Στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Θρησκεία και Βία» που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη μίλησε σήμερα ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ.Παύλος.
Ο Σεβασμιώτατος τόνισε μεταξύ άλλων πως η Εκκλησία δεν έχει καμία σχέση με βία και προσέθεσε: «Έναν άπιστο, έναν άθεο δεν μπορώ να τον βρίσω στο όνομα του Χριστού».
Αναλυτικά η ομιλία του: «Η ματιά μου στο θέμα είναι η ματιά ενός Ορθοδόξου Χριστιανού και δη ιερωμένου. Μιά διευκρίνιση που ίσως βοηθήσει την σκέψη όλων. Δεν πιστεύω σε καμμιά θρησκεία, ακόμη και την χριστιανική. Δεν πιστεύω σε καμμιά ιδεολογία. Αγαπώ την ζωή και αυτό με οδήγησε στην Εκκλησία.
Το ερώτημα για το Θεό είναι ένα πανανθρώπινο ερώτημα. Η Θρησκεία είναι κάτι το ανθρώπινο, αλλά την ίδια στιγμή κάτι το πάρα πολύ σημαντικό και ασφαλώς καθόλου ευκαταφρόνητο. Το πλήθος των Θρησκειών επιβεβαιώνει μια μεγάλη αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος διαρκώς αναζητά τον Θεό, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτόν γιατί ο Θεός συνιστά δομικό στοιχείο της ύπαρξης του. Η θρησκευτική αναζήτηση έχει την ίδια ηλικία με το ανθρώπινο γένος. Η μαρτυρία του δικού μας ιστορικού Πλουτάρχου είναι πολύ χαρακτηριστική.
Η Εκκλησία δεν είναι κάτι ανθρώπινο, αλλά μια Θεανθρώπινη πραγματικότητα. Είναι πρόσκληση για κοινωνία του Προσωπικού Θεού στον άνθρωπο και κλήση για μετοχή και αλληλοπεριχώρηση. Το περιεχόμενο της κοινωνίας, η ουσία της κοινωνίας είναι η αγάπη. Ο Χριστός σχολιάζοντας την δήλωση του Πέτρου ότι «εσύ είσαι ο Υιός του Θεού του ζώντος» σημείωσε ότι επάνω σε αυτή την αλήθεια θα οικοδομήσει την Εκκλησία Του, όχι την θρησκεία του, και ότι ούτε οι πύλες του Άδη δεν θα καταλύσουν αυτήν. Ο Χριστός δεν μίλησε τυχαία, ούτε χρησιμοποίησε τυχαίες λέξεις.
Είναι πάρα πολύ εύκολο η θρησκεία από μία αναζήτηση του Θεού να μετατραπεί σε ιδεολογία, σε ταμπέλα, σε προσωπικό ανέξοδο βόλεμα, σ’ ένα κατεστημένο, οπότε κατ’ αρχήν παύει να είναι προσωπικό αγώνισμα. Γίνεται προμετωπίδα για άλλους στόχους. Τότε οι άλλοι γίνονται οι αντίπαλοι που πρέπει ίσως και να εξαφανιστούν. Η βία είναι το αποτέλεσμα και ο καρπός αύτής της διαστρέβλωσης.
Αναμφισβήτητα και η Εκκλησία από δρόμος Θεώσεως μπορεί να μετατραπεί σε ιδεολογία και είναι απολύτως σωστό αυτό που έχει λεχθεί ότι η μεγαλύτερη αμαρτία των χριστιανών είναι η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας. Είναι εύκολο πράγμα να είσαι θρησκευτικός άνθρωπος, είναι πολύ δύσκολο να είσαι εκκλησιαστικός άνθρωπος. Στην πρώτη περίπτωση αυτοδικαιώνεσαι και τον Θεό τον χρειάζεσαι για να πεί στους άλλους πόσο «καλός» είσαι εσύ. Δεν διστάζεις μάλιστα να κάνεις και την σύγκριση τη δική σου με τους άλλους για να δείξεις πόσο πολύ υπερέχεις εσύ. Πρόκειται για τον κλασσικό τύπο του Φαρισαίου της Παραβολής.
Τότε ξιφουλκείς εναντίον όσων δεν συμφωνούν με εσένα, απαιτείς από τους άλλους όταν εκφράζονται να χρησιμοποιούν μόνο τη δική σου γλώσσα και ορολογία. επιτηδεύεσαι ιδιαίτερα να τοποθετείς «ταμπέλες» στους άλλους, είσαι τελικά βασικός εκφραστής μιάς λεκτικής κατ’ αρχήν βίας που δεν απέχει πολύ από το να αποκτήσει και άλλες εκφράσεις. Υποτιθέμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί και δήθεν αγωνιστές επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο στην άσκηση μιάς τέτοιας συμπεριφοράς κατά παντός διαφωνούντος και δεν δίστασαν να αμφισβητήσουν την ορθότητα της εκκλησιαστικής τους στάσεως ακόμη και από μορφές όπως ο άγιος Πορφύριος και ο μακαριστός Γέρων Ιάκωβος για να μιλήσω μόνο για περιπτώσεις που τις γνωρίζω καλά. Από την άλλη πλευρά στις ευλογημένες αυτές μορφές της Εκκλησίας ποτέ δεν είδαμε συμπεριφορές, λόγους εκφράσεις και προ παντός μια αδίστακτη νοοτροπία που φθάνει μέχρι και την συκοφαντία.
Η αναζήτηση του Θεού ως δρόμος υπέβασης του θανάτου και θεώσεως του ανθρώπου είναι ένα προσωπικό αγώνισμα που κατ’αρχήν από την φύση του δεν μπορεί ποτέ να στραφεί εναντίον κανενός άλλου ανθρώπου, ασκείται μέσα στην ζωή της Εκκλησίας και αναπτύσσεται μέσα σε μια φιλική ή και εχθρική κοινωνία χωρίς να εξαναγκάζει κανέναν και που η αντίσταση είναι το μαρτύριο.
Δεν μπορεί λοιπόν σε καμμία περίπτωση η Εκκλησία να έχει σχέση με τη βία ή να ανέχεται τη βία σαν τρόπο διεκδίκησης ή αντιμετώπισης μεταξύ προσώπων ή υπεράσπισης της πίστεως του χριστιανού. Έναν άπιστο, έναν άθεο δεν μπορώ να τον βρίσω στο όνομα του Χριστού. Τον λυπάμαι σαν άνθρωπο και προσεύχομαι γι’αυτόν. Η αντίσταση των χριστιανών στους πολεμίους της πίστης τους, δεν ήταν ούτε η λεκτική ούτε η σωματική βία, αλλά το μαρτύριο.
Έχουμε δύο βασικά και πολύ καθαρά δεδομένα. Οι μάρτυρες δέχθηκαν το μαρτύριο, αλλά δεν άσκησαν καμμία βία απέναντι στους διώκτες όχι γιατί δεν μπορούσαν ίσως, αλλά γιατί μια τέτοια βία ακύρωνε τον δικό τους αγώνα για την θέωση. Ίσως ακόμη πρέπει να διερευνήσουμε μήπως η απαίτηση της υπακοής αποτελεί σε κάποιες περιπτώσεις μια μορφή βίας με στόχο την εξουσία απέναντι στον άλλο. Η υπακοή είναι πράξη ελευθερίας και δεν επιβάλλεται, αλλά επιλέγεται κατ’αρχήν και ασκείται μετ’επιμελείας από τον ελευθέρως υπακούοντα. Σήμερα στο όνομα της υπακοής συγκροτούμε ομάδες υποτακτικών όπου η υπακοή είναι υπερτέρα και αυτού του λόγου του Θεού και ευρισκόμαστε στο κατώφλι νέων δεινών αιρέσεων. Πρόκειται για ομαδοποιήσεις που επιτυγχάνονται μέσω μιάς βίας και εξουσιαστικής διαθέσεως την οποία βαπτίζουμε υπακοή.
Οι νέοι Άγιοι και αναφέρομαι μόνο σ’αυτούς γιατί τους γνωρίσαμε, την μόνη βία που άσκησαν ήταν μόνο στον εαυτό τους. Η ηρεμία τους ως καρπός κοινωνίας με τον Θεό απέκλειε την βία. Οι άγιοι δεν έβρισαν ούτε τους άθεους, ούτε τους ολιγόπιστους, ούτε τους αμαρτωλούς, ούτε καν τους διώκτες τους. Δεν υπερασπίσθηκαν τον Θεό και την αγάπη τους προς Αυτόν διώκοντας τους απίστους.
Τη βία τη γεννάει η ανασφάλεια, ο φανατισμός, που σημαίνει αρρωστημένη πίστη. Η αληθινή πίστη ελευθερώνει το πρόσωπο και γι’ αυτό μπορεί να σέβεται και το πρόσωπο του άλλου.
Η βία επί της ουσίας είναι ταυτισμένη με την αθεΐα γιατί υπερασπίζεται τον θεοποιημένο εγωισμό του ανθρώπου κάτω από το ένδυμα της οποιασδήποτε ιδεοληψίας. Η βία στο όνομα της θρησκείας είναι επίσης καρπός ανασφάλειας και ψευδούς σχέσης, απουσία αληθινής εμπιστοσύνης στον Θεό.
Ο Χριστός μας έδειξε ότι ο αληθινός Θεός δεν ζητά οπαδούς, αλλά φίλους και οικείους προς μετοχήν και κοινωνίαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Άγιος Πορφύριος και ο Άγιος Λουκάς ο ιατρός επετίμησαν με αυστηρότητα όσους περιφρονούσαν την πίστη άλλων. Μπορώ να καταλάβω την βία που ασκούν άλλες θρησκείες, ΔΕΝ θα καταλάβω όμως ποτέ την βία λεκτική ή αποιαδήποτε άλλη των χριστιανών και δη των Ορθοδόξων.
Ο Απόστολος Ιάκωβος ο αδελφόθεος δίνει ένα ορισμό της Θρησκείας λέγοντας: «Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και Πατρί αύτη εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου». Είναι σημαντικό ότι ο άγιος Ιάκωβος δίνει αυτόν τον ορισμό για να εξηγήσει πόσο άχρηστη και χωρίς περιεχόμενο και πόσο κάλπικη είναι η θρησκεία εκείνου που νομίζει ότι θρησκεύει, αλλά δεν είναι ικανός να συγκρατήσει τη γλώσσα του. Ασφαλώς ισχύει και για όποιον με ασυγκράτητη γλώσσα νομίζει ότι υπερασπίζεται την πίστη του ή τον Θεό του. Από την άλλη το περιεχόμενο της αληθινής θρησκευτικότητας, της αληθινής σχέσης με τον Θεό είναι η άσκηση της αγάπης και η ταπεινή διακονία του άλλου, εφόσον σύμφωνα με την πατερική διατύπωση «είδες τον αδελφό σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου». Η αληθινή θρησκευτικότητα ασκείται ως αγαπητική σχέση με τον προσωπικό Θεό και στο πρόσωπο του συγκεκριμένου ανθρώπου που είναι εικόνα του ζώντος Θεού. Η αληθινή θρησκευτικότητα δεν είναι ιδεολογική πίστη, αλλά σχέση αληθινής εμπιστοσύνης. Η αληθινή εμπιστοσύνη στον προσωπικό Θεό δεν μπορεί να ασκείται ως τυφλή πίστη, ως φανατισμός και ως ιδεοληψία. Η αγάπη μου στο Θεό μεταμορφώνει τη δική μου τη ζωή, αλλά ο αληθινός Θεός ΔΕΝ έχει ανάγκη από την υπεράσπιση τη δική μου ή του οποιουδήποτε ανθρώπου και μάλιστα στο όνομα Του. Η απάντηση του Χριστού στον Πέτρο στον κήπο της Γεσθημανή δεν επιτρέπει την παραμικρή παρερμηνεία. Οι φονταμενταλιστές από όπου κι’αν προέρχονται δεν μπορούν να μιλούν στο όνομα του Θεού.
Σήμερα η θρησκευτική βία, η βία στο όνομα της θρησκείας, για την υπεράσπιση της καθαρότητας και αυθεντικότητάς της κάνει απειλητικά την εμφάνιση της και βρίσκεται στο κέντρο της δημόσιας ζωής σε όλο τον κόσμο. Στο όνομα του Θεού διαπράττονται τα χειρότερα, τα ειδεχθεστερα εγκλήματα σήμερα, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και δυνάμεις πολιτικές που χρησιμοποιούν τις θρησκείες για δικό τους στόχο και χρεώνοντάς τες με κάτι που δεν τους ανήκει και δη σε όλες. Κάποιοι βρήκαν την αφορμή για να κατηγορήσουν γενικά την θρησκεία ως πρόξενο βίας εκφράζοντας όμως την δική τους βία απέναντι στη θρησκεία. Υπάρχουν όμως μελετητές του φαινομένου που διατυπώνουν την άποψη ότι η εμφάνιση συστηματικών μορφών βίας οφείλεται στην έλευση του πολιτισμού και στην αλληλοεπίδραση μεταξύ κρατικής ιδεολογίας, πολιτικής και θρησκείας, ένα περίεργο και λίαν εύφλεκτο μείγμα. Το πρόβλημα λοιπόν είναι πιο σύνθετο απ’ ότι φαίνεται.
Τελικά η θρησκεία και η βία είναι δύο εκρηκτικές δυνάμεις που όταν ενωθούνε μεταξύ τους και εκδηλωθούν αρνητικά, δημιουργούν τρομακτικές καταστάσεις. Το χειρότερο δε, όπως είπαμε, είναι όταν οι δύο δυνάμεις αυτές κατευθύνονται από εξωγενείς δυνάμεις όπως είναι η πολιτική, ο εθνοφυλετισμός καθώς και ποικίλα οικονομικά συμφέροντα.
Θέλω να τελειώσω την σύντομη αυτή εισήγησή μου με τον καθαρό λόγο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου: «Αποτελεί αυτονόητο και απαράγραπτο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να απευθύνεται ελεύθερα στον Θεό του. Να τον τιμά και να τον λατρεύει σε χώρους που Τού πρέπουν χωρίς προσκόμματα. Το ευρύτερο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, είναι δικαίωμα θεμελιώδες σε κάθε ευνομούμενη και δημοκρατική Πολιτεία και πρέπει να χαίρει πάντα αναγνώρισης και σεβασμού. Όμως κάθε εκδήλωση βίας στο όνομα της οποιασδήποτε Θρησκείας, απ’όπου και εάν προέρχεται, είναι απόλυτα καταδικαστέα, γιατί πρωτίστως προσβάλλει βαθύτατα τον ίδιο τον πυρήμα της Θρησκείας και μετατρέπει πιστούς ανθρώπους σε αθύρματα πάσης φύσεως φονταμεταλιστών και καιροσκόπων, που ουδόλως σέβονται την ελευθερία του προσώπου». Μία μόνο προσθήκη δική μου. Αν οποιαδήποτε θρησκεία δεν μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με την βία, αν θέλει να είναι θρησκεία, αυτό ισχύει απόλυτα με την Ορθόδοξη Εκκλησία και πίστη και συνιστά το εναντίον, δηλαδή ακύρωση της ουσίας Της».



