούν όσα ο Κύριος απεκάλυψε προς αυτούς περί του Παρακλήτου. Σε πολλά σημεία αυτής της υπέροχης ομιλίας (14,16-17.14,25-26. 15,26. 16,8-15) αναφέρεται ο Κύριος στο Άγιο Πνεύμα, όπου αποκαλύπτει σ’ αυτούς, την αναγκαιότητα της ελεύσεώς του, προκειμένου να
καταστούν ικανοί, να φέρουν εις πέρας την αποστολή, στην οποία τους έχει προορίσει. Τους αποκαλύπτει επίσης το έργο, το οποίο θα επιτελέσει δια μέσου αυτών στις ψυχές των ανθρώπων και τέλος την σχέση Του με τά άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Οι γραμμές που ακολουθούν αποτελούν ένα σύντομο ερμηνευτικό σχολιασμό των λόγων αυτών του Κυρίου περί του Παρακλήτου λόγω της μεγίστης σπουδαιότητός των.
Για πρώτη φορά τους ομιλεί περί του Παρακλήτου στο στίχο 14,16: «και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα». Με την παρά πάνω φράση υπόσχεται ο Κύριος, ότι θα παρακαλέσει τον Πατέρα, δηλαδή θα μεσιτεύσει προς Αυτόν ως άνθρωπος, αφού θα έχει πλέον πραγματοποιήσει την απολυτρωτική του θυσία, να αποστείλει σ’ αυτούς το Άγιον Πνεύμα, το οποίον εδώ ονομάζει «άλλον Παράκλητον». Ο ένας Παράκλητος, ο οποίος διακρίνεται από τον «άλλον», είναι αυτός ο ίδιος ο Κύριος, ο οποίος καθ’ όλη την διάρκεια της επί γης παρουσίας του, εστήριζε, παρηγορούσε και ενίσχυε τους μαθητές του. Τώρα λοιπόν που αυτός θα αποχωριστή από αυτούς και δεν θα τον έχουν σωματικώς παρόντα, θα τους στείλει τον «άλλον Παράκλητο», το Άγιο Πνεύμα. Το έργο του Παρακλήτου θα είναι συνέχεια του έργου του Υιού.
Θα είναι έργο παρακλήσεως, δηλαδή έργο παρηγοριάς και ενισχύσεως και θάρρους και ανδρείας στις θλίψεις και δοκιμασίες των μαθητών, που θα συναντήσουν κατά την διάρκεια της αποστολής των. Στη φράση αυτή σαφώς ο Κύριος διακρίνει την ετερότητα των τριών προσώπων της αγίας Τριάδος: Ο Υιός είναι ο παρακαλών, ο Πατήρ ο παρακαλούμενος, ο δέ Παράκλητος το Άγιον Πνεύμα.
Στη συνέχεια στον επόμενο στίχο (14,17) αποδίδει σ’ Αυτό άλλο χαρακτηρισμό και επί πλέον προσδιορίζει την σχέση του με τον κόσμο: «το Πνεύμα της αληθείας, ό ο κόσμος ου δύναται λαβείν, ότι ου θεωρεί αυτό ουδέ γινώσκει αυτό, υμείς δε γινώσκετε αυτό, ότι παρ’ υμίν μένει και εν υμίν έσται». Ο Παράκλητος χαρακτηρίζεται ως «Πνεύμα της αληθείας», διότι Αυτό οδηγεί τον κάθε πιστό εις πάσαν την αλήθειαν. Αποκαλύπτει την αλήθεια περί του αληθινού Θεού, περί του κόσμου και περί του ανθρώπου. Περί των παρόντων, των εσχάτων
και του αιωνίου προορισμού του ανθρώπου. Εμπνέει προς την αλήθεια και αποστρέφεται και τιμωρεί το ψεύδος. Πείθει τους ανθρώπους να πιστεύσουν στο Χριστό, που είναι η οδός και αλήθεια και η ζωή, αλλά και στην διδασκαλία του.
Αυτό το Πνεύμα, ο κόσμος της αμαρτίας, οι άνθρωποι εκείνοι που δεν θα πιστεύσουν στον Χριστό, είναι αδύνατο να το λάβουν. Είναι αδύνατον επίσης να το δούν και να το γνωρίσουν, διότι δεν πρόκειται να σαρκωθή, όπως ο Χριστός και να συναναστραφή με τους ανθρώπους, ώστε να γίνει αντιληπτό με τους
σωματικούς οφθαλμούς. Το Πνεύμα οράται και γνωρίζεται μόνον με τους πνευματικούς οφθαλμούς της πίστεως, οι οποίοι όμως παραμένουν κλειστοί στους απίστους.
Εν αντιθέσει μ’ αυτούς οι μαθητές έχουν μιά κάποια (μερική έστω) γνώση του αγίου Πνεύματος, διότι μπορούσαν να βλέπουν μέσα στις θαυματουργικές ενέργειες του Υιού τις ενέργειες του αγίου Πνεύματος.
Όπως δηλαδή μέσα στην γνώση του Υιού είχαν την γνώση του Πατέρα («ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα»), έτσι πάλι διά μέσου του Υιού μπορούσαν οι μαθητές να έχουν γνώση του αγίου Πνεύματος. Αυτό το άγιο Πνεύμα, τώρα μεν μένει κοντά τους, διότι κατοικεί ολόκληρο μέσα στο Χριστό, μετά από λίγο όμως, την ημέρα της Πεντηκοστής θα έλθη να κατοικήση στις ψυχές τους για πάντα.
Παρά κάτω στους στίχους 25-26 επανέρχεται πάλι στην έλευση του Παρακλήτου, για να προσδιορίση σαφέστερα το έργο Του μέσα στις ψυχές των μαθητών: «Ο δε παράκλητος το Πνεύμα το Άγιον, ό πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα ά είπον υμίν». Τον Παράκλητο θα αποστείλει ο Πατέρας, όπως έστειλε και τον Υιό, «εν τω ονόματί» Του, δηλαδή επί τη βάσει του απολυτρωτικού Του έργου, προκειμένου να κάνει κτήμα των ανθρώπων την σωτηρία, που προσέφερε ο Υιός
στον κόσμο διά της σταυρικής του θυσίας. Εκείνος λοιπόν θα επιτελέσει ένα διπλό έργο. Πρώτον θα διδάξη τους αποστόλους τις αλήθειες εκείνες, τις οποίες ο Κύριος δεν τους είχε διδάξει, διότι δεν ήσαν εις θέσιν προς το παρόν να τις βαστάσουν, σύμφωνα με όσα επισημαίνει παρά κάτω: «πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι» (16,12). Και δεύτερον θα υπενθυμίσει σ’ αυτούς και θα τους διασαφίσει όλα όσα κατά καιρούς τους εδίδαξε ο Κύριος κατά την διάρκεια της τριετούς δράσεώς του, τα οποία όμως εν τω μεταξύ τα ελησμόνησαν οι μαθητές, ή δεν τα κατάλαβαν σωστά.
Στο επόμενο κεφάλαιο πάλι επανέρχεται στην έλευση του Παρακλήτου. Και τούτο διότι είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές αυτό το μεγάλο γεγονός, που επρόκειτο να πραγματοποιηθή ολίγο μετά την ανάληψή του. Γεγονός τόσο σπουδαίο, όσο και η σάρκωση του Θεού Λόγου: «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, όν εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ό παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρίσει περί εμού» (15,26).
Στην παρά πάνω φράση ο Κύριος αποκαλύπτει στους μαθητές την εσωτερική σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Ότι δηλαδή το Πνεύμα αϊδίως μεν και αχρόνως εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα, εν χρόνω δε αποστέλλεται στον κόσμο από τον Υιό. Αυτή η αλήθεια αποτελεί βασικό και θεμελιώδες δόγμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, από το οποίο διαφοροποιούνται ο Παπισμός και ο Προτεσταντισμός, που αποδέχονται την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού» (filioque).
Αυτός δε ο Παράκλητος όταν θα έρθη στον κόσμο, θα δώσει διά μέσου των μαθητών μαρτυρία περί του Χριστού. Ότι δηλαδή αυτός είναι ο Υιός του Θεού και ότι αδίκως τον εμίσησαν και τον κατεδίωξαν οι εχθροί του. Θα δώσει δε αυτή την μαρτυρία, αφ’ ενός μεν με την εσωτερική μυστική πληροφορία και βεβαιότητα στις ψυχές των πιστευόντων και αφ’ ετέρου με μιά πληθώρα θαυμάτων, τα οποία θα ενεργήσει διά μέσου των αποστόλων, επισφραγίζοντας το κήρυγμά τους.
Στο επόμενο 16ο κεφάλαιο, στίχοι 8-11, προσδιορίζει αναλυτικότερα το έργο του Παρακλήτου σε σχέση με τον κόσμο: «Και ελθών εκείνος ελέγξει τον κόσμον περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως. Περί αμαρτίας μεν ότι ου πιστεύουσιν εις εμέ, περί δικαιοσύνης δε ότι προς τον Πατέρα μου υπάγω και ουκέτι θεωρείτε με. Περί δε κρίσεως, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται». Το έργο του Παρακλήτου δεν θα είναι μόνον μιά μαρτυρία περί του Χριστού, αλλά θα έχει επί πλέον και ελεγκτικό χαρακτήρα. Θα ελέγξει τον κόσμο για τρία πράγματα. Πρώτον για το μεγάλο αμάρτημα της απιστίας, το οποίο διέπραξε απορρίπτοντας τον Χριστό. Και τούτο διότι ενώ υπήρχαν οι αποδείξεις τόσων πολλών και μεγάλων θαυμάτων Του, αυτοί τελικά δεν επίστευσαν. Διότι ακόμη ενώ είχαν ενώπιόν τους την μαρτυρία του Προδρόμου για τον Ιησού και
τις μαρτυρίες των προφητών από τις Γραφές, πάλι δεν επείσθησαν. Ο έλεγχος δε αυτός δεν θα είναι μόνον ένας απλός έλεγχος της συνειδήσεώς των, αλλά θα έχει δραστικότερο χαρακτήρα. Θα γίνεται ολοφάνερος εξωτερικά με ένα πλήθος θαυμάτων, τα οποία θα κάνουν οι απόστολοι, επικαλούμενοι το όνομα του Ιησού.
Το δεύτερο έργο του Παρακλήτου θα είναι, ότι θα ελέγξει όλους εκείνους, οι οποίοι τον κατεδίκασαν σε θάνατο και τον εσταύρωσαν. Δηλαδή πρωτίστως τους αρχιερείς και άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι αδίκως τον εσυκοφάντησαν στο λαό ως λαοπλάνο και ξένο προς τον Θεόν. Θα αποδείξει πόσο φοβερό έγκλημα διέπραξαν κατά της δικαιοσύνης όταν εκραύγαζαν «άρον άρον σταύρωσον αυτόν», καθ’ όν χρόνον Αυτός ήταν ο μόνος άγιος και αναμάρτητος και δίκαιος.
Ένα δε επί πλέον πολύ ισχυρό τεκμήριο της ιδικής Του αναμαρτησίας και της ιδικής των κατάφορης αδικίας, αποτελεί μετάβασίς Του στον Πατέρα. Το γεγονός δηλαδή ότι μετά την ταφή του δεν παρέμεινε η ψυχή του αιχμάλωτη στον άδη, όπως συμβαίνει με όλους τους αμαρτωλούς, αλλά αφού ανέστη, ανελήφθη εν δόξη και εκάθισε στα δεξιά του Πατρός.
Το τρίτο έργο του Παρακλήτου θα είναι, ότι θα φανερώσει στον κόσμο, ότι ο άρχων του κόσμου τούτου, ο διάβολος, έχει κατακριθή υπό της Θείας Δικαιοσύνης και κατανικηθή ολοσχερώς από τον Χριστό, ο οποίος με την σταυρική Του θυσία, αφήρεσε από αυτόν όλη την εξουσία, την οποία ασκούσε μέχρι τώρα πάνω στους ανθρώπους. Πράγμα που δεν θα μπορούσε να επιτύχει αν ήταν αμαρτωλός. Πράγματι πώς θα ήταν δυνατόν οι απόστολοι και όσοι πίστευαν στον Χριστό, να καταπατούν τον διάβολο και τις μεθοδείες του, επικαλούμενοι το όνομα του Χριστού και τυπώνοντες το σημείο του σταυρού, αν ο Χριστός δεν τον
είχε προηγουμένως νικήσει; Επίσης πως θα μπορούσαν να εκδιώκουν τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους με την δύναμη του Χριστού;
Συνεχίζοντας ο Κύριος τον λόγον του σχετικά με το έργο του Παρακλήτου προχωρεί σε περισσότερες διασαφήσεις: «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν. Ού γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν. Εκείνος εμέ δοξάσει ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν. Πάντα όσα έχει ο Πατήρ εμά εστίν, διά τούτο είπον, ότι εκ του εμού λήψεται και αναγγελεί υμίν» (στίχοι 13-16). Ο Παράκλητος ως πνεύμα της αληθείας, θα οδηγήσει τους αποστόλους, και δι’ αυτών όλη την Εκκλησία, εις πάσαν την αλήθειαν. Δηλαδή θα τους διδάξει όλες εκείνες τις αλήθειες, τις οποίες τώρα δεν είναι εις θέσιν να εννοήσουν οιμαθητές, ώστε να κηρύττουν αλανθάστως και απλανώς την σώζουσα ευαγγελική διδασκαλία. Θα τους λύσει τις απορείες και τα ερωτηματικά, που τώρα μπορεί να έχουν. Θα τους κατευθύνει και εμπνέει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ορθά να διοικήσουν τα σκάφος της Εκκλησίας και να δώσουν ορθές λύσεις στα εκάστοτε αναφυόμενα προβλήματα. Άλλωστε το Πνεύμα δεν θα τους διδάξει κάτι διαφορετικό από όσα τους εδίδαξε ο Χριστός, ώστε να τους προκαλέσει σύγχυση.
Θα τους διδάξει απαράλλακτη την διδασκαλία του Χριστού, διότι δεν θα πή τίποτε δικό του, αλλά όσα θα ακούσει από τον Πατέρα. Και ο ίδιος όμως ο Χριστός, σύμφωνα με όσα είπε προηγουμένως (15,15) όλα όσα άκουσε από τον Πατέρα Του, αυτά εδίδαξε στους μαθητές του. Επομένως οι δύο αυτές διδασκαλίες ταυτίζονται. Επειδή δε όλος αυτός ο θησαυρός της γνώσεως και της αληθείας, που θα αποκαλυφθή στους ανθρώπους είναι κοινό κτήμα και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτό προσθέτει παρά κάτω, ότι όλα όσα έχει ο Πατήρ είναι ταυτόχρονα και του Υιού. Και επομένως όσα λάβει το Πνεύμα από τον Πατέρα είναι σαν να τα παίρνει ταυτόχρονα και από τον Υιό.
Από την παρά πάνω σύντομη ανάλυση συμπεραίνουμε, ότι δεσπόζουσα θέση στην μακρά αυτή ομιλία του Κυρίου, που όπως ελέχθη αποτελεί στο σύνολό της την Καινή Του Διαθήκη, κατέχουν οι υποσχέσεις Του περί της ελεύσεως του Παρακλήτου, όπως ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη, στη Μωσαϊκή Νομοθεσία, κυρίαρχη και δεσπόζουσα θέση είχαν οι υποσχέσεις, τις οποίες έδωσε ο Θεός στον εκλεκτό λαό του τον Ισραήλ, ότι θα κληρονομήσει την γή της επαγγελίας.
Κατ’ ανάλογο τρόπο εξ’ ίσου σημαντική θέση στην Καινή Του Διαθήκη κατέχει η καινή εντολή της αγάπης: «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμας» (13,34), (στην οποία επανέρχεται πολλές φορές), ως η κατ’ εξοχήν εντολή, η οποία αποτελεί την συμπερίληψη και την ανακεφαλαίωση όλων των ευαγγελικών εντολών, αλλά και όλων των εντολών της Μωσαϊκής νομοθεσίας.