Του Μητροπολίτου Σύρου κ. Δωρόθεου Β’
Αρθρο στην Εφημερίδα “ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ”
Η πανθομολογούμενη και πανταχόθεν αναγνωριζόμενη μέριμνα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Ιερωνύμου και των ανά την Ελληνική Επικράτεια Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών για την ανακούφιση του δεινώς χειμαζόμενου Ελληνικού λαού, οδήγησε πολλούς να αναθεωρήσουν τις απόψεις τους και τα όσα αβάσιμα κατά καιρούς έχουν διατυπώσει για το ρόλο και την προσφορά των Επισκόπων προς το Λαό, απόψεις, που διαμορφώθηκαν κατά μείζονα λόγο κατ’ επίδραση του Ευρωπαικού Διαφωτισμού και μίμηση ανάλογης νοοτροπίας. Το τελευταίο το είχε διαπιστώσει πολύ νωρίς η μεγάλη Ελληνική ψυχή του Μακρυγιάννη, ο οποίος είχε γράψει στα Απομνημονεύματά του:
“Κάνουν και οι μαθηταί τους (των αρχαίων Ελλήνων) οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς -γύμναση της κακίας και παραλυσίας. Τέτοι’ αρετή έχουν, τέτοια φώτα μας δίνουν…. Τέτοια ηθική είχετε εσείς και προκοπή, τέτοιους καταντήσετε κι εμάς τους δυστυχείς.”
Πτυχή μιας τέτοιας “ανήθικης” ηθικής, που η “ φωτισμένη” Ευρώπη μετέδωσε στην απελευθερωμένη Ελλάδα είναι και ο λεγόμενος αντικληρικαλισμός, η προκατειλημμένη εχθρότητα απέναντι στους Κληρικούς και ιδιαίτερα στους Επισκόπους, τους Δεσποτάδες, όπως στερεοτυπικά συνηθίζεται από μερικούς να αποκαλούνται, οι οποίοι για ο, τι αρνητικό συνέβη στην Ελλάδα και στον Ελληνισμό ενοχοποιούνται και συχνά στοχοποιούνται στο όνομα της Δημοκρατίας, της διαφάνειας η της δήθεν κριτικής των κακώς κειμενων.
“O αντικληρικαλισμός,” έγραψε ο Χρήστος Γιανναράς, “για όποιον σέβεται στοιχειωδώς την Iστορία, δικαιολογείται στις κοινωνίες της Δύσης, που βγήκαν από τον μεσαίωνα με την οδυνηρή εμπειρία του μοντέλου θρησκειοποίησης της Eκκλησίας. Nα μεταφέρεται αυτή η αγανάκτηση η αποστροφή και στις κοινωνίες της ελληνικής εμπειρίας, είναι ανιστόρητος μεταπρατισμός, αξιογέλαστο σύμπτωμα μειονεξίας επαρχιώτη.”
Αν αλλού ο θεσμός του Επισκόπου, ειδικά στους μέσους αιώνες, λειτούρησε με έναν αυταρχισμό, που έχει καταγραφεί ιστορικά και έχει κριθεί, στα καθ’ ημάς, όμως, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει, είτε το δεχόμαστε είτε το αγνοούμε, τέτοια φαινόμενα δεν υπήρξαν, αλλ’ υπήρξε πάντοτε ταύτιση του κλήρου με το λαικό σώμα, από το οποίο προερχόταν.
Και αποτελεί πράγματι ιστορική διαπίστωση ότι στην προεπαναστατική Ελλάδα ο αντικληρικαλισμός και η αντι-επισκοπική νοοτροπία υπήρξε σχετικά περιθωριακό φαινόμενο. Υπάρχουν, βέβαια, και αντικληρικά κείμενα, μετρημένα, όμως, στα δάχτυλα, όπως «Ο Ανώνυμος του 1789», ο «Ρωσσαγγλογάλος» (περ. 1805), η «Ελληνική Νομαρχία» (1806), που δεν μπορούν, όμως, να θεωρηθούν εκφράσεις της συλλογικής εθνικής συνείδησης.
Στις ιδεοληψίες αυτές του Ευρωπαικού Διαφωτισμού προστέθηκε η Προτεσταντική “λαοκρατική” νοοτροπία και, αργότερα, η περί «οπίου των λαών» μαρξιστική εμμονή και θεωρία, με αποτέλεσμα σήμερα ο Επίσκοπος, ο κάθε Επίσκοπος, να επισύρει όχι σπάνια τα δηλητηριώδη βέλη όσων μένουν στην επιφάνεια και κρίνουν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, υπό τον παραμορφωτικό φακό της προακατάληψης.
Ο Ελληνικός λαός, πιστός στις παραδόσεις του και με το αλάθητο ορθόδοξο αισθητήριό του, δεν έπαψε, ούτε θα πάψει ποτέ να σέβεται τους Επισκόπους του, όχι ως αλάθητους αυθέντες και δεσπότες του, αλλά ως φιλόστοργους πατέρες του και εκφραστές της ενότητας της Εκκλησίας του, έστω και αν ποτέ δεν διάβασε τις προτροπες του αγίου Ιγνατίου «πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε»· «μηδείς χωρίς του επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την εκκλησίαν»· «όπου αν φανή ο επίσκοπος εκεί το πλήθος έστω · ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί και η Καθολική Εκκλησία» (Σμυρν. 8,1-2 : ΒΕΠΕΣ 2,281) η τη διακήρυξη του αγίου Κυπριανού: «Ο επίσκοπος εν τη Εκκλησία εστί και η Εκκλησία εν τω επισκόπω και όσοι μετά του επισκόπου ουκ εισιν, ουδέ εν τη Εκκλησία εισιν».
Ποιος, όμως, μπόρεσε ποτέ να δει τα βάθη της ψυχής ενός Επισκόπου; Ποιός μπόρεσε ποτέ να νοιώσει το βάρος της ευθύνης του, να αφουγκραστεί τις θλίψεις του, να μοιραστεί τις αγωνίες του, να δοκιμάσει από το ποτήρι της πικρίας του, να συμμεριστεί τον πόνο και τις απογοητεύσεις του, ιδιαίτερα από την αχαριστία όσων από τη δύναμη του Ωμοφορίου του αποκτούν υπόσταση και από τη μακροθυμία και τη μεγαθυμία του συγχωρούνται για λάθη και παραλείψεις, που αν διέπρατταν σε άλλο χώρο διακονίας του λαού θα τιμωρούνταν αυστηρά;
Οι πολλοί θαμπώνονται από τους λίθους, που λαμπυρίζουν στην μίτρα τους και δε βλέπουν τα ματωμένια αγκάθια, που κρύβει…
Εντυπωσιάζονται από τον επιστήθιο Σταυρό τους και δεν μαντεύουν το βάρος του, ένα βάρος ασήκωτο, που το σηκώνουν μόνοι, κατάμονοι, χωρίς να βρίσκουν ένα Κυρηναίο;
Τούτη, όμως, η Σταυρική τους πορεία είναι μια σταυραναστάσιμη Διακονία, καθώς τους κάνει όχι μόνο συνοδοιπόρους του Χριστού στο Γολγοθά Του, αλλά και μετόχους της Αναστάσεώς Του.
† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β΄