Για τον π.Φώτη Λαυριώτη τον δια Χριστόν Σαλό της Λέσβου μίλησε ο Πρωτ.Θεμιστοκλής Χριστοδούλου στην ημερίδα για τις σύγχρονες οσιακές μορφές του αιώνα μας υπό την αιγίδα της Ι.Μ. Θεσσαλονίκης στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου.
Αναλυτικά:
Ο παπα-Φώτης Λαυριώτης αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια εξέχουσα και ιδιάζουσα προσωπικότητα, όχι μόνον για το νησί του, την Λέσβο, αλλά και για όλον τον ορθόδοξο χριστιανικό και μη κόσμο.
Ο παπα-Φώτης υπήρξε ένας ταπεινός παραδοσιακός παπάς, μάλλον καλόγηρος, με όλη τη σημασία της λέξεως. Έζησε περίπου έναν αιώνα (1913-2010). Από μικρός αφιερώθηκε στη διακονία της Εκκλησίας. Ξεκίνησε από το νησί του τη Λέσβο, έφθασε και ασκήτευσε στο Αγιώνυμον Όρος, όπου έγινε μοναχός, διάκονος και πρεσβύτερος. Γνωρίσθηκε και ήλθε σε επαφή και πνευματική σχέση με τους αγιασμένους Γέροντες:
τον ρώσο παπα-Τύχωνα, απ’ τον οποίο έλαβε την μεγαλοσχημία, τον Όσιο Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον Σωφρόνιο του Έσσεξ, τον Γέροντα Παύλο Παυλίδη τον Λαυριώτη και ιατρό και φτασμένο πνευματικό και πολλούς άλλους. Επέστρεψε στην Λέσβο μετά από μια εικοσαετία αυστηρής άσκησης στο Άγιον Όρος και εφημέρευσε, επί μισόν και πλέον αιώνα, στο αγαπημένο του χωριό τον Τρίγωνα Πλωμαρίου. Υπήρξε άνθρωπος φιλήσυχος για τους πιστούς συνανθρώπους του, όμως αγρίευε όταν κάποιοι νεωτερίζοντες, κληρικοί και λαικοί, προσπαθούσαν να αλλοιώσουν ή μάλλον να αλώσουν την Ορθόδοξη Παράδοση. Ήταν από τους τελευταίους «κολλυβάδες» της σειράς των μεγάλων κολλυβάδων Πατέρων, όπως της σειράς του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και άλλων.
Ήταν πρόσωπο, που σε πολλούς προκαλούσε την αποστροφή, λόγω του κοντού αναστήματός του αλλά και του ατημέλητου της ενδύσεώς του. Οι τρόποι του θα χαρακτηρίζονταν άκρως καλογερικοί. Δεν ήθελε τερτίπια και διπλωματίες κατά την επικοινωνία. Πιστός τηρητής των Παραδόσεων, ιδιαιτέρως σ’ ο,τι αφορούσε τις νηστείες και τις προσευχές, τις τυπικές διατάξεις και την ευταξία της λατρείας, αντιστέκονταν όχι με ευγένειες και υποχωρήσεις, αλλά με δυναμικές επεμβάσεις και πολλές φορές με σκληρές εκφράσεις, ακόμη και χειρονομίες.
Την πίστη του δεν την αντάλλασσε με όλα τα καλά του κόσμου. Δεν συσχηματιζόταν με τα του κόσμου, δεν φοβόταν, ούτε σκιαζόταν τους πολιτικούς και τους άρχοντες, δεν είχε άλλη συμπεριφορά για τους μεν και άλλη για άλλους. Ήταν πηγαίος εκφραστής της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Ποτέ του δεν το έβαζε κάτω για κάτι που ήθελε να πετύχει. Οργιζόταν όταν έβλεπε κληρικούς να μην τιμούν το ράσο τους. Κάποιες φορές ήλεγχε τους συναδέλφους του κληρικούς με λόγια σκληρά. Κι όμως εκείνη η φαινομενική καλογερική σκληρότητα δεν είχε μέσα της κακία. Όλους τους αγαπούσε, την αμαρτία των πολλών μάλλον μισούσε. Στηλίτευε άγρια, όπως έκαναν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Επιτιμούσε και ταυτόχρονα αγαπούσε. Μάλωνε και φώναζε και συγχρόνως συγχωρούσε. Εάν έβλεπε αμετανοησία και δαιμονικό πείσμα, αποχωρούσε κι έφευγε μακρυά. Δεν του άρεσαν οι τυπικότητες στα μοναστήρια, ούτε το κλείσιμο των ιερών μονών για κάποιες από τις ημέρες της εβδομάδος. Κάποτε που επισκέφθηκε ένα γυναικείο Αγιορείτικο μετόχι-μοναστήρι στη Χαλκιδική και βρήκε ημέρα Τετάρτη το μοναστήρι κλειστό, άρχισε να κτυπάει με κλωτσιές τις σιδερένιες πόρτες και αναστάτωσε ολόκληρη την αδελφότητα. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται. Ας κρατήσουμε μόνον την φράση του ότι τα μοναστήρια είναι καταφύγια για όλους τους πονεμένους. Ήθελε μοναχούς και μοναχές να ζούν μέσα στην ανεπιτήδευτη απλότητα και αρχοντιά. Έκανε πολλά πράγματα τραβηγμένα για τον καθωσπρεπισμό, τον τρόπο της καλής, ωστόσο δυτικής-ξενόφερτης συμπεριφοράς.
Δεν πρόσεχε το ντύσιμό του. Κάποιες φορές περπατούσε ξυπόλητος όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στην πόλη. Δεν το έκανε για να τον λυπούνται, αλλά γιατί έτσι αισθανόταν άνετα και ξεκούραστα. Κάποτε τον είδα να φοράει μια κίτρινη παντόφλα στο ένα πόδι και μια ροζ στο άλλο. Αυτά βρήκε, αυτά και φόρεσε. Τα ρούχα του όμως μπορεί να ήταν χιλιομπαλωμένα και ξεσκισμένα, ποτέ του όμως δεν μύριζε άσχημα.
Είχε φίλους παντού, όπου πήγαινε. Μέσα στο ταγάρι του είχε ο,τι μπορεί να υποψιασθεί νούς ανθρώπου. Από πετραχήλι και κουκούλιο μέχρι κονσέρβες. Από κεριά, καρβουνάκι και θυμίαμα μέχρι ψυχοχάρτια, κομμάτια πρόσφορα, κρεμμύδια, σκόρδα, φρυγανιές, ελιές και πολλά άλλα. Χαιρόταν να σού δώσει κάτι, όσο απλό κι απέριττο κι αν ήταν. Συνήθιζε να χαρίζει στους ευεργέτες του και σ’ όσους του παρείχαν φιλοξενία ένα καλλιγραφικό χειρόγραφό του, συνήθως το πρώτο κεφάλαιο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο· «Εν αρχή ην ο λόγος…». Του αρκούσε να του πείς την ευχή σου κι ένα ευχαριστώ με αγάπη. Φυσικά δεν σχολιάζουμε την ποιότητα των χαρτιών που χρησιμοποιούσε. Άλλα ήταν κομμάτια από πακέτα τσιγάρων και άλλα από χαρτοκούτες απορρυπαντικών!
Δεν ήθελε πολλά πολλά με τις γυναίκες που τον πλησιάζαν. Αρκούνταν στα πιο αναγκαία κατά τις επαφές του. Δάνειζε χωρίς να περιμένει την επιστροφή. Ποτέ του δεν έλαβε στα χέρια του τον μισθό του ως εφημέριος. Τον άφηνε στον αγαπημένο του Αρχιερατικό Επίτροπο του Πλωμαρίου τον π. Ευστράτιο, κι εκείνος τον διαχειριζόταν καταλλήλως με βάση κάτι ραβασάκια που του έστελνε κατά καιρούς με τους έχοντας ανάγκη. Ήταν τόσο αληθινός και ποτέ δεν έκρυβε στο βάθος της σκέψεώς του καμιά απολύτως πονηριά ή δόλο. Ήταν στο χαρακτήρα σαν ένα μικρό παιδάκι. Πολλές φορές συνέβη να τον χτυπήσουν αυτοκίνητα, πράγμα που γνωρίζουν πολλοί κάτοικοι της Λέσβου και ίδιαιτέρως του χωριού Τρίγωνα, και να τον εγκαταλείψουν αβοήθητο. Κάποιοι άλλοι περαστικοί τον περιμάζευαν και τον φρόντιζαν. Πολλές φορές όμως πήγαινε μετά το χτύπημα έξω από τα σπίτια εκείνων που τον χτύπησαν και τον εγκατέλειψαν και κοιμόταν έξω από τα σπίτια τους στα πεζοδρόμια ή στις εξώπορτές τους!
Έκανε και πολλές θα λέγαμε «τρέλλες». Κάποιες φορές συνήθιζε να κάνει το μπάνιο του μέσα σ’ ένα βαρέλι κρύο νερό. Άλλοτε πάλι πήγαινε σε πηγές και ρεματιές. Κάποιοι περαστικοί τον περνούσαν για ξωτικό, άλλοι πάλι που τον αναγνώριζαν τον αποκαλούσαν τρελλό. Κάποια φορά μια γυναίκα στο χωριό τους πήγαινε μεσάνυκτα φαγητό στον σύζυγό της που δούλευε σε ελαιοτριβείο. Περνώντας δίπλα από τη ρεματιά είδε μια σκιά να κινείται μέσα στο τρεχούμενο νερό και από τον φόβο της έτρεχε μέσα στο χωριό, παρότι ήταν μεσάνυκτα, φωνάζοντας: «διάβολος διάβολος»! Το θέαμα γινόταν ακόμα πιο τραγικό να τρέχει ο παπα-Φώτης ξωπίσω της εντελώς γυμνός φωνάζοντας δεν είμαι διάβολος, είμαι ο παπα-Φώτης!
Κύριο έργο του θεωρούσε την ανακαίνιση του ναού του χωριού, που επί πολλές δεκαετίες υπηρέτησε ως εφημέριος. Καμάρωνε όταν κάτι το έφτιαχνε και δεχόταν ακόμη και τους επαίνους, όχι εγωιστικά αλλά προς δόξαν Θεού. Χαιρόταν όταν συμμάζεψε το κοιμητήριο του χωριού, όταν κατασκεύασε το οστεοφυλάκιο, όταν έφτιαχνε καινούργιες αγιογραφημένες εικόνες, όταν βάπτιζε, όταν πάντρευε, όταν κήδευε, όταν μνημόνευε, όταν έκανε το ευχέλαιο, και τόσα άλλα. Μα πιο πολύ χαιρόταν όταν κάποιος τον καλούσε στη χαρά του. Πάντοτε ήταν πρόθυμος και το θεωρούσε μεγάλη του τιμή να παρευρίσκεται σε λύπες και χαρές. Δεν νοιαζόταν εάν άλλοι παπάδες φορούσαν πιο όμορφα άμφια, ή εάν είχαν καλύτερη φωνή απ’ αυτόν. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η όλη ιεροπραξία να τελεσθεί με τη δέουσα προσοχή πάνω στις γραμμές του τυπικού και των διατάξεων με προσευχή. Στενοχωριόταν αν κανένας παπάς έτρωγε ή πηδούσε καμμιά ευχή. Σε τέτοιες περιπτώσεις ή έφευγε ή, όταν παρέμενε, ξανάρχιζε το μυστήριο!!!. Δεν νοιαζόταν τι θα πούνε οι άλλοι, εκείνο που τον απασχολούσε ήταν τι θέλει και πως αναπαύεται ο Θεός από εμάς. Βάπτιζε ρωμιούς αθιγγάνους, γύφτους και, επειδή κανείς δεν καταδεχόταν να αναλάβει ως ανάδοχος, γινόταν εκείνος. Έδιδε ονόματα Παλαιοδιαθηκικά επίτηδες, με το δικαιολογητικό να μην γιορτάζουν και μεθούν και κάνουν κραιπάλες.
Κοιμόταν καταγής. Δεν τον ενδιέφερε η καλοπέραση του σώματος. Κοιμόταν όπου εύρισκε τόπο, στο δρόμο, στα σοκάκια, μέσα σε θάμνους, μέσα στα σαλόνια των μεγαλουπόλεων, μέσα σε πλοία. Έμπαινε όπου τον καλούσαν. Έτρωγε ο,τι του έδινες. Δεν κατέλυσε ποτέ του τη νηστεία. Κάποια φορά που μερικοί ζητούσαν την ευχή του γιατί είχαν κάποιο πρόβλημα υγείας εκείνος τους απαντούσε κοφτά και σταράτα: «Τίποτα δεν εχ΄ς. Δαιμόνιο πύθωνος εχ’ς. Κάνε νηστεία, άλαδο, Τετάρτες και Παρασκευές, και θα γιν’ς καλά». Είχε τόση πίστη στο Θεό και την Παναγία μας αλλά και στις μεσιτείες των Αγίων μας ώστε η όλη σχέση μαζί τους ήταν σχέση πατέρα προς παιδί. Κάποτε είπε σε κάποιον ιερέα που τον παρακάλεσε ικετευτικά να προσευχηθεί για τη λύση κάποιου προβλήματός του, ότι έχει τη λύση και τον οδήγησε απλά μπροστά στην εφέστια εικόνα του αγίου στον οποίο ετιμάτο ο ναός. Μπροστά λοιπόν στην εικόνα του Αγίου είπε: «επειδή παπά μου υπηρετείς τον άγιο, να του ζητάς ο,τι θέλεις κι εκείνος θα σού το κάνει”. Μάλιστα του υπέδειξε: «όχι μόνον θα το ζητάς αλλά και θα το απαιτείς, γιατί εφόσον κάθε μέρα του ανάβεις το κανδήλι του και του ψάλλεις το τροπάριό του, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, παρά να σε βοηθάει στις όποιες ποιμαντικές και οικογενειακές ανάγκες σου». Τέτοια παρρησία είχε ο παπα-Φώτης με τους Αγίους της Εκκλησίας μας.
Τα εκκλησιαστικά πρόσωπα τα σεβόταν και τα εκτιμούσε. Ιδιαίτερα τιμούσε τον επίσκοπό του. Χαιρόταν που κάθε χρόνο, ο νυν Σεβ. Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος, τον επισκεπτόταν κατά την ονομαστική γιορτή του στον Τρίγωνα. Ο παπα-Φωτέλλης ακόμα και μετά από πολλά χρόνια αποχώρησης από την ενεργό του δράση, τη γιορτή του την τελούσε κάθε χρόνο στον Τρίγωνα. Έκανε με χρήματά του πλούσιο τραπέζι για όλο τον κόσμο. Ήθελε να κεραστούν όλοι οι άνθρωποι και χαιρόταν όταν του έλεγε ο κόσμος ευχές. Μα την ίδια στιγμή που ευχόταν, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, μπορούσε να κάνει σκηνές και να ανατρέψει το πανηγύρι σε κυνηγητό και φωνές. Μπροστά στο λάθος, χίλια καλά να του έκαμνες, έπρεπε να τα ακούσεις. Κι αυτό όχι σε κατώτερους απ’ αυτόν ανθρώπους, αλλά και σε κείνους που τους φιλοξενούσε, σε κείνους που τον στήριζαν έστω και οικονομικά. Δε λογάριασε τίποτα για την αλήθεια. Απεχθανόταν τη διαστροφή και την αναλήθεια. Είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Τίκα. Όταν ερχόταν ο παπα-Φώτης στην Αθήνα δεν παρέλειπε να περνάει και από την Αγίας Φιλοθέης,όπου βρίσκεται η Αρχιεπισκοπική έδρα. Τον ενθυμούμαι να πίνει τον καφέ του με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο. Μάλιστα κάποτε συνέβη κατά την χειροτονία του νυν Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης να λάβει μέρος κατ’ αυτήν και ο παπα-Φώτης. Στη θωριά της απλότητάς του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Σεραφείμ είπε τον χαρακτηριστικό λόγο του: «όλοι εμείς, ενν. οι αρχιερείς και ιερείς, δεν κάνουμε όσο αυτό το κούτσικο παπαδάκι» (λόγω του κοντού αναστήματός του). Κάποια φορά, την ώρα που μιλούσε με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Σεραφείμ την ώρα του κεράσματος τον άκουσα να του λέει: «Μακαριώτατε να εκδώσετε μια εγκύκλιο κατά των εκτρώσεων. Φονιάδες είναι οι γιατροί που κάνουν τέτοια πράγματα»!
Η νηστεία του ήταν από τις πιο αγαπημένες αρετές του. Ποτέ του σε όλη του την ζωή δεν κατέλυσε ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή λάδι ακόμα και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του.
Η προσευχή του μια ακατάπαυστη δοξολογία και ευχαριστία. Συνήθιζε να λέει από στήθους τους αγαπημένους του Χαιρετισμούς προς το πρόσωπο της Παναγίας μας που την υπεραγαπούσε. Ήξερε από στήθους όλο το ψαλτήρι και την Καινή Διαθήκη. Είχε απομνημονεύσει πολλά πατερικά κείμενα των Αγίων της Εκκλησίας μας.Με τα πολλά χρόνια της αυστηρής εγκράτειας, της ελεημοσύνης, της ανυποκρίτου αγάπης του έλαβε από το Θεό μας τα χαρίσματα της προοράσεως και διοράσεως. Ανώτερος αξιωματικός του στρατού που ετύγχανε και πνευματικό του τέκνο μας μαρτυρεί ότι κάποτε που η σύζυγός του δεν ήθελε την μητέρα του, δηλ. την πεθερά της, και στενοχωριόταν πολύ, συνέβη κατά την επίσκεψή του στο σπίτι τους να της πεί ότι έχει μεγάλο λαχείο το οποίο κληρώνεται σε λίγες μέρες και κερδίζει τον πρώτο λαχνό. Σε τρεις μέρες εκοιμήθη η πεθερά της! Σε κάποια άλλη περίπτωση, ζήτησε ξαφνικά να τον οδηγήσουν σε κάποια περιοχή. Όταν έφθασαν και σταμάτησαν έξω από ένα σπίτι, βγήκε από το αυτοκίνητο ο παπα-Φώτης και άρχισε να φωνάζει να βγεί η κυρία που διέμενε εκεί. Η κυρία βγήκε και άρχισε να διαμοίβεται ένας διάλογος τρομερός. Ο παπα-Φώτης επέμενε να κατεβεί η κυρία για να εξομολογηθεί ένα μεγάλο αμάρτημά της. Εκείνη εκνευρισμένη και εκτεθειμένη στη γειτονιά της φώναζε στον παπα-Φώτη με άσχημα λόγια να φύγει από το σπίτι της. Τελικά έφυγε ο παπα-Φώτης, αλλά σε λίγη ώρα πληροφορήθηκαν ότι η κυρία πέθανε ξαφνικά. Είχε προσχωρήσει στους Πεντηκοστιανούς κι επειδή εκείνος προαισθάνθηκε τον θάνατό της, έτρεξε για να την σώσει με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Κάποιος άλλος κληρικός γνωστός του αρρώστησε ξαφνικά κι ενώ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει και θα άφηνε τους πιστούς αλειτούργητους, ετοιμάσθηκε να πάει στο ναό του για να ενημερώσει τους επιτρόπους ότι δεν δύναται να λειτουργήσει. Όταν πήγε όμως στο ναό του, είδε προς έκπληξή του ότι ο παπα-Φώτης ήταν ήδη ντυμένος τα ιερά άμφιά του και προσκόμιζε αναμένοντας τον ψάλτη για να ξεκινήσει. Εντελώς ξαφνιασμένος ο παπάς τον ρώτησε: «μα καλά, παπα-Φώτη, πως ήλθες εδώ σήμερα»; Κι ο παπα-Φώτης αφοπλιστικά του απάντησε: «Μα καλά δεν είσαι άρρωστος; Πως θα αφήναμε τον κόσμο αλειτούργητο;».
Αλλά και ο ομιλών είχε παρόμοιο περιστατικό. Κάποτε, το έτος 1999 αποφάσισα να καταγράψω όλα όσα είχα ακούσει για τον περίεργο και παράξενο παπα-Φώτη.Τα περισσότερα φυσικά τα είχα ακούσει ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης από τον αείμνηστο καθηγητή και δάσκαλό μας τον κυρ Ιωάννη Φουντούλη. Όταν μετά από περίπου πέντε ώρες εργασίας κατέγραψα όλα τα του βίου του παπα-Φώτη, χτύπησε την πόρτα του γραφείου μου στο ναό όπου εφημερεύω και μπήκε ο παπα-Φώτης. Τότε του είπα ξαφνιασμένος: «Παπα-Φώτη, καλώς όρισες. Ξέρεις τι έκαμνα από το πρωί;». Κι εκείνος με τρόπο φυσικό και συνάμα αφοπλιστικό μου είπε: «Διάβαζε γρήγορα όσα έγραψες να τα διορθώσω, γιατί βιάζομαι να φύγω με το πλοίο στη Μυτιλήνη». Αφού του διάβασα όλα όσα έγραψα μου είπε: «Πρόσεξε μη τυχόν και τα εκδώσεις εν ζωή μου». Αφού του έδωσα την διαβεβαίωση, έλαβα σε δύο ημέρες ένα γράμμα του, στο οποίο σε τρία χαρτιά διαφορετικών μεγεθών μου έγραφε χειρογράφως όλη τη ζωή του για να τα έχω ως πειστήρια και με την πέννα του!!!
Τα όσα ειπώθηκαν εδώ σήμερα αποτελούν μόνον μια μικρή επιτομή από τα τέσσερα μέχρι της σήμερον κυκλοφορηθέντα βιβλία που γράφθηκαν για την προσωπικότητά του και τα πάμπολλα κείμενα που αναφέρονται στην γνήσια και αγιασμένη προσωπικότητά του που εντοπίζονται σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδυκτίου και στις δύο επίσημες ημερίδες που πραγματοποιήθηκαν για το πρόσωπό του. Ο κύριος σκοπός της ομιλίας μας αυτής είναι να προβάλει έναν γνήσιο και αληθινό άνθρωπο πέρα από σχήματα και τυποποιημένες συμπεριφορές. Τύποι ανθρώπων τέτοιοι σαν τον παπα-Φώτη σπανίζουν σήμερα στην κοινωνία μας. Ο άνθρωπος αυτός άφησε μέσα στις ψυχές όλων εκείνων που τον γνώρισαν και τον γνωρίζουν ακόμη και σήμερα την αίσθηση μιάς παράξενης καλογερικής παρουσίας. Ο παπα-Φώτης μπόρεσε και πέτυχε να μπερδέψει τους συνανθρώπους του. Δεν έκανε οπαδούς. Ποτέ του δεν έκανε συνοδεία. Δεν του άρεσαν οι κολακείες και οι εύφημες μνείίες. Του άρεσε ο καλός λόγος, ο ανεπιτήδευτος. Μόλις αισθανόταν ότι οι άλλοι τον κολάκευαν, έκανε μπροστά τους σαν τρελλός. Είχε τον τρόπο του να θολώνει τα νερά των γεροντολόγων. Μισούσε την επιτήδευση και στο λόγο και στην εμφάνιση. Για τον λόγο αυτό και σε κυρίες και δεσποινίδες φερόταν σκληρά. Εκείνους που ζητούσαν να είναι κοντά του, τους περνούσε από δέκα κόσκινα. Ιδιαιτέρως σ’ αυτά τα πρόσωπα φερόταν πολύ σκληρά, σχεδόν απάνθρωπα. Εκτός των σκληρών του λόγων, τους καθύβριζε με όλη τη σημασία της λέξεως.
Και όλα αυτά τα έκανε, γιατί δεν ήθελε συνοδεία. Ήθελε την αγάπη, όμως βίωνε την ξενητεία σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Χαρακτηριστικά, κάποτε που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο «Γεννηματάς» στην Αθήνα, την κυρία που τον εξυπηρετούσε νυχθημερόν τη στόλιζε με όλα τα «κοσμητικά επίθετα». Και όσο πιο πολλή αγάπη ελάμβανε, τόσο εκείνος έκανε τον βίο αβίωτο σ’ αυτούς που τον αγαπούσαν. Λιγοστοί άνθρωποι μπήκαν στη διαδικασία να τον καταλάβουν και να υπομείνουν τις πολλές ιδιοτροπίες του.Η όλη μορφή και πολιτεία του παπα-Φώτη εντάσσεται εκκλησιαστικά στην ακραία μορφή του μοναχισμού που φέρει την ονομασία σαλότητα. «Σαλός είναι εκείνος που, για να κατακτήσει την κορυφή της αγιότητας, κάνει τον τρελλό. Οι διά Χριστόν σαλοί δεν θέλουν να έχουν καμμιά υπόληψη, καμμιά τιμή, κανένα έπαινο μέσα στον κόσμο αυτόν. Θέλουν και ποθούν την ανυποληψία, την περιφρόνηση, την κατηγορία την συκοφαντία, πράγματα που τόσο αντιπαθούμε εμείς οι άλλοι, οι τάχα λογικοί και αξιοπρεπείς. Από τη μια πλευρά αρνούνται τις τιμές, τις επίσημες θέσεις, τις καλές συστάσεις για τον εαυτό τους, τις δόξες και τους επαίνους ενώ από την άλλη επιθυμούν διακαώς και ζητούν επιμόνως την περιφρόνηση του κόσμου, την κάθοδο έως τα κατώτατα μέρη της γης, το βίωμα του ψαλμικού εκείνου που λέει: «εγώ ειμι σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού». Ο διά Χριστόν σαλός πετυχαίνει τον κύριο στόχο της αληθινής ζωής που είναι η ταπείνωση. Μια ταπείνωση πραγματική και όχι φανταστική. Για να έλθει όμως η ολοκληρωμένη ταπείνωση χρειάζεται και ολοκληρωτική εξουδένωση του εγώ. Στους διά Χριστόν σαλούς παρατηρούμε αυτή την εξουδένωση στα μάτια όλου του κόσμου, με προσποιητές τρέλλες και αλλοπρόσαλλες ενέργειες. Θέλουν να κρύβωνται, να κρύβουν την αρετή και αγιότητά τους κάτω από τον επίπλαστο μανδύα της σαλότητας και της τρέλλας των.Οι άγιοι διά Χριστόν σαλοί παίζουν ένα ιερό παιχνίδι. Εμπαίζουν τα κοσμικά σχήματα, την δήθεν αξιοπρέπεια και κοσμική ευγένεια, την διπλωματία και την υποκρισία, την πολιτική και την επιτήδευση και τον φαρισαισμό. Εμπαίζουν αυτό το γελοίο κοσμικό δόγμα ορισμένων, που εκφράζεται με το «τι θα πεί ο κόσμος», με το «πως θα φανώ στον κόσμο». Τελικά εμπαίζουν τους ίδιους τους δαίμονες, οι οποίοι στο πρόσωπο των αγίων σαλών βρήκαν τους ισχυρότερους αντιπάλους (Ο Όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, σ. 16-17).
Τέτοιου μεγέθους σαλός ήταν και ο παπα-Φώτης Λαυριώτης. Ας έχουμε την ευχή του.