του μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου
(από το ένθετο της Δημοκρατίας για την Ορθοδοξία)
Η εκκλησιαστική περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι συνυφασμένη με δύο λέξεις: νηστεία και μετάνοια… Δύο λέξεις που για τους πολλούς φαντάζουν ξένες, εξωπραγματικές, ωραίες μεν αλλά παρωχημένες, για άλλους ανθρώπους, για άλλες εποχές…
Στάση απόλυτα κατανοητή, καθώς σήμερα πορευόμαστε μέσα στη θύελλα των καιρών, ζαλισμένοι από την τρικυμία των καθημερινών προβλημάτων μας, ατομικών και συλλογικών! Το άγχος της επιβίωσης μας αφυδατώνει πνευματικά, ο φόβος και η ανασφάλεια μας εξουθενώνουν ψυχικά!
Ο θόρυβος των πόλεων πνίγει τον ήχο της καμπάνας των κατανυκτικών εσπερινών και των Χαιρετισμών!
Δεν έχουμε καιρό να ακούσουμε την πρόσκληση της Εκκλησίας ότι τώρα είναι ο «ευπρόσδεκτος», ο κατάλληλος, της νηστείας και της μετανοίας καιρός…
Δεν έχουμε χρόνο να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το «τώρα» δεν αφορά μόνο την προετοιμασία μας για τη συμμετοχή στα Πάθη και στην Ανάσταση του Χριστού, αλλά και την καθημερινότητά μας, την επανάκτηση της ψυχολογικής ισορροπίας μας, την κατάκτηση και τη βίωση της ευτυχίας!
Σε έναν κόσμο που προβάλλει ως ιδανικό του τον υπεράνθρωπο, θεοποιεί την παντοκρατορία της τεχνολογίας και των νέων όπλων, η Εκκλησία αντιπαραθέτει την προσευχή ως έμπρακτη έκφραση αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, την ευχαριστία προς τον Θεό για το αγαθό της ζωής και την εμπιστοσύνη στην πρόνοιά Του!
Στην καταναλωτική αδηφαγία και την εγωιστική αυτάρκεια του σύγχρονου ανθρώπου, η Σαρακοστή αντιπροβάλλει ως πρόταση ζωής τη νηστεία, σωματική και ψυχική. Με τη σωματική νηστεία κάνουμε εγκράτεια στα φαγητά, αλλά ταυτόχρονα γυμναζόμαστε να κάνουμε εγκράτεια στη διαρκή και ακόρεστη ικανοποίηση των επιθυμιών μας και να οδηγούμαστε έτσι στον περιορισμό των αναγκών μας, γιατί το θέλουμε και όχι γιατί μας επιβάλλεται…
Αλλά η Σαρακοστή, αποτυπώνοντας την προσωπική ιστορία του καθενός μας, ανοίγει τον δρόμο και προς τη μετάνοια, προς τη ριζική αλλαγή σκέψης, πλεύσης και τρόπου ζωής.
Η λύπη για τα επικείμενα Πάθη δεν είναι παρά η λύπη για τις αμαρτίες μας, η λύπη για ό,τι ασχημίζει την ψυχή μας και για ό,τι, κατά συνέπεια, βασανίζει τη ζωή μας.
Αλλά για να μη μείνει η ζωή μας μια ατελείωτη και κουραστική Σαρακοστή, ένα διαρκές σισύφειο ανέβασμα στον προσωπικό μας γολγοθά, πρέπει να σηκώσουμε έναν άλλο, βαρύτερο σταυρό: τον σταυρό της αγάπης, της φιλανθρωπίας, της υπομονής, της εγκρατείας, της συγχωρητικότητας, της ανεκτικότητας, της πίστεως και της αυτογνωσίας, σε μια πραγματικότητα που μας επιβάλλει και μας υποβάλλει το μίσος, τον εγωισμό, τη γρήγορη και άπληστη ικανοποίηση των «θέλω» μας, την εκδικητικότητα και τη μνησικακία, τον φανατισμό, την απιστία και την αυταρέσκεια.
Είναι ένας ανηφορικός δρόμος καθαρά προσωπικός, μοναχικός, μαρτυρικός και ομολογιακός, αλλά «πάντα τη Μεγάλη Παρασκευή, να ‘σαι μόνος σαν τον Χριστό προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξίδι, τη λόγχη. Τις ζαριές ν’ ακούς ατάραχα στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου, τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία. Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή! Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της Μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας. Μην ξαφνιαστείς, μη φοβηθείς στ’ απρόσμενο σουρούπωμα. Οι μπόρες του ουρανού δεν στερεύουν. Η ξαστεριά θα ’ρθεί το σαββατόβραδο. Τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων της Μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας» (Μοναχός Μωυσής).