Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπρόσωπος Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ.κ. Θεοδώρου Β’ εις τους Διαχριστινιακούς Διαλόγους και Διεθνείς Οργανισμούς)
Α. Σκοπός της Γ’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως του 1964.
Όπως αναφέρει ο μετέχων της Γ΄ εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ο μακαριστός φίλος Χαλκίτης Καθηγητής Ανδρέας Μητσίδης, «προς εφαρμογήν και πραγμάτωσιν της υπό της Β΄ εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως ομοφώνως ληφθείσης περί προτάσεως εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν διαλόγου επί ίσοις όροις μεταξύ αυτής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Αθηναγόρας απέστειλε προς πάντας τους Αρχηγούς των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών, την 13ην Δεκεμβρίου 1963, σχέδιον γράμματος προς την Α.Α. τον Πάπαν Ρώμης Παύλον, περιέχοντος την πρότασιν ταύτην, ζητών την επί τούτου γνώμην αυτών.
Οι περισσότεροι των Αρχηγών των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών ενέκριναν το σχέδιον του Πατριαρχικού γράμματος. Ο Πατριάρχης όμως της Μόσχας προέτεινεν, όπως συγκληθή νέα Πανορθόδοξος Διάσκεψις προς μελέτην και του τρόπου της εξαγγελίας του διαλόγου και του σχεδίου του εξαγγελτηρίου γράμματος, καθώς και πάντων των σχετικών, ‘τηρουμένης μεν ούτως της αποφάσεως της εν Ρόδω Β’ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, περί από κοινού περαιτέρω ενεργείας εν τω ζητήματι, διασωζομένου δε και εν τη περιπτώσει ταύτη του Συνοδικού χαρακτήρος της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας’… …Αρχικώς, ως θέμα της Διασκέψεως ταύτης καθωρίσθη η μελέτη και εξέτασις των καθ’ έκαστα του μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Διά του από 12 Ιουλίου 1964 Πατριαρχικού όμως γράμματος προετείνετο η συμπερίληψις και του θέματος των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τε την Αγγλικανήν Εκκλησίαν και προς την των Παλαιοκαθολικών, κατόπιν της υπό των δύο τούτων Εκκλησιών εκφρασθείσης επιθυμίας, όπως συνεχισθώσιν αι μεταξύ της ημετέρας Ορθοδόξου Εκκλησίας και εκείνων επαφαί και δογματικαί συζητήσεις. Και η πρότασις αύτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου εγένετο ευχαρίστως αποδεκτή παρά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών»[1].
Β. Αποφάσεις της Γ΄ εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως, 1964
1. Η Αγία ημών Ορθόδοξος Εκκλησία διακηρύττει, ότι επιθυμεί πάντοτε τας μεθ’ όλων των Χριστ/κών Εκκλησιών και Ομολογιών αγαθάς σχέσεις, επ’ οικοδομή της ενότητος των χριστιανών εν τη Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Κυρίου, κατά το ρήμα Αυτού ‘ίνα πάντες έν ώσιν’[2].
2. Εν τω πνεύματι τούτω, η Α΄ εν Ρόδω Πανορθόδοξος Διάσκεψις απεφάνθη υπέρ της εν αγάπη Χριστού καλλιεργείας των διαχριστιανικών σχέσεων, η δε Β΄ εν Ρόδω Πανορθόδοξος Διάσκεψις απεφάσισε κατ’ αρχήν, ίνα προτείνη τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία Διάλογον επί ίσοις όροις.
3. Η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις επαναλαμβάνει την ήδη εκπεφρασμένην περί του θέματος τούτου του Διαλόγου επιθυμίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μελετήσασα δε τα επί μέρους τούτου, διεπίστωσεν, ότι προς καρποφόρον έναρξιν ενός πραγματικού Θεολογικού Διαλόγου παρίσταται η ανάγκη της δεούσης προπαρασκευής και της δημιουργίας των καταλλήλων συνθηκών.
4. Τούτο δεν σημαίνει, ότι εκάστη των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν είναι ελευθέρα, ίνα εξακολουθή, εξ εαυτής και ουχί εξ ονόματος συνόλης της Ορθοδοξίας, καλλιεργούσα αδελφικάς σχέσεις μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν τη πεποιθήσει, ότι τοιουτοτρόπως δύνανται, όπως εξουδετερωθώσι βαθμιαίως αι νυν υφιστάμεναι δυσχέρειαι.
5. Επί τω σκοπώ τούτω και προς καλλιτέραν εξυπηρέτησιν της ιεράς ταύτης υποθέσεως, η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις υποβάλλει ταις κατά τόπους Ορθοδόξοις Εκκλησίαις ημών την ευχήν, όπως μελετήσωσι τα καθ’ έκαστα του θέματος του Διαλόγου τούτου από Ορθοδόξου πλευράς, ανταλλάσσωσι δε μεταξύ αυτών τα πορίσματα των μελετών αυτών και πάσαν άλλην σχετικήν πληροφορίαν.
6. Ως προς το θέμα της συνεχίσεως των θεολογικών συζητήσεων μεταξύ της ημετέρας Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις αποφασίζει:
α. την άμεσον σύστασιν Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής εξ ειδικών θεολό-
γων, εξ ενός μέχρι τριών, κατ’ ανώτατον όριον, εξ εκάστης Ορθοδόξου
Εκκλησίας, διοριζομένων υπό των οικείων Εκκλησιών.
β. την κατ’ αρχήν αποδοχήν ως Καταλόγου συζητήσεων θεμάτων τον υπό του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, επί τη βάσει των μέχρι τούδε γενομένων συζη-
τήσεων, καταρτισθέντα τοιούτον,
γ. την έγκαιρον, προ της ενάρξεως των θεολογικών μετά των Αγγλικανών
συζητήσεων, προπαρασκευήν της Διορθοδόξου ταύτης Επιτροπής, εν τόπω και
χρόνω ορισθησομένω κατόπιν κοινής συνεννοήσεως των επί μέρους
Ορθοδόξων Εκκλησιών, και
δ. τον καθορισμόν της ημερομηνίας ενάρξεως των διμερών θεολογικών
συζητήσεων, κατόπιν κοινής συνεννοήσεως μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και
Αγγλικανικής.
7. Ως προς το θέμα της συνεχίσεως των θεολογικών συζητήσεων μεταξύ της ημετέρας Εκκλησίας και της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας, η Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις αποφασίζει:
α. την άμεσον σύστασιν Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής, εξ ειδικών Θεο-
λόγων, ο αριθμός και τα πρόσωπα των οποίων θα καθορισθώσιν από κοινής
συνεννοήσεως μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
β. την υπ’ αυτής συστηματικήν προπαρασκευήν των Ορθοδόξων θέσεων εν ταις
μελλούσαις θεολογικαίς συζητήσεσιν, επί τη βάσει των Συμβολικών, Δογμα-
τικών και Λειτουργικών κειμένων της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας, του άχρι
τούδε συγκεντρωθέντος υλικού και των αποτελεσμάτων των προγενεστέρων
σχετικών συζητήσεων, και
γ. την έναρξιν των μετά της αντιστοίχου Θεολογικής Επιτροπής της Παλαιο-
καθολικής Εκκλησίας συζητήσεων, κατόπιν κοινής των Εκκλησιών συνεννο-
ήσεως εκατέρωθεν»[3].
Γ. Κριτική στις εργασίες της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως Ρόδου
Για να καταλάβουμε το πνεύμα μέσα στο οποίο εγίνοντο οι εργασίες της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου το 1964, αλλά και την αντίδραση του θεολογικού κόσμου και της κοινής γνώμης, ως επίσης και την στάση της Ρωσικής Εκκλησίας και την προσέγγιση των Ελληνόφωνων Εκκλησιών και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αξίζει να παραθέσουμε μια κριτική προσέγγιση του γνωστού καθηγητού Σάββα Αγουρίδου που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή»[4] με τίτλο «Η Πανορθόδοξος και ο Διάλογος».
Ο κ. Καθηγητής λοιπόν αναφέρει ότι «έληξαν αι εργασίαι της Γ΄ Πανορθοδόξου Συνελεύσεως της Ρόδου χωρίς να αποφασισθή τίποτε θετικόν ως προς τον διάλογον με την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν. Αντιθέτως, ηπειλήθη αυτή αύτη η ενότης του ορθοδόξου μετώπου διά της δημιουργίας εντός της συνελεύσεως δύο παρατάξεων, της των ελληνοφώνων αφ’ ενός και της των ανατολικοευρωπαϊκών Ορθοδόξων Εκκλησιών αφ’ ατέρου.
Ο μέσος πολίτης της χώρας μας δεν αποκρύπτει την απογοήτευσιν του όχι τόσον διά την αποτυχίαν της διασκέψεως – πολλάκις αι διασκέψεις αποτυγχάνουν και συνέρχονται κάποτε άλλοτε υπό καλύτερους οιωνούς, – όσον διά την προσπάθειαν αποκρύψεως του τί ακριβώς συνέβη. Εις την Ελλάδα εδημιουργήθη ζωηρόν ενδιαφέρον διά την διάσκεψιν, και αι ερωτήσεις των ανθρώπων καθημερινώς περί των συμβάντων εν Ρόδω έρχονται βροχηδόν.
Ενώ υπάρχει μία διάχυτος ανησυχία διά την έκβασιν της διασκέψεως, ωρισμένοι παράγοντες, επίσημοι και ανεπίσημοι, έσπευσαν να εκφράσουν την ικανοποίησιν των διά τα επιτεύγματα της. Προφανώς δε ως τοιούτον ικανοποιητικόν επίτευγμα θα νοήται η αποτυχία καθορισμού ημερομηνίας ενάρξεως του διαλόγου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Διότι απ’ εδώ κι εμπρός έχομεν να αντιμετωπίσωμεν προβλήματα σοβαρά σχετιζόμενα είτε προς τα εσωτερικά μας είτε προς τας Ορθοδόξους σχέσεις. Αι προηγούμεναι συνελεύσεις της Ρόδου έδειξαν τα προβλήματα που υπάρχουν μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όχι τόσον καθαρά, ώστε να γίνουν αντιληπτά και παρ’ ημίν. Η τελευταία Γ’ Συνέλευσις τα παρουσίασε πεντακάθαρα.
Είναι δε τοιαύτης φύσεως, ώστε πρέπει να προκαλούν τον φόβον και την φροντίδα όλων μας. Αι ελληνικαί Εκκλησίαι της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου πρέπει πρώτον να λύσουν τα ποικίλα εσωτερικά των προβλήματα, να ανεβάσουν κάπως το επίπεδον του κλήρου των, να δώσουν κάποιαν οικουμενικήν αγωγήν εις τον λαόν των, και μετά θα έλθη η σειρά του διαλόγου.
Το τεστ του διαλόγου μας έκαμε δυστυχώς αρκετά γνωστούς στο εξωτερικόν. Εκεί δεν περιμένει κανείς πλέον τίποτα από ημάς. Ας αισθανθώμεν βαθείαν ικανοποίησιν, διότι απεδείχθημεν τελείως ανέτοιμοι διά τας περιστάσεις. Αυτή η υπόθεσις του διαλόγου έκαμε να έλθουν εις φως πολλά πράγματα. Το σοβαρώτερον όμως όλων είναι ότι έθεσεν επί τάπητος το θέμα των σχέσεων μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και του οργάνου συντονισμού των ενεργειών των. Εάν είχαμεν ηγεσίαν, το θέμα αυτό δεν θα ετίθετο κατά τόσον δραματικόν τρόπον, εις τα πλαίσια μιας διασκέψεως της ενιαίας Ορθοδοξίας, έτσι ώστε να γίνωμεν θέατρον εις τα όμματα όλου του κόσμου. Διότι όλαι αι ενέργειαι μας χαρακτηρίζονται κατά το πλείστον από έλλειψιν επαρκούς μελέτης των θεμάτων, από προχειρότητα. Θα ήτο κανείς πολύ αφελής, αν επίστευε ότι η συνέλευσις εδιχάσθη, διότι επρόκειτο περί του διαλόγου με την Ρώμην. Δεν θα παρέλθη πολύς χρόνος και θα διαπιστώσουν και οι πλέον δύσπιστοι ότι η Ρωσική Εκκλησία θα κάμη έναρξιν ιδικού της διαλόγου με την Ρώμην. Τα αυτά ακριβώς θα συνέβαιναν δι’ οιονδήποτε θέμα, εφ’ όσον ταύτα θα συνεπήγοντο ενιαίαν δράσιν των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ούτε απέκρυψαν ποτέ οι Ρώσοι τας προθέσεις των. Αν δεν τας αντελήφθημεν, το λάθος ήτο ιδικόν μας. Δύο πράγματα δεν έχομεν ακόμη αντιληφθή, α. ότι η θέσις της Εκκλησίας εντός της Ρωσίας έχει μεταβληθή μετά τον πόλεμον….Την ανεξαρτησίαν προτιμά η Ρωσική Εκκλησία βάσει μελέτης της όλης καταστάσεως εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. β. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής διά το μέχρι τούδε μονοπώλιον και διά την μέχρι προχθές αδιαμφισβήτητον ελληνικήν ηγεσίαν εις τας διεκκλησιαστικάς σχέσεις είναι προφανές.
Ούτε οι Ρώσοι αποκρύπτουν το πώς αισθάνονται επί του προκειμένου. Όπου τους συναντήσει κανείς, εντός ή εκτός της Ρωσίας, μόλις αποκτήσουν κάποιαν εμπιστοσύνην, διατυπώνουν με επιφυλακτικότητα αλλά αρκετά σαφώς την στενοχώριαν των διά τον τρόπον, καθ’ ον χειρίζεται τα ορθόδοξα και διεκκλησιαστικά θέματα το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Επί τίνος εικόνος περί ημών στηρίζουν οι Ρώσοι την πολιτικήν των περί ανεξαρτήτου δράσεως των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών; Πιστεύομεν ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της εικόνος αυτής είναι δύο, από το εν μέρος έχομεν ένα Οικουμενικόν Πατριάρχην ζωντανόν, ο οποίος, ορθώς σκεπτόμενος, θέλει να καταστήση το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κέντρον της Ορθοδοξίας.
Εις αυτήν την αποστολήν βλέπει πολύ σωστά τον τρόπον επιβιώσεως του παναρχαίου και πανσέπτου τούτου κέντρου της Ορθοδοξίας. Το δυστύχημα είναι, καθώς φαίνεται, ότι ο Παναγιώτατος διαπνέεται από ρομαντικάς αντιλήψεις περί ενός τύπου Βατικανού της Ανατολής, όθεν και η σύγκρουσις της Κωνσταντινουπόλεως με όλας σχεδόν τας Ορθοδόξους Εκκλησίας. Δεν υπάρχει συντονιστικός μηχανισμός προετοιμασίας των διαφόρων θεμάτων. Αποτελεί δόξαν του Παναγιωτάτου κυρίου Αθηναγόρα η σύγκλησις των Πανορθοδόξων Διασκέψεων της Ρόδου.
Ο τρόπος όμως καθ’ ον οργανούνται αι διασκέψεις αυταί δίδει την εντύπωσιν εις τους εξ Ελλάδος και τους εκ της αλλοδαπής αντιπροσώπους, ότι καλούνται διά να επικυρώσουν τας αποφάσεις των διαφόρων επιτροπών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως- Αθηνών, ιδίως κατά την τελευταίαν τριετίαν, και εννοούμεν πλήρως περί τίνος πρόκειται. Χρειάζεται να είπη κανείς περισσότερα, διά να αναλύση το πώς πρέπει να αισθάνονται αι Σλαβικαί Εκκλησίαι, όταν η Ελληνική Εκκλησία αντιδρά εις τον τρόπον των ενεργειών του Πατριάρχου καθ’ ον τρόπον αντιδρά; Εκείνο που είναι, πράγματι, εκπληκτικόν είναι ότι αι Εκκλησίαι αυταί εξακολουθούν να δεικνύουν τόσον ειλικρινή σεβασμόν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, και προς το πρόσωπον του Πατριάρχου, εκτιμώσαι, προφανώς, την συμβολήν αμφοτέρων εις την έξοδον της Ορθοδοξίας εκ της παραδεδομένης απομονώσεως της…….Ένα προβάλλει κατ’ εξοχήν το αίτημα εκ των αποτελεσμάτων της Γ΄ Πανορθοδόξου Συσκέψεως της Ρόδου, η παρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου δημιουργία διορθοδόξων επιτροπών δι’ όλα τα ζητήματα των διορθοδόξων και διεκκλησιαστικών σχέσεων. Δεν υπάρχει άλλη οδός διά την διατήρησιν της ενότητος της Ορθοδοξίας και του οικουμενικού ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου»[5].
[1] «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 11, σελ. 354 – 355, Λευκωσία, 1964.
[2] Ιωάννου 17,21.
[3] Ανδρέα Μητσίδη, Η Γ΄. εν Ρόδω Πανορθόδοξος Διάσκεψις, «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 5, σελ. 152 – 153, Λευκωσία, 1965
[4] Ημερομηνία 22-11-1964.
[5] Αγουρίδου Σάββα, Εξαγοραζόμενοι τον Καιρόν, σελ. 91 – 96, Θεσσαλονίκη, 1965.