Του μητροπολίτη Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ
(από το Σαββατιάτικο ένθετο της «δημοκρατίας» για την Ορθοδοξία)
Η πατρίδα, «η γη των πατέρων», ανήκει στις ουσιώδεις πτυχές της εμπειρίας του ανθρώπου.
Στην Παλαιά Διαθήκη η έννοια της πατρίδας κατέχει μια σημαίνουσα θέση στην πίστη και την ελπίδα των ανθρώπων, οι οποίοι προπαρασκευάζονται από την έννοια της επίγειας πατρίδας να αποδεχθούν την ύπαρξη μιας άλλης πατρίδας, της ουράνιας, για την οποία προορίζονται όλοι οι άνθρωποι.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, επειδή είναι πλήρης και τέλειος άνθρωπος, απέκτησε και την εμπειρία της πατρίδας.
Η δική Του πατρίδα δεν ήταν οποιασδήποτε χώρα, αλλά η γη που είχε δώσει ο Θεός ως κληρονομία στον λαό Του. Αγάπησε αυτή την πατρίδα μ’ όλη την ψυχή Του κι ακόμη περισσότερο, επειδή η αποστολή Του θα γινόταν γι’ αυτή η αφορμή ενός καινούργιου δράματος.
Πράγματι, όπως στο παρελθόν η ιουδαϊκή πατρίδα είχε παρακούσει τη φωνή των προφητών, έτσι περιφρονεί τελικά κι Αυτόν που αποκαλύπτει σ’ αυτή την αληθινή κλήση της. Στη Ναζαρέτ, όπου έζησε ο Ιδιος και η μητέρα Του, ο Ιησούς απορρίπτεται, επιβεβαιώνοντας ότι όλοι οι προφήτες δεν αναγνωρίζονται στην πατρίδα τους (Ματθαίου ιγ 54-57· Ιωάννου δ 44). Στην Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα του έθνους Του, ξέρει ότι πηγαίνει για να πεθάνει (Λουκά ιγ 33). Γι’ αυτό κλαίει για την ένοχη πόλη που δεν αναγνώρισε τη στιγμή της επισκέψεως του Θεού.
Η απόρριψη του Ιησού Χριστού από τους ομοεθνείς Του σημαίνει ότι η επίγεια πατρίδα των Ιουδαίων βαδίζει ακάθεκτα προς την καταστροφή της, επειδή δεν επλήρωσε εκείνο που περίμενε ο Θεός απ’ αυτή. Η νέα καταστροφή θα σημαίνει για όλους ότι ο Θεός αποσύρει απ’ αυτή την αποστολή, με την οποία ήταν ως τότε επιφορτισμένη μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας (Μάρκου ιγ 14-19· Λουκά ιθ 43 και εξής· κα 20-23).
* * * * *
Ο νέος λαός του Θεού, που είναι η Εκκλησία που αποτελείται από τους πιστούς μαθητές του Ιησού Χριστού, δεν καταργεί το ρίζωμα των ανθρώπων σε μια επίγεια πατρίδα, όπως το επιχειρούν ορισμένες σύγχρονες ιδεολογίες. Η φιλοπατρία θα παραμένει πάντα γι’ αυτόν τον νέο λαό ένα καθήκον, προέκταση της οικογενειακής αγάπης. Ετσι οι ιουδαϊκής καταγωγής χριστιανοί παραμένουν πιστοί, όπως και ο Ιησούς Χριστός στην πατρίδα του Ισραήλ. Σ’ ένα άλλο επίπεδο ο απόστολος Παύλος διεκδικεί τα δικαιώματα της ρωμαϊκής υπηκοότητας, που έχει εκ γενετής (Πράξεων κβ 27 εξ.). Αλλά η πατρίδα του Ισραήλ έχει χάσει πια την ιερή σημασία της και τώρα η έννοια της πατρίδος μεταφέρεται σε μια πιο υψηλή πραγματικότητα.
Για τους χριστιανούς η Εκκλησία είναι η άνω Ιερουσαλήμ, της οποίας αποτελούν τα τέκνα (Προς Γαλάτες γ 26), όπως οι Ισραηλίτες ήταν τέκνα της επίγειας Ιερουσαλήμ. Σ’ αυτή την πατρίδα είναι πολιτογραφημένοι (Προς Φιλιππησίους γ 20). Μ’ αυτόν τον τρόπο όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμμετάσχουν στην εμπειρία της νέας πατρίδος. Στο παρελθόν οι ειδωλολάτρες ήταν αποξενωμένοι από την ιθαγένεια του Ισραήλ (Προς Εφεσίους β 12).
Στην Εκκλησία πρώην ειδωλολάτρες και πρώην Ιουδαίοι μοιράζονται την τιμή να είναι συμπολίτες των αγίων (Προς Εφεσίους β 19).
Ετσι η αληθινή πατρίδα είναι ο ουρανός.
* * * * *