ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Με την ευκαιρία που μας δίνει η ανταλλαγή απόψεων και θέσεων εν σχέσει με την αναθεώρηση του Συντάγματος, έχω τη γνώμη ότι σε κάθε διάλογο, σχετικό με τις σχέσεις Ορθόδοξης Εκκλησίας και Κράτους, πρέπει να συντρέχουν οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
1) η συναίνεση πάνω σε ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας, ώστε να αποφευχθούν παρεξηγήσεις από την χρήση αόριστων όρων, που για κάθε πλευρά θα έχουν διαφορετικό νόημα. Διαφορετικά η συζήτηση φοβάμαι ότι θα εξελιχθεί απλώς σε ανταλλαγή συνθημάτων.
2) η πρόταση εισαγωγής στο Σύνταγμα του «θρησκευτικά ουδέτερου κράτους» πρέπει να διευκρινισθεί πριν την έναρξη οποιασδήποτε σχετικής διαβούλευσης. Πρόκειται για έναν διεθνή νομικό όρο, που από μόνος του δεν λέει περισσότερα από τον εξίσου ασαφή όρο «χωρισμός Κράτους – Εκκλησίας». Το περιεχόμενο της «θρησκευτικής ουδετερότητας» δεν έχει μονοσήμαντο νόημα διατοπικά, με αποτέλεσμα κράτη, που διακηρύσσουν στην νομοθεσία τους ότι είναι «θρησκευτικώς ουδέτερα», να παρουσιάζουν έντονες διαφορές στην μεταχείριση των θρησκευτικών κοινοτήτων. Υπάρχουν δηλαδή διεθνώς πολλές εκδοχές της θρησκευτικής ουδετερότητας.
3) Σε συνέχεια των ανωτέρω: θρησκευτικά ουδέτερο κράτος, με την έννοια του «κοσμικού κράτους», είναι οι ΗΠΑ με βάση την 1η Τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, με την έννοια ότι δεν υπάρχει «κρατική εκκλησία», αλλά ο εκάστοτε Πρόεδρος ορκίζεται επί της Αγίας Γραφής, χωρίς αυτό να θεωρείται ασυνέπεια προς τον κοσμικό και θρησκευτικά ουδέτερο χαρακτήρα του Κράτους. Θρησκευτικά ουδέτερο κράτος με την έννοια του αυστηρά «λαϊκού κράτους» εισήγαγε και το Αλβανικό Σύνταγμα, το μοναδικό στον κόσμο, που προέβλεπε ότι το κράτος είναι αθεϊστικό. Θρησκευτικά ουδέτερο κράτος με την έννοια της «ευμενούς ουδετερότητας» απέναντι στα θρησκεύματα, αποτελεί και η Γερμανία βάσει σχετικού άρθρου του Συντάγματος της Βαϊμάρης, που διατηρείται εν ισχύι με την έννοια ότι δεν αναγνωρίζει καμία «επίσημη ή κρατική εκκλησία», ωστόσο αυτό δεν την εμποδίζει να επιχορηγεί, και μάλιστα πέραν του λεγομένου «εκκλησιαστικού φόρου» (Kirchensteuer), την Ευαγγελική και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ετησίως με 420-480 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση για την ακίνητη περιουσία, που τους αφαίρεσε πριν από εκατοντάδες χρόνια. Επίσης η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας, που ισχύει βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν εμπόδισε μέχρι σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο να είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, παρότι αρχηγός της Αγγλικανικής Εκκλησίας είναι η Βασίλισσα της Αγγλίας. Επισημαίνω το παράδειγμα για να καταδείξω ότι η θρησκευτική ουδετερότητα δεν έχει παντού το περιεχόμενο που νομίζουμε.
4) Εάν πάλι η Κυβέρνηση επιθυμεί να εισαχθεί ο όρος της «θρησκευτικής ουδετερότητας», όπως την εννοεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δηλαδή ότι απαγορεύεται σε όλα τα κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης η παρέμβασή τους στις εσωτερικές υποθέσεις των θρησκευτικών κοινοτήτων και η αμεροληψία τους προς τους πολίτες ασχέτως θρησκευτικών φρονημάτων, τότε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν κομίζει κάτι το ανατρεπτικό ή κάτι το νέο. Η ελληνική νομοθεσία έχει, ευτυχώς, εδώ και πολλές δεκαετίες ξεπεράσει αυτό το στάδιο εξέλιξης, όπου ο νόμος αναγνώριζε κεφαλή της Εκκλησίας τον Βασιλέα Όθωνα ή ο Βασιλέας επέλεγε τον Πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου – Αρχιεπίσκοπο Αθηνών από τρεις υποψηφίους, που του πρότεινε η Ιερά Σύνοδος. Ο όρος της «επικρατούσας θρησκείας» στο Ελληνικό Σύνταγμα, παρά τις παρανοήσεις που προκαλεί σε έναν μη νομικό, ερμηνεύεται από την πλειοψηφία του νομικού κόσμου ότι έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα. Αποτελεί ένα συνταγματικό τεκμήριο ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γεγονός που οφείλει να συνεκτιμά και να λαμβάνει υπ’ όψιν ο κοινοβουλευτικός νομοθέτης και η κρατική διοίκηση π.χ. κατά τη διαμόρφωση της ύλης του Μαθήματος των Θρησκευτικών. Εάν κάποιοι παρερμηνεύουν τον όρο της επικρατούσας θρησκείας, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξει το Σύνταγμα, αλλά ότι πρέπει να πάψουν οι παρερμηνείες του.
5) Είναι αναμφίβολο ότι για ορισμένες ιδεολογικές πλατφόρμες, όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στον κεντρώο και γενικότερο φιλοευρωπαϊκό χώρο, το «θρησκευτικά ουδέτερο» κράτος αποκλείει την πρόβλεψη κρατικής μισθοδοσίας των κληρικών οποιασδήποτε θρησκευτικής κοινότητας ή την ύπαρξη μαθήματος των Θρησκευτικών. Και παρότι δεν τέθηκε το θέμα στην ομιλία του Πρωθυπουργού χθες, θεωρώ αναμενόμενο ότι, έστω και στο πλαίσιο θελημένης ή αθέλητης παρεξήγησης, θα υπάρξει προσπάθεια σύνδεσης κρατικής ουδετερότητας και κρατικής μισθοδοσίας των κληρικών. Έργο της Εκκλησίας είναι η διαφώτιση του πολιτικού κόσμου ότι η μισθοδοσία του κλήρου δεν έχει σχέση με τον θρησκευτικά ουδέτερο ή μη χαρακτήρα του Κράτους. Ο Μακαριώτατος έχει δημοσιεύσει ήδη τρεις σύντομες μελέτες, όπου αναδημοσιεύονται ιστορικά τεκμήρια, για την προέλευση και την δικαιοπολιτική θεμελίωση της κρατικής μισθοδοσίας. Η κρατική μισθοδοσία δεν αποτελεί νομικά αδικαιολόγητο προνόμιο ή θεοκρατικό κατάλοιπο, αλλά έχει αποζημιωτική λειτουργία έναντι της σχεδόν ολοκληρωτικής αφαίρεσης της εκκλησιαστικής περιουσίας, που χωρίς αποζημίωση κατέχει και μέχρι σήμερα εκμεταλλεύεται το Ελληνικό Δημόσιο, όπως δηλαδή συνέβη και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που επιχορηγεί με χρηματικά ποσά, πέραν του «εκκλησιαστικού φόρου».
6) Οπωσδήποτε, θα πρέπει να αναστοχαστεί και ο πολιτικός κόσμος τις συνέπειες της απόλυτης ή σχετικής θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους, μερικές από τις οποίες θα ήταν ευπρόσδεκτες από την Εκκλησία ως πιο σύμφωνες με την θεολογία της, εφ’ όσον μιλάμε για αποχή του κράτους από εσωτερικά θρησκευτικά ζητήματα. Και η ορθόδοξη Εκκλησία είναι σύμφωνη με την κατοχύρωση ενός εποπτικού και λιγότερου παρεμβατικού Κράτους σε σχέση με τα εσωτερικά της ζητήματα. Είναι όμως π.χ. έτοιμη η Ελληνική Πολιτεία να πάψει να επιλέγει και να διορίζει βάσει νόμου τους Μουφτήδες της Δυτ. Θράκης ; Είναι έτοιμη να παραδώσει το Τέμενος, που πρόκειται να δημιουργήσει τον Ελαιώνα, στη διοίκηση και διαχείριση των μουσουλμανικών θρησκευτικών ενώσεων, αντί της κρατικής διοίκησής του, που προβλέπει τώρα ο νόμος Γιαννάκου του 2006 ; Είναι έτοιμη η Πολιτεία να αναθεωρήσει τις επίσημες αργίες του Κράτους που είναι μεγάλες θρησκευτικές εορτές ; Είναι έτοιμο το Κράτος να συζητήσει την απόδοση στην Εκκλησία σημαντικών θρησκευτικών μνημείων της, που σήμερα κατέχονται από το Δημόσιο ως «αρχαιολογικά μνημεία» ή να επιτρέψει στην Εκκλησία να ιδρύσει και να λειτουργεί χριστιανικά νεκροταφεία, αντί των δημοτικών κοιμητηρίων ;
7) Όπως, επίσης, έχω ξαναπεί, σε σχέση με την παρουσία θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσιους χώρους, τον θρησκευτικό όρκο για τους πολιτικούς άρχοντες και στα δικαστήρια, ή την επίκληση της Αγίας Τριάδος στο προοίμιο του Συντάγματος, πρόκειται για παρουσία στο δημόσιο χώρο με καθαρά ιστορικό και συμβολικό χαρακτήρα. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιοι συμβολισμοί ανάγονται στις Εθνοσυνελεύσεις της εποχής της Επανάστασης ως πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών της νέας Πολιτείας. Είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που ίσως υπερβαίνει και αυτές τις εξουσίες μιας αναθεωρητικής Βουλής, εάν η συζήτηση για την «Νέα Ελλάδα» μπορεί να ισοδυναμεί και με ένα ιδεολογικό και ιστορικό διαζύγιο από την ιστορική μορφή του «Ελληνικού Λαού», ο οποίος θεμελίωσε το σύγχρονο ελληνικό κράτος μέσα από επαναστατικές διαδικασίες απέναντι στην οθωμανική και αλλόθρησκη νομιμότητα της εποχής. Οι Έλληνες έχουμε και εμείς επαναστάτες – ιδρυτές του σύγχρονου κράτους μας, όπως οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι. Οι ιδρυτές – πατέρες του κράτους μας αποτελούσαν κυρίως υπόδουλους, ενίοτε και με τοπικές γλωσσικές διαφοροποιήσεις, αλλά με αδιαμφισβήτητο συνδετικό στοιχείο ότι ήταν πολιτικά καταπιεσμένοι, είχαν συνείδηση ιστορικής συνέχειας και ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί.
8) Η πολιτική θεολογία της ορθόδοξης Εκκλησίας φυσικά και δεν αξιώνει από την σύγχρονη Ελληνική Πολιτεία έναν συνταγματικό «αυγουστινισμό», να μου επιτραπεί η έκφραση, για να θυμηθούμε π.χ. το περίφημο άρθρο του Συντάγματος της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος : «Όσοι κάτοικοι της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν είναι Έλληνες». Ωστόσο, η ιστορική ισοπέδωση ή ο εθνικός μηδενισμός είναι εξίσου επικίνδυνη αγκύλωση με την Θεοκρατία ή την χουντικής έμπνευσης κακοποίηση του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Δεν πιστεύω ότι οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι έχουν την λαϊκή εντολή να αποκόψουν την ιδεολογία του Συντάγματός μας από το ιστορικό του παρελθόν και από αρχές και αξίες της Ελληνικής Επανάστασης. Θα ήταν ιστορικό λάθος για οποιαδήποτε πολιτική δύναμη ή συσχετισμό να επιβάλει αναδρομικά, και με την ευκαιρία της συνταγματικής αναθεώρησης, την ελιτίστικη άποψη ότι η σύγχρονη Ελληνική Πολιτεία προήλθε αποκλειστικά από αστούς Νεοέλληνες Διαφωτιστές με ευρωπαϊκή παιδεία και όχι και από ανθρώπους της υπαίθρου, φορείς ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, για τους οποίους το εκκλησιαστικό βίωμα και η χριστιανική παιδεία αποτελούσε συνήθως το μοναδικό τους μορφωτικό απόθεμα.