π. Δημητρίου Μπόκου
Ήταν ένας νέος άνθρωπος η αγία Παρασκευή. Με όλες τις προοπτικές για μια ωραία ζωή. Για να τη ζήσει όπως ήθελε. Να κάνει τη ζωή της, όπως λέμε.
Η επιλογή της
Μα η αγία Παρασκευή δεν βρέθηκε καθόλου σε δίλημμα, όταν τής ζητήθηκε να διαλέξει ανάμεσα στον Χριστό και τη ζωή της. Αν και ήταν μια πολύ νεαρή κοπέλα, με τα όνειρα όλα μπροστά της, αλλά και με όλες τις δυνατότητες να τα πετύχει, δεν είχε καθόλου πρόβλημα να θυσιάσει τα πάντα, παρά να αρνηθεί τον Χριστό. Είχε ήδη ευθυγραμμίσει τη ζωή της με το θέλημα του Χριστού. Νόημα της ζωής της, για να είναι αληθινή, έκαμε τον Χριστό (Ιω. 14, 6). Χωρίς αυτόν δεν ήθελε να ζήσει. Γι’ αυτό και προτίμησε το μαρτύριο με ολοπρόθυμη διάθεση, απ’ το να ζει ανοημάτιστα, μια ά-χριστη (χωρίς Χριστό) και συνεπώς άχρηστη ζωή.
Είναι η βασική της διαφορά με μάς, τους σημερινούς Χριστιανούς. Που δεν καλούμαστε φυσικά να μαρτυρήσουμε. Δεν μας οδηγούν ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων, δεν μας τραβολογούν «εις συνέδρια και εις συναγωγάς» (Μαρκ. 13, 9). Υπάρχουν βέβαια Χριστιανοί, σε άλλες χώρες, που και σήμερα δίνουν τη μαρτυρία τους ενώπιον βασιλέων και ηγεμόνων, βασανίζονται το ίδιο σκληρά με τους παλιούς μάρτυρες και σφραγίζουν με το αίμα τους τη μαρτυρία τους για τον Χριστό.
Εμείς όμως σήμερα εδώ ζούμε σε μια εντελώς άλλη διάσταση. Δεν καλούμαστε όπως εκείνοι να μαρτυρήσουμε. Και ευτυχώς, γιατί η διάθεση που μας χαρακτηρίζει είναι η άρνηση του μαρτυρίου. Και σ’ αυτό διαφέρουμε καίρια απ’ την αγία Παρασκευή και όλους τους μάρτυρες και τους αγίους. Για ποια όμως άρνηση του μαρτυρίου μιλάμε; Ποιο είναι αυτό το μαρτύριο;
Η ψεύτικη ζωή
«Δεν θα γίνω οσιομάρτυρας», είπε μια νεαρή κοπέλα, της εποχής μας αυτή. Εννοούσε πως δεν το ’χε σκοπό να κάτσει να σκάσει υπομένοντας ένα σύζυγο, με τον οποίο πλέον δεν μπορούσε, η και ίσως να μην ήθελε, να τα βρει. Τόσες άλλες ευκαιρίες έχει πλέον η ζωή! Γιατί να μην προτιμήσει και αυτή να κάνει τη ζωή της, αντί να τη χαραμίσει; Ο σημερινός Χριστιανός ζωή θεωρεί ό,τι και ο κόσμος, που δεν έχει φρόνημα Θεού.
Ο Χριστός όμως λέγει κάποια παράξενα πράγματα. Ενάντια στη δική μας λογική. Ότι όποιος προσπαθεί να ζήσει τη ζωή του, θα τη χάσει (Ματθ. 10, 39). Δεν θα ζήσει τίποτε. Δεν θα νοιώσει τίποτε από ζωή. Αυτό που θα ζει δεν θα ‘ναι ζωή, μα απουσία ζωής. Άνοστη, ανούσια, ανοημάτιστη. Φάντασμα ζωής, όχι χαρά. Όσο περισσότερο θα τη ζει, τόσο πιο πολύ θα του φεύγει από τα χέρια του και θα μένει ανικανοποίητος. Όσο θα τη γεμίζει ηδονές, απόλαυση, διασκεδάσεις, τόσο πιο άδεια θα γίνεται. Σαν το τρύπιο πιθάρι των Δαναΐδων του αρχαίου μύθου, που όσο κι αν προσπαθούσαν να το γεμίσουν με νερό, έμενε άδειο πάντοτε, αφού ήταν τρύπιος ο πάτος του.
Αυτή η ζωή θα έχει μία και μόνο προοπτική: τον θάνατο. Γιατί θα είναι ζωή χωρίς αγάπη (Α Ἰω. 3, 14). Η ακόρεστη ικανοποίηση του εαυτού μας συνεπάγεται τον άμεσο υποβιβασμό του κάθε άλλου σε δεύτερη μοίρα. Την ανικανότητα να αγαπήσουμε κάποιον άλλον πάνω απ’ τον εαυτό μας. Αυτό όμως λέγεται: απόλυτη μόνωση, και είναι το ισοδύναμο της κόλασης, του θανάτου. Δεν είναι κόλαση το να μη σε αγαπούν, αλλά το να μην αγαπάς.
Τί τη θέλουμε τότε μια ζωή, στην οποία έχει ήδη εισβάλει και έχει κάνει κατοχή ο θάνατος; Τόσο μικρές είναι λοιπόν οι απαιτήσεις μας; Τόσο μίζερα τα όνειρά μας; Τερματίζουν μόνο σε μια χαμοζωή-κόλαση; Πού είναι τα οράματά μας;
Η αληθινή ζωή
Και πάλι λέγει ο Χριστός, ότι όποιος χάσει μια τέτοια ζωή για χάρη του, αυτός θα βρει τη ζωή και θα τη ζήσει πραγματικά (Ματθ. 10, 39). Και τί εννοεί ο Χριστός, όταν λέγει να χάσει κάποιος τη ζωή του για χάρη του;
Κάποιες φορές, όπως στην περίπτωση της αγίας Παρασκευής, να τη θυσιάσουμε εξ ολοκλήρου γι’ αυτόν με το μαρτύριο.
Συνήθως όμως, καθημερινά, σημαίνει να βγαίνουμε όλο και περισσότερο απ’ τον εγωκεντρικό μας τρόπο ζωής. Να δίνουμε προτεραιότητα όχι στα δικά μας θελήματα, στο δικό μας εγώ, αλλά στον άλλον (Α΄ Κορ. 10, 24). Τον κάθε άλλον. Τον Θεό η τον άνθρωπο. Να συγκρατούμε κάθε πάθος, κάθε κακία, κάθε εγωιστική και εκδικητική κίνηση προς τον άλλο. Να αγαπήσουμε αυτόν τον άλλο, που κάποτε μπορεί να μην είναι πια του γούστου μας, να μη μας αρέσει καθόλου. Με μια σχεδόν παράλογη αγάπη, για το δικό του καλό, τη δική του σωτηρία και μόνο. Χωρίς να θέτουμε όρους ή δικές μας απαιτήσεις, ξεχνώντας κάθε δικό μας θέλημα, συμφέρον, υπολογισμό. Να ξεφύγουμε δηλαδή από τα εντελώς φυσικά (δηλαδή εγωκεντρικά και γι’ αυτό ανάξια λόγου) αισθήματά μας και να δούμε στο πρόσωπό του την εικόνα του Θεού. Τα σπάνια και ανεκτίμητα χαρίσματα με τα οποία τον τίμησε ο Θεός, και που ο τυφλός μας εγωκεντρισμός πεισματικά τα θάβει και τα αγνοεί.
Το μαρτύριο
Αυτό σημαίνει όμως για μάς ανά πάσα στιγμή κάποιο μικρό ή μεγάλο μαρτύριο. Πράγμα που από φυσικού μας αποστρεφόμαστε. Πώς ενεργούσαν όμως οι άγιοι;
Επισκέφθηκε κάποτε τον αββά Αχιλλά ένας γέροντας μοναχός και τον είδε να βγάζει αίμα από το στόμα του.
– Τί είναι αυτό, πάτερ; τον ρώτησε.
– Αυτό, απάντησε ο αββάς Αχιλλάς, είναι ο λόγος κάποιου αδελφού που με στενοχώρησε και αγωνίστηκα να μην τον φανερώσω. Και προσευχήθηκα στον Θεό να τον εξαφανίσει από μέσα μου. Και έγινε ο πικρός αυτός λόγος σαν αίμα στο στόμα μου και τον έφτυσα και έτσι ανακουφίστηκα και ξέχασα τη στενοχώρια μου.
Μας παραπέμπει το περιστατικό αυτό ευθέως στα λόγια του αββά Λογγίνου: «δος αίμα και λάβε πνεύμα» (Γεροντικόν, αββάς Αχιλλάς, δ , αββάς Λογγίνος, ε ).
Το να συγκρατείς κάποιο πάθος, να θυσιάζεις κάποια επιθυμία σου χάριν του άλλου, είναι πολύ δύσκολο. Σαν να χύνεις αίμα. Να, λοιπόν, το μαρτύριο. Χύνοντας όμως το «αίμα» αυτό, λαμβάνουμε πνεύμα. Τότε νοιώθουμε, κατά τον λόγο του Χριστού, τί θα πει αληθινή ζωή. Μόνο τότε δηλαδή χαιρόμαστε πραγματικά τη ζωή μας. Μόνο τότε αυτή έχει νόημα, ποιότητα, χαρά. Η κάθε μας θυσία έχει και άμεση αντίδοση: την εισβολή της ευλογίας του Θεού στη ζωή μας, που αντιστρέφει οριστικά την προοπτική της: αντί για προοπτική θανάτου τής δίνει προοπτική ζωής. Όλο και καλύτερης ζωής. Και όχι μόνο της αιώνιας, όπως νομίζουν μερικοί, αλλά και της επίγειας. Που με τη χάρη του Θεού και μόνο γίνεται όχι απλώς βιώσιμη, αλλά και χαρούμενη. Αλλιώς δεν υποφέρεται (άγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
Σ’ αυτόν τον όντως δυσκολότατο αγώνα, στο καθημερινό μαρτύριο της απάρνησης των εγωκεντρικών θελημάτων, μας καλεί ο Χριστός.
Η άρνηση του μαρτυρίου
Και εδώ είναι που σήμερα ο Χριστιανός αρνείται το μαρτύριο. Τού είναι αδιανόητο να απαρνηθεί όσα τού αρέσουν για χάρη κάποιου άλλου. Προσβάλλει έτσι και υβρίζει απροκάλυπτα την αγία μας Παρασκευή και όλους τους αγίους, αφού δείχνει με την πράξη του πόσο μεγάλη ανοησία και βλακεία θεωρεί τη δική τους επιλογή. Τυφλός και μωρός, αλλά και κουφός για τα λόγια του Θεού (Μαρκ. 8, 17-18), ψάχνει σαν όλους τους άλλους κι αυτός για τη δική του ευκαιρία στη ζωή. Για μια βουλιμική απόλαυσή της. Κι όσο περνάει η ηλικία, τόσο περισσότερο τον πιάνει υστερία. Μη δεν προλάβει να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα απ’ το ποτήρι της ηδονής.
Να μια ανάγλυφη περιγραφή της νοοτροπίας του ανθρώπου της εποχής μας, με τον οποίο ταυτίζεται δυστυχώς απόλυτα και ο Χριστιανός, που σήμερα προσβλέπει πλέον στην Εκκλησία όχι για την αλήθεια, όχι για τη σωτηρία από την αμαρτία, αλλά για ψυχολογική και μόνο ευφορία, για να νοιώσει απλώς καλά, να διώξει το άγχος και ό,τι άλλο τον ταλαιπωρεί ψυχολογικά.
«Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν κατατρέχεται από ενοχή γιατί αδυνατεί να ευθυγραμμίσει τον βίο του με κάποιον υπερκείμενο και δεσμευτικό Νόμο, αλλά από αγωνία και άγχος γιατί αδυνατεί να διακρίνει κάποιο νόημα σε ό,τι κάνει. Ζει στο απόλυτο τώρα, χωρίς τον ορίζοντα του μέλλοντος και με ισχνό έως μηδενικό ενδιαφέρον για το παρελθόν…
Το κυρίαρχο πάθος συνίσταται στο να ζεις για τη στιγμή, επικεντρωμένος στον εαυτό σου, αδιαφορώντας για προγόνους και απογόνους, χωρίς την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, την αίσθηση ότι ως άνθρωποι ανήκουμε σε μία διαδοχή γενεών που εκκινούν από το παρελθόν και προεκτείνονται στο μέλλον.
Το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι οι θεραπευτές που γίνονται σήμερα δημοφιλείς, …εστιάζουν την παρέμβασή τους στην εκπλήρωση των συναισθηματικών απαιτήσεων του ανθρώπου. Το ενδεχόμενο να ενθαρρυνθεί ο σύγχρονος άνθρωπος να υποτάξει τις ανάγκες του και τα ενδιαφέροντά του σε αυτά ενός άλλου ανθρώπου, ακόμα και των πιο κοντινών και «αγαπητών», …είναι συνήθως εκτός συζήτησης. Η αγάπη ως θυσία και προσφορά, το νόημα ως υποταγή σε μία πίστη που μας υπερβαίνει, κρίνονται ως αφόρητα καταπιεστικές, προσβλητικές για τον κοινό νου και επιζήμιες για την προσωπική ευημερία του ανθρώπου επιλογές» (π. Ευαγγ. Γκανά, Η Ποιμαντική στα χρόνια της εκκοσμίκευσης, ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 81, 2 [2010], σ. 58-59).
Ένας τέτοιος άνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει ότι η ζωή αληθεύει, γίνεται αυθεντική και αποκτάει πληρότητα, μόνο όταν πετυχαίνει τη θυσιαστική συνύπαρξη με τον άλλον, για χάρη του άλλου. Κάτι που μπορεί να λάβει χώρα μόνο στην αληθινή κοινωνία και αμοιβαιότητα του εκκλησιαστικού σώματος, του σώματος του Χριστού, όπου οι πάντες «μέλη εσμέν» (Εφεσ. 5, 30). «Μέσα στην αμοιβαία αυτή κοινωνία κανένας δεν προσπαθεί να κάνει κάτι για τον εαυτό του, αλλά όλοι συνδέονται μεταξύ τους με την αδιαίρετη χάρη και δύναμη της μιας πίστεως. Και όλων η καρδιά και η ψυχή είναι μία, ώστε από πολλά διαφορετικά μέλη να φαίνεται ένα σώμα άξιο αληθινά του Χριστού» (αγ. Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία, 1, 3).
Ο άθεος Χριστιανός
Η άρνηση του σημερινού Χριστιανού να συμμετάσχει στο όντως συγκλονιστικό γεγονός μιας τέτοιας κοινωνίας, είναι ακριβώς άρνηση του μαρτυρίου. Αν δεν φοβάται τις λέξεις, πρέπει να το παραδεχθεί ξεκάθαρα, πως με μια τέτοια επιλογή παύει πια οριστικά να είναι Χριστιανός. Δεν ανήκει στο ενιαίο σώμα του Χριστού. Απ’ τη στιγμή που δεν εγκολπώνεται το πνεύμα αυταπάρνησης που ζητά ο Χριστός (Λουκ. 9, 23) και απορρίπτει τα μέλη του Χριστού, (ένα ή πολλά, δεν παίζει ρόλο), έχει απορρίψει τον Χριστό. Και απορρίπτεται φυσικά και από αυτόν. «Ουκ έστι μου άξιος», λέει γι’ αυτόν ο Χριστός (Ματθ. 10, 38), που μας θέλει Χριστιανούς στα έργα και όχι μόνο στα λόγια (Ματθ. 7, 21).
Ας μη ζει κανείς λοιπόν με αυταπάτες. Ας βγει επιτέλους από την ψευδαίσθηση, με την οποία αποκοιμίζει τη συνείδησή του. Απ’ τη στιγμή που δεν σταυρώνει τις αμαρτωλές (νόει πάντα: εγωκεντρικές) επιθυμίες και τα πάθη του (Γαλ. 5, 24), αλλά συσχηματίζεται (Ρωμ. 12, 2) και ζει σαν όλο τον κόσμο που «κείται εν τω πονηρώ» (Α Ἰω. 5, 19), ζει δηλαδή μόνο για τον εαυτό του, τότε δεν είναι πια Χριστιανός, αλλά αρνητής του Χριστού. Δεν έχει καμμιά σχέση μαζί του. Δεν είναι του Χριστού. Τελεία και παύλα. Δεν γίνεται να πλέει αδιάκοπα πατώντας σε δυό βάρκες ταυτόχρονα. Είναι «υιός του αιώνος τούτου» (Λουκ. 16, 8· 13), ναι! Όχι όμως και Χριστιανός.
Και ο Χριστός με τη σειρά του, σεβόμενος απλώς ό,τι ο άνθρωπος εν ελευθερία επιλέγει, δεν μπορεί να τον αναγνωρίσει για δικόν του (Λουκ. 13, 25-27).
Η αντιστροφή της πορείας
Ο σημερινός Χριστιανός θα ‘πρεπε να συγκλονισθεί από την ειλικρινή ομολογία της Γαλλίδας συγγραφέως Σιμόν ντε Μποβουάρ (στο έργο της «Πώς έγινα συγγραφέας»): «Ποτέ δεν απαρνιόμουν πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν, επειδή δήθεν ο Θεός τα απαγόρευε. Άρα δεν πίστευα πια σ’ εκείνον!»
Καιρός λοιπόν να αλλάξει πορεία, να διαχωρίσει τον δρόμο του από τον κόσμο. Να αρχίσει να γίνεται σιγά-σιγά του Χριστού, σταυρώνοντας τα αναρίθμητα, ανόητα και καταστροφικά «θέλω» του, τα φυσικά του (και γι’ αυτό καθόλου πνευματικά) αισθήματα, αποδεχόμενος με καλή, θυσιαστική και αγαπητική διάθεση τον κάθε άλλον «αδελφό» του Χριστού. Από τη λατρεία του εαυτού του, που συνιστά έμπρακτη απιστία και αθεΐα, να γίνεται όλο και πιο συνειδητά πιστός, «ποιών το θέλημα του Πατρός» (Ματθ. 7, 21), δηλαδή τη μία και μοναδική εντολή του για γνήσια, θυσιαστική αγάπη, χωρίς όρους και υπολογισμό, προς τον κάθε άλλον (Α΄ Ἰω. κεφ. 3, 4, 5· Β΄ Ἰω.· Α΄ Κορ. 10, 24· 33). Και ο Χριστός απ’ τη μεριά του πάντα τον περιμένει, τον αγαπάει, τον αγκαλιάζει οποτεδήποτε θελήσει να επιστρέψει, να ξαναγίνει πιστός.
Η αγία Παρασκευή που θυσίασε ολοκληρωτικά τη ζωή της προσφέροντας το αίμα της για τον Χριστό, ας μας ενισχύει με τις πρεσβείες της να κατανοούμε πρώτα και κατόπιν να αποδεχόμαστε το καθημερινό μαρτύριο της θυσίας των εγωκεντρικών μας θελημάτων. Και εν συνεχεία να προσφέρουμε με πρόθυμη διάθεση το «αίμα» της θυσίας μας αυτής ως λογική λατρεία στον Κύριο (Ρωμ. 12, 1), για να λάβουμε κι εμείς πνεύμα, χάρη, ζωή αληθινή, όπως εκείνη, μετά πάντων των αγίων. Αμήν.