Αρχιμ. Αυγουστίνου Γ. Μύρου, Δρ Θ. Iεροκήρυκος Ι. Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΙΑΝΟΙ: Επειδή στον καιρό μας υπάρχει μία αντίληψη γενικά για την αίρεση, που καταργεί τις διακρίσεις, ισοπεδώνει τις διαφορές, και ουσιαστικά εξισώνει την αλήθεια με το ψέμα, θα ήθελα από την αρχή της ομιλίας μου να κάνω δύο βασικές διακρίσεις.
1. Η πρώτη διάκριση είναι ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην αίρεση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο από την μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκκλησία, αυτό το μοναδικό αυθεντικό Σώμα του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού. Και τι σημασία έχει για μας, για τον κάθε άνθρωπο, η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο;
Έχει τόσον ενδιαφέρον για όλους τους ανθρώπους, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Γιατί; Διότι η Εκκλησία παρουσιάζεται στον κόσμο με μία πρόταση. Αναγγέλλει ότι μπορεί να θεραπεύση τον κόσμο και τον άνθρωπο από την πάνδημη και πιο φοβερή ασθένεια, την φθορά και τον θάνατο. Η θεραπεία εξαρτάται από τη σωστή θεραπευτική μέθοδο και από τους καταλλήλους γιατρούς. Θεραπεία υπόσχονται και οι αιρέσεις, αλλά η θεραπευτική τους μέθοδος είναι λανθασμένη, και επί πλέον δεν διαθέτουν τους κατάλληλους θεραπευτές. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην αίρεση, στην κάθε αίρεση. Η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το πνευματικό νοσοκομείο στο οποίο έμπειροι γιατροί εφαρμόζουν την ορθή θεραπευτική μέθοδο, ενώ η οποιαδήποτε αίρεση είναι ένα ανεξέλεγκτο ιδιωτικό «θεραπευτικό» ίδρυμα, στο οποίο αποδεδειγμένα εφαρμόζεται λανθασμένη θεραπευτική μέθοδος.
Η διαφορά ανάμεσα σε μας, ως μέλη της μιας Εκκλησίας, και στους αιρετικούς δεν συνίσταται στο ότι εμείς είμαστε οι καλοί, οι αναμάρτητοι, οι υγιείς πνευματικά, και εκείνοι είναι οι κακοί, οι αμαρτωλοί, οι πνευματικά ασθενείς, Όλοι είμαστε αμαρτωλοί και πνευματικά ασθενείς. Αλλά οι μεν συνειδητοί Ορθόδοξοι έχουν επιλέξει να εισαχθούν σ’ ένα πνευματικό νοσοκομείο που εφαρμόζει εγγυημένα ορθή θεραπευτική μέθοδο, ενώ οι αιρετικοί βρίσκονται σε νοσοκομείο που εφαρμόζει λανθασμένη θεραπευτική μέθοδο και στερείται από εμπείρους θεραπευτές.
2. Η δεύτερη διάκριση που θέλω να επισημάνω είναι αυτή που αποτελεί κανόνα για την Ορθόδοξη παράδοση όσον αφορά στην αντιμετώπιση των αιρέσεων και των αιρετικών. Διακρίνουμε δηλαδή τους αιρετικούς ως πρόσωπα, πλάσματα του Θεού, που ασθένησαν πνευματικά, από την αίρεση, την λανθασμένη δηλαδή θεραπευτική μέθοδο, που τελικά όχι μόνον δεν τους θεραπεύει, αλλά με βεβαιότητα τους οδηγεί στον πνευματικό θάνατο.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ως Ορθόδοξοι αγαπούμε τους αιρετικούς, αλλά μισούμε και πολεμούμε με όλες μας τις δυνάμεις την αίρεση. Κάνουμε ο,τι κάνει ο σωστός και καλός γιατρός· φροντίζει με αγάπη τον ασθενή, αλλά μάχεται με κάθε τρόπο την ασθένεια και συγχρόνως τις κομπογιαννίτικες θεραπευτικές μεθόδους, για τις οποίες ενημερώνει τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να προφυλαχθούν.
ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ
Ύστερα από αυτές τις απαραίτητες διακρίσεις και διευκρινήσεις, έρχομαι στο κύριο θέμα μου. Τι είναι η λεγόμενη «εκκλησία της Πεντηκοστής»; Γιατί δεν είναι η αληθινή εκκλησία; Γιατί δεν είναι το κανονικό πνευματικό θεραπευτήριο; Γιατί δεν έχει την ορθή θεραπευτική μέθοδο; Επειδή οι πλάνες των Πεντηκοστιανών είναι πολλές και ο χρόνος της ομιλίας ολίγος, επιλέγω να απαντήσω στις πιο βασικές από αυτές.
Οι ίδιοι οι Πεντηκοστιανοί ισχυρίζονται ότι αποτελούν την αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Επιμένουν ότι αυτοί πιστεύουν, ζουν και λατρεύουν τον Θεό τόσο σωστά όσο και οι απόστολοι του Χριστού μαζί με τους πρώτους χριστιανούς. Υποστηρίζουν ότι έχουν ως βάση τους την Αγία Γραφή, την οποία ερμηνεύουν από μόνοι τους, πιστεύοντας ότι οπωσδήποτε τους φωτίζει το Άγιο Πνεύμα. Με όλες αυτές τις προϋποθέσεις είναι βέβαιοι ότι η Εκκλησία των Πεντηκοστιανών ταυτίζεται με την Εκκλησία των αποστόλων και γι αυτό την ονομάζουν Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής, η κάποιοι διαφοροποιημένοι από αυτούς, Ελευθέρα Εκκλησία της Πεντηκοστής, Αποστολική Εκκλησία του Θεού, η κάποιοι άλλοι, Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής κ.λπ.
Δεν αρκούν όμως για την αλήθεια οι απλοί ισχυρισμοί. Είναι απαραίτητο να εκπληρώνονται κάποια βασικά κριτήρια. Από την προσεκτική μελέτη τόσο των θείων Γραφών, όσον και όλης της ιστορίας της Εκκλησίας, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τρία βασικά κριτήρια, για να γνωρίσουμε ότι η εκκλησία είναι η αληθινή: 1. Η αυθεντική Διδασκαλία ως δόγμα, 2. Ο χριστομίμητος τρόπος ζωής ως ήθος και 3. Ο εξ αρχής παραδεδομένος τρόπος επικοινωνίας με τον Θεό ως καθαρή και αμίαντη λατρεία. Στο σημείο αυτό τίθεται το καίριο ερώτημα: Εκπληρώνονται τα κριτήρια αυτά στους Πεντηκοστιανούς, όπως στην Εκκλησία των Αποστόλων; Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι μόνον σ’ αυτούς και στη λεγόμενη εκκλησία τους εκπληρώνονται. Επιμένουν ότι κατέχουν την δογματική αλήθεια, ότι στον βίο τους ακολουθούν το γνήσιο αποστολικό ήθος, και λατρεύουν αληθινά τον Θεό. Αυτό ακριβώς θα εξετάσoυμε στη συνέχεια.
Α. ΤΟ ΔΟΓΜΑ Η Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ
Ο Ιησούς Χριστός αποκάλυψε στους αποστόλους και μέσω αυτών παρέδωκε σ’ όλους τους χριστιανούς όλων των αιώνων την τέλεια και αμετάβλητη αλήθεια για τον Θεό, τον κόσμο, τον άνθρωπο και τη σωτηρία. Για να διαφυλαχθή ακέραια η αλήθεια που αποκάλυψε ο Χριστός απαιτούνται κάποιες προϋποθέσεις, τις οποίες συναντούμε σ’ όλη τη διαδρομή της εκκλησιαστικής ιστορίας. Μερικές από αυτές είναι η ύπαρξη της μιας αληθινής Εκκλησίας, η αναλλοίωτη αποστολική Διδαχή και η αδιάκοπη αποστολική Διαδοχή. Οι Πεντηκοστιανοί δεν διαθέτουν καμία από τις προϋποθέσεις αυτές, για να βρίσκονται στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού.
Πρώτα-πρώτα οι ϊδιοι οι Πεντηκοστιανοί, όταν ομιλούν για την Εκκλησία, την προσδιορίζουν εντελώς άσχετα άπό τον τρόπο με τον όποίο την γνωρίζουν οι απόστολοι. Στο ερώτημα, τι είναι η Εκκλησία, απαντούν ότι «είναι το σώμα των χριστιανών πιστών, ανδρών και γυναικών, αφιερωμένων στο Χριστό, παραδομένων σ’ Αυτόν, οι οποίοι ζουν καθημερινά σε συμφωνία με τον Λόγο του Θεού». Πρόκειται για ένα ορισμό καθαρά προτεσταντικό, ριζικά αντίθετο άπό την συνείδηση που έχει ο απόστολος Παύλος για την Εκκλησία. Ο Απόστολος τοΰ Χριστού σημειώνει γι’ αυτήν: «ήτις (Εκκλησία) έστιν το σώμα αυτού (του Χριστού)» (Εφ. 1,23). Η διαφορά ανάμεσα στο «σώμα του Χριστού» και στο «σώμα των χριστιανών» είναι όση και η διαφορά ανάμεσα στο σώμα του θεανθρώπου Χριστού και στο σώμα ενός συλλόγου ανθρώπων.
Οι Πεντηκοστιανοί ισχυρίζονται ότι είναι οι μόνοι γνήσιοι συνεχισταί των Αποστόλων και βιώνουν οι ίδιοι το γεγονός της Πεντηκοστής, όπως ακριβώς οι Απόστολοι και οι πρώτοι χριστιανοί. Βρίσκονται όμως αντιμέτωποι με το καταλυτικό για την ιστορική τους αρχή και συνέχεια γεγονός, ότι ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ «Εκκλησία της Πεντηκοστής» από τα χρόνια των Αποστόλων μέχρι και την εμφάνιση του δικού τους Κινήματος, στις αρχές του 20ου αιώνος. Πρόκειται για ένα τρομακτικό ακάλυπτο κενό 19 αιώνων.
Οι Πεντηκοστιανοί επιχειρούν απεγνωσμένα να δείξουν ότι έχουν προγόνους και για τον σκοπό αυτό αναφέρονται σε παλαιοτέρους αιρετικούς, όπως είναι οι Γνωστικοί και οι Μοντανισταί, αλλά και σε νεωτέρους, όπως είναι οι Σουηδοί αναβαπτισταί. Μ’ αυτόν τον τρόπο όμως αυτοκαταδικάζονται, καθώς αποδέχονται ως γνήσιο και αυθεντικό ο,τι στην συνείδηση της ιστορικής Εκκλησίας είναι αιρετικό.
Επί πλέον όλοι οι «πνευματικοί» πρόγονοι των Πεντηκοστανών προέρχονται από προτεσταντικά Κινήματα. Ενδεικτικά μνημονεύουμε μερικούς. Ο John Alexander Dowie (1847- 1910), εμπνευστής του πατρός του Πεντηκοστιανισμού Parham, υπήρξε προτεστάντης, που προσπάθησε να οργανώση την εκκλησία του με αποστολικές αρχές. Η Maria Woodworth Etter (1844- 1924), που θεωρείται η γιαγιά του Κινήματος των Πεντηκοστιανών, έδωκε βαρύτητα στην γνωστή προτεσταντική επίμονη μελέτη της Βίβλου με εκστασιακά φαινόμενα στις συνάξεις των οπαδών της. Ο Charles F. Parham (1875-1929), που θεωρείται ο πατέρας του Πεντηκοστιανισμού, ανήκε στους Μεθοδιστές, τους οποίους εγκατέλειψε και αναζήτησε κάποια υψηλότερη πνευματική εμπειρία και δύμανη από αυτήν που γνώρισε στη λατρεία των Μεθοδιστών.
Η προσεκτική μελέτη της ιστορίας των Πεντηκοστιανών δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτοί δεν έχουν καμμία σχέση με την μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, αλλά είναι μία προτεσταντογενής Οργάνωση.
Όπως όλες οι προτεσταντικές και προτεσταντογενείς αιρέσεις, έτσι και οι Πεντηκοστιανοί στηρίζονται για όσα πρεσβεύουν αποκλειστικά στην Αγία Γραφή. Όμως η Αγία Γραφή είναι περιουσία της Εκκλησίας. Ο Κανόνας της συντάχθηκε και επικυρώθηκε από ανθρώπους της Εκκλησίας. Και το περιεχόμενό της δεν είναι άλλο από τις θείες εμπειρίες των αγίων της Εκκλησίας. Που βρήκαν οι Πεντηκοστιανοί την Αγία Γραφή; Μήπως έπεσε από τον ουρανό;
Η λανθασμένη αντίληψη για την Εκκλησία και την θέση της Αγίας Γραφής τους οδηγεί στην παραποίηση των ιερών Μυστηρίων της αποστολικής Εκκλησίας. Γενικά αγνοούν την άκτιστη θεία χάρη, με την οποία τελούνται τα Μυστήρια. Εκτός τούτου έχουν αλλοιώσει το νόημα και το περιεχόμενο όλων των Μυστηρίων.
Για το Βάπτισμα, που με το παράδειγμα του Χριστού και από την περίοδο των Αποστόλων μέχρι και σήμερα στην ιστορική Εκκλησία γίνεται με την τριτή κατάδυση στο νερό, την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και την άφεση των αμαρτιών, εκείνοι δογματίζουν ότι το κανονικό βάπτισμα είναι το Βάπτισμα εν Αγίω Πνεύματι, ξεχωριστό από το Βάπτισμα στο νερό, το οποίο γίνεται με μία κατάδυση και γι’ αυτούς δεν είναι παρά μία τελετή αφιερώσεως, άσχετη με τη παρουσία του Αγίου Πνεύματος και την άφεση των αμαρτιών.
Για την Θεία Κοινωνία αποδέχονται δογματικά ότι δεν είναι μυστηριακή θυσία, αλλά μία αναπαράσταση της σταυρικής θυσίας του Χριστού και ανάμνηση του πάθους του. Κάποιοι από αυτούς πιστεύουν ότι είναι σώμα και αίμα Χριστού, αλλά η μετουσίωση του άρτου και του οίνου γίνονται μέσα στο σώμα του καθαρού πιστού, που τα δέχεται. Και σ’ αυτή τους τη δογματική πίστη παραμένουν αμετακίνητοι, παρά την διαβεβαίωση του ιδίου του Χριστού προς τους μαθητές του ότι «εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Πως είναι δυνατόν να φάγη κάποιος την αληθινή σάρκα του Χριστού και να πιή το πραγματικό του αίμα, όταν ενώπιόν του έχει μόνον τα σύμβολά τους; Και κατηγορηματικά οι λόγοι του Κυρίου λέγουν ότι η μετουσίωση έχει γίνει πριν αυτά καταποθούν από τους πιστούς.
Ως προς το Μυστήριο της ιερωσύνης οι Πεντηκοστιανοί εκφράζουν δογματικά την πίστη τους ότι δεν υπάρχει ειδική ιερωσύνη, αλλά μόνον η γενική, που έχουν όλοι οι χριστιανοί, επειδή όλοι αυτοί ως λαός του Θεού χαρακτηρίζονται στις Άγιες Γραφές «βασίλειον ιεράτευμα» και εκφράζεται με μία σειρά από «Διακονίες». Η γενική όμως ιερωσύνη δεν αποκλείει με κανένα τρόπο την ειδική ιερωσύνη, η οποία μαρτυρείται πλούσια τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και αποτελεί πράξη της ιστορικής Εκκλησίας όλων των αιώνων. Από τους απογόνους του Αβραάμ, «αν και όλοι αποτελούσαν βασιλικό και ιερατικό έθνος, μόνον όσοι ανήκαν στη λευϊτική ιερωσύνη είχαν το δικαίωμα να τελούν θυσίες, να προσφέρουν ολοκαυτώματα, να εξιλεώνουν από αμαρτίες και να τελούν όλες τις άλλες πράξεις της ιερατικής τάξης… Όπως οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης συμμετείχαν στην αρχιερωσύνη του Ααρών, έτσι και οι ιερείς της Καινής Διαθήκης συμμετέχουν στην αρχιερωσύνη του Χριστού, του μόνου αιωνίου Αρχιερέως».
Για το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως αποφαίνονται δογματικά ότι δεν χρειάζεται να γίνεται ενώπιον ιερέως πνευματικού, αλλά κατ’ ευθείαν στον Θεό. «Για να υποστηρίξουν τη θέση τους αυτή οι Πεντηκοστιανοί… ισχυρίζονται ότι ο ίδιος ο βασιλιάς Δαυίδ μας δίνει ένα τέτοιο παράδειγμα εξομολόγησης αμαρτήματος κατ’ ευθείαν προς τον Θεό… Σ’ αυτήν την περίπτωση εκείνο που οι Πεντηκοστιανοί αποτυγχάνουν να επισημάνουν είναι … το γεγονός ότι η εξομολόγηση αυτή του Δαυίδ έλαβε χώρα μπροστά στον προφήτη Νάθαν…Ο Δαυίδ εξομολογήθηκε στον Νάθαν το αμάρτημά που διέπραξε ενώπιον του Κυρίου και ο Νάθαν έδωκε στον Δαυίδ την άφεση (Β’ Βασ. 12,13)».
Όσον αφορά στους αγίους οι Πεντηκοστιανοί αποδέχονται γενικά την ύπαρξή τους, εφ’ όσον στις Άγιες Γραφές γίνεται συχνά λόγος γι’ αυτούς. Όμως τους θεωρούν καθημένους στους ουρανούς αδρανείς και αρνούνται δογματικά τις πρεσβείες τους, τα θαύματά τους, τις θαυματουργικές ιδιότητες των αγίων τους λειψάνων και την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων.
Για να δικαιολογήσουν οι Πεντηκοστιανοί την απόρριψη όλων των παραπάνω ευεργετικών ενεργειών των αγίων επιστρατεύουν το γνωστό αγιογραφικό χωρίο από την Πρώτη προς Τιμόθεον Επιστολή, «εις γαρ Θεός, εις και μεσίτης Θεού και ανθρώπων, άνθρωπος Ιησούς Χριστός». Όμως η απόλυτη μεσιτεία του Χριστού δεν αποκλείει τη σχετική μεσιτεία των ανθρώπων αγίων, όπως πάμπολλα παραδείγματα από τις Άγιες Γραφές το επιβεβαιώνουν. Σ’ αυτές γίνεται λόγος για την μεσιτεία του Αβραάμ, του Μωϋσή, των προφητών, του αποστόλου Παύλου, του αποστόλου Πέτρου.
Στις ίδιες Άγιες Γραφές ευρίσκομε παραδείγματα θαυμάτων που επιτελέστηκαν από αγίους και εν όσω ήσαν στη ζωή, αλλά και μετά τον θάνατό τους με τα λείψανά τους η και τα νεκρικά τους ενδύματα, όπως συνέβη με το προφήτη Ελισαιέκαι με τους Αποστόλους.
Μαζί με την άρνηση της μεσιτείας και θαυματουργίας των αγίων οι Πεντηκοστιανοί απορρίπτουν και τις άγιες εικόνες, τις οποίες θεωρούν ως λατρεία των ειδώλων. Άγνοούν όμως τόσον τα σχετικά αγιογραφικά χωρία, που εντέλλονται τη χρήση διαφόρων αντικειμένων για την λατρεία, όσο και την πράξη της Εκκλησίας κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, αλλά και την θεολογία των εικόνων, που με τόση σαφήνεια μας παραδίδουν οι άγιοι πατέρες.
Οι Πεντηκοστιανοί, τέλος, έχουν εφεύρει και το νεοφανές δόγμα της αρπαγής της Εκκλησίας. Σύμφωνα με αυτό «ο Χριστός θα κατεβεί από τους Ουρανούς πριν την έλευση του Αντίχριστου, για να αρπάξει τους δικούς Του για τον Ουρανό, … δηλαδή συγκεντρώνοντας μόνον εκείνους, ζώντες και νεκρούς, που υπήρξαν ‘αναγεννημένοι’, και αφήνοντας πίσω εκείνους που δεν αναγεννήθηκαν. Αυτή η αρπαγή (υποστηρίζουν ότι) γίνεται ώστε ο εκλεκτός να μην υποφέρει μεγάλες ταλαιπωρίες, οι οποίες θα έλθουν επάνω στην υπόλοιπη ανθρωπότητα κάτω από την κυριαρχία του Αντίχριστου»
Η παραπάνω διδασκαλία των Πεντηκοστιανών είναι καθαρά αντιβιβλική και διότι παρερμηνεύει συγκεκριμένες αγιογραφικές περικοπές, και διότι αντιτίθεται στο γενικό της κήρυγμα για υπομονή των χριστιανών στις θλίψεις και στους διωγμούς, όπως ο θεόπνευστος λόγος, «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται».
Ως προς την αδιάκοπη αποστολική Διαδοχή ούτε γίνεται λόγος γι αυτήν, άφοΰ η παρουσία των Πεντηκοστιανών στην ιστορία αριθμεί μόλις ένα αιώνα. Έδώ, αντί για άλλο σχόλιο, θα επαναλάβω απλώς τους λόγους του Τερτυλλιανοΰ, με τους οποίους γύρω στο 200 μ. Χ. απευθύνονταν προς τους αιρετικούς της εποχής του και τους προκαλούσε: «Ας μας δείξουν την αρχή των εκκλησιών τους, ας ξεδιπλώσουν μπροστά μας τους καταλόγους των επισκόπων που ακολουθούν διαδοχικά άπό την αρχή, ώστε ο πρώτος τους επίσκοπος να έχη ως προστάτη και προκάτοχο του κάποιον άπό τους αποστόλους η τους αποστολικούς άνδρες, οι όποιοι συνδέονται σταθερά με τους Αποστόλους. Αυτός είναι ο τρόπος με τον όποιο οι αποστολικές Εκκλησίες μεταβιβάζουν τους επισκοπικούς τους καταλόγους, όπως η Εκκλησία των Σμυρναίων, η οποία διατηρεί την παράδοση ότι ο Πολύκαρπος τοποθετήθηκε άπό τον Ίωάννη». Κι έμεΐς με τη σειρά μας ζητούμε από τους Πεντηκοστιανούς να μας δείξουν τους επισκοπικούς τους καταλόγους, για να αποδείξουν ότι έχουν πραγματική σχέση με τους αποστόλους, με τον Ιησού Χριστό και με την μία αληθινή του Εκκλησία. Αυτό όμως δεν μπορούν να το κάνουν, απλούστατα διότι πρωτοεμφανίστηκαν ως κίνημα με την έναρξη του 20ου αιώνος .
Οι Πεντηκοστιανοί ίσχυρίζονται ότι, όπως οι απόστολοι, κατέχουν το χάρισμα της προφητείας και λέγουν προφητείες, οι οποίες φυσικά δεν πραγματοποιούνται. Στην εφημερίδα της «Ελευθέρας Αποστολικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής», «Χριστιανισμός», με ημερομηνία 1-1-1991, ισχυρίζονται ότι μέσα στη δεκαετία του 1990 θα συμβούν τρία πολύ μεγάλα γεγονότα. Πρώτο θα είναι η αρπαγή της Εκκλησίας, δεύτερο ότι θα έρθη ο Αντίχριστος και τρίτο ότι θα γίνη ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Στο τεύχος του Ιουλίου της ίδια εφημερίδας γράφουν ότι «ο αρχηγός του ευρωπαϊκού κράτους θα είναι ο Αντίχριστος και στο τέλος του 1992 θα δούμε το πρόσωπό του». Ευρισκόμαστε ήδη στο μέσον της τρίτης δεκαετίας από τότε και καμμία από τις «προφητείές» τους δεν πραγματοποιήθηκε.
Β. ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΜΙΜΗΤΟ ΗΘΟΣ
Το δεύτερο βασικό κριτήριο για την γνησιότητα της Εκκλησίας είναι ο ορθός χριστιανικός τρόπος ζωής που εμπνέει στα μέλη της το γνήσιο χριστιανικό ήθος, το οποίο ορίζει η αληθινή πίστη, το δόγμα, και δεν είναι άλλο παρά η συμμόρφωση με το θέλημα του Θεού. Ο ίδιος ο Χριστός μας διαβεβαιώνει ότι, «ου πας ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Μτθ. 7,21).
Ακούγοντας κανείς τις συχνές ομολογίες των νέων προσηλύτων στις Οργανώσεις των Πεντηκοστιανών, με τις οποίες περιγράφονται στερεότυπα οι προσωπικές τους εμπειρίες, εντυπωσιάζεται στην αρχή για την θαυμαστή αλλαγή της ζωής τους, που συνίσταται σε απαλλαγή άπό διάφορες κακές συνήθειες (αδικίες, μίση, κλοπές, κάπνισμα, αλκοόλ, πορνεία, οργή και άλλα). Αυτή η αλλαγή χρησιμοποιείται ως ακαταμάχητο επιχείρημα τόσο για την γνησιότητα των «εμπειριών» τους, όσο και για την εγκυρότητα και μοναδικότητα της Όμολογιας τους. Στην εφημερίδα τους, Χριστιανισμός, υπήρχε σχεδόν σε κάθε φύλλο ειδικός χώρος για την καταχώρηση ομολογιών από Πεντηκοστιανούς, που άλλαξε η ζωή τους. Όποιος όμως γνωρίζει σε βάθος την αληθινή πνευματικότητα και το γνήσιο εκκλησιαστικό ήθος, διαπιστώνει πολύ εύκολα μια εξωφρενική μονομέρεια στην άπλοποιητική αυτή ηθική των Πεντηκοστιανών, που ταυτίζεται με τον προτεσταντικό εύσεβισμό.
Η μεταστροφή άπό την αμαρτωλή ζωή στην «αναγεννημένη» ζωή και οι γνωστές «εμπειρίες», που περιγράφονται μ’ έναν κουραστικά πανομοιότυπο τρόπο στις ομολογίες των Πεντηκοστιανών, είναι τελείως αποκομμένη άπό την πραγματικότητα του μυστηρίου. Οι «εμπειρίες» τους δεν συνδέονται με το Μυστήριο του Βαπτίσματος (βλ. πρδ. Ευνούχου της Κανδάκης), οΰτε με το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας (χριστ. Κοινότητα των Πράξεων), άλλα με την αυθαίρετη και υποκειμενική «αναγέννηση» και με το κατά μαγικό τρόπο γενόμενο «βάπτισμα του Άγιου Πνεύματος». Απουσιάζουν προκλητικά άπό την «πνευματικότητα» των Πεντηκοστιανών, η άσκηση ως πορεία προς τη σωτηρία (Αγ. Πρόδρομος), η αυθεντική μυστηριακή ζωή, και η θέωση ως στόχος της υπάρξεως του πιστού. «Αύτοί θέλουν ανάσταση και χαρίσματα πνευματικά, χωρίς να σταυρώσουν τον εαυτό τους δια της μετανοίας, της ασκήσεως, της νηστείας, της υπακοής στην Εκκλησία», σημειώνει ο μακαριστός π. Γεώργιος Καψάνης, πρ. ηγούμενος της Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους.
Όμως υπάρχει και η άλλη όψη του ήθους των Πεντηκοστιανών, που δεν είναι εύκολο να την παρατηρήσουν οι πολλοί. Πρόκειται για την τακτική εξαπάτησης, που χρησιμοποιούν για να αποκτήσουν οπαδούς. Αυτήν την τακτική χρησιμοποιούν στα διάφορα διαφημιστικά φυλλάδια, που σκορπίζουν παντού, ακόμη και μέσα στα γραμματοκιβώτια ανυποψίαστων Ορθοδόξων, στα περιοδικά και στις εφημερίδες τους, αλλά και στις ραδιοφωνικές τους εκπομπές. Όταν απευθύνονται σε υποψήφια θύματα αποφεύγουν να πουν τι ακριβώς πιστεύουν, αλλά αναφέρονται μόνον σ’ εκείνα που μπορούν να παραπλανήσουν όσους δεν είναι καλά ενημερωμένοι.
Έχω ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τακτικής. Στην περίοδο των Απόκρεω πριν από μερικά χρόνια οι Πεντηκοστιανοί της Κοζάνης κυκλοφόρησαν ένα φυλλάδιο με τίτλο: Χριστιανός η καρναβάλι. Θα συμβιβαστούμε και φέτος; Το περιεχόμενο του φυλλαδίου παρουσιάζεται τόσο εκκλησιαστικό και Ορθόδοξο, ώστε, εάν ο αναγνώστης του δεν προσέξη κάποιες λεπτομέρειες, θα μπορούσε να το υπογράψη και ως Ορθόδοξος Χριστιανός. Χρησιμοποιούν γνώμες του αγίου Χρυσοστόμου, αλλά και συγχρόνου Ορθοδόξου πανεπιστημιακού κληρικού, για να στηρίξουν τις θέσεις τους, ενώ σε περίοπτη θέση δημοσιεύουν την διευκρίνηση ότι «το παρόν φυλλάδιο απευθύνεται μόνο σε συνειδητούς χριστιανούς. Οι υπόλοιποι μπορούν να το αγνοήσουν». Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία για την ενσυνείδητη, αλλά καλά καμουφλαρισμένη, προσπάθεια προσηλυτισμού στην αίρεση των Πεντηκοστιανών με τον ύπουλο αυτόν τρόπο.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το περιστατικό, που μας περιέγραψε σε παλαιότερη Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη ο εντεταλμένος της Εκλησίας της Ρουμανίας, π. Πέτρος Ματέϊ, αποκαλύπτοντας τις δόλιες αυτές μεθοδεύσεις των Πεντηκοστιανών για να αποδείξουν την «εκκλησία τους» αληθινή.
«Το 1989, διηγείται ο π. Πέτρος, μετά την επανάσταση, άρχισαν να έρχονται στη Ρουμανία σαν χαλάζι πολυάριθμες ομάδες από την Δυτική Ευρώπη και την Αμερική, για να μας κηρύξουν ότι η παλαιά θρησκεία, η Ορθοδοξία τέλειωσε, πέρασε. Είναι λοιπόν τώρα ο καιρός για κάτι καινούργιο. Ήρθε ο Ιησούς και μας σώζει… και πολλά άλλα τέτοια. Και έκαναν δημόσιες εμφανίσεις στα μεγάλα σταδια της πρωτεύουσας, του Βουκουρεστίου, και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Αλλά ο Θεός μας βοήθησε πάρα πολύ. Θα σας διηγηθώ ένα χαριτωμένο επισόδιο.
Σε μία μεγάλη πόλη, που υπάρχει και θεολογική Σχολή, οι Πεντηκοστιανοί οργάνωσαν σε στάδιο μεγάλη συγκέντρωση, που όπως διαφήμιζαν με μεγάλες αφφίσσες στους τοίχους και στις εφημερίδες με ανακοινώσεις τους, θα γίνονταν και θαύματα. Στη συγκέντρωση παραβρέθηκαν και μερικοί φοιτητές της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής. Άρχισαν, λοιπόν, τις προσευχές και τα ‘θαύματα.’ Στη σκηνή του σταδίου μαζεύτηκαν ανάπηροι καθισμένοι στα καροτσάκια η βασταζόμενοι σε πατερίτσες. Άρχισε, λοιπόν, ο ψευτοπαπάς τους να προσεύχεται μεγαλόφωνα και με θεατρικές κινήσεις κοιτάζοντας προς τον ουρανό. Βάζει μετά τα χέρια του σ’ έναν ανάπηρο κι αυτός πετάχτηκε από το καροτσάκι κι άρχισε να τρέχει! Ο φτωχός λαός μας κοίτζε με ανοιχτό το στόμα!
Ένας φοιτητής μας εκείνη τη στιγμή πήρε νομίζω από τον Θεό μία πολύ καλή σκέψη. Πήγε κοντά στο μικρόφωνο και είπε δυνατά: ‘Ανακοίνωση: Κάποιος τηλεφώνησε ότι στο στάδιο έχει τοποθετηθεί βόμβα, η οποία θα εκραγεί σε λίγα λεπτά’. Δημιουργήθηκε τότε μεγάλος πανικός και όλοι έτρεξαν προς τις εξόδους για να σωθούν. Από τους πρώτους έτρεξαν και οι θεωρούμενοι αναπηροι, αφήνοντας τα καροτσάκια τους και τις πατερίτσες τους. Έτσι ο κόσμος ο φτωχός αλλά και με ολίγη πίστη κατάλαβε την αλήθεια. Γι’ αυτό σας είπα ότι ο Θεός μας βοηθάει».
Η τακτική αυτή είναι αποτέλεσμα της ενεργείας μέσα τους κρυφών, αλλά ιδιαίτερα σημαντικών παθών, όπως είναι ο εγωϊσμός, η κενοδοξία και η φιλοδοξία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επηρεασμού του ήθους των Πεντηκοστιανών είναι η ιστορία του χωρισμού τους σε δύο παρατάξεις στη Θεσσαλονίκη, που εξωτερικά στηρίχθηκε στη διαφορετική ερμηνεία του λόγου του αποστόλου Παύλου ότι ο επίσκοπος πρέπει να είναι «μιας γυναικός ανήρ» (1Τιμ 3,2). Όταν πέθανε η σύζυγος ενός «επισκόπου» τους τον καθήρεσαν, επειδή έπαυσε να είναι «μιας γυναικός ανήρ»! Κι εκείνος τότε σύστησε δική του ξεχωριστή εκκλησία.
Το σημαντικώτερο όμως δείγμα αλλοιώσεως του ήθους των Πεντηκοστιανών είναι το τόλμημά τους να χωρισθούν από την αιωνόβια μία Εκκλησία του Χριστού. Είναι αξιοπρόσεκτη στο σημείο αυτό η παρατήρηση του αγίου Αυγουστίνου· «Όποιος χωρισθή από την Εκκλησία, κι αν ο ίδιος νομίζη ότι ζη ζωή ενάρετη, μόνο για το ανόσιο έργο που έκανε να χωρισθή από την ενότητα του Χριστού, δεν θα έχη ζωή» (Επιστ. 141). Αλλά και αυτή η παραθεώρηση και η υποτίμηση όλων των αγίων της Εκκλησίας, που έζησαν με ακρίβεια κατά το θέλημα του Θεού, δεν είναι μικρότερη ένδειξη έπαρσης και αλαζονείας. Ούτε, επίσης και η παρέκκλιση από την ορθή Πίστη, που μας παρέδωκαν οι άγιοι. Στο σημείο αυτό είναι πολύ κατηγορηματικός ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Πας ο λέγων παρά τα διατεταγμένα, καν αξιόπιστος η, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή, καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτω δορά προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος» (Επιστ.10,2,1).
Όλα τα παρπάνω δείχνουν ότι το κριτήριο του χριστομίμητου ήθους δεν υπάρχει στην λεγόμενη εκκλησία των Πεντηκοστιανών.
Γ. Η ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΗ ΖΩΗ
Τέλος, η αληθινή λατρευτική ζωή αποτελεί απαραίτητο γνώρισμα της Εκκλησίας του Χριστού, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και όλη η μετέπειτα ιστορία της Εκκλησίας.
Εδώ τίθεται το τρίτο ερώτημα: Τι σχέση έχει η λατρεία των Πεντηκοστιανών με τη λατρεία της αποστολικής Εκκλησίας; Αυτή στις βασικές της γραμμές ακολουθεί το προτεσταντικό πρότυπο.
«Σε σύγκριση με την καλά κατοχυρωμένη λατρευτική πρακτική της Όρθόδοξης Εκκλησίας, οι περισσότεροι Προτεστάντες (και οι Πεντηκοστιανοί) δεν έχουν αυθεντικά Μυστήρια η ιστορικές λειτουργικές προσευχές. Μπορεί κάποια αποσπάσματα να έχουν την ηχώ του ιστορικού χριστιανικού παρελθόντος, αλλά αυτά είναι απλές ασύνδετες μνήμες. Εΐναι υπολείμματα του ναυαγίου της ιστορικής Πίστεως, έκβράσματα στην ακτή του εκσυγχρονισμού.
Μία σπουδή της εκκλησιαστικής ιστορίας δείχνει ότι η προτεσταντική (και η των Πεντηκοστιανών) λατρεία, όπως συνήθως τελείται στις μέρες μας, δεν έχει σχεδόν καμμία ομοιότητα με τη μυστηριακή λατρεία της καθολικής Εκκλησίας, όπως αυτή έτελείτο κατά το μεγαλύτερο μέρος των δύο χιλιάδων χρόνων τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση…».
Αποκορύφωμα στη λατρεία των Πεντηκοστιανών αποτελεί η γνωστή γλωσσολαλιά. Ισχυρίζονται ότι μετά το βάπτισμα στο Άγιο Πνεύμα, ομιλούν ξένες γλώσσες, όπως οι απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής. Και πράγματι στις περιπτώσεις αυτές, εάν βρεθή κάποιος στις συνάξεις τους ακούει να εκστομίζουν ακατανόητες φράσεις και άναρθρες κραυγές. Έχει όμως αυτό το φαινόμενο καμμία σχέση με τη γλωσσολαλία των αποστόλων; Απολύτως καμμία.
Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το χάρισμα που δόθηκε στους αποστόλους να μιλούν ξένες γλώσσες («λαλείν ετέραις γλώσσαις», Πρξ, 2,4), είναι διαφορετικό από το χάρισμα του «λαλείν γλώσση», που αναφέρεται από τον απόστολο Παύλο στους Κορινθίους. Τους αποστόλους, όταν μιλούσαν, τους καταλάβαινε ο καθένας στη γλώσσα του, ενώ στην περίπτωση του άλλου χαρίσματος, «ο λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ· ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια» (1Κορ. 14,2). Ένας σύγχρονός μας μελετητής, ο μοναχός του αγίου Όρους Αλέξιος Καρακαλλινός, που ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα και έγραψε σχετικό βιβλίο (αυτό που προανέφερα), ταυτίζει το χάρισμα αυτό με την αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή. Οι Πεντηκοστιανοί συγχέουν τα δύο χαρίσματα.
Εξ άλλου το χάρισμα της γλωσσολαλιάς στους αποστολικούς χρόνους ούτε απαραίτητο γνώρισμα όλων των χριστιανών ήταν, ούτε κεντρική θέση κατείχε στη ζωή της Εκκλησίας. Ο απόστολος Παύλος ερωτά με νόημα: «Μη πάντες γλώσσαις λαλούσι;» (1Κορ. 12,28). Και αφού κατακρίνει τις αταξίες, που δημιουργήθηκαν με το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς στις λατρευτικές συνάξεις των Κορινθίων, καταγράφει τη σωστή ιεράρχηση των χαρισμάτων, στην οποία την πρώτη θέση κατέχει το χάρισμα της αγάπης και την τελευταία εκείνο της γλωσολαλιάς.
Όμως η γλωσσολαλιά δεν είναι το μόνο χαρακτηριστικό φαινόμενο στη λατρεία των Πεντηκοστιανών. Σε κάποιες περιπτώσεις οι οπαδοί τους γελούν παρατεταμένα και ξεκαρδιστικά «εν πνεύματι». Άλλοι θρηνούν γοερά. Άλλοι τρέμουν επιδεικτικά. Άλλοι χορεύουν και στο τέλος πέφτουν κάτω στο πάτωμα αναίσθητοι. Όλες αυτές οι εκδηλώσεις θεωρείται ότι είναι εμνευσμένες από την έντονη παρουσία του Αγίου Πνεύματος.
Είναι ολοφάνερο ότι το πνεύμα της έξάψεως και της θορυβώδους έκστασεως δεν έχει καμμια σχέση με το Άγιο Πνεύμα, που μας πληρώνει με εκείνη την ειρήνη «την ύπερέχουσαν πάντα νουν», όταν ενσυνείδητα συμμετέχουμε στην μυστηριακή λατρεία της Εκκλησίας.
Ο γνωστός πλέον μακαριστός π. Σεραφείμ Ρόουζ, συμπεραίνει ότι οι εμπειρίες των Πεντηκοστιανών είναι ειδωλολατρικές θρησκευτικές εμπειρίες, οι οποίες ανταποκρίνονται στην μεντιουμιστική μυητική εμπειρία. «Ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι όποιοι έχουν εμπλακεί στο Κίνημα των Πεντηκοσττιανών, καθώς επίσης και Πεντηκοστιανοί, οι όποιοι προσπάθησαν να πλησιάσουν την Ορθοδοξία, και οι δύο δηλώνουν κάτι σημαντικό, που συμβαίνει την ώρα της προσευχής. Όταν προσπαθούν να πουν την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, έλέησόν με», αισθάνονται την ανάγκη να αρχίσουν να «γλωσσολαλοϋν».
Είναι νομίζω ξεκάθαρο, ύστερα από τα παραπάνω, ότι το οικοδόμημα των Πεντηκοστιανών είναι ένα οικοδόμημα ανθρώπινο, χωρίς πραγματικά εκκλησιαστικά θεμέλια, και η θεωρούμενη εκκλησία τους δεν εκπληρώνει κανένα από τα βασικά και απαραίτητα κριτήρια, για να θεωρηθή γνήσια και αληθινή.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εμείς, ως Ορθόδοξοι χριστιανοί μποροϋμε να συγκρίνουμε τις μίζερες προτροπές των Πεντηκοστιανών για «αναγέννηση», τις εκβιαστικές επικλήσεις του Αγίου Πνεύματος, τις άναρθρες κραυγές, που εκλαμβάνονται ως γλωσσολαλία, και τις συσπάσεις τοϋ προσώπου, όσων λαμβάνουν μέρος στις συναθροίσεις των Πεντηκοστιανών και ισχυρίζονται ότι έχουν εμπειρίες, με την σοβαρότητα και την αρχοντιά των διαλόγων στην κατήχηση για το Όρθοδοξο Βάπτισμα («-Αποτάσση τω σατανά; -Αποτάσσομαι. -Συντάσση τω Χριστώ; -Συντάσσομαι»)· με την ίεροπρέπεια των διαλόγων μεταξύ λειτουργού ιερέως και πιστών στη Θεία Λειτουργία («- Εν ειρήνη τον Κυρίου δεηθώμεν. -Κύριε, έλέησον. -“Ανω σχώμεν τας καρδίας. -Έχομεν προς τον Κύριον»)· με το ευλαβικό σταυροκόπημα των μελών της Εκκλησίας· με το ιλαρό πρόσωπο αυτών που παρακολουθούν την αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, καθώς φωτίζονται άπ’ τ’ άγιοκέρι, εύωδιάζουν άπό το λιβάνι, προσέρχονται προετοιμασμένοι στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας και ομολογούν: «Εϊδομεν το φως το άληθινόν, έλάβομεν Πνεύμα έπουράνιον, εϋρομεν πίστιν αληθή, άδιαίρετον Τριάδα προσκυνοϋντες αϋτη γαρ ημάς έσωσεν.
Για όλους τους λόγους που προαναφέραμε, η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία προτρέπει εκείνους που αναζητούν τον Χριστό και έχουν μεταφερθή χωρίς επισταμένη εξέταση στο καλοστολισμένο και καταδεκτικό μεν, αλλά αφερέγγυο για τη θεραπευτική του μέθοδο ιδιωτικό θεραπευτήριο των Πεντηκοσιανών, να επιστρέψουν στο αδιάπτωτα αναγνωρισμένο και δοκιμασμένο για χιλιετίες Θεραπευτήριο των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων, στη μοναδική Εκκλησία, την Ορθόδοξη, που προσφέρει εγγυημένα, όχι μόνον την πραγματική πνευματική θεραπεία, αλλά και την αληθινή απόκτηση των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και την μακαρία αιώνια ζωή.