(Συνέχεια από την προηγούμενη εβδομάδα)
Μάθημα 9ον
Του Μητροπολίτου Γόρτυνος Ιερεμία
Αναφερόμενοι στο ακατανόητο του Θεού οι άγιοι Πατέρες καλούν τον Θεό «άρρητον», «ανεκδιήγητον», «απερίγραπτον»·1 και λέγουν ότι όλα τα ονόματα που αποδίδει η Αγία Γραφή στον Θεό, όπως το Γιαχβέ2 (ο Υπάρχων), το Ελωχίμ (πληθυντικός του Ελόαχ, ο Δυνατός), το Αδωναί (Κύριος), το Θεός, το Κύριος κ.α. δεν εκφράζουν καθόλου την ουσία Του, την φύση Του, αλλά «τα περί την φύσιν» ή σημαίνουν την αναφορά Του με τον κόσμο και τον άνθρωπο3 και είναι ονόματα μάλλον αρνητικά παρά θετικά.4
Εμείς οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να βρούμε ένα όνομα, που να ανταποκρίνεται στην ουσία του Θεού·5 έχουμε «ανωνυμία» του Θεού· αυτή δε η «ανωνυμία» είναι αιτία των πολλών ονομασιών που αποδίδουμε στον Θεό. Έτσι έχουμε «πολυωνυμία» του Θεού.6
Ανακεφαλαιώνουμε τα παραπάνω με τα όσα ωραία λέει σχετικώς ο Ανδρούτσος στην Δογματική του σ. 33-34: «Κατά την πίστιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο Θεός είνε ακατάληπτος και τω νω ημών αχώρητος· ούτω δε αδύνατον μεν να μορφώσωμεν πλήρη της ουσίας αυτού έννοιαν, αδύνατον δε να εξευρεθώσι κατηγορούμενα αποδιδόντα το πλήρωμα της θείας ουσίας, και ονόματα εκφράζοντα σύνολον το περιεχόμενον του υπερκοσμίου όντος. Η επιστημονική λοιπόν γνώσις του Θεού είνε αδύνατος, οι δε λόγοι προφανείς. Η επιστημονική γνώσις έχει ως αφετηρίαν τα κατ᾽ αίσθησιν όντα, και τούτων τας παραστάσεις επεξεργαζομένη δι᾽ αφαιρέσεως και αποχωρίσεως του τυχαίου μορφοί την έννοιαν αυτών, την αποδιδούσαν πιστώς και αντιστοίχως την ουσίαν αυτών, διερευνά δε και τας άλλας αυτών σχέσεις κατά τας κατηγορίας του ποσού, του ποιού, της ενεργείας και της αλληλεπιδράσεως, τας από του πεπερασμένου κόσμου απηρυσμένας και εν τω πεπερασμένω κόσμω ισχυούσας. Το κριτήριον άμα και ο γνώμων της επιστημονικής γνώσεως είνε η αυστηρά αυτής απόδειξις, ήτοι η κατοχύρωσις αυτής διά λόγων επιβαλλόντων αυτήν αναγκαστώς εις πάντα. Αλλά μην ο Θεός είνέ τι υπερκείμενον της κατ᾽ αίσθησιν αντιλήψεως και καθόλου της σφαίρας των πεπερασμένων όντων, εις ην ισχύουσιν αι ειρημέναι κατηγορίαι. Είνε φανερόν, ότι ο Θεός, ως υπεραισθητόν και άπειρον, δεν είνε υποκείμενον επιστημονικής γνώσεως· ούτε λοιπόν δύναται να αποδειχθή επιστημονικώς η ύπαρξις και η ουσία αυτού, ως αποδεικνύει τις τας μαθηματικάς, τας φυσικάς και τας ιστορικάς προτάσεις, ούτε να μορφωθή ορισμός αυτού τέλειος, ή αντίστοιχον όνομα, ούτε να διευκρινισθή η έννοια αυτού περιγραφικώς, ως διευκρινίζονται αι απλαί έννοιαι και τα γενικώτερα είδη, τα καθιστώντα ούτως εμφανές σύνολον το θετικόν αυτών περιεχόμενον. Άλλως δε εις την επιστημονικήν περί Θεού γνώσιν αντιβαίνει η έννοια της πίστεως, ης είνε υποκείμενον ο Θεός. Εάν η ύπαρξις και η ουσία του Θεού αποδεικνύονται δι᾽ επιστημονικής οδού, καθ᾽ ον λόγον τα μαθηματικά και αι λοιπαί αλήθειαι, είνε φανερόν, ότι η εις αυτήν πίστις, ην θεσπίζει η Εκκλησία, είνέ τι περιττόν καθ᾽ εαυτό, ή το πολύ παροδικόν, μόνον τοις αμορφώτοις ανθρώποις ιδιάζον. Ότι ο Θεός δεν δύναται δι᾽ επιστημονικής οδού να επιγνωσθή, εμφαίνει μεν η Γραφή, διαπτύσσουσι δε οι ιεροί Πατέρες και δη οι του δ´ και του ε´ αιώνος.
Η μεν Αγία Γραφή καλεί τον Θεόν αόρατον εν απροσίτω οικούντα φωτί (Α´ Ιωάν. 4,12. Α´ Τιμ. 6,16), την άμεσον της ουσίας αυτού γνώσιν παραπέμπουσα εις την πέραν του τάφου ζωήν, ένθα οψόμεθα αυτόν καθώς εστι (Α´ Ιωάν. 3,2)· σύνολος δε ο χορός των Πατέρων εκδέχεται τον Θεόν ακατάληπτον αποφαινόμενος περί αυτού ο,τι εν κεφαλαίω παρετήρησεν ο ιερός Δαμασκηνός ειπών: «άπειρον το θείον και ακατάληπτον· και τούτο μόνον αυτού καταληπτόν, η απειρία και ακαταληψία» (Εκδ. Ορθ. Πιστ. 1,4). Καθόσον δε το όνομα είνε η έκφρασις της εννοίας, έννοια δε αντίστοιχος της θείας ουσίας δεν υπάρχει, καλούσιν οι ιεροί Πατέρες τον Θεόν «ανώνυμον, πολυώνυμον και υπερώνυμον».7
Αλλά ενώ μερικοί αιρετικοί υποστήριξαν το υπερβολικό ότι ο Θεός είναι εντελώς καταληπτός από εμάς, άλλοι υποστήριξαν το ακριβώς αντίθετο. Έχουμε υπόψη τους Μαρκιωνίτες και άλλους παρόμοιους συγχρόνους τους αιρετικούς που δίδασκαν ότι ο Θεός είναι εντελώς άγνωστος8 σε μας· και στήριζαν αυτήν τους την πλάνη σ᾽ αυτά τα λόγια του Κυρίου: «Ο Σωτήρας δεν είπε καθόλου ότι είναι απόλυτα αδύνατο να γνωρίσουμε τον Θεό· είπε μόνο ότι δεν μπορεί κανείς να το πετύχει αυτό χωρίς την ρητή θέληση του Θεού, χωρίς να διδαχτεί απ᾽ Αυτόν, χωρίς την αποκάλυψή Του: Ουδέ τον Πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο Υιός και ω εάν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι. Αφού, λοιπόν, ο Θεός θέλησε να Τον γνωρίσουμε, και ο Υιός μας Τον αποκάλυψε, έχουμε ως προς αυτό τις απαραίτητες γνώσεις. Διαφορετικά θα ήταν μάταιη η έλευση του Υιού του Θεού κάτω στην γη. Θα φαινόταν ότι θα ερχόταν να μας έλεγε κατά κάποιον τρόπο: «Μη ζητάτε τον Θεό· γιατί δεν μπορείτε καθόλου να Τον γνωρίσετε, δεν μπορείτε να Τον βρήτε».10
Οι άγιοι Πατέρες, που ακολουθούν τον Ειρηναίο και ασχολήθηκαν με το να αποκρούσουν τον Ευνόμιο και τους οπαδούς του, λέγουν το ίδιο. Λέγοντας ότι η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη στον άνθρωπο δεν αμφισβήτησαν ποτέ την δυνατότητα της γνώσης του Θεού· αντίθετα, δίδαξαν ότι, αν και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Θεό στην ουσία Του, όμως μπορούμε να Τον γνωρίσουμε στα έργα του· στην δημιουργία Του και στην Πρόνοιά Του,11 στην ορατή φύση12 και στην συνείδησή μας13 και κυρίως στην υπερφυσική θεία αποκάλυψη·14 στις θείες ενέργειες· όλα τα κτίσματα είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής ενέργειας του Θεού (λέγοντες «θείες ενέργειες» νοούμε τον ίδιο τον Θεό στην δραστηριότητά Του και στην αυτοαποκάλυψή Του). Ακόμη λέγουν οι Πατέρες, ότι, αν και μεταξύ όλων των ονομάτων που αποδίδονται στον Θεό δεν υπάρχει ένα, που αυτό μόνο να εκφράζει την ουσία Του, όμως λαμβανόμενα όλα συνολικά ή θεωρούμενα καθένα χωριστά, μας δίνουν περί του Θεού μια επαρκή έννοια, τόσο οι αρνητικές, όσο και οι θετικές ονομασίες·15 τέλος, μπορούμε να πούμε ότι, αν μας είναι εντελώς αδύνατο να γνωρίσουμε τον Θεό, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, θα ήταν μάταιο, όπως μάταιη θα ήταν και η πίστη μας που θα έφερνε κατ᾽ ευθείαν στον αθεισμό.16 Η γνώση όμως που έχουμε τώρα για τον Θεό, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, οι υπερασπιστές της υγιούς ορθόδοξης διδασκαλίας, αυτή η γνώση, συγκριτικά με την γνώση που θα έχουμε στην μέλλουσα ζωή, στην Βασιλεία Του, είναι σαν την γνώση ενός μικρού παιδιού συγκρινόμενη με την γνώση ενός μεγάλου ανθρώπου· είναι μια γνώση ατελής, σκιώδης, γνώση με εικόνες και σύμβολα·17 μια γνώση που έχει την πίστη για θεμέλιο και για τέλος.18
Στούς αιρετικούς που ισχυρίζονταν ότι ο Θεός είναι εντελώς άγνωστος σε μας, πρέπει να προσθέσουμε και τον δυτικό Βαρλαάμ. Αυτός, πραγματικά, έλεγε, «Το θείον υπέρ επιστήμην τε εστι και νούν και δόξαν, αίσθησίν τε πάσαν και διάνοιαν και επαφήν και γνώσιν». «Αλλ᾽ όμως η Γραφή και η παράδοσις της Εκκλησίας αναφέρουν ότι είναι δυνατή, υπό ωρισμένας προϋποθέσεις και έστω μερικώς και ατελώς, η προσέγγισις, η γνώσις, ακόμη δε και η θεωρία ή θέα του Θεού και ότι υπήρξαν απόστολοι και άγιοι, οίτινες έφθασαν εις το ύψος της τελειότητος ταύτης κατά την παρούσαν ζωήν» (Φαράντος).19 Την πλάνη του Βαρλαάμ και των οπαδών του πολέμησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (βλ. παρακάτω).
Παραθέτουμε δυό πατερικές περικοπές σχετικές με το θέμα που μελετάμε. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει στην πρώτη παράγραφο του πρώτου κεφαλαίου του έργου του «Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως»: «Άρρητον ούν το θείον και ακατάληπτον. “Ουδείς γαρ επιγινώσκει τον Πατέρα ει μη ο Υιός, ουδέ τον Υιόν ει μη ο Πατήρ” (Ματθ. 11,27). Καί το Πνεύμα δε το Άγιον ούτως οίδε τα του Θεού, ως το πνεύμα του ανθρώπου οίδε τα εν αυτώ. (Α´ Κορ. 3,11). Μετά δε την πρώτην και μακαρίαν φύσιν ουδείς έγνω ποτέ τον Θεόν, ει μη ω αυτός απεκάλυψεν, ουκ ανθρώπων μόνον αλλ᾽ ουδέ των υπερκοσμίων δυνάμεων και αυτών φημι των Χερουβίμ και Σεραφίμ.
Ουκ αφήκε μέντοι ημάς ο Θεός εν παντελεί αγνωσία· πάσι γαρ η γνώσις του είναι Θεόν υπ᾽ αυτού φυσικώς εγκατέσπαρται. Καί αυτή δε η κτίσις και η ταύτης συνοχή τε και κυβέρνησις το μεγαλείον της θείας ανακηρύττει φύσεως. Καί διά νόμου δε και προφητών πρότερον, έπειτα δε και διά του μονογενούς αυτού Υιού, Κυρίου δε και Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, κατά το εφικτόν ημίν την εαυτού εφανέρωσε γνώσιν. (Σοφ. Σολ. 13,5). Πάντα τοίνυν τα παραδεδομένα ημίν διά τε νόμου και προφητών και αποστόλων και ευαγγελιστών δεχόμεθα και γινώσκομεν και σέβομεν ουδέν περαιτέρω τούτων επιζητούντες· αγαθός γαρ ων ο Θεός παντός αγαθού παρεκτικός εστιν ου φθόνω ουδέ πάθει τινί υποκείμενος· “Μακράν γαρ της θείας φύσεως φθόνος της γε απαθούς και μόνης αγαθής”. Ως ούν πάντα ειδώς και το συμφέρον εκάστω προμηθούμενος, όπερ συνέφερεν ημίν γνώναι απεκάλυψεν, όπερ δε ουκ εδυνάμεθα φέρειν, απεσιώπησε. Ταύτα ημείς στέρξωμεν και εν αυτοίς μείνωμεν μη μεταίροντες όρια αιώνια μηδέ υπερβαίνοντες την θείαν παράδοσιν» (Παροιμ. 22,28).
Πολύ αξιόλογα πάλι είναι αυτά τα με απλά φυσικά παραδείγματα λόγια του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, που δέχονται μεν το ακατάληπτο του Θεού, αναιρούν όμως και την αίρεση της παντελούς αγνωσίας του: «Αλλ᾽ ερείς τις· Ει ακατάληπτός εστιν η υπόστασις η θεία και τι συ περί τούτων διηγή; Άρα ούν επειδή πάντα τον ποταμόν εκπιείν αδυνατώ, μηδέ το συμφέρον εμαυτώ εμμέτρως λάβω;
Άρα επειδή πάντα τον ήλιον τη των ομμάτων καταστάσει χωρήσαι ου δύναμαι, μηδέ προς την εμαυτού χρείαν αύταρκες εμβλέψω; Ή και επειδή εις παράδεισον μέγαν εισελήλυθα και πάσαν την των ακροδρύων υπόστασιν φαγείν ου δύναμαι, βούλει με πεινώντα τελείως εξελθείν;» (Κατήχησις στ´ § Ε´ MPG 33,545).
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω ο Θεός είναι και άγνωστος αλλά και γνωστός και κρυμμένος κι όμως αποκαλυμμένος. Πως συμβαίνει αυτό; Η Ορθόδοξη παράδοση κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην ουσία, την φύση του Θεού ή την εσωτερική ύπαρξή Του και στις ενέργειές Του, τις λειτουργίες ή τις πράξεις της δύναμής Του.
Η ουσία του Θεού είναι ακατάληπτη· οι ενέργειές Του όμως είναι καταληπτές και δι᾽ αυτών γνωρίζουμε τον Θεό. Είναι πολύ ισχυρά τα λόγια αυτά του Μεγάλου Βασιλείου: «Ημείς εκ των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν… Αι γαρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν».20
Η διάκριση αυτή ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι αναγκαία· γιατί, αν δεν υπάρχει αυτή η διάκριση, πως θεούται ο άνθρωπος πετυχαίνοντας έτσι τον σκοπό του; Θεούται συμμετέχοντας στην ουσία του Θεού; Αυτό δεν είναι ποτέ δυνατόν. Πέφτουμε στην πλάνη του πανθεισμού, αν το πούμε αυτό. Ο άνθρωπος θεούται διά των ενεργειών του Θεού, διά των οποίων, όπως είπαμε, και γνωρίζουμε τον Θεό. Την διάκριση αυτή δεν μπόρεσαν να κάνουν διάφοροι αιρετικοί, παλαιότερα ο Ευνόμιος και αργότερα ο πολέμιος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, δυτικός Βαρλαάμ.
Ο μεν Ευνόμιος ταύτιζε την θεία ενέργεια με την θεία ουσία και έτσι έλεγε ότι μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει την θεία ουσία (βλ. υποσημείωση 5). Ο δε Βαρλαάμ δεν παραδεχόταν άκτιστες ενέργειες στον Θεό, τις δε διηγήσεις περί ενεργειών του Θεού στον κόσμο (θαύματα, θεογνωσίες, θεοπτίες) τις θεωρούσε αποκυήματα αρρωστημένης ή δαιμονιώδους φαντασίας ή σύμβολα που «γίνονται και απογίνονται» («γινόμενά τε και απογινόμενα), ήτοι που υπεμφαίνουν κάτι το παροδικό και τα ίδια είναι «ανυπόστατα», όπως έλεγε. Τέλος πάντων, κατά τον Βαρλαάμ, οι θεοπτίες της Αγίας Γραφής είναι φαινόμενα «κτιστά» και «φαινομενικά»· πραγματική θεοπτία δεν υπάρχει.21 Έτσι ο Βαρλαάμ, μη παραδεχόμενος άκτιστες ενέργειες στον Θεό, κήρυττε το άγνωστον του Θεού. Στην άποψη όμως του Βαρλαάμ, ότι ο Θεός στερείται φυσικών ενεργειών, αντιτείνει ο Παλαμάς ότι ο Βαρλαάμ μας εισάγει «Θεόν τινα ανενέργητον», που σημαίνει «Θεόν ανύπαρκτον». Αν δε «μηδεμίαν δύναμιν ή ενέργειαν φυσικήν» έχει ο Θεός, τότε πως αποκαλύπτεται Αυτό σε μας και πως εμείς γνωρίζουμε «ως έστι τις φύσις άκτιστος»;22
Παραθέτουμε εδώ μια ωραία περικοπή του καθητητού π. Ιωάννου Ρωμανίδου από σχετική μελέτη του περί του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με μια γλυκύτατη περικοπή λόγου του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου σχετική με το θέμα μας: «Ο Ορθόδοξος γνωρίζει ότι είδεν άκτιστον θείαν δόξαν και βασιλείαν, αλλ᾽ ουχί άκτιστον θείαν ουσίαν και εκ της εμπειρίας ταύτης γνωρίζει ότι διακρίνεται πραγματικώς αν και αδιαστάτως η θεία ενέργεια της θείας ουσίας και δέχεται ως μυστήριον την διάκρισιν και την χαρακτηρίζει ως ακατάληπτον. Ούτω βλέπομεν τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον να αφορμάται εκ της προσωπικής αυτού εμπειρίας της θεοπτίας, ίνα θεμελιώση εναντίον των Ευνομιανών την διάκρισιν μεταξύ της γνωστής εις την Αγίαν Τριάδα θείας ουσίας και της θείας μεγαλειότητος και μεγαλοπρεπείας της εις ημάς φθανούσης. «Τι τούτο έπαθον, ω φίλοι και μύσται και της αληθείας συνερασταί; Έτρεχον μεν, ως Θεόν καταληψόμενος και ούτως ανήλθον επί το όρος και την νεφέλην διέσχον, είσω γενόμενος από της ύλης και των υλικών και εις εμαυτόν, ως οίόν τε, συστραφείς. Επεί δε προσέβλεψα, μόλις είδον Θεού τα οπίσθια· και τούτο τη πέτρα σκεπασθείς, τω σαρκωθέντι δι᾽ ημάς Λόγω. Καί μικρόν διακύψας, ου την πρώτην τε και ακήρατον φύσιν και εαυτή, λέγω δη τη Τριάδι, γινωσκομένην και όση του πρώτου καταπετάσματος είσω μένει και υπό των χερουβίμ συγκαλύπτεται, αλλ᾽ όση τελευταία και εις ημάς φθάνουσα. Η δε εστιν, όσα εμέ γινώσκειν, η εν τοις κτίσμασι και τοις υπ᾽ αυτού προβεβλημένοις και διοικουμένοις μεγαλειότης ή, ως ο θείος Δαβίδ ονομάζει, μεγαλοπρέπεια. Ταύτα γαρ Θεού τα οπίσθια, όσα μετ᾽ εκείνον εκείνου γνωρίσματα…» (Θεολογικός Λόγος Β´, 3).23
Τέλος, λέγομε συμπερασματικά σχετικά με το θέμα που μελετάμε, της γνώσης του Θεού: Το θέμα έχει μια δίπλευρη αντιμετώπιση: Από την μια μεριά ο Θεός είναι άγνωστος και από την άλλη μεριά γνωστός· είναι άρρητος αλλά και ρητός. Αυτό προέρχεται από την «διπλόη» της Φύσης24 Του, που είναι αφ᾽ ενός μεν απόκρυφη, αφ᾽ ετέρου δε φανερή.
Ο Θεός είναι άγνωστος καθ᾽ Εαυτόν, κατά την ουσία Του, αλλά είναι γνωστός από τις ενέργειές Του. Είναι επιγραμματική αυτή η διατύπωση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, που έκανε σε διάλογό του με τον αντίπαλό του Νικηφόρο Γρηγορά: «Τού Θεού το μεν άγνωστόν εστι το δε γνωστόν, και το μεν άρρητον το δε ρητόν· άγνωστός εστιν ο Θεός εκ των κατ᾽ αυτόν, γνωστός δε εκ των περί αυτόν φυσικών ενεργειών».
Αυτή την «διπλόη» του Θεού την εκφράζουν πολύ ωραία αυτά τα δύο χωρία του Ευαγγελίου του Ιωάννου, που φαίνονται από πρώτη όψη σαν αντιφατικά: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» (1,18) και «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (14,9). Καί ο μακαριστός καθηγητής Χρήστου υπομνηματίζει ωραία: «Κανείς δεν βλέπει τον Θεό, αλλά βέβαια αυτός που βλέπει τον Χριστό, βλέπει και τον Θεό. Κανείς δεν μπορεί να συλλάβη την ουσία του Θεού, αλλά όποιος κατορθώσει να διεισδύσει στις θείες ενέργειες, όπως εκδηλώνονται στο έργο του ενανθρωπήσαντος Λόγου, βλέπει τον Θεό. Δεν είναι αντιφατικές οι εκφράσεις του Ιωάννη στα δύο αυτά χωρία· είναι απλώς δηλωτικές της διπλής όψεως της θείας φύσεως».25
Λόγω της «διπλόης» αυτής του Θεού, της ακαταληψίας Του δηλαδή από την μια μεριά και της προσέγγισής Του από την άλλη, ο άνθρωπος αισθάνεται αφ᾽ ενός μεν ιερό δέος και θαυμασμό προς τον Θεό, αφ᾽ ετέρου δε αγάπη και έλξη προς Αυτόν. Πραγματικά· όσο ο Θεός μένει ακατάληπτος, προκαλεί ιερό δέος· όσο κατανοείται και μας έλκει πλησίον Του, μας γεμίζει με αγάπη και γλυκύτητα. Αυτά τα δύο τα εκφράζει πολύ ωραία αυτός ο σύντομος λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: Η φύση του Θεού, λέει, έχει δύο όψεις «ίνα τω ληπτώ μεν έλκη, τω δε αλήπτω θαυμάζηται»!26
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. «Άρρητος» (Ιουστίνος, Απολογία πρώτη MPG 6,421, «ανώνυμος» (Μάξιμος, Λόγος Η´. MPG 91,772), «ακατονόμαστος» (Γρηγόριος Θεολ., Θεολογικός τέταρτος: «Το θείον ακατονόμαστον». ΒΕΠ 59,262,12), «ανονόμαστος» (Τατιανός, Προς Έλληνας, 4. MPG 6,813. Βλ. και Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον 3.4. MPG 6, 1023.4), «άφραστος» (Γρηγόριος Νύσσης, Κατά Ευνομίου Λόγος ΙΒ´), «ανέκφραστος» (Ευσέβιος, Ευαγγ. απόδειξις Δ´, 1. ΒΕΠ 27, 140.38), «inenarrabilis» (ανέκφραστος. Ειρηναίος Κατά Αιρέσεων IV, 20,6), «ineffabilis» (άφατος. Αυγουστίνος, εις Ψαλμόν 85 § 12) κ.α.
2. Περί της εννοίας του θείου αυτού ονόματος βλ. φυλλάδιό μας, Πρώτη επιστολή προς Χιλιαστάς, Άμφισσα Ιανουάρ. 1980. Βλ. και παρακάτω την υποσημείωση 3.
3. «Εν μεν ουδέν εστιν όνομα ο πάσαν εξαρκεί την του Θεού φύσιν περιλαβόν, ικανώς εξαγγείλαι» (Μέγας Βασίλειος, Κατά Ευνομίου λόγος Α´ ΒΕΠ 52, 170.37-38). – «Χρη τοίνυν έκαστος των επί Θεού λεγομένων ου, τι κατ᾽ ουσίαν εστί, σημαίνειν οίεσθαι, αλλ᾽ ή, τι ουκ έστι, δηλούν ή σχέσιν τινά προς τι των αντιδιαστελλομένων ή τι των παρεπομένων τη φύσει ή ενέργειαν» (Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής… 9. Περί των επί Θεού λεγομένων. Έκδοσις Πουρνάρα σ. 70). – Καί ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει για τα «ονόματα» του Θεού και μάλιστα για το «Ων»: «Όσον δ᾽ ούν εκ των ημίν εφικτών, ο μεν ων και ο Θεός, μάλλόν πως της ουσίας ονόματα· και τούτων μάλλον ο ων· ου μόνον ότι τω Μωϋσεί χρηματίζων επί του όρους και την κλήσιν απαιτούμενος, η τις ποτε είη, τούτο προσείπεν εαυτόν, “Ο ων απέσταλκέ με” τω λαώ κελεύσας ειπείν· αλλ᾽ ότι και κυριωτέραν ταύτην ευρίσκομεν. Η μεν γαρ του Θεού, καν από του θέειν ή αίθειν, ητυμολόγειται τοις περί ταύτα κομψοίς, διά το αεικίνητον και δαπανηρόν των μοχθηρών έξεων – και γαρ “πυρ καταναλίσκον” εντεύθεν λέγεται – αλλ᾽ ούν των προς τι λεγομένων εστι και ουκ έφετος· ώσπερ και η Κύριος φωνή, όνομα είναι Θεού και αυτή λεγομένη· “Εγώ γαρ, φησί, Κύριος ο Θεός σου· τούτό μου εστιν όνομα”· και “Κύριος όνομα αυτώ”. Ημείς δε φύσιν επιζητούμεν, η το είναι καθ᾽ εαυτό και ουκ άλλω συνδεδεμένον· το δε ον ίδιον όντως Θεού και όλον, μήτε τω προ αυτού, μήτε τω μετ᾽ αυτόν, ου γαρ ην ή έσται, περατούμενον ή περικοπτόμενον. Των δ᾽ άλλων προσηγοριών αι μεν της εξουσίας· εισί προφανώς, αι δε της οικονομίας και ταύτης διττής» (Θεολογικός τέταρτος, ΙΗ´. ΙΘ´. ΒΕΠ 59,262.26-263.1-2). – Γιά το «Ων» πάλι λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Δοκεί μεν ούν κυριώτερον πάντων των επί Θεού λεγομένων ονομάτων είναι το ων, καθώς αυτός χρηματίζων τω Μωσεί επί του όρους φησίν· “Είπον τοις υιοίς Ισραήλ· ο ων απέσταλκέ με”. Όλον γαρ εν εαυτώ συλλαβών έχει το είναι οίόν τι πέλαγος ουσίας άπειρον και αόριστον». Στην συνέχεια ο άγιος Πατέρας ετυμολογεί το όνομα «Θεός» ή από το «αίθειν» (δηλ. «καίειν», γιατί ο Θεός είναι «πυρ καταναλίσκον») ή από το «θεάσθαι», επειδή ο Θεός «αλάθητός εστι και πάντων επόπτης» (Έκδοσις ακριβής… 9. Έκδοσις Πουρνάρα σ. 70). – Βλ. και Διονυσίου Αρεοπαγίτου Περί θείων Ονομάτων κεφ. V. VI (MPG 3,593 εξ.)· Επιφανίου Κατά αιρέσεων 69 (MPG 42,201 εξ.)· Αμβροσίου Υπόμνημα στον ψαλμ. 43 και Ιερωνύμου Επιστολή 136.
4. Θεοφίλου Προς Αυτόλυκον 1,3-4 (MPG 6,1028-1029). Διονυσίου Αρεοπαγίτου Περί θείων ονομάτων κεφ. 1 § 5 (MPG 3,624 εξ.). Ιωάν. Δαμασκηνού Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως Α´ § 4. Καί ο ιερός Αυγουστίνος λέει: «Deus ineffabilis est; facilius dicimus quid non sit, quam quid sit» (Υπόμνημα στον Ψαλμ. 85 § 12).
5. «Όνομα γαρ τω αρρήτω Θεώ ουδείς έχει ειπείν· ει δε τις τολμήσειεν είναι λέγειν, μέμηνε την άσωτον μανίαν» (Ιουστίνος, Απολογία Α´, 11. ΒΕΠ 3,195. Βλ. και Β´ Απολ. 6,1. ΒΕΠ 3, 203 και Αριστείδου Απολογία 1. ΒΕΠ 3, 134.28 εξ.). Η ίδια ιδέα λέγεται και από τον Χρυσόστομο στην β´ ομιλία του στην προς Εβραίους επιστολή (MPG 63,19 εξ. «… Καί τι θαυμαστόν ει επί Θεού όπου γε ουδέ επί αγγέλου εύροι τις αν όνομα της ουσίας δηλωτικόν; Τάχα δε ουδέ επί ψυχής· ου γαρ μοι δοκεί τούτο το όνομα παραστατικόν είναι της ουσίας αυτής, αλλά του ψύχειν» στ. 23)· ομοίως λέει και ο ιερός Αυγουστίνος (στην ερμηνεία στον Ψαλμ. 35), Γρηγόριος ο Θεολόγος (Θεολογικός τέταρτος ΙΖ´ ΒΕΠ 59,12 εξ.). Ιδιαίτερα βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου Περί θείων ονομάτων 1,6. MPG 3,596: «Τούτο γούν ειδότες οι θεολόγοι και ως ανώνυμον αυτήν (την Θεότητα) υμνούσι και εκ παντός ονόματος. Ανώνυμον μεν ως όταν φασί την θεαρχίαν αυτήν εν μια των μυστικών της συμβολικής θεοφανείας οράσεων επιπλήξαι τω φήσαντι· Τι το όνομά σου; Kαι ώσπερ από πάσης αυτόν θεωνυμικής γνώσεως απάγουσαν φάναι το· και ίνατί ερωτάς το όνομά μου; Καί τούτ᾽ έστι θαυμαστόν. Ή ουχί τούτο όντως εστί θαυμαστόν όνομα το υπέρ παν όνομα, το ανώνυμον, το παντός υπεριδρυμένον ονόματος ονομαζομένου, είτε εν τω ονόματι τούτω, είτε εν τω μέλλοντι; Πολυώνυμον δε, ως όταν αύθις αυτήν εισάγωσι φάσκουσαν· Εγώ ειμι ο ων· η ζωή, το φως, ο Θεός, η αλήθεια, και όταν αυτοί των πάντων αίτιον οι θεόσοφοι πολυωνύμως εκ πάντων των αιτιατών υμνώσιν, ως αγαθόν, ως καλόν, ως σοφόν, ως αγαπητόν, ως Θεόν θεών, ως Κύριον κυρίων, ως Άγιον αγίων, ως αιώνιον, ως όντα, ως…». (Βλ. και κεφ. Ζ´ § 1 MPG 3, 865).
6. Βλ. Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον 1,3-4. Γρηγορίου Θεολόγου Ύμνος προς τον Θεόν, Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου. Λόγος XII.
7. Βλ. και Π. Τρεμπέλα Δογματική τομ. 1, σ. 150 εξ. Ι. Καρμίρη Σύνοψις της Δογματικής Διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας σ. 15.16 του ιδίου Πανεπιστημιακαί παραδόσεις Ορθοδόξου Δογματικής (σημειώσεις φοιτητών) σ. 102 εξ. Π. Χρήστου Το Μυστήριον του Θεού σ. 32 εξ. (κεφάλαιον 2 Η υπερβατικότης του Θεού) και Πρωτοπρ. Ι. Ρωμανίδου Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τομ. Α´ σ. 74 εξ.
8. Μεταξύ των ειδωλολατρών πολλοί πίστευαν περί του Θεού ότι είναι εντελώς άγνωστος. Γνωστό είναι το επεισόδιο μεταξύ του Ιέρωνος και του Σιμωνίδη. Ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρων ζήτησε από τον μεγάλο ποιητή να του πεί, «Τι είναι ο Θεός». Καί ο Σιμωνίδης ζήτησε μια μέρα διάστημα να σκεφτεί στο ερώτημα· μετά την παρέλευση της μιάς ημέρας ζήτησε τρεις ημέρες καιρό και μετά την παρέλευση και αυτού του καιρού ζήτησε προθεσμία έξι ημερών· και αφού πέρασαν οι έξι μέρες ζήτησε νέα προθεσμία δώδεκα μερών· τέλος ο Σιμωνίδης απάντησε στον τύραννο: «Όσο περισσότερο σκέπτομαι το ερώτημά σου τόσο περισσότερο μου φαίνεται σκοτεινό» (Cicero, De natura deorum 1,22. Βλ. επίσης Πλάτωνος, Τίμαιος).
9. Ειρηναίου Κατά αιρέσεων 1,27.1. 3,24.2. 4,20.6.
10. Ειρηναίου Κατά αιρέσεων 4,6.4.
11. Βλ. τους δέκα λόγους του Θεοδωρήτου Περί Προνοίας, MPG 83,556-774.
12. «Ούτω διεκόσμησε την κτίσιν ο Θεός, ώστε και μη αμώμενον αυτόν τη φύσει, όμως εκ των έργων γιγνώσκεσθαι» (Αθανάσιος, Λόγος κατά Ελλήνων, MPG 25,4 εξ.). «Πάσιν η γνώσις του είναι Θεόν υπ᾽ αυτού φυσικώς εγκατέσπαρται και αυτή δε η κτίσις και η ταύτης συνοχή τε και κυβέρνησις το μεγαλείον της θείας ανακηρύττει φύσεως» (Κύριλλος Αλεξανδρ. Περί της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος, MPG 75,9 εξ.). Ούτως ο εκ Θεού λόγος και πάσι σύμφυτος και πρώτος εν ημίν νόμος και πάσι συνημμένος, επί Θεόν ημάς ανήγαγεν εκ των ορωμένων (Γρηγόριος Θεολόγος. Λόγος 28, κ. 16). Καί ο Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει «εκ των κτισμάτων» «και από των ορωμένων» ανάγεται ο άνθρωπος «εις τα αόρατα του Θεού» νοών «την θείαν δύναμιν και ενέργειαν εκ των ενεργημάτων» αυτών (Α´ 603. Γ´ 293). Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μάλιστα δεικνύει τας τρεις οδούς διά των οποίων θα φθάσουμε από τα δημιουργήματα στην γνώση του Θεού: «Εν τη πάντων αφαιρέσει και υπεροχή και εν τη πάντων αιτία» (Περί θείων ονομάτων VII), δηλαδή: Την «Via negationis», που συνίσταται στο να απορρίψουμε από τον Θεό όλες τις ατέλειες που παρατηρούμε στα δημιουργήματα· την «via causalitatis», κατά την οποία αποδίδουμε στον Θεό ως αιτία τις τελειότητες όλων των δημιουργημάτων και την «via eminentiae», κατά την οποία αποδίδουμε στον Θεότίς τελειότητες στον υπέρτατο βαθμό. Όμως η κτίση πλην από μερικούς υπαινιγμούς για την ύπαρξη του Θεού και για μερικές ιδιότητές Του δεν μπορεί να μας βοηθήσει περισσότερο στην σχέση μας με τον Θεό (βλ. Μ. Φαράντου, Η περί Θεού ορθόδοξος Διδασκαλία σ. 511 εξ.).
13. «Είς μεν θεογνωσίας τρόπος ο διά της κτίσεως απάσης, έτερος δε ουκ ελάττων ο του συνειδότος» (Χρυσόστομος, Περί Άννης ομιλία Α´. Εις Άπαντα… 31, 703Β σ. 112).
14. Αθανάσιος, Κατά Ελλήνων, 25,4 εξ. κ.α.
15. Ο Μ. Βασίλειος αφού είπε ότι «Εν μεν ουδέν εστιν όνομα ο πάσαν εξαρκεί την του Θεού φύσιν περιλαβόν» λέει στην συνέχεια: «Πλείω δε και ποικίλα κατ᾽ ιδίαν έκαστον σημασίαν, αμυδράν μεν παντελώς και μικροτάτην, ως προς το όλον, ημίν γε μην εξαρκούσαν την έννοιαν συναθροίζειν. Εν τοίνυν τοις περί Θεού λεγομένοις ονόμασι, τα μεν, των προσόντων τω Θεώ δηλωτικά εστι· τα δε, το εναντίον, των μη προσόντων. Εκ δύο γαρ τούτων, οιονεί χαρακτήρ τις ημίν, εγγίνεται του Θεού, εκ τε της των απεμφαινόντων αρνήσεως, και εκ της των υπαρχόντων ομολογίας» (Ανατρεπτικός απολογητικού Ευνομίου Α´. ΕΠΕ 10,74.14 εξ.). Η ίδια ιδέα εκφράζεται από τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη (Περί θείων ονομάτων κεφ. 4), τον Θεοδώρητο (Λόγος Β´ Περί αρχών) και τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό (Έκδοσις ακριβής… Α´, 9).
16. «…Πολύ προ τούτων η υπέρ ταύτα και εξ ης ταύτα φύσις άληπτός τε και απερίληπτος· λέγω δε, ουχ ότι έστιν, αλλ᾽ ήτις εστίν. Ου γαρ κενόν ο δογματίζομεν· μη πάλιν την ευγνωμοσύνην ημών αθείας λάβης αρχήν και συκοφαντίας και κατεπαρθής ως ομολογούντων την άγνοιαν» (Γρηγορίου Θεολ. Θεολογικός δεύτερος, Ε´ ΒΕΠ 59,221.28-35).
17. Βλ. Χρυσοστόμου Περί ακαταλήπτου Α´, MPG 48,702 εξ. Παραθέτουμε μία ωραία περικοπή: «Καί σκόπει μοι την του Παύλου σύνεσιν· ου γαρ είπε, μέρος γινώσκομεν, αλλ᾽ Εκ μέρους γινώσκομεν, δηλών ότι του μέρους μέρος κατέχομεν. Τάχα επιθυμείτε ακούσαι, και πόσον μέρος κατέχομεν, και πόσον απολέλειπται, και πότερον το πλέον ή το έλαττον κατέχομεν. Ουκούν ίνα μάθης ότι το έλαττον κατέχεις, και ουχ απλώς το έλαττον, αλλ᾽ ως αν είποι τις το εκατοστόν ή το μυριοστόν, άκουσον των εξής· μάλλον δε πριν ή την αποστολικήν υμίν αναγνώναι φωνήν, υπόδειγμα ερώ δυνάμενον υμίν παραστήσαι, ως εξ υποδείγματος δυνατόν, πόσον υπολέλειπται, και πόσον εστίν ο κατέχομεν νυν. Πόσον τοίνυν εστί το μέσον της μελλούσης ημίν δοθήσεσθαι γνώσεως και της παρούσης νυν; Όσον ανδρός τελείου προς παίδα θηλάζοντα το μέσον· τοσαύτη γαρ της μελλούσης γνώσεως προς την παρούσαν η υπεροχή. Καί ότι τούτό εστιν αληθές, και τοσούτον εκείνη ταύτης μείζων εστίν, αυτός λεγέτω πάλιν ο Παύλος. Ειπών γαρ, Εκ μέρους γινώσκομεν, και βουλόμενος δείξαι εκ πόσου μέρους, και ότι το βραχύτατον νυν κατέχομεν, επήγαγεν· Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην· ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου· νηπίου μεν έξει την παρούσαν γνώσιν, ανδρός δε τελείου την γνώσιν την μέλλουσαν παραβάλλων. Καί ουκ είπεν, ότε ήμην παίς· παίς γαρ και ο δωδεκαετής λέγεται· αλλ᾽ Ότε ήμην νήπιος, τον υπομάζιον και έτι γαλακτοτροφούμενον και θηλάζοντα ημίν εμφαίνων. Ότι γαρ η Γραφή τούτόν φησι νήπιον, άκουσον του ψαλμού λέγοντος· κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου εν πάση τη γη· ότι επήρθη η μεγαλοπρέπειά σου υπεράνω των ουρανών· εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω τον αίνον. Οράς ότι τον νήπιον πανταχού τον θηλάζοντα καλεί; Είτα τω πνεύματι προορών των μελλόντων ανδρών την αναισχυντίαν ουχί τω ενί παραδείγματι τούτω μόνον ηρκέσθη, αλλά και δευτέρω και τρίτω τούτο βέβαιον ημίν εποίησε. Καθάπερ γαρ ο Μωυσής προς Ιουδαίους αποστελλόμενος τριών σημείων ελάμβανεν απόδειξιν, ίνα, εάν απιστήσωσι τω προτέρω, της του δευτέρου φωνής ακούσωσι, αν δε και ταύτης καταφρονήσωσι, το τρίτον αισχυνθέντες καταδέξωνται τον προφήτην· ούτω και ούτος τρία τίθησιν υποδείγματα· εν μεν το του παιδίου, λέγων. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος εφρόνουν· δεύτερον το του εσόπτρου· και τρίτον το του αινίγματος. Ειπών γαρ, Ότε ήμην νήπιος, επήγαγε· Βλέπομεν νυν δι᾽ εσόπτρου εν αινίγματι. Ιδού γαρ δεύτερον υπόδειγμα της παρούσης ασθενείας, και του ατελή την γνώσιν είναι· τρίτον πάλιν το Εν αινίγματι.
Καί γαρ το παιδίον ορά μεν πολλά και ακούει και φθέγγεται, τρανόν δε ουδέν ούτε ορά, ούτε ακούει, ούτε φθέγγεται· και φρονεί μεν, ουδέν δε διηρθρωμένον. Ούτω και εγώ οίδα μεν πολλά, ουκ επίσταμαι δε αυτών τον τρόπον. Ότι μεν γαρ πανταχού έστιν ο Θεός οίδα, και ότι όλως έστι πανταχού οίδα· το δε πως ουκ οίδα· ότι άναρχός εστι και αγέννητος και αίδιος, οίδα· το δε πως ουκ οίδα· ου γαρ δέχεται λογισμός ειδέναι πως οίόν τε ουσίαν είναι, μήτε παρ᾽ εαυτής μήτε παρ᾽ ετέρου το είναι έχουσαν. Οίδα ότι εγέννησεν Υιόν, το δε πως αγνοώ· οίδα ότι το Πνεύμα εξ αυτού, το δε πως εξ αυτού ουκ επίσταμαι· βρώματα εσθίω, το δε πως μερίζονται εις φλέγμα, εις αίμα, εις χυμόν, εις χολήν, αγνοώ. Ταύτα άπερ βλέπομεν καθ᾽ εκάστην ημέραν εσθίοντες αγνοούμεν, και την ουσίαν του Θεού πολυπραγμονούμεν;
Πού τοίνυν εισίν οι το παν απειληφέναι της γνώσεως λέγοντες, οι προς το βάραθρον της αγνωσίας καταπεσόντες; Οι γαρ κατά το παρόν λέγοντες απειληφέναι το παν, εις το μέλλον ερήμους εαυτούς της παντελούς καθιστώσι γνώσεως. Εγώ μεν γαρ ο λέγων, ότι εκ μέρους γινώσκω, καν είπω, ότι καταργείται η γνώσις αύτη, προς το βέλτιον και τελειότερον οδεύω, καταργηθείσης της μερικής και γενομένης τελειοτέρας· εκείνος δε ο λέγων παντελή και ολόκληρον και τελείαν έχειν την γνώσιν, είτα ομολογών αυτήν καταργείσθαι εν τω μέλλοντι, έρημον εαυτόν αποφαίνει της γνώσεως, ταύτης μεν καταργουμένης, ετέρας δε τελειοτέρας ουκ επεισαγομένης· είπερ αύτη εστί κατ᾽ αυτούς η τελεία» (Εις Άπαντα… 1,446. D εξ.).
18. Βλ. Χρυσοστόμου Ομιλία ΙΑ´ εις Φιλιππησίους § 2 εξ. MPG 62,265 εξ. Κλημ. Αλεξ. Στρωματείς βιβλ. Ζ´ κεφ. 10. ΒΕΠ 8,270.33 εξ. Αθανασίου Επιστολή Α´ προς Σεραπίωνα κεφ. 20 MPG 26,577 (Είναι ωραίο αυτό που γράφεται στο κεφάλαιο αυτό: «Η Θεότης ουκ εν αποδείξει λόγων, ώσπερ είρηται, παραδίδοται, αλλ᾽ εν πίστει και ευσεβεί λογισμώ μετ᾽ ευλαβείας») Αυγουστίνου Επιστολή 120 προς Consentium.
19. Η περί Θεού Ορθόδοξος Διδασκαλία σ. 481.
20. Επιστολή 234, 1 ΒΕΠ 55,283. Βλ. Επισκόπου Καλλίστου Γουέαρ. Ο Ορθόδοξος Δρόμος (Εκδόσεις «Επτάλοφος») σ. 27 εξ. Π. Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, σ. 50 εξ.
21. Βλ. Μ. Φαράντου, Η περί Θεού Ορθόδοξος Διδασκαλία σ. 482 εξ. – π. Ι. Ρωμανίδη, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τομ. 1 σ. 120 εξ.
22. Βλ. Μ. Φαράντου, Η περί Θεού Ορθόδοξος διδασκαλία σ. 505 (όπου και οι παραπομπές των χωρίων).
23. Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τομ. 1, σ. 122-123.
24. Η λ. «φύση» για τον Θεό πρέπει να χρησιμοποιείται με επιφύλαξη, γιατί, όπως η αντίστοιχη λατινική λέξη «natura», έχει την έννοια της προέλευσης, της γέννησης, που δεν πρέπει να νοείται για τον άκτιστο Θεό. Χρησιμοποιείται όμως η λέξη στην θεολογία μας από την εποχή των Πατέρων (βλ. Παναγ. Χρήστου, Το Μυστήριο του Θεού, σ. 29.
25. Στο βιβλίο του Το Μυστήριο του Θεού σ. 31.
26. Λόγος 38,7. MPG 36,317C.