Συνοδική καταδίκη: Σκέψεις περί «εκκλησιαστικού φρονήματος» μέ αφορμή μία επέτειο.
Πρωτοπρεσβύτερος Αναστάσιος Κ. Γκοτσόπουλος Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
Σύμφωνα μέ τόν Απ. Παύλο στούς Χριστιανούς «εχαρίσθη τό υπέρ Χριστού, ου μόνον τό εις αυτόν πιστεύειν, αλλά καί τό υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλ. 1, 7). Αυτή είναι η μοίρα καί η δόξα τών ανθρώπων τού Θεού. Από αυτή τή δόξα τού διά Χριστόν ονειδισμού καί διωγμού δέν μπορεί νά ξεφύγουν οι Άγιοι. Θά τολμούσαμε νά πούμε ότι αυτός ο ονειδισμός καί η δίωξη γιά τήν Αλήθεια τού Χριστού αποτελεί μία από τίς εγκυρότερες μαρτυρίες ότι ο άνθρωπος πορεύεται κατά Χριστόν.
Αυτής τής δόξας μετέσχε καί ο κατά τήν εκκλησιαστική συνείδηση τής τοπικής μας Εκκλησίας Άγιος Γέροντας τών Πατρών, ο αείμνηστος π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1877-1964).
Άνθρωπος εγνωσμένης αρετής καί αποστολικού ζήλου στή διακονία τού Λαού τού Θεού δέν θά μπορούσε νά μήν ελκύσει επάνω του τήν κακία καί τόν φθόνο τού πονηρού καί τών οργάνων του.
Καθόλου παράξενο, μάλλον δέ αναμενόμενο Άλλωστε ήταν μαθητής τού Αγίου Νεκταρίου καί πνευματικός απόγονος τών Κολλυβάδων Πατέρων Αγ. Αθανασίου Παρίου, Αγ. Νικοδήμου Αγιορείτου, πού καί αυτοί έτυχαν τής ίδιας τιμής καί δόξας νά συκοφαντηθούν, νά διωχθούν, νά εκδιωχθούν καί νά καταδικαστούν ακόμα καί μέ Πατριαρχικές καί Συνοδικές καταδίκες, επειδή δέν θέλησαν νά συμβιβαστούν μέ τόν κόσμο αλλά νά αγωνιστούν υπέρ τής Αληθείας.
Άς δούμε πολύ συνοπτικά τό ένδοξο αγώνισμα τού Γέροντος καί συγχρόνου Αγίου τών Πατρών π. Γερβασίου[2].
Σύντομη βιογραφία.
Ο π. Γερβάσιος αποτελεί τό σύγχρονο καύχημα τής Εκκλησίας τών Πατρών, διότι επί μισό καί πλέον αιώνα υπήρξε ουσιαστικά ο πνευματικός αναμορφωτής της.
Ο π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος γεννήθηκε στή Νυμφασία τής Γορτυνίας τήν 1.1.1877. Τό κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Σέ ηλικία τριών ετών έμεινε ορφανός από μητέρα καί αντιμετώπισε τήν άσχημη συμπεριφορά τής μητριάς του. Η αγάπη του γιά τόν Χριστό τόν οδήγησε σέ ηλικία 13 ετών νά εγγραφεί ως δόκιμος μοναχός στήν πλησίον τού χωριού του Ι. Μ. Κερνίτσης ενώ ο ζήλος του νά σπουδάσει τόν ανάγκασε σέ ηλικία 15 ετών νά πεζοπορήσει μέχρι τήν Ι. Μ. Μεγ. Σπηλαίου Καλαβρύτων, όπου λειτουργούσε Σχολαρχείο. Δέν βρήκε όμως τό κατάλληλο πνευματικό περιβάλλον καί ενδιαφέρον καί έτσι έφυγε πάλι πεζός γιά τήν Ι. Μ. Ταξιαρχών Αιγιαλείας.
Στά τέλη τού 19ου αι. στήν Πάτρα δέσποζε η μορφή τού συμπατριώτη του Αρχιεπισκόπου Πατρών καί Ηλείας Ιεροθέου (Μητροπούλου), ο οποίος περιβαλλόταν από πλήθος εμπνευσμένων ανδρών (Ευσέβιος Ματθόπουλος, Ηλίας Βλαχόπουλος, Πανάρετος Λουληγέρης, Γαβριήλ Φραγκούλης, κ.ά.). Η πνευματική ακτινοβολία τού Πατρών Ιεροθέου τόν επηρέασε βαθύτατα καί τόν οδήγησε νά παραμείνει πλέον στήν αχαϊκή γή.
Έτσι, τό 1897 έφτασε στήν Πάτρα καί εγκαταβίωσε στήν Ι. Μ. Παναγίας Γηροκομητίσσης. Τό 1903 εκάρη μοναχός μέ τό όνομα Γερβάσιος. Μετά τήν ολοκλήρωση τού Σχολαρχείου εγράφη στή Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, στήν οποία ήταν Διευθυντής ο Άγ. Νεκτάριος, ο οποίος τόν εκτιμούσε καί αγαπούσε ιδιαίτερα διαβλέποντας σέ αυτόν -όπως είχε πεί – “τόν αυριανό πνευματικό ηγέτη τής Εκκλησίας” καί στή συνέχεια σπούδασε στή Θεολογική Σχολή Αθηνών από όπου αποφοίτησε τό 1914. Τό 1910 σέ ηλικία 33 ετών χειροτονήθηκε ιερέας. Τό 1912 λόγω τών Βαλκανικών Πολέμων διέκοψε τίς σπουδές του καί επιστρατεύτηκε ως στρατιωτικός ιερέας στό Α΄ Ευζωνικό Σύνταγμα.
Επιστρέφοντας στήν Πάτρα εξελέγη τό 1919 ηγούμενος τής ιστορικής Μονής Γηροκομείου Πατρών. Η θεοφιλής προσπάθειά του νά αναμορφώσει τήν Ι. Μονή μετατρέποντάς την από ιδιόρρυθμη σέ κοινοβιακή βρήκε σφοδρή αντίδραση από μερίδα τών μοναχών της. Παράλληλα διορίστηκε ως τακτικός εφημέριος στόν ενοριακό Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Πατρών, όπου εκδήλωσε τά ιδιαίτερα ποιμαντικά χαρίσματά του στή διακονία τού Λαού τού Θεού ολόκληρης τής πόλεως τών Πατρών.
Εκοιμήθη εν ειρήνη στίς 30 Ιουνίου 1964, εορτή τών Αγ. Αποστόλων, διότι ήταν πραγματικά αποστολικού ζήλου πεπληρωμένος καί ετάφη πίσω από τήν κόγχη τού Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής στήν Κατασκήνωση τής Αναπλαστικής Σχολής Πατρών στά Συχαινά Πατρών. Η ανακομιδή τών Λειψάνων του έγινε υπό τού Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών Χρυσοστόμου στίς 29 Ιουνίου 2014. Επίσης, διά τής Ι. Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος υπεβλήθη στίς 26.8.2019 αίτημα στό Οικουμενικό Πατριαρχείο γιά τήν αναγραφή τού ονόματός του στίς δέλτους τών Αγίων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η κατηχητική καί λειτουργική διακονία τού π. Γερβασίου.
Υπερβαίνει τίς δυνατότητες τού συντάκτου τού παρόντος, αλλά καί δέν είναι δυνατόν στά πλαίσια ενός άρθρου νά μπορέσουμε νά σκιαγραφήσουμε έστω καί σέ αδρές γραμμές τήν ιερατική διακονία καί τό ποιμαντικό έργο τού π. Γερβασίου καθώς καί τή συνεισφορά του στήν πνευματική ανόρθωση τής πόλεως τών Πατρών.
Άς προσπαθήσουμε ακροθιγώς νά δώσουμε κάποιες ελάχιστες νύξεις από τό πολυσχιδές ποιμαντικό έργο τού Παπούλη, όπως τόν αποκαλούμε στήν Πάτρα.
Κέντρο τής ποιμαντικής διακονίας τού π. Γερβασίου ήταν η λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας. Ο Γέροντας λειτουργούσε 4-5 φορές τήν εβδομάδα σέ πολύ πρωινές Θ. Λειτουργίες (3:00-6:00 πμ) στόν Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου καί στό Ι. Ν. Αγ. Αικατερίνης (παρεκκλήσιο τής ενορίας), ώστε νά προλαβαίνουν οι εργαζόμενοι νά λειτουργούνται πρίν μεταβούν στή δουλειά τους. Ο Ναός γέμιζε ασφυκτικά, ενώ οι μαρτυρίες τών εκκλησιαζομένων γιά τή λειτουργική ατμόσφαιρα είναι συγκλονιστικές. Ο π. Γερβάσιος ήταν ως λειτουργός πραγματικός μύστης καί μυσταγωγός[3].
Ταυτόχρονα μέ τήν λειτουργική διακονία υπηρέτησε μέ αποστολικό ζήλο τό κήρυγμα. Κήρυττε κάθε Κυριακή, Τετάρτη καί Παρασκευή απόγευμα, ανελλιπώς όλο τό χρόνο, χωρίς διακοπή λόγω διακοπών, διότι, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, «ο διάβολος δέν κάνει διακοπές, πώς θά κάνω εγώ καί νά σταματήσω τό κήρυγμα;»! Τά κηρύγματά του ήταν συστηματική κατήχηση τού λαού τού Θεού καί παρακολουθούνταν από εκατοντάδες πιστούς, πού γέμιζαν ασφυκτικά τούς Ναούς. Εκτός τών προφορικών κηρυγμάτων αρθρογραφούσε πολύ τακτικά στόν τοπικό τύπο καθώς καί σέ εκκλησιαστικά περιοδικά τών Αθηνών.
Τό κήρυγμά του ως πρός τό περιεχόμενο ήταν πάντοτε αγιογραφικό καί αγιοπατερικό, ως πρός τό ύφος γνήσια προφητικό, μακριά από συμβιβασμούς καί ωραιοποιήσεις, δέν κολάκευε τό λαό, αλλά έλεγχε τήν αμαρτία καί τήν αποστασία από τό νόμο τού Θεού, κηρύσσοντας μετάνοια καί επιστροφή. Τό πάθος μέ τό οποίο κήρυττε καθήλωνε τό λαό ο οποίος τόν άκουγε μέ ιερό σεβασμό καί δέος καί τού δημιουργούσε τίς κατάλληλες προϋποθέσεις γιά μετάνοια. Συνέχεια καί καρπός τού κηρύγματος ήταν τό Μυστήριο τής Εξομολογήσεως, στό οποίο αναδείχθηκε ανυπέρβλητος διάκονος, πραγματικός πατέρας καί ιατρός τών πονεμένων ψυχών.
Παράλληλα μέ τήν κατήχηση τών ενηλίκων ο π. Γερβάσιος έδειξε ιδιαίτερη μέριμνα γιά τήν εν Χριστώ κατήχηση τών παιδιών, από νηπιακής ακόμα ηλικίας καί αναδείχθηκε ο ιδρυτής τών Κατηχητικών Σχολείων στήν Εκκλησία τής Ελλάδος. Τό 1923 ίδρυσε καί οργάνωσε τά «Κατηχητικά Σχολεία Αγ. Δημητρίου» μετέπειτα καί μέχρι σήμερα «Αναπλαστική Σχολή Πατρών» πού λειτουργούσαν μέ αυστηρό Εσωτερικό Κανονισμό πού ο ίδιος είχε συντάξει καί συγκεκριμένη διδακτική ύλη πού περιλάμβανε Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, Πατερική Θεολογία, Δογματική, Ηθική, απολογητικούς καί σύγχρονους προβληματισμούς. Μέ κέντρο τήν ενορία Αγ. Δημητρίου οργανώθηκαν υπό τήν ευθύνη τού Παπούλη Κατηχητικά Σχολεία σέ 15 ενορίες καί Ιδρύματα τών Πατρών μέ τόν αριθμό τών κατηχητοπαίδων νά υπερβαίνει τά 4.000 παιδιά! Όπως καί η κατήχηση τών ενηλίκων έτσι καί τά Κατηχητικά Σχολεία τού π. Γερβασίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα μέ τή λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας.
Γιά τόν π. Γερβάσιο τό ποιμαντικό έργο δέν περιοριζόταν στή λειτουργική καί κατηχητική διακονία. Έτσι μετά τό 1923 ανήγειρε στή φτωχογειτονιά τών Προσφυγικών Πατρών τό στρατηγείο του. Δέν ήταν τυχαία η επιλογή τής περιοχής. Δυστυχώς οι 7.000 πρόσφυγες πού εγκαταστάθηκαν στήν Πάτρα μετά τό 1922 δέν έτυχαν καί τής καλύτερης υποδοχής από ολόκληρη τήν κοινωνία τών Πατρών. Γράφει ο π. Γερβάσιος επ αυτού: «απομονώνονται εις ένα γκέτο από τήν υπόλοιπη Πατραϊκή κοινωνία καί γιά κάθε αναταραχή, πολιτική ή κοινωνική, τούς θεωρούν ύποπτους καί υπεύθυνους, μέ συνέπεια συλλήψεις, εξορίες, φυλακίσεις». Μέσα σέ αυτή τή δύσκολη κατάσταση ο Γέροντας Γερβάσιος στάθηκε δίπλα στούς πρόσφυγες καί εκεί ανάμεσά τους, στήν οδό Ιωνίας 47, μέ κέντρο τόν Ι. Ναό τής Αγ. Ταβιθάς τής Ελεήμονος, εγκατέστησε τό κέντρο τής διακονίας του ιδρύοντας τή Σχολή Βιοτεχνίας καί Χειροτεχνίας (1931), τό νηπιαγωγείο (1932), καί τό 1934 τή Νυκτερινή Σχολή αναλφαβήτων. Παράλληλα δέν πρέπει νά λησμονείται η μεγάλη του φιλανθρωπική προσπάθεια πρός ενίσχυση τών φτωχών Πατρινών.
Τό 1934 πίσω από τό παρεκκλήσιο τού Προφήτου Ηλιού (μετέπειτα Ι. Μονή Πρ. Ηλιού) οργάνωσε εκκλησιαστική κατασκήνωση, η οποία τό 1950 μεταφέρθηκε σέ νέες εγκαταστάσεις στά Συχαινά Πατρών (Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής), όπου λειτουργεί ανελλιπώς μέχρι σήμερα.
Ο π. Γερβάσιος έτυχε καί θεοσημείου μέ τό οποίο η Χάρις τού Θεού θέλησε νά επιβραβεύσει τήν ποιμαντική του διακονία λίγα χρόνια πρό τής κοιμήσεώς του: στό χώρο τής πρώτης κατασκήνωσης στόν Ι. Ν. Προφ. Ηλιού στίς 20.7.1960 κατά τή κοπή τών πεύκων, βρέθηκε αχειροποίητος Σταυρός εγγεγραμμένος σέ κορμό πεύκου. Τά πεύκα αυτά είχαν φυτευτεί στίς 17.2.1929 στό πλαίσιο δεντροφύτευσης από παιδιά τών Κατηχητικών κατόπιν ευχής πού ανέπεμψε ο π. Γερβάσιος.
Ο διωγμός τού εργάτου τού Ευαγγελίου.
Ήταν αναμενόμενο μία τέτοια πνευματική προσπάθεια αναγεννήσεως μιάς ολόκληρης μεγαλούπολης νά ελκύσει τό φθόνο καί τήν κακία τών δαιμόνων, πού αναζητούσαν κάποιον νά διεκπεραιώσει τίς επιθυμίες τους. Τό τραγικό όμως ήταν ότι εκτελεστής τών δαιμονικών σχεδίων αναδείχθηκε αυτός πού θά έπρεπε νά ήταν ο προστάτης καί υπερασπιστής τού ζηλωτού κληρικού, αυτός πού εκ τής θέσεως καί αποστολής του ώφειλε νά επισκοπεί γιά νά προλαβαίνει τίς επιθέσεις τού εχθρού. Δυστυχώς η εκκλησιαστική ιστορία μάς έχει δώσει πολλές τέτοιες περιπτώσεις.
Έτσι, λοιπόν, ενώ τά κηρύγματα τού π. Γερβασίου είχαν αρχίσει από τίς 4.8.1919 στόν Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου, όπου είχε διορισθεί ως εφημέριος, έντεκα χρόνια αργότερα, στίς 25.9.1930, ο Μητροπολίτης Πατρών Αντώνιος (Παράσχης) εξέδωσε τήν υπ αριθμ. 2111/25.9.1930 εγκύκλιο μέ τήν οποία θέλησε μέ έμμεσο τρόπο νά σταματήσει τήν κηρυκτική καί κατηχητική διακονία τού Γέροντος καί νά διαλύσει τήν πνευματική καί ποιμαντική του προσπάθεια! Πιό συγκεκριμένα η ποιμαντορική εγκύκλιος ανέφερε: «Πληροφορηθέντες μετά λύπης ότι εντισι ιεροίς Ναοίς κατά τά εσπερινά κηρύγματα συμβαίνουσιν ατοπήματα τινα, άπερ αντιβαίνουσιν τήν ιερότητα καί αγιότητα τού τόπου, απαγορεύομεν τού λοιπού εσπερινά κηρύγματα καί ορίζομεν ώραν κηρύγματος τήν 4ην μ.μ. διά τήν χειμερινήν περίοδον, τήν δέ 6ην μ.μ. διά τήν θερινή, μετά δέ τήν δύσιν τού ηλίου πάντες οι Ναοί πρέπει νά ώσι κεκλεισμένοι. Πρός τούτοις απαγορεύομεν τάς νυκτολειτουργίας καί ορίζομεν διά τούς ιερούς ναούς εν οίς τελούνται κατά τάς Κυριακάς δύο λειτουργίαι, όπως η ακολουθία τού Όρθρου άρχεται τήν 5ην πρωινήν, καί αι κωδωνοκρουσίαι κατά τάς νυκτερινάς ώρας ώσιν μικράς διαρκείας»!
Είναι προφανές ότι η εγκύκλιος φωτογράφιζε τόν π. Γερβάσιο, διότι ήταν ο μοναδικός εν Πάτραις πού ιερουργούσε καί κήρυττε τίς απαγορευμένες αυτές ώρες! Όμως τό σοβαρότερο ζήτημα ήταν ότι οι νέες ώρες έναρξης τού κηρύγματος (4η ή 6η μμ) καί τών πρωινών Θ. Λειτουργιών (5 πμ) πού όριζε η εγκύκλιος στόχευαν στήν ουσιαστική κατάργηση τών κηρυγμάτων, διότι ποιός μπορούσε τίς καθημερινές στίς 4:00 ή στίς 6:00 μμ (χειμώνα ή καλοκαίρι) νά αφήσει τήν εργασία του γιά νά παρακολουθήσει τό κήρυγμα; Ή ποιός εργαζόμενος θά μπορούσε νά λειτουργηθεί τίς καθημερινές όταν η ακολουθία άρχιζε στίς 5:00 πμ καί τελείωνε στίς 8:00 πμ όπως διέταζε ο Μητροπολίτης;
Ο πιστός λαός τής πόλεως κατάλαβε ότι μοναδικός στόχος τής ποιμαντορικής εγκυκλίου ήταν τό πρόσωπο καί τό πνευματικό έργο τού π. Γερβασίου στόν Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Πατρών, διότι, όπως ήδη αναφέραμε, σέ κανένα άλλο Ναό τής πόλεως δέν γίνονταν απογευματινά κηρύγματα ούτε νυκτολειτουργίαι! Ο Μητροπολίτης, δυστυχώς, θέλησε νά διαλύσει τό πνευματικό έργο τού Αγίου Γέροντος! Όμως η προκλητική καί συκοφαντική εγκύκλιος έφερε τά αντίθετα αποτελέσματα έτσι ώστε ο πιστός λαός έτι πλέον σέ ένδειξη διαμαρτυρίας αλλά καί συμπαραστάσεως νά κατακλύζει τό Ναό τού Αγ. Δημητρίου στά κηρύγματα τού Παπούλη.
Ο λαός τών Πατρών ξεσηκώθηκε καί επιτροπή επισκέφθηκε (30.9.30) τόν Μητροπολίτη. «Ο Δεσπότης όμως νευριασθείς απήντησε: «Πηγαίνετε, πηγαίνετε. Σάς επαναλαμβάνω ότι αι εκκλησίαι πρέπει νά μείνωσιν κλεισταί»!
Στίς 5.10.30 απευθύνθηκε υπόμνημα πρός τήν Ι. Σύνοδο πού συνοδευόταν από 400 υπογραφές Πατρινών πού παρακολουθούσαν τά κηρύγματα τού Παπούλη, ενώ τήν επομένη 6.10.30 επιτροπές από τήν ενορία Αγ. Δημητρίου καί τούς προσφυγικούς συνοικισμούς επισκέφθηκαν τόν Νομάρχη Αχαΐας καί διαμαρτυρήθηκαν.
Ο Μητροπολίτης όμως αντί νά έλθει εις εαυτόν στίς 6.10.1930 απευθύνθηκε εγγράφως στόν Εισαγγελέα καί κατήγγειλε τόν π. Γερβάσιο καί τούς Εκκλησιαστικούς Επιτρόπους τού Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου διότι «εξακολουθούσιν ο μέν πρώτος νά κηρύσση, ο αυτός δέ καί οι λοιποί επίτροποι νά έχωσι τόν ναόν ανοικτόν καί μετά τήν δύσιν τού ηλίου» καί κατέληγε μέ αίτημα πρός τόν Εισαγγελέα: «παρακαλούμεν όπως διατάξητε ό,τι δεί πρός εκτέλεσιν τών εν τή ως άνω εγκυκλίω ημών διαλαμβανομένων»!
Η κατακραυγή όμως τού λαού μεγάλωνε καί γι αυτό ο Μητροπολίτης στίς 8.10.1930 παραχώρησε συνέντευξη στήν εφημερίδα τών Πατρών «Νεολόγος» στήν οποία προσπάθησε νά δικαιολογήσει τήν απαγόρευσή του λέγοντας ότι δέν καταργεί τό κήρυγμα, αλλά τό μεταθέτει νωρίς τό απόγευμα. Μάλιστα, όταν τού ζητήθηκε από τό δημοσιογράφο νά διευκρινίσει τί εννοεί μέ τή φράση στήν εγκύκλιο ότι «κατά τά εσπερινά κηρύγματα συμβαίνουσιν ατοπήματα τινα» όξυνε τήν κατάσταση λέγοντας: «Μετεχειρίσθην τήν λέξιν αυτήν, ενώ θά έπρεπε νά μεταχειριστώ άλλην βαρυτέραν. Εις γνώσιν μου περιήλθον πολλά τοιαύτα ατοπήματα, προστατευόμενα υπό τού σκιόφωτος τής εσπέρας Οι ναοί τό εσπέρας μετεβάλλοντο εις κέντρα συνεντεύξεων, ενώ άλλος είναι ο προορισμός των»!
Επίσης, τόνισε μέ έμφαση γιά τόν π. Γερβάσιο ότι μεταδίδει «φανατισμόν» στούς πιστούς καί τελικά «τό σύστημα τής διδασκαλίας καί τής εν γένει τακτικής αντί νά ωφελήση, όχι μόνο έβλαψεν, αλλ επέφερε καί καταστρεπτικά αποτελέσματα»! Δυστυχώς, αυτή ήταν η αξιολόγηση τού αρμοδίου Μητροπολίτου γιά τό πνευματικό έργο τού π. Γερβασίου
Αξιοπρόσεκτα είναι τά όσα αναφέρει ο Μητροπολίτης ενδεικτικά καί αποκαλυπτικά σατραπικής νοοτροπίας μάλλον ή εκκλησιαστικού ήθους: «αντί ο αρχιμανδρίτης Γερβάσιος νά έλθη νά ζητήση πληροφορίας ή νά φέρη τάς αντιρρήσεις του, τουναντίον προέβη εις τήν έκδοσιν ανακοινωθέντος διά τού οποίου πειράται νά απειθήση πρός τάς αποφάσεις τής Ιεράς Μητροπόλεως. Καί ερωτώ ήδη: Έχω ή δέν έχω τό δικαίωμα νά ρυθμίζω τά τής Εκκλησίας εις τήν περιφέρειάν μου όπως εγώ νομίζω καλύτερον; Διατί λοιπόν οι αντιφρονούντες εξανέστησαν; Πού ευρίσκουν ότι έπταισα; Καταλήγων ο Σεβ. Μητροπολίτης ετόνισεν ότι θά λάβη αυστηρά μέτρα τόσον διά τά ατοπήματα όσον καί διά τήν απαρέγκλιτον τήρησιν τής αποφάσεώς του».
Η συνέντευξη τού Μητροπολίτου, όπως ήταν φυσικό, αντί νά κατευνάσει όξυνε τά πνεύματα στήν πόλη. Ο π. Γερβάσιος μέ αφορμή τίς καταγγελίες τού Μητροπολίτου απευθύνθηκε στόν Εισαγγελέα (7.10.30) καί ζήτησε νά ενεργήσει «τακτικάς καί ενόρκους ανακρίσεις πρός διακρίβωσιν τής αληθείας» ήτοι γιά τήν διαπίστωση τών σοβαρών καταγγελιών τού Σεβασμιωτάτου.
Οι επιστολές καί τά υπομνήματα διαμαρτυρίας κατά τών συκοφαντικών ισχυρισμών καί τής συμπεριφοράς τού Μητροπολίτου ήταν πολλά. Μεταξύ άλλων δημοσίευσαν διαμαρτυρίες στόν τοπικό τύπο (12.10.30) περισσότεροι από 90 γονείς μαθητών τών Κατηχητικών Σχολείων (10.11.30), η Επιτροπή Προσφύγων (10.11.30), η εικοσιτετραμελής «Εφορεία Κατηχητικών Σχολείων» τών Πατρών, ενώ 50 Κατηχήτριες καί στελέχη τών Κατηχητικών Σχολείων Θηλέων απηύθυναν έντονη διαμαρτυρία πρός τήν Ι. Σύνοδο γιά «τόν ηθικόν στιγματισμόν» εκ μέρους τού Μητροπολίτου (21.11.30)[4]!
Ο λαός τών Πατρών εξέφρασε τή συμπαράστασή του στόν συκοφαντούμενο Γέροντα μέ τήν αθρόα παρουσία του στό κήρυγμα. Όπως αναφέρει ο τύπος τής εποχής, στίς 12.10.31 «ο ναός ήτο ασφυκτικώς πεπληρωμένος μέχρι τών προπυλαίων αυτού άπειρον πλήθος πάσης τάξεως καί ηλικίας» (Τηλέγραφος, 13.10.31) καί «ουδέποτε υπήρξεν τόσον ασφυκτικώς πεπληρωμένος υπό τού κόσμου ο ναός, τών συρρευσάντων συνωστιζομένων καί εις τά προπύλαια» (Απογευματινή φ. 66/13.10.31)
Ο Μητροπολίτης βλέποντας τήν συνεχώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια τού λαού πρός τό πρόσωπό του ζήτησε τήν παρέμβαση τού Εισαγγελέα, τής Αστυνομίας καί τού Νομάρχη Αχαΐας παρακαλώντας τον «όπως ληφθούν παρ αυτού ως αντιπροσώπου τής εκτελεστικής εξουσίας, τά ενδεικνυόμενα μέτρα πρός εφαρμογήν τής εγκυκλίου του» ενώ κατήγγειλε τόν π. Γερβάσιο στήν Ι. Σύνοδο γιά «απείθειαν, φατρίαν καί καταφρόνησιν τής προϊσταμένης του εκκλησιαστικής αρχής»!
Γράφει ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ύδρας Ιερόθεος (Τσαντίλης): «Τά αστυνομικά όργανα, εκτελούντα διαταγάς τών προϊσταμένων των, επεχείρησαν νά κλείσουν τόν ναόν ή νά καταβιβάσουν τόν ομιλητήν από τού άμβωνος, αλλ ημποδίζοντο υπό τού λαού»!
Συμπαραστάτης τού Μητροπολίτου στήν κατά τού π. Γερβασίου πολεμική του αναδείχθηκε ο εκ Δωδεκάνησου Νομάρχης Αχαΐας Μιχ. Καλογερόπουλος ο οποίος δήλωσε στόν αθηναϊκό τύπο: «ο εν λόγω αρχιμανδρίτης εκήρυσσεν εντέχνως καί ανυπακοήν εις τάς πολιτικάς καί θρησκευτικάς αρχάς. Έπειτα είχεν αναστατώσει τήν πατραϊκήν κοινωνίαν μέ τάς θεωρίας του. Εκτός τού ότι ήθελε όλες οι γυναίκες νά είναι ντυμένες μέχρι τού λαιμού καί τού αστραγάλου, τίς έβαζε νά κάνουν νηστείες άπειρες Γενικώς παρουσιάζει η υπόθεσις επιλήψιμον όψιν Πρέπει νά ληφθούν μέτρα Εάν χρειαστεί θά επέμβωμεν»! Επίσης, σέ εμπιστευτικό τηλεγράφημα πρός τό Υπουργείο Εσωτερικών ο Νομάρχης χαρακτηρίζει τόν π. Γερβάσιο ως «ΓΝΩΣΤΟΝ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΝ [όστις] ου μόνον ηρνήθη συμμορφωθή εγκύκλιον Μητροπολίτου, αλλά καί ΕΞΥΒΡΙΖΕΙ τούτον δημοσίως» καί επαναλαμβάνει τίς δεσποτικές συκοφαντίες ότι στά κηρύγματα «συμβαίνουσι ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ απάδοντα ιερότητα ναού καί ηθικήν Κήρυγμα Γερβασίου αναχρονιστικόν καί ασυμβίβαστον αληθή Χριστιανικήν Θρησκείαν, αποβλέπει φανατίση αμαθές πλήθος διά λόγους προσωπικής εκμεταλλεύσεως υποκινεί οπαδούς του εις ανταρσίαν Φρονώ ανάγκη επιβληθή κράτος νόμου, διότι άλλως εξευτελίζεται γόητρον κρατικών υπηρεσιών. Αστυνομία δέον προβή προληπτικώς κλείσιμο ναού κατά νυκτερινάς ώρας. Ανοχή αρχών αποθρασύνει Γερβάσιον καί οπαδούς του δημιουργώσι βραδύτερον ζητήματα σοβαράς διαταράξεως τάξεως εάν τυχοδιώκτης μοναχός δέν παταχθή εγκαίρως»!
Πολύ σύντομα τό ζήτημα ξέφυγε από τά όρια τών Πατρών καί ασχολήθηκε μέ αυτό καί ο αθηναϊκός τύπος μέ μακροσκελή ολοσέλιδα άρθρα ενώ ενδιαφέρον εκδήλωσαν καί κυβερνητικοί παράγοντες στήν Αθήνα!
Ο π. Γερβάσιος απάντησε στή συνέντευξη τού Σεβασμιωτάτου σέ σειρά 12 άρθρων πού δημοσιεύθηκαν στήν εφημερίδα τών Πατρών «Απογευματινή» από 11.10.1930 έως 21.10.1930. Στά άρθρα του ο Παπούλης μέ τή διακρίνουσα αυτόν παρρησία, ευστροφία καθώς καί γνώση τής εκκλησιαστικής ιστορίας, τής πατερικής θεολογίας καί τού κανονικού δικαίου αλλά καί μέ σεβασμό στόν Αρχιερέα επιχειρηματολόγησε κονιορτοποιώντας τίς συκοφαντίες καί τούς ισχυρισμούς τού Μητροπολίτου. Ασφαλώς, δέν είναι τού παρόντος η αναλυτική αναφορά στήν επιχειρηματολογία τού Παπούλη. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί νά τήν μελετήσει στό συνημμένο απόσπασμα από τήν εργασία τού αειμνήστου Παν. Αντ. Λόη, Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1878-1964), Ο άγνωστος Άγιος τών ημερών μας καί Φάρος τών Πατρών, τ. Α΄, Πάτραι 1998 σ. 596-618.
Στίς 14.11.30 η Ι. Σύνοδος αποφάσισε τή διενέργεια ανακρίσεων σέ βάρος τού π. Γερβασίου! Τό πόρισμα πού συνέταξε ο ίδιος ο Μητροπολίτης, ο οποίος, σημειωθήτω, ήταν ταυτόχρονα καί ο καταγγέλλων -κατά περιφρόνηση κάθε στοιχειώδους ηθικής καί κανόνα δικαίου- μετά τό πέρας τών ανακρίσεων ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο π. Γερβάσιος κατηγορείται «επ απειθεία, φατρία καί καταφρονήσει τού οικείου Επισκόπου», διότι «περιεφρόνησε τήν εγκύκλιον τού αρχιερέως καί συνωμόσας μετά τινών θρησκολήπτων οπαδών του ήγειρε θόρυβον άνευ ουδενός λόγου κατά τού ποιμενάρχου του. Αλλά τί έπραξεν ο αρχιερεύς διά νά εγείρη τήν μήνιν τού κατηγορουμένου καί τών σύν αυτώ; Απέλυσεν μίαν εγκύκλιον, δι ής ώρισεν ώρας κηρύγματος Καί εις τούτο προέβη διότι είχε θετικάς πληροφορίας ότι οι Ναοί μετεβάλλοντο εις κέντρα ερωτικών συνεντεύξεων η κατά τού οικείου Επισκόπου απείθεια, φατρία καί καταφρόνησις τού κατηγορουμένου αποδεικνύεται εκ τών μαρτυρικών καταθέσεων, εξ ών καί πλείστα άλλα θά διακριβωθώσιν κηρυσσόμενα από τού ιερού άμβωνος, απάδοντα εις τήν ιερότητα τού τόπου, γνωρίζομεν όμως ότι ημείς πολλάκις συνεβουλεύσαμεν τόν κατηγορούμενον, αλλ εις τάς συμβουλάς καί νουθεσίας μας ουδέποτε υπήκουσε καί ηκολούθησε πάντοτε τήν χαραχθείσαν υπ αυτού οδόν».
Τά αγιογραφικώς καί ιεροκανονικώς τεκμηριωμένα υπομνήματα τού κατηγορουμένου, οι μαρτυρικές καταθέσεις τών συνεργατών του ούτε κάν αναφέρονται στό παραπεμπτικό πόρισμα πού συνέταξε ο κατήγορός του Μητροπολίτης!
Η Συνοδική καταδίκη.
Έτσι μέ αυτό τό φοβερό γιά κληρικό κατηγορητήριο βρέθηκε ο αποστολικού ζήλου πεπληρωμένος π. Γερβάσιος υπόδικος ενώπιον τής Ι. Συνόδου μέ επικρεμάμενη τήν ποινή τής καθαιρέσεως λόγω τής μεγάλης σοβαρότητας τών κανονικών εγκλημάτων γιά τά οποία κατηγορείτο!
Η κρίσιμη, λοιπόν, ημέρα έφτασε! Ο ακάματος εργάτης τού Ευαγγελίου, ο αναμορφωτής τών ψυχών βρίσκεται υπόδικος ενώπιον τού Συνοδικού Δικαστηρίου ακολουθώντας αποστολικοίς ίχνεσι.
Στίς 17 Μαρτίου 1931, πρίν από 90 χρόνια ακριβώς, «βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων» καί εκδίδεται η μέ αρ. 114/17.3.31 Συνοδική καταδικαστική απόφαση μέ τήν οποία η Ι. Σύνοδος καταδικάζει τόν π. Γερβάσιο ως «ένοχο απειθείας κατά τού οικείου Ιεράρχου καί επιβάλλει αυτώ τήν ποινή τής εξαμήνου αργίας από πάσης ιεροπραξίας άνευ στερήσεως τών εκ τής εφημερίας αυτού δικαιωμάτων, καί ισοχρόνου σωματικού περιορισμού εν τή εν Πάτραις Ιερά Μονή Γηροκομείου, καί καταδικάζει αυτόν εις τά έξοδα καί τέλη τής σημάνσεως».
Ο μειοψηφήσας στήν καταδικαστική απόφαση Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος δήλωσε στόν Παν. Τρεμπέλα, όπως διασώζει ο αείμνηστος καθηγητής: «Εζαλίσθηκα. Εζήτησα νά πάρω αέρα. Καί όταν βγήκα από τό Συνοδικόν Μέγαρον κατηυθύνθην εις τό Ζάππειον. Δέν ημπορούσα νά ησυχάσω προσετέθη εις εισέτι δεδιωγμένος ένεκεν δικαιοσύνης»! Ο Μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος σχολιάζοντας τή συνοδική απόφαση αποτυπώνει τήν εντύπωση πού προκάλεσε στήν Πάτρα: «Ο συνάδελφος επίσκοπος έπρεπε νά καλυφθή. Ο ελέγχων ευθαρσώς τάς πράξεις ιεροκήρυξ έπρεπε νά τιμωρηθή. Τό άγιον δικαστήριον, παρά τήν θαυμασίαν απολογίαν τού π. Γερβασίου, τόν ετιμώρησε διά τήν ανυπακοήν του (!) μέ εξάμηνον αργίαν καί περιορισμόν εις τήν Ι. Μονήν Γηροκομείου. Αλλ η είδησις αύτη γνωσθείσα εις τήν πόλιν προεκάλεσε κύμα αγανακτήσεως εναντίον τών διωκτών τού ζηλωτού ιεροκήρυκος. Χιλιάδες λαού συγκεντρώθησαν εις τόν Σταθμόν διά νά υποδεχθούν τόν ήρωα, τόν π. Γερβάσιον. Ήτο απάντησις τού λαού εις εκείνους τούς αρχιερείς, οι οποίοι επειδή κρατούν εις τάς χείρας των τήν σφραγίδα τής εξουσίας, νομίζουν, ότι δι αυτής δύνανται νά διοικούν, νά κάμνουν ό,τι θέλουν νά σκεπάζουν εγκλήματα συναδέλφων καί νά κόπτουν κεφαλάς τιμίων εργατών τού Ευαγγελίου».
Ο Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων σημείωσε: «Αγαπητέ μου Γερβάσιε, παρακολουθώ μέ μεγάλην συγκίνησιν τά αποτελέσματα τής ωραίας σου εργασίας καί τάς συγκινήσεις τής περιπετείας σου. Όταν κατά Ν/βριον συνεδρίαζεν η Ιεραρχία έφερα τό ζήτημά σου καί εφώναξα μέ όλην τήν δύναμην τής ψυχής μου ότι δέν θά εύρωμεν έλεος από τόν Θεόν εάν αντί νά εμψυχώνομεν καί νά υποστηρίζωμεν κληρικούς ενθουσιώδεις ως ο Γερβάσιος προσπαθούμεν νά φράξωμεν τόν δρόμον των», ενώ ο Παροναξίας Ιερόθεος τού έγραψε: «Αγαπητέ μοι Γερβάσιε, είσαι κληρικός. Λοιπόν πρέπει νά έχης πάντοτε υπ όψιν σου καί ποτέ νά μή λησμονήσης τό τού Μ. Χρυσοστόμου ουδέν δέδοικα πλήν Επισκόπων Ούτε η δική Σου καταδίκη, ούτε τού Λούβαρη η αθωότης μέ εξέπληξαν. Σχεδόν τ ανέμενον. Εκείνο, τό οποίον δέν μέ αφήκεν ασυγκίνητον είναι η στάσις τών παιδιών Σου. Εύγε τους! Μετέβαλον τήν καταδίκην εις θρίαμβον! Μή απογοητεύεσαι ο Θεός είναι Μεγάλος. Συγχώρει τούς εχθρούς Σου καί εύχου υπέρ αυτών»!
Η συνοδική καταδικαστική απόφαση κοινοποιήθηκε στόν π. Γερβάσιο στίς 2 Ιουνίου 1931 ημέρα από τήν οποία άρχισε καί η έκτιση τής 6μήνου αργίας καί εγκλεισμού του στήν Ι. Μονή Γηροκομείου. Η ιστορική Μονή τών Πατρών τούς επόμενους μήνες έζησε μέρες δόξας, έγινε ο άμβωνας τών Πατρών. Εκατοντάδες λαού ανέβαιναν καθημερινά γιά νά πάρουν τήν ευχή τού Παπούλη. Ενδεικτική τού ήθους τού π. Γερβασίου είναι η επιστολή του πρός τήν Ενοριακή Επιτροπή Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου (8.7.31) μέ τήν οποία παραιτήθηκε «αμετακλήτως παντός δικαιώματός μου επί τού μηνιαίου μισθού μου καθόσον δέν επιθυμώ νά γίνω πρόξενος σκανδάλου τινός», διότι η Αγ. Γραφή λέει «ότι ο μή εργαζόμενος εν τινι δέν δικαιούται λαμβάνειν ή απαιτείν μισθόν τινα»! Σημειώνεται ότι η καταδικαστική απόφαση δέν προέβλεπε στέρηση μισθού
Η αποκατάσταση τής αδικίας.
Δυστυχώς οι έντονες διαμαρτυρίες τών παιδιών τών Κατηχητικών Σχολείων καί τού Πατραϊκού λαού δέν εισακούστηκαν από τόν Μητροπολίτη. Αλλά ο Θεός οικονομεί τίς υποθέσεις τών εργατών τού Ευαγγελίου μέ παράξενους τρόπους. Έτσι, όταν ο Μητροπολίτης Πατρών Αντώνιος χοροστατούσε στόν Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Α΄ Κοιμητηρίου ακούστηκε μιά δαιμονισμένη νά τού λέει: «Εγώ ρέ Αντώνιε σέ έκανα νά τιμωρήσεις τόν Γερβάσιο γιατί μέ καίει καί μέ τυραννάει»! Ο Μητροπολίτης εις εαυτόν ελθών αντιλήφθηκε τό ατόπημά του καί «προσπάθησε νά τού υποδείξη νά επανέλθη καί νά συνεχίση ιερουργών καί διδάσκων, αλλά μέ διάκρισιν, διότι όπως έλεγεν ο ίδιος διέκρινε καί ανεγνώριζε τό σφάλμα του. Πλήν ο γέροντας επέμενεν ανένδοτος νά συνεχίση εκτίων τήν ποινήν του, μέχρι τής τελευταίας ώρας». Μόνο όταν στίς 24.9.1931 ο Μητροπολίτης εξέδωσε διαταγή μέ τήν οποία τόν διέτασσε «ίνα κατέλθη εις τήν ενορίαν του καί επαναλάβη τά εφημεριακά του καθήκοντα» διέκοψε τήν ποινή του καί επανήλθε στήν ενοριακή διακονία του!
Πλέον ο π. Γερβάσιος συνέχισε ελεύθερα τό ποιμαντικό του έργο. Επιπλέον δέ, άρχισε σιγά-σιγά νά απολαμβάνει τής εμπιστοσύνης τού πρώην διώκτου του Μητροπολίτου, ο οποίος τόν διόρισε Αρχιερατικό Επίτροπο (1933-1937) καί πρότεινε στήν Σύνοδο τής Ιεραρχίας (1937) τήν εγγραφή του στόν κατάλογο τών πρός αρχιερατεία ως «επί μακράν σειράν ετών άριστον ιεροκήρυκα καί κατηχητήν, λίαν ωφελίμως ασκούντα τό λειτούργημα τού πνευματικού πατρός». Η πρόταση τού Μητροπολίτου δέν έγινε αποδεκτή από τήν Ιεραρχία Τό 1938 διορίστηκε Πρωτοσύγκελλος τής Μητροπόλεως Πατρών όπου παρέμεινε μέχρι τό διορισμό του ως Πρωτοσυγκέλλου τής Αρχιεπισκοπής Αθηνών από τόν Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο (1939), απ όπου παραιτήθηκε όταν ανέλαβε ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Δαμασκηνός (1941).
Μετά τήν επιστροφή του από τήν Αθήνα, ελεύθερος καί τών εφημεριακών καθηκόντων του αφοσιώθηκε οριστικά μέχρι τήν κοίμησή του (30 Ιουνίου 1964) στό λειτουργικό καί κατηχητικό του έργο μέ τό οποίο αναμόρφωσε πνευματικά τήν πόλη τών Πατρών.
Ο π. Γερβάσιος καί τό γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα.
Πολλές φορές ακούμε τή φράση «εκκλησιαστικό φρόνημα», τήν οποία ορισμένοι οριοθετούν αποκλειστικά καί μόνο είτε ως τυφλή καί αδιάκριτη συμμόρφωση στίς επιταγές θεσμικών εκκλησιαστικών οργάνων είτε ως συνεχείς επαίνους μέχρι κολακείας πρός τούς τά πρώτα φέροντες. Θεωρούν ότι η μοναδική προϋπόθεση γιά τήν υποχρέωση υπακοής καί συμμόρφωσης είναι η σχετική εντολή νά προέρχεται από κάποιον θεσμικά-ιεραρχικά ανώτερο. Δέν εξετάζουν ούτε στό ελάχιστο ή μάλλον δέν ενδιαφέρονται κάν, άν η εντολή είναι σύμφωνη μέ ευαγγελικές, πατερικές ή ιεροκανονικές επιταγές, άν είναι σύμφωνη μέ τήν εκκλησιαστική μας παράδοση.
Επί πλέον δέ, οι ίδιοι τίς περισσότερες φορές δέν προβληματίζονται γιά τά κίνητρα τών επαίνων ή τής «υπακοής», άν δηλαδή προέρχονται από ελεύθερη καί εγκάρδια αποδοχή καί γνήσια ταπεινό πνεύμα, πού τότε είναι άκρως επαινετή καί αξιοζήλευτη ή άν τήν επιβάλλει η ανθρωπαρέσκεια, η υστεροβουλία, η συναλλαγή ή ακόμα χειρότερα ο φόβος, η δουλοπρέπεια καί στήν έσχατη κατάπτωση η εθελοδουλία[5]. Δέν τούς νοιάζει ακριβέστερα δέν θέλουν νά μάθουν τό πραγματικό εσωτερικό φρόνημα αλλά ευχαριστούνται απλά καί μόνο μέ τήν εξωτερική συμμόρφωση, τήν υποταγή καί τήν κολακεία ανεξάρτητα μέ τό ποιά είναι η εσωτερική πνευματική κατάσταση τού πιστού. Είναι προφανές ότι έτσι ικανοποιούνται αλλά καί συνάμα καλλιεργούνται διάφορες συμπλεγματικές καταστάσεις καί τό πιό θλιβερό παρατείνεται μία αρρωστημένη πνευματική σχέση πού δηλητηριάζει τήν εκκλησιαστική ζωή: αναπαράγονται αξιολύπητοι υπήκοοι καί όχι εν ελευθερία κληθέντες συνειδητοποιημένοι πιστοί (Γαλ. 5, 13). Ίσως κάποιος αντιτάξει ότι δέν μπορούμε νά γνωρίζουμε τά κίνητρα, διότι μόνο ο Θεός είναι ο «ετάζων καρδίας καί νεφρούς» (Ψαλμ. 7, 10).
Σωστό, αλλά, τί παράξενο! Όταν πρόκειται νά αναφερθούν σέ αυτόν πού δέν συμμορφώνεται στίς υποδείξεις ή τολμά νά ασκήσει τεκμηριωμένη κριτική τότε είναι απολύτως βέβαιοι γιά τo εμπαθές τών κινήτρων του! Τότε λησμονούν ότι ο «ετάζων καρδίας καί νεφρούς» είναι μόνο ο Θεός! Αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά καί διαλαλούν χωρίς τήν παραμικρή επιφύλαξη ότι όλα αυτά «τά κάνει από εγωισμό»[6] καί προπαντός «δέν έχει εκκλησιαστικό φρόνημα»!
Δυστυχώς ξεχνούν, ορθότερα δέν θέλουν νά θυμούνται, ότι στή ζωή τών Αγίων καί τών μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας μας εκτός από τήν φιλόθεη υπακοή έχουμε καί τήν «αγία ανυπακοή» διότι οι Άγιοί μας δέν θέλησαν ποτέ νά κάνουν «κακή υπακοή»[7]!
Μία τέτοια πατερική μορφή μέ γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα καί ήθος ήταν αναμφισβήτητα ο π. Γερβάσιος. Ο Γέροντας τών Πατρών ως γνήσιος αποστολικός άνδρας σεβόταν τήν εκκλησιαστική ιεραρχία καί τάξη, αλλά ποτέ δέν συμβιβάστηκε, ούτε θέλησε νά φανεί αρεστός ούτε φοβήθηκε νά θυσιάσει τήν άνεση, τήν ησυχία, τό έργο, τήν εξέλιξή του σέ βάρος τής εκκλησιαστικής ζωής. Έθεσε πάνω από όλα τόν Χριστό καί τήν αλήθειά του. Προτεραιότητά του ήταν η διακονία τού λαού τού Θεού. Στά αυτιά του ηχούσε η φωνή τού Θεού στόν προφήτη Ιεζεκιήλ «Υιέ ανθρώπου, σκοπόν τέθεικά σε τώ οίκω Ισραήλ καί τώ οίκω Ιούδα ει μή διαστείλη, μηδέ λαλήσης αποθανείται ο άνομος εν τή ανομία αυτού καί τό αίμα αυτού εκ τής χειρός σου εκζητήσω» (Ιεζ. 3, 15).
Ο Γέροντας αποστολικού ζήλου πεπληρωμένος στή διακονία τού κηρύγματος καί αποστολικού φρονήματος καί ήθους κεκοσμημένος ως αυστηρός μιμητής τών Αποστόλων έργοις καί λόγοις, αξιώθηκε νά βρεθεί σέ παρόμοιες συνθήκες μέ αυτές πού βρέθηκαν οι Απόστολοι: κατηγορούμενοι επειδή κήρυτταν στό λαό τό Ευαγγέλιο Ιησού Χριστού (Πραξ. 5, 17-41). Τότε, στίς αρχές τής εκκλησιαστικής ζωής, «ο αρχιερέας καί οι σύν αυτώ» παρατρεχάμενοι οδήγησαν τούς Αποστόλους υπόδικους γιά παρακοή πρός τή θρησκευτική εξουσία ενώπιον τού «Συνεδρίου καί πάσης τής γερουσίας τών υιών Ισραήλ» (δηλαδή τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας τού αρχαίου Ισραήλ, θά λέγαμε μέ τή δική μας ορολογία!). Τό Συνέδριο τούς ζήτησε νά συμμορφωθούν μέ τήν απαγόρευση καί ο Πρωτοκορυφαίος εκ μέρους τών λοιπών Αποστόλων απάντησε μέ τό περίφημο «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις»! Γιά τούς Αποστόλους τό γεγονός ότι οι Αρχιερείς καί τά λοιπά μέλη τού Συνεδρίου είχαν τήν θεσμικά καθορισθείσα από τό θείο Νόμο τής Π.Δ., υπερέχουσα θέση δέν τούς καθιστούσε καί αυτόματα φορείς τής αληθείας τού Θεού, όταν, μάλιστα, οι απόψεις καί οι ενέργειές τους προδήλως δέν ήταν σύμφωνες μέ τό θείο θέλημα.
Σέ αυτή τήν περίπτωση, διακήρυξαν οι Απόστολοι, ο άνθρωπος τού Θεού δέν οφείλει καμία υπακοή σέ «εντάλματα ανθρώπων» (Μάρκ. 7, 7) αλλά υποχρεούται σέ συμμόρφωση μέ τό νόμο τού Θεού. Ασφαλώς οι Απόστολοι υπέστησαν τίς συνέπειες τής επιλογής τους: Οι αρχιερείς «προσκαλεσάμενοι τούς αποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μή λαλείν επί τώ ονόματι τού Ιησού». Αλλά τί θαυμαστό! οι Απόστολοι «επορεύοντο χαίροντες από προσώπου τού συνεδρίου, ότι υπέρ τού ονόματος αυτού κατηξιώθησαν ατιμασθήναι»! Οι Απόστολοι δέν προτίμησαν τήν ασφάλεια καί τήν ησυχία τους εις βάρος τής ελευθερίας νά κηρύττουν τήν εμπειρία τους.
Αλήθεια, όποιος διαβάζει τή σχετική περικοπή τών Πράξεων δέν διακρίνει, τηρουμένων τών αναλογιών, παρόμοιες συνθήκες μέ αυτές τής περιπέτειας τού π. Γερβασίου;
Ο π. Γερβάσιος, όπως καί οι Απόστολοι, δέν ήταν κόλακας τών εν υπεροχή, δέν ήταν από τούς ανθρώπους πού «τό στόμα αυτών λαλεί υπέρογκα, θαυμάζοντες πρόσωπα ωφελείας χάριν» (Ιουδ. 16). Επίσης, σεβόταν ιδιαιτέρως τό αρχιερατικό αξίωμα επειδή γνώριζε καί δέν τό ταύτιζε μέ τίς όποιες αδυναμίες καί εμπάθειες τού φορέως του. Γιά τόν π. Γερβάσιο η συμμόρφωση σέ εμπαθείς καί αντιευαγγελικές εντολές τού φορέα τού αρχιερατικού αξιώματος δέν επιτρέπεται νά χρεωθούν στό ίδιο τό αρχιερατικό αξίωμα. Αυτό σημαίνει ουσιαστικός σεβασμός στήν αρχιερωσύνη καί όχι η δουλική συμμόρφωση καί κολακεία σέ αντιευαγγελικές εντολές στό όνομα, δήθεν, τής αρχιερατικής τιμής. Αυτό αποτελεί σοβαρή προσβολή στήν αρχιερωσύνη καί εκ μέρους τού φορέα της πού απαιτεί τέτοια υπακοή αλλά καί εκ μέρους αυτού πού υπακούει ή κολακεύει λόγω φόβου ή ανθρωπαρέσκειας ή «ωφελείας χάριν» (Ιουδ. 16).
Γιά τόν Γέροντα τών Πατρών ανώτατη εξουσία στήν Εκκλησία είναι τό θέλημα τού Θεού όπως εκφράζεται στούς ιερούς Κανόνες καί στήν εκκλησιαστική παράδοση («τά ανέκαθεν κρατούντα εν τή Εκκλησία», όπως έγραψε) καί αμέσως μετά οι ποιμαντικές ανάγκες τού λαού τού Θεού. Σέ αυτό οφείλουμε τήν απόλυτη υπακοή όλα τά μέλη τής Εκκλησίας από τούς πατριάρχες μέχρι τόν τελευταίο πιστό.
Ο Μητροπολίτης Πατρών Αντώνιος στήν άρνηση τού π. Γερβασίου νά συμμορφωθεί μέ τήν αντιευαγγελική του εντολή έθεσε ένα ερώτημα στή συνέντευξή του: «Καί ερωτώ ήδη: Έχω ή δέν έχω τό δικαίωμα νά ρυθμίζω τά τής Εκκλησίας εις τήν περιφέρειάν μου όπως εγώ νομίζω καλύτερον; Διατί λοιπόν οι αντιφρονούντες εξανέστησαν; Πού ευρίσκουν ότι έπταισα;». Αξιοπρόσεκτη είναι η απάντηση τού π. Γερβασίου στό επισκοπικό ερώτημα: «Ο Σεβασμιώτατος έχει βεβαίως τό δικαίωμα νά κυβερνά καί διοική τήν επισκοπή του, αλλά συμφώνως πρός τούς ιερούς κανόνας καί τά ανέκαθεν κρατούντα εν τή Εκκλησία, διότι άν ο Σος είχεν απόλυτον δικαίωμα νά ρυθμίζη τά τής εκκλησίας του, όπως αυτός νομίζει καλύτερον -ως λέγει- τότε ερωτώ καί εγώ: Δύναται νά διατάξη τί τό οποίον δέν εξυπηρετεί τό ποίμνιό του; Ο Σεβασμιώτατος βεβαίως έχει τό δικαίωμα νά κανονίζη τάς ώρας τών ιερών ακολουθιών κατά τά καθιερωμένα, αλλ όχι τό απογευματινόν κήρυγμα, τού οποίου αι ανάγκαι ποικίλουν κατά τρόπον καί εργασίαν τών χριστιανών Δύναμαι εγώ νά αναλάβω τήν ευθύνην κατόπιν τής εντολής ταύτης τού θείου Παύλου νά κηρύττω μόνον μέχρι τής δύσεως τού ηλίου, μετά δέ τήν δύσιν νά ησυχάζω μέ τήν γνώμην ότι εξετέλεσα τό καθήκον μου; Συμπέρασμα ως πρός τό ζήτημα τούτον κατά τήν πίστιν τής Εκκλησίας μας έχομεν: Οι ναοί υπάρχουν διά τό θείον κήρυγμα. Θείου κηρύγματος μή υπάρχοντος ή ξένου πρός τήν εκκλησίαν χαρακτηριζομένου, η εκκλησία, ο ναός αποβαίνει γράμμα νεκρόν».
Γιά τόν π. Γερβάσιο ο επίσκοπος είναι ασφαλώς ο κυβερνήτης τής επισκοπής του, καί «έχει βεβαίως τό δικαίωμα νά κυβερνά καί διοική τήν επισκοπήν του, αλλά συμφώνως πρός τούς ιερούς κανόνας καί τά ανέκαθεν κρατούντα εν τή Εκκλησία»! Η θεσμική θέση πού αδιαμφισβήτητα έχει ο επίσκοπος, λειτουργεί υποχρεωτικά μέσα στά πλαίσια τής εκκλησιαστικής παράδοσης καί όχι έξω ή υπέρ άνω αυτής. Τότε όλα τά μέλη τής Εκκλησίας οφείλουν απόλυτη υπακοή στά κελεύσματά του, εν εναντία δέ περιπτώσει είναι υποχρεωμένα νά προτάξουν τήν «αγία ανυπακοή», νά ενεργήσουν μέ βάση τό αποστολικό «πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις», αναλαμβάνοντας, ασφαλώς, τίς συνέπειες.
Ποιός μπορεί νά μήν ομολογήσει τό γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα τού Γέροντος; Ποιός μπορεί νά μήν υποκληθεί μπροστά στήν αποστολική του παρρησία;
Πόσο επίκαιρα ακούγονται τά λόγια του ιδιαιτέρως σήμερα στήν εξόχως πειρασμική εποχή τής πανδημίας μέ τίς ανεπανόρθωτες, φοβάμαι, συνέπειες[8] στήν εκκλησιαστική ζωή στή χώρα μας; Γιά τόν π. Γερβάσιο δέ νοείται στήν Εκκλησία απροϋπόθετη εξουσία επί τού λαού αλλά θυσιαστική διακονία χάρη τού Λαού τού Θεού. Ο λαός δέν είναι τό αντικείμενο πάνω στό οποίο επιβάλλεται η εξουσία τού όποιου κληρικού (επισκόπου ή πρεσβυτέρου), αλλά είναι τό υποκείμενο πού θά καθορίσει τό πώς οι διάκονοί του (κληρικοί) θά πολιτεύονται, ώστε νά τόν διακονούν καλύτερα!
Ειλικρινά, δέν μπορώ νά φανταστώ τόν π. Γερβάσιο νά συμμορφώνεται μέ τήν κρατική εντολή απόλυτης απαγόρευσης τέλεσης Θ. Λειτουργίας (πέρσι τέτοιες μέρες, από 17.3.-11.4.20) ή στή συνέχεια, νά τελεί τή Θ. Λειτουργία μέ αμπαρωμένες τίς πόρτες τού Ναού καί μέ τό Λαό τού Θεού νά βρίσκει κλειστή τήν πόρτα τού σπιτιού τού Θεού! Αυτός πού αρνήθηκε νά συμμορφωθεί στήν αντιευαγγελική επισκοπική εντολή νά κλείσει τόν Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου μετά τή δύση τού ηλίου, δέν είναι δυνατόν νά συμμορφώνεται στήν κυβερνητική αυθαιρεσία καί νά έχει στή Θ. Λειτουργία κλειστές τίς πόρτες τού Ναού! Δέν μπορώ κάν νά φανταστώ τόν π. Γερβάσιο ως πατέρα νά απολαμβάνει πλούσιο Κυριακάτικο τραπέζι («Δεσποτικής καί αθανάτου τραπέζης») μέσα στό σπίτι («οίκο Θεού») μέ κάποιους λίγους κολλητούς του έχοντας κλείσει έξω από τό σπίτι τά υπόλοιπα, πολλά παιδιά του γιά τό καλό τους! Ποτέ ο π. Γερβάσιος δέν μετέτρεψε τήν θ. Λατρεία σέ εξυπηρέτηση τής θρησκευτικότητας τής παρεούλας του Καί μόνο πού τό διανοούμαι αισθάνομαι ότι τόν προσβάλλω
Συμπερασματικά, γιά τόν π. Γερβάσιο «εκκλησιαστικό φρόνημα» σημαίνει απόλυτη συμμόρφωση μέ τήν εκκλησιαστική παράδοση. Εκκλησιαστικό φρόνημα έχει τό κάθε μέλος τής Εκκλησίας πού παρά τίς αδυναμίες καί τά πάθη του αγωνίζεται νά τηρεί τό θέλημα τού Θεού όπως αυτό έχει αποκαλυφθεί μέσα στήν εκκλησιαστική ζωή καί εμπειρία.
Όταν τό κριτήριο τής ζωής καί τής πολιτείας τής Εκκλησιαστικής μας Ηγεσίας δέν είναι τό αυθαίρετο θέλημά της (βλ. τό τού Μητροπολίτου Αντωνίου «έχω τό δικαίωμα όπως εγώ νομίζω») αλλά η υπακοή στήν εκκλησιαστική εμπειρία καί παράδοση τότε δέν υπάρχει κίνδυνος νά εκπέσουμε σέ παπισμό.
Όταν τό κριτήριο τής ζωής καί τής πολιτείας τών απλών μελών τής Εκκλησίας δέν είναι τό αυθαίρετο θέλημα ενός εκάστου μέλους αλλά η υπακοή στήν εκκλησιαστική εμπειρία καί παράδοση τότε δέν υπάρχει κίνδυνος νά εκπέσουμε ούτε καί σέ προτεσταντισμό.
Τό αποστολικό «πείθεσθε τοίς ηγουμένοις υμών καί υπείκετε» (Εβρ. 13,17)[9] έχει ως στοιχειώδη προϋπόθεση ότι οι «ηγουμένοι» είναι φορείς καί εκφραστές τής εκκλησιαστικής συνειδήσεως καί εμπειρίας. Τότε στήν έκφραση τού εκκλησιαστικού λόγου καί στήν εκκλησιαστική πράξη υπάρχει ταύτιση τού θεσμικού καί τού χαρισματικού στοιχείου τής ζωής τής Εκκλησίας καί έτσι αυτή πορεύεται εν ειρήνη καί ομονοία. Όταν όμως εκδηλώνεται διάσταση θεσμού καί χαρίσματος στόν εκκλησιαστικό λόγο καί στήν πράξη τότε ο κάθε πιστός δέν έχει απλώς τό δικαίωμα αλλά τήν υποχρέωση νά ενεργοποιήσει καί νά αξιοποιήσει τό χάρισμά του καί νά ενεργεί ως ενώπιον τού Θεού αναλόγως τής θέσεως καί τών δυνατοτήτων του.
Έτσι έκαναν οι Άγιοι!
Έτσι έκανε ο π. Γερβάσιος!
Αυτό σημαίνει εκκλησιαστικό φρόνημα!
Ασφαλώς η στάση αυτή έχει ιδιαίτερα αυξημένο πνευματικό ρίσκο καί κινδύνους εκτροπής διότι ο πιστός σχοινοβατεί καί γι αυτό απαιτείται πολύ μεγάλη πνευματική προσπάθεια καί εγρήγορση νά μήν προσβληθεί ο πιστός από τούς εκ δεξιών πειρασμούς καί περιπέσει σέ πλάνη. Θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η ταπείνωση πού ελκύει τή Θ. Χάρη, η οποία θεραπεύει τίς ελλείψεις, τίς αδυναμίες καί τίς επί μέρους αστοχίες καί, τελικά, προφυλάσσει από πτώσεις.
Υπό αυτές τίς προϋποθέσεις, παρά τόν πρόσκαιρο κατατρεγμό καί ονειδισμό, πού σέ αυτές τίς περιπτώσεις είναι εξαιρετικά ωφέλιμος γιά τήν πνευματική μας πρόοδο, στό τέλος λάμπει η αλήθεια καί τό δίκαιο. Αυτό συμβαίνει πάντοτε μέ τούς Αγίους. Αυτό συνέβη πανηγυρικά καί μέ τόν Γέροντα τών Πατρών, τόν όσιο Γερβάσιο Παρασκευόπουλο.
Αυτού ταίς αγίαις πρεσβείαις, ο Θεός, ελέησον καί σώσον ημάς!
Καλή Σαρακοστή!
[1] Τό παρόν άρθρο αφιερούται στόν σεβαστό πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ομότιμο Καθηγητή Θεολογίας τού ΑΠΘ, ο οποίος ακολουθώντας τοίς ίχνεσι τών ομολογητών Αγίων βρίσκεται κατηγορούμενος λόγω τής πιστότητός του στήν Ορθόδοξη πίστη. Είναι θλιβερό όμως γιά τήν εκκλησιαστική δικαιοσύνη εν Ελλάδι (καί συνακόλουθα γιά σύνολη τήν τοπική μας Εκκλησία) τό μέν αρμόδιο Επισκοπικό Δικαστήριο νά κρίνει εαυτό αναρμόδιο νά τόν δικάσει καί νά παραπέμπει πρός κρίσιν τήν υπόθεση σέ Συνοδικό Δικαστήριο, εν τούτοις όμως νά παραμένει επί τετραετία η ανώτατη ποινή πού μπορεί νά θέσει ο επίσκοπος! Στήν κοσμική ποινική δικονομία ακόμα καί τά βαρύτερα τών εγκλημάτων έχουν ανώτατο όριο προφυλάκισης (ποινή πρίν από τή δίκη) τούς 18 μήνες Στήν Εκκλησία τής Ελλάδος έχει υπερβεί τούς 48 μήνες μέ άδηλο τό μέλλον
[2] Στοιχεία γιά τή σύνταξη τού παρόντος άρθρου αντλήσαμε από τήν εργασία τού αειμνήστου Παν. Αντ. Λόη, Αρχιμανδρίτης Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1878-1964), Ο άγνωστος Άγιος τών ημερών μας καί Φάρος τών Πατρών, τ. Α΄, Πάτραι 1998 (ιδιαιτέρως τό κεφάλαιο Η΄, σελ. 579-734). Δυστυχώς, η επανέκδοση τού έργου μέ τίτλο Ο Άγιος Γερβάσιος τών Πατρών, τ. Α΄ κεφ. Α-Ζ, Πάτρα 2005, δέν περιλαμβάνει τό Η΄ κεφάλαιο πού διαπραγματεύεται τό θέμα αυτό. Επισυνάπτουμε στό παρόν άρθρο ολόκληρο τό κεφάλαιο Η΄ (σ. 579-734) από τήν εξαντληθείσα πρώτη έκδοση τής εργασίας γιά λόγους σεβασμού στόν αείμνηστο συγγραφέα της καθώς καί παροχής δυνατότητας στούς αναγνώστες νά μελετήσουν αναλυτικά τήν ένδοξη αυτή σελίδα τής ζωής τού Αγίου Γέροντος, πού δικαίως τόν κατατάσσει μεταξύ τών αποστολικών ανδρών μέ γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα.
[3] Ι. Φουντούλη, «Ο πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος (1877-1964). Μύστης καί Μυσταγωγός», σέ: Αρχιμ. Γ. Χ. Παρασκευοπούλου, Ερμηνευτική Επιστασία επί τής Θείας Λειτουργίας, Πάτραι 20052, σ. 13-25.
[4] Μέ ιδιαίτερη συγκίνηση διαπίστωσα ότι τή διαμαρτυρία πρός τήν Ι. Σύνοδο συνυπογράφει η αείμνηστη ανάδοχός μου Ελένη Σ. Παπαναστασοπούλου καί η αδελφή της Ευρυδίκη. Αιωνία η μνήμη τους!
[5] Ενδιαφέρουσες απόψεις γιά τήν εθελοδουλία βλ. Μ. Κελαντωνάκη, Πώς οδηγούνται οι άνθρωποι στην εθελοδουλεία και γιατί παραμένουν σε αυτήν την κατάσταση; Hannah Arendt, Etienne de La Boetie και Baruch Spinoza, Αθήνα 2018, στο https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/file/lib/default/data/2 779210/theFile
[6] Ως λύση γιά τήν πάταξη τού εγωισμού στήν περίπτωση αυτή ορισμένοι προτείνουν τή σιωπή καί τήν άκριτη αποδοχή ακόμα καί αντιευαγγελικών πρακτικών. Όμως είναι γνωστό ότι καί τήν πιό ιερή καί πνευματική μας προσπάθεια ο αντίδικος θέλει νά τήν μολύνει καί νά τήν ακυρώσει. Ένας από τούς τρόπους είναι νά τή δηλητηριάσει μέ τίς πολλές καί ύπουλες εκφάνσεις τού εγωισμού. Άς μή ξεχνάμε τήν προσευχή τού Φαρισαίου! Ασφαλώς η λύση δέν είναι νά παραιτηθούμε τής ιερής καί πνευματικής μας προσπάθειας, διότι τότε κάνουμε τό χατίρι τού διαβόλου καί τών οργάνων του, αλλά νά έχουμε τήν πνευματική εγρήγορση ώστε νά μήν πέσουμε στήν παγίδα του. Η λύση γιά τή φαρισαϊκή συμπεριφορά τήν ώρα τής προσευχής δέν ήταν νά μήν προσεύχεται
[7] Εξαιρετική τεκμηρίωση περί τής κακής υπακοής καί τής αγίας ανυπακοής στή ζωή τών μεγάλων Πατέρων τής Εκκλησίας, βλ. πρωτ. Θεοδ. Ζήση, Κακή υπακοή καί αγία ανυπακοή, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2006.
[8] Στή συνείδηση τής κοινωνίας περιθωριοποιήθηκε εντελώς η Εκκλησία ως αναποτελεσματική καί ανίκανη νά προσφέρει τή μαρτυρία καί συνδρομή βάσει τής δικής της παράδοσης καί εμπειρίας. αξιοποιήθηκε, ή μάλλον κακοποιήθηκε, από τούς κρατούντες μόνο ως θεραπαινίς τών προβληματικών επιλογών καί μέτρων πού επέβαλαν στό λαό μέ αποκορύφωση (γιά τήν ώρα) τήν live εργαλειοποίηση τής αρχιερωσύνης γιά τήν προώθηση τoύ μαζικού εμβολιασμού… Νομιμοποιήθηκε η πολιτική εξουσία νά επεμβαίνει στόν εσώτατο πυρήνα τής εκκλησιαστικής ζωής καί αναγνωρίστηκε στήν αστυνομία τό δικαίωμα νά αποκλείει τούς Ι. Ναούς. Διχάστηκε ο πιστός λαός. κλονίστηκε η εμπιστοσύνη του πρός τήν Ιεραρχία καί τούς ιερείς. Ιερείς προπηλακίστηκαν λεκτικά, κατηγορήθηκαν καί καταδικάστηκαν από τήν προϊσταμένη τους Αρχή ή τήν κρατική καί παρακρατική καταστολή (αστυνομία καί δημοσιογραφία) χωρίς τήν στοιχειώδη συμπαράσταση από τήν Ιεραρχία. Αλλοιώθηκε τό λειτουργικό ήθος τού λαού μέ τήν καθιέρωση Θ. Λειτουργίας χωρίς πιστούς καί τή φορτική πρόσκληση όχι σέ συμμετοχή αλλά σέ τηλε-λατρεία. καθιερώθηκαν απογευματινές Θ. Λειτουργίες. προσεβλήθη η Θ. Κοινωνία (πρόσκληση σέ take away άνευ συμμετοχής στή Θ. Λειτουργία, ατομικά κουταλάκια, απολύμανση ι. Λαβίδος κλπ). αποϊεροποιήθηκε ο Ναός (απαγόρευση προσκύνησης εικόνων, αντίδωρο σέ σακουλάκια, μάσκες). Παγιώθηκε πλέον η πεποίθηση μέ τήν εντελώς αδικαιολόγητη σύμπραξη εκκλησιαστικών παραγόντων ότι ο χώρος τού ναού είναι εστία υπερμολύνσεως καί συνεπώς επιβάλλεται η αποχή από τή θ. Λατρεία γιά τό καλό μας! Ως εν συνελόντι ειπείν, εκπροτεσταντίστηκε η εκκλησιαστική ζωή μέ τήν απώθηση τής εκκλησιαστικής μας παράδοσης καί εμπειρίας στήν αντιμετώπιση τής κρίσης καί μέ τή μεταφορά τού κεντρικού άξονά της από τήν συμμετοχή στήν κοινή λατρεία στήν ατομική σχέση μέ τό Θεό (ατομική λατρεία, τηλε-λατρεία, Θ. Κοινωνία-take away)! Καί όλα αυτά μέ τήν ανοχή καί τήν σύμπραξη τής εκκλησιαστικής μας Ηγεσίας. Ο Θεός νά μάς ελεήσει
[9] Δ. Τσελεγγίδης, «Πείθεσθε τοίς ηγουμένοις», στό https://www.impantokratoros.gr/tselegidis-poithesthetois -hgoumenois.el.aspx