του Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού
Η πολυτάραχη εικονομαχική περίοδος (726-843 μ. Χ.) ανέδειξε μια πλειάδα αγίων ομολογητών στην Εκκλησία μας, οι οποίοι ομολογώντας την σώζουσα πίστη της, υπέστησαν φοβερά μαρτύρια και πολλοί από αυτούς έχασαν και αυτή τη ζωή τους. Ένας από τους μεγάλους ομολογητές αυτής της περιόδου υπήρξε και ο άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 758 από ευγενείς γονείς, τους οποίους διέκρινε η ευσέβεια και η προσήλωση στην Ορθοδοξία. Ο πατέρας του ονομαζόταν Θεόδωρος και ήταν βασιλικός γραμματέας και νοτάριος στο Ιερό Παλάτιο και η μητέρα του ονομαζόταν Ειρήνη. Είχαν και οι δυο τους υποστεί σκληρούς διωγμούς από τους εικονομάχους αυτοκράτορες, λόγω της σύνταξής τους στην μερίδα των Ορθοδόξων. Ο πατέρας του είχε εξορισθεί από τον Κωνσταντίνο Ε΄ τον Κοπρώνυμο (741-775) στην περιοχή Μύλασσα της Καρίας και μετά στη Νίκαια, όπου μετά από έξι χρόνια ταλαιπωρίας πέθανε εκεί εξόριστος.
Παρ’ όλες τις διώξεις τους, φρόντισαν να δώσουν στο Νικηφόρο καλή εκπαίδευση. Μάλιστα φάνηκαν νωρίς τα φυσικά του προσόντα και οι ικανότητές του, ώστε κλήθηκε στο παλάτι και ανέλαβε βασιλικός γραμματέας, μετά το θάνατο του φανατικού εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄ (775), από την Ειρήνη την Αθηναία. Όμως σύντομα παραιτήθηκε από την υψηλή του θέση για να ικανοποιήσει την παιδική επιθυμία του, να γίνει μοναχός. Έτσι αποσύρθηκε σε κάποιο λόφο απέναντι από το Θρακικό Βόσπορο, όπου εκάρη μοναχός και επικεφαλής μικρής αδελφότητα διήγε το βίο της ασκήσεως και των αρετών.
Γρήγορα έγινε γνωστή η φήμη του για τις αρετές του και την αγιότητά του. Γι’ αυτό κλήθηκε να διευθύνει ένα μεγάλο πτωχοκομείο της Βασιλεύουσας. Ως διευθυντής στο ίδρυμα αυτό έδειξε ασυνήθιστη δραστηριότητα. Φρόντισε να ανακουφίσει χιλιάδες αναξιοπαθείς ανθρώπους από την πείνα, τις ασθένειες και την εγκατάλειψη. Η φήμη του έγινε ακόμη μεγαλύτερη από το σπουδαίο αυτό κοινωνικό και φιλανθρωπικό του έργο.
Στις 25 Ιανουαρίου 806 κοιμήθηκε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ταράσιος (730-806). Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Λογοθέτης (803-811) επέλεξε ως διάδοχό του στον πατριαρχικό θρόνο τον Νικηφόρο. Έτσι με την ψήφο κλήρου και λαού εξελέγη Πατριάρχης, στις 5 Απριλίου του 806. Χειροτονήθηκε επίσκοπος και ενθρονίστηκε στις 12 του ιδίου μηνός, την ημέρα του Αγίου Πάσχα.
Ο Νικηφόρος θεώρησε τη νέα του υψηλή θέση, ως σπάνια ευκαιρία για να διακονήσει την Εκκλησία του Χριστού. Ανάλωσε κυριολεκτικά τη ζωή του στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Τον βοήθησε η σχετική ηρεμία, που επικρατούσε στο Κράτος και την Εκκλησία, αφού από το έτος 787 εφαρμόστηκαν οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ως το 815. Τόσο ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, όσο και οι διάδοχοί του Σταυράκιος (811) και Μιχαήλ Ραγκαβές (811-813) έτρεφαν σεβασμό στο πρόσωπό του και τον άφηναν ελεύθερο να επιτελεί το ποιμαντικό και κοινωνικό του έργο. Όμως το 815 ανέβηκε στο θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (815-820), φανατικός πολέμιος των Ιερών Εικόνων, ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη φάση της εικονομαχικής περιόδου.
Ο άγιος Νικηφόρος εκδήλωσε φανερά και δυναμικά την αντίθεσή του στην εκκλησιαστική πολιτική του Λέοντος, ο οποίος μισούσε με πάθος τους ορθοδόξους και είχε αρχίσει τις διώξεις εναντίον τους. Παρέλαβε τους ορθοδόξους επισκόπους: όσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, άγιο Αιμιλιανό Κυζίκου, Άγιο Ευθύμιο Σάρδεων, Ευδόξιο Αμορίου, Άγιο Μιχαήλ Συνάδων και Άγιο Ιωσήφ Θεσσαλονίκης και πήγαν στο παλάτι, προκειμένου να ελέγξουν τον ασεβή αυτοκράτορα και να προσπαθήσουν να τον συνεφέρουν στην Ορθοδοξία. Ο άγιος Νικηφόρος έδειξε ασυνήθιστη παρρησία και θάρρος ενώπιον του σκληρού Λέοντος.
Η απόπειρά τους αυτή στέφτηκε με αποτυχία. Ο αυτοκράτορας έμεινε αμετάπειστος στην εκκλησιαστική του πολιτική. Έδωσε διαταγή να συλληφθεί ο Πατριάρχης και οι υπόλοιποι επίσκοποι, που τον ακολούθησαν, καταδικάζοντάς τους σε εξορία. Ο Νικηφόρος εξορίστηκε στην αρχή στην πόλη Χρυσούπολη και αργότερα οδηγήθηκε στη μονή του αγίου Θεοδώρου στον Ακρίτα. Εκεί συνδέθηκε με τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη, όπου ήταν εξορισμένος, λόγω του ομολογιακού του φρονήματος κατά των εικονομάχων.
Το 820 δολοφονήθηκε ο Λέων και ανήλθε στο θρόνο ο Μιχαήλ Β΄ ο Τραυλός (820-829), ο οποίος ήθελε να ηρεμήσει το κράτος, ακολουθώντας μετριοπαθή πολιτική. Γι’ αυτό αποφάσισε να ανακαλέσει τον Νικηφόρο από την εξορία. Του υποσχέθηκε την αποκατάστασή του στον πατριαρχικό θρόνο, με την προϋπόθεση να αναγνωρίσει την ήδη υφιστάμενη κατάσταση στην Εκκλησία, δηλαδή να συνεχιστεί η εικονομαχία και να μη ζητήσει εφαρμογή των όρων της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Να μην ανακινήσει θέμα αναστηλώσεως των Ιερών Εικόνων. Ο Νικηφόρος αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του εικονομάχου αυτοκράτορα, ανταλλάσοντας την εγκόσμια δόξα με την ομολογία της σώζουσας πίστης. Θεώρησε ως καθήκον του να μη συμβιβαστεί με την πλάνη και την ασέβεια. Ο αυτοκράτορας υπέγραψε την οριστική έκπτωσή του από τον πατριαρχικό θρόνο και την εκ νέου εξορία του. Έμεινε στην εξορία για εννέα χρόνια, θεωρώντας τα κακοπαθήματά του ως ύψιστη ευλογία του Θεού. Εκεί κοιμήθηκε ειρηνικά το έτος 829. Μετά την παύση της εικονομαχίας ανακηρύχτηκε άγιος και ομολογητής. Η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Ιουνίου.
Ο άγιος Νικηφόρος ανήκει αναμφίβολα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο οποίος όρθωσε το ανάστημά του στους ισχυρούς της εξουσίας, σε μια στιγμή που κινδύνευε η ορθόδοξη πίστη. Με ζήλο και ενθουσιασμό αγωνίστηκε κατά της εικονομαχίας, η οποία ήταν στην ουσία η συνέχιση των χριστολογικών αιρέσεων των προηγουμένων αιώνων. Η άρνηση του εικονισμού του Χριστού σήμαινε την άρνηση της ανθρώπινης φύσης Του. Ο άγιος Νικηφόρος, ως άριστος Θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας, συνέβαλε τα μέγιστα για την αντίκρουση της πλάνης των εικονομάχων. Μέσα στην λαίλαπα των διώξεών του έγραψε περισπούδαστα έργα, όπως: «Σύντομος Ιστορία», «Χρονολογικόν σύντομον», «Στιχομετρία», «Λόγοι αντιρρητικοί», «Επιστολαί» και διάφοροι εκκλησιαστικοί κανόνες.
Τόσο ο άγιος Νικηφόρος, όσο και οι άλλοι ομολογητές επίσκοποι αυτής της ταραγμένης περιόδου αποτελούν, (πρέπει να αποτελούν), τα πρότυπα των κατοπινών και των σημερινών Επισκόπων!