Επιμέλεια παρουσίασης του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Η Δ’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Γενεύης, που συνεκλήθη το 1968, ακολουθώντας αποφάσεις των προηγούμενων Πανορθοδόξων Διασκέψεων στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στη Ρόδο, επί του θέματος «της θεωρήσεως της μέχρι τούδε σημειωθείσης προόδου, ως και του δέοντος γενέσθαι εφεξής, επί του θέματος των σχέσεων της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας», προχώρησε με ομόφωνη στήριξη όλων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στις ακόλουθες αποφάσεις:
A΄. Απόφαση για Διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Εν πρώτοις εγένοντο ωρισμέναι διαπιστώσεις επί των σημειωθεισών, από της Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου και εφεξής, θετικών εξελίξεων εν ταις σχέσεσι μεταξύ των δύο Εκκλησιών, και ανεγνωρίσθη, συμφώνως και προς τα εν ταις Γενικαίς Συνελεύσεσι λεχθέντα υπό τινων Αντιπροσωπειών, ότι διά των σχέσεων τούτων εδημιουργήθη εποικοδομητική εν πολλοίς ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
Διεπιστώθη όμως εκ παραλλήλου, ότι ενιαχού του Ορθοδόξου κόσμου εσημειώθησαν και ωρισμέναι τινές εκδηλώσεις από Ρωμαιοκαθολικής πλευράς, αίτινες και εφείλκυσαν την προσοχήν των μελών της ημετέρας Επιτροπής, κυρίως από της πλευράς των δυναμένων να έχωσιν αύται επιπτώσεων επί των περαιτέρω αδελφικών σχέσεων, των απαραιτήτων διά τον Θεολογικόν Διάλογον και ανακοπτουσών την άμεσον ανάληψιν του Διαλόγου τούτου.
Η ημετέρα Επιτροπή, υπό το φως των διαπιστώσεων τούτων και πιστή προς το πνεύμα των αποφάσεων των προγενεστέρων Πανορθοδόξων Διασκέψεων της Ρόδου, μετά την γενομένην οικοδομητικήν συζήτησιν, συνεφώνησε επί των εξής βασικών σημείων:
α) Όπως συνεχισθώσιν αι εκατέρωθεν, ήτοι μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, επαφαί και εκδηλώσεις αδελφικής αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού, προς τελικήν υπερπήδησιν των υφιστάμενων δυσχερειών δι’ ένα καρποφόρον Θεολογικόν ή θεωρητικόν διάλογον.
β) Όπως γένηται ταις επί μέρους Ορθοδόξοις Εκκλησίαις σύστασις περί της συνεχίσεως της περαιτέρω συστηματικής προπαρασκευής του Θεολογικού ή Θεωρητικού τούτου Διαλόγου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και
γ) Όπως το θέμα τούτο της μελέτης των επί μέρους του Διαλόγου τούτου γένηται παρ’ εκάστη Ορθοδόξω Εκκλησία διά των καταλληλοτέρων μέσων και μεθόδων θεολογικής μελέτης, εξακολουθώσι δε αι Εκκλησίαι ανταλλάσσουσαι μεταξύ αλλήλων τα πορίσματα των μελετών αυτών, ως και πάσαν άλλην σχετικήν πληροφορίαν.
B΄.Απόφαση για Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά της Αγγλικανικής Εκκλησίας.
Η Επιτροπή ημών, εξετάσασα το θέμα του Διαλόγου μεταξύ Αγγλικανών και Ορθοδόξων υπό το φως των γενομένων και αποφασισθέντων εν τη Βελιγραδίω από της 1ης μέχρι και της 15ης Σεπτεβρίου 1966 συνελθούση Διορθοδόξω Θεολογική Επιτροπή και ενώπιον των έκτοτε εξελίξεων, αποφασίζει, όπως:
α) Την προπαρασκευήν του Διαλόγου συνεχίση η ήδη διωρισμένη οικεία Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή, ανασυγκροτουμένη και συμπληρουμένη διά πλειόνων ειδικών θεολόγων, ως Συνεχιστική Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή.
β) Όταν επιστή ο καιρός της ενάρξεως του Διαλόγου μετά της αντιστοίχου Αγγλικανής Θεολογικής Επιτροπής, εν ή δέον όπως αντιπροσωπεύονται πάσαι αι εν τη Αγγλικανική Εκκλησία σχολαί σκέψεως (Schools of thouths) και μερίδες (Υψηλή, Χαμηλή και Ευρεία Εκκλησία), προ πάσης άλλης συζητήσεως διευκρινισθώσιν:
1. O τρόπος, καθ’ όν η Αγγλικανή Εκκλησία εννοεί την εν τη πίστει ένωσιν αυτής μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
2. Αν είναι δυνατή η ένωσις της Αγγλικανής Εκκλησίας μετά της Ορθοδόξου κατόπιν της Intercommunio, την οποίαν η Αγγλικανή Εκκλησία απεφάσισε και ασκεί μεθ’ ωρισμένων Λουθηρανών και μετά των Ομολογιών των περιλαμβανομένων εις το ουτωσί καλούμενον South Indian Scheme.
3. Ο τρόπος, καθ’ αι επί των θεμάτων του Διαλόγου ληφθησόμεναι αποφάσεις θα καταστώσιν υποχρεωτικαί δι’ ολόκληρον την Αγγλικανικήν Κοινωνίαν, και
4. Το κύρος, όπερ έχουσι τα 39 Άρθρα και το Κοινόν Ευχολόγιον εν τη Αγγλικανική Κοινωνία Εκκλησιών.
γ) Εν συνεχεία προς όσα εγένοντο εν Βελιγραδίω υπό της οικείας Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής, όπως
1) Αποσταλώσιν υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τας κατά τόπους Ορθοδόξους Εκκλησίας τα σχετικά έγγραφα των μέχρι τούδε γενομένων επαφών μεταξύ Αγγλικανών και Ορθοδόξων, ήτοι εν Λάμπεθ 1930 και 1931, εν Βουκουρεστίω 1935, εν Σόφια και Αθήναις 1940, και εν Μόσχα 1956, προς γνώσιν και ολοκλήρωσιν των Αρχείων αυτών.
2) Γένηται σύστασις τη Διορθοδόξω Θεολογική Επιτροπή, όπως ανατεθή εις ειδικούς θεολόγους η μελέτη και εισήγησις επί πάντων των θεμάτων των αναγεγραμμένων εις τας τέσσαρας κατηγορίας θεμάτων της εκθέσεως της Επιτροπής, της συνελθούσης εν Βελιγραδίω, αιρομένης πάσης διακρίσεως μεταξύ αυτών.
Γ.. Aπόφαση για Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας
Ως προς τους Παλαιοκαθολικούς η Επιτροπή ημών φρονεί, ότι δέον ίνα ακολουθηθώσιν αι αποφάσεις της εν Βελιγραδίω κατά το αυτό χρονικόν διάστημα από της 1ης μέχρι 15ης Σεπτεβρίου 1966 συνελθούσης Διορθοδόξου θεολογικής Επιτροπής επί του Διαλόγου μετά της Παλαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ούτω
α) Όπως τον Διάλογον εξακολουθήση προπαρασκευάζουσα η ήδη διωρισμένη οικεία Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή, ανασυγκροτουμένη δι’ ειδικών θεολόγων, ως Συνεχιστική Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή, αυτή διεξάγουσα και τον Διάλογον, όταν ο καιρός επιστή.
β) Επειδή οι Παλαιοκαθολικοί, εις τας γενομένας μέχρι τούδε, από των Ενωτικών Συνεδρίων της Βόννης των ετών 1874 και 1875 μέχρι της Συνδιασκέψεως της Βόννης του 1931, θεολογικάς συζητήσεις μετά των Ορθοδόξων δεν ενεφάνισαν εν τισι σταθεράν διδασκαλίαν, ουδ’ επληροφόρησαν πλήρως τους Ορθοδόξους επί του συνόλου της διδασκαλίας αυτών, όπως παρακληθή υπό του Οικουμενικού Πατρι-άρχου ο Αρχιεπίσκοπος Ουτρέχτης να αποστείλη ή να υποδείξη τα δογματοσυμβου-λικού χαρακτήρος κείμενα αυτών, ζητηθή δε, ίνα οι Παλαιοκαθολικοί συντάξωσιν, ει δυνατόν, και σαφή τινά και ακριβή και επίσημον ομολογίαν της πίστεως αυτών εκδιδομένην και υπογραφομένην.
γ) Όπως τα δογματοσυμβουλικού χαρακτήρος κείμενα ταύτα υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου τεθώσιν υπ’ όψιν των αναλαβόντων ήδη την μελέτην και σύνταξιν εισηγητικών εκθέσεων επί των σημείων της χριστιανικής διδασκαλίας, εφ’ ων διεπιστώθη διαφωνία των Παλαιοκαθολικών προς την Ορθόδοξον Εκκλησία, ή ασάφεια εν τη εκθέσει της διδασκαλίας αυτών.
δ) Όπως προτραπώσιν οι αναλαβόντες την σύνταξιν τοιούτων εισηγητικών εκθέσεων θεολόγοι, όπως επισπεύσωσι την εργασία αυτών, αποστέλλοντες τας μελέτας αυτών τω Γραμματεύοντι Μέλει της Επιτροπής, και
ε) Όπως κατά την έναρξιν του Διαλόγου εν συναντήσει των επί τούτω Επιτροπών Παλαιοκαθολικής και Διορθοδόξου, και προ της εισόδου εις τας συζητήσεις επί των επί μέρους θεμάτων, διευκρινισθή αν η εν έτει 1931ω μεταξύ Παλαιοκαθολικής και Αγγλικανής Εκκλησίας συναφθείσα συμφωνία περί μυστηριακής κοινωνίας, ως και επέκτασις της κοινωνίας ταύτης της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας προς την αυτόνομον Εκκλησίαν των Φιλιππίνων και τας μεταρρυθμισμένας Εκκλησίας της Πορτογαλλίας και της Ισπανίας, αίτινες εν τω εαυτών μέρει ευρίσκονται εν κοινωνία μετά διαφόρων άλλων Προτεσταντικών Εκκλησιών και Κοινοτήτων, ων τινές απορρίπτουσι και θεμελιώδη εισέτι δόγματα της χριστιανικής πίστεως, δεν αποτελή εμπόδιον ανυπέρβλητον διά την ένωσιν των Εκκλησιών Παλαιοκαθολικής και Ορθοδόξου.
Δ΄. Aπόφαση για Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των Μεταχαλκηδονίων Εκκλησιών.
Σχετικώς προς τον Διάλογον μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Μεταχαλκηδονίων Εκκλησιών της Ανατολής, η Επιτροπή ημών αποφασίζει:
α) Όπως ο Διάλογος ούτος πραγματοποιηθή, εφ’ όσον ανταποκρίνεται απολύτως αφ’ ενός μεν προς την ήδη πανορθοδόξως εκφρασθείσαν σχετικήν επιθυμίαν (Α΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις 1961, Γ΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις 1964, Απαντήσεις των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τα από 9ης Ιουνίου 1965, αριθμ. Πρωτ. 389, σχετικά σεπτά Γράμματα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Αθηναγόρου του Α΄), αφ’ ετέρου δε εις κατ’ επανάληψιν επίσης εκφρασθείσαν ομόθυμον έφεσιν των αρχαίων τούτων Ανατολικών Εκκλησιών προς ένωσιν μετά της Ορθοδοξίας (Διάσκεψις των Εκκλησιών τούτων εν Αδδίς Αμπέμπα κατά Ιανουάριον του 1965).
β) Όπως την προπαρασκευήν του Διαλόγου τούτου από Ορθοδόξου μεν πλευράς αναλάβη επί τούτω συνιστωμένη Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή, κατά το παράδειγμα των συσταθεισών τοιούτων διά τους Διαλόγους Ορθοδοξο-Αγγλικανικόν και Ορθοδοξο-Παλαιοκαθολικόν, ής τα μέλη να υποδειχθώσιν εξ ειδικών θεολόγων υπό των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, από της πλευράς δε των Μεταχαλκηδονίων Εκκλησιών Επιτροπή Διανατολική.
γ) Όπως η επί του Διαλόγου τούτου Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή προβή:
1. Eις διευκρίνισιν των κοινών σημείων πίστεως, και
2. Εις τον καταρτισμόν καταλόγου των υφισταμένων διαφορών μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των περί ων πρόκειται Μεταχαλκηδονίων Εκκλησιών της Ανατολής, διαφορών δογματικών, κανονικών, λειτουργικών και άλλων, και την σύνταξιν δι’ ειδικών θεολόγων μελετών επί των εφ’ ων αι διαφοραί αναφέρονται σημείων της χριστιανικής πίστεως, και ιδία των αναφερομένων εις το Χριστολογικόν δόγμα, το κύρος των επτά Οικουμενικών Συνόδων και την διευθέτησιν της συνυπάρξεως εν τω αυτώ κλίματι πλειόνων Πατριαρχών.
δ) Όπως εις περίπτωσιν καθ’ ήν ήθελον κριθή ως επαρκείς αι κεχωρισμένως γενόμεναι θεολογικαί προπαρασκευαστικαί εργασίαι, διά κοινής συνεννοήσεως και συμφωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ανατολικών τούτων Εκκλησιών συναντηθώσιν αι δύο Επιτροπαί, Διορθόδοξος και Διανατολική, προς από κοινού εν διαλόγω μελέτην των εκατέρωθεν θέσεων, και, εν περιπτώσει συμφωνίας, κατάρτισιν σχεδίου ενώσεως, υποβληθησομένου εισηγητικώς ταις εκατέρωθεν Εκκλησίαις.
Ε΄. Aπόφαση για Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά των Λουθηρανών.
α) Θεωρεί ως λυσιτελή την έναρξιν αμοιβαίων επαφών μεταξύ Ορθοδόξων και Λουθηρανών, προς δημιουργίαν αγαθών σχέσεων και προλείανσιν εδάφους.
β) Φρονεί μεν, ότι ο Διάλογος ούτος δέον ίνα διεξαχθή μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Παγκοσμίου Λουθηρανικής Ομοσπονδίας, θεωρεί όμως ευκταίον, όπως προηγουμένως επιδιωχθή και επέλθη συμφωνία τις και ένωσις προς αλλήλας των μεγαλυτέρων και συντηρητικωτέρων Πρετεσταντικών Λουθηρανικών Μερίδων.
γ) Επίσης θεωρεί αναγκαίον, όπως, προς προπαρασκευήν του Διαλόγου, από τούδε ανατεθή εις ειδικούς ορθοδόξους θεολόγους η μελέτη των προβλημάτων, τα οποία ενδέχεται να εμφανίση ο διάλογος ούτος, και
δ) Προτείνει, όπως, όταν ταύτα θα έχωσι συντελεσθή, συσταθή ειδική Διορθόδοξος Θεολογική Επιτροπή, ίνα αύτη προετοιμάση τα εν τοις επί μέρους και εν καιρώ διεξαγάγη τον Διάλογον.
Επί δε των μετά των ετεροδόξων Διαλόγων γενικώς, απεφασίσθη, όπως:
α) Από τούδε μηδεμία γένηται μεμονομένη θεολογική διαπραγμάτευσις, επί τω σκοπώ επιτεύξεως συμφωνίας, μεταξύ οιασδήτινος ετεροδόξου Ομολογίας και οιασδήτινος των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, μη αποκλειομένων διά τούτου, ως εικός, των άλλης φύσεως επαφών μεταξύ ετεροδόξων και Ορθοδόξων Θεολόγων και αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, άπαν δε το περιεχόμενον των τοιούτων επί μέρους επαφών διαβιβάζηται τη οικεία Επιτροπή, προς ενημέρωσιν.
β) Προς διοργάνωσιν, εντός των πλαισίων της καθ’ ημάς εκκλησιαστικής τάξεως, της ευχερεστέρας λειτουργίας των ειδικών Διορθοδόξων Θεολογικών Επιτροπών επί των Διαλόγων, όπως αύται λειτουργούσιν εφεξής κατά τον ακόλουθον τρόπον:
1. Aπό τούδε, το πρώτον, αι Επιτροπαί αύται συγκληθώσιν υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου κατόπιν συνεννοήσεως μετά των Προκαθημένων των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών, δοθή δε υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου εξουσιοδότησις εις τον Πρόεδρον εκάστης Επιτροπής, όπως συγκαλή εφεξής, κατά τας παρουσιαζομένας ανάγκας, εκάστοτε, την υπό την προεδρίαν αυτού Επιτροπήν εις συνεδρίαν.
2. Άπαντα τα κείμενα και έγγραφα εκάστης περιόδου εργασίας εκάστης Επιτροπής διαβιβάζονται υπό του Γραμματεύοντος Μέλους Αυτής προς τους Αρχιγραμματείς των επί μέρους Εκκλησιών, προς ενημέρωσιν αυτών.
3. Μετά την ολοκλήρωσιν και αποπεράτωσιν του έργου εκάστης Επιτροπής άπαν το πόρισμα της εργασίας αυτής διαβιβάζεται, ως ανωτέρω, ταις επί μέρους Εκκλησίαις, ο δε Πρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλη τω Οικουμενικώ Πατριάρχη ότι η Επιτροπή απεπεράτωσε το έργον αυτής και είναι ετοίμη προς έναρξιν του Διαλόγου μετά της αντιστοίχου Επιτροπής της ετεροδόξου Εκκλησίας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κατόπιν συνεννοήσεως μετά των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποφασίζη περί της ενάρξεως του Διαλόγου.
4. Επειδή πρόκειται ουχί περί εκκλησιαστικών, αλλά περί τεχνικών Θεολογικών Επιτροπών, εκάστη εξ αυτών εκλέγη τον Πρόεδρον και τον Γραμματέα αυτής εκ του σώματος αυτής δι’ όλον το διάστημα των εργασιών αυτής.
γ) Μετά την αισίαν λήξιν οιουδήτινος εκ των μετά των ετεροδόξων Διαλόγου και προ της επισήμου εκκλησιαστικής διακηρύξεως και ιεροτελεστικής επισφραγίσεως της ενώσεως μετά της οικείας Εκκλησίας, δημοσιεύονται και κυκλοφορώσιν, ευρύτατα πάντα τα θεολογικά πορίσματα και εν γένει εισηγήσεις, δι’ ων επείσθησαν αι εκατέρωθεν Εκκλησιαστικαί Αρχαί προς ένωσιν, ώστε να λάβωσι τούτων γνώσιν ου μόνον σύμπασα η Ιεραρχία, αλλά και το πλήρωμα αμφοτέρων των Εκκλησιών, και η ένωσις επέλθη ως καρπός ομοφώνου και ομοθύμου συναινέσεως και συγκαταθέσεως Κλήρου και Λαού»[1].
[1] Βλέπε περισσότερα, Δρ. Ανδρέα Μιτσίδη, Η εν Γενεύη Πανορθόδοξος Διάσκεψις, «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 7, σελ. 247 – 249, 1968. Τεύχος 9, σελ. 291 – 300, 1968. Τεύχος 11, σελ. 355 – 361, 1968. Τεύχος 1, σελ. 35 – 45, 1969 και τεύχος 3, σελ. 107 – 113, 1969, Λευκωσία.