13 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την κοίμηση του Πατριάρχη Δημητρίου, στις 2 Οκτωβρίου 2001.
Στην μνήμη του μακαριστού Οικουμενικού Πατριάρχου, δημοσιεύουμε ένα άρθρο του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου Σεβαστείας κ.Δημητρίου, γραμμένο (πριν από τρία χρόνια) με σεβασμό και αγάπη προς το πρόσωπο και το έργο του αείμνηστου Πρωθιεράρχου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
«Δέκα χρόνια πέρασαν από την κοίμησί του και το θεωρούσα παράλειψι να μη έχω καταθέσει κάπου και της δικής μου ψυχής το περιεχόμενο για τον Γέροντά μου, τον μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο, εκτός από ελάχιστα λόγια άρθρου μου κατά τις ημέρες της απωλείας Του σε Κωνσταντινουπολίτικη εφημερίδα των Αθηνών.
Βεβαίως με τις σκέψεις-καταθέσεις που θα ακολουθήσουν, ασφαλώς δεν πιστεύω ότι πρόκειται να προσθέσω κάτι περισσότερο περί αυτού στις συνειδήσεις αμετρήτων ψυχών που τον εγνώρισαν και κάπως τον έζησαν και που όλες ανεξαιρέτως έννοιωσαν την σπάνια ομορφιά της ψυχής του, μια ομορφιά μοναδική πολλές φορές. Άλλωστε, η γνήσια ταπείνωσις και η καλωσύνη, η τακτοποιημένη ψυχή που λέμε-αυτή που αναπαύει-δεν είναι καταστάσεις που περιγράφονται· αποτελούν χάρη που βιώνεται.
Γι᾿ αυτό και με ευκαιρία το δεκαετές μνημόσυνό του (2 Οκτωβρίου 2001) και μόνον εξ ευγνωμοσύνης και ψυχικής ανάγκης επιχειρώ κάτι να γράψω για τον πολυφίλητο Πατριάρχη Δημήτριο, στον οποίο οφείλονται εξ ολοκλήρου όλες οι καθοριστικές αποφάσεις και στιγμές της ζωής μου: να εισαχθώ στην Χάλκη· να σπουδάσω Θεολογία· να καλλιεργήσω την ιερατική μου κλήσι και να χειροτονηθώ πολύ νέος· να σταδιοδρομήσω κοντά του στο Φανάρι· και να δεχθώ μετά δεκαεξαετία και την Αρχιερωσύνη από τα χέρια του.
Όπως κάθε πορεία ανθρώπινη και η πορεία μου αυτή, που χωρεί σε λίγες γραμμές και που καλύπτει ένα τέταρτο αιώνος και πλέον, παρ᾿ ότι ανοδική κατά την περιγραφή και χαροποιός ίσως στην ανθρώπινη φαντασία, δεν παρήλθε άνευ πειρασμών και θλίψεων.
Εν τούτοις, οφείλω να καταθέσω με μια εντελώς ξεχωριστή συγκίνησι, ότι από τους όποιους πειρασμούς αυτών των δεκαετιών ουδείς οφείλεται σ᾿ αυτόν. Σ᾿ εκείνον οφείλονται μόνον οι συμβουλές, οι ανοχές, οι χαρές. Γι᾿ αυτό και σε ανθρώπινες στιγμές του έλεγε: «όταν λείψω θα με γυρεύετε». Το έλεγε με πικρό μειδίαμα πάντοτε στα χείλη· χαρακτηριστικό συναισθήσεως ίσως από μέρους του της διαφοράς της ψυχικής του ποιότητος, για την οποία όμως δεν μίλησε ποτέ στην ζωή του. Μιλούσε με την σιωπή του τις περισσότερες φορές, την τόσο εύγλωττη και αποστομωτική.
Ο Πατριάρχης Δημήτριος δεν υπήρξε ποτέ υποτακτικός διακριτικού Γέροντος, ούτε είχε την ευκαιρία και την τιμή της επί μακρόν μοναστηριακής ασκήσεως και ολίγης έστω ησυχαστικής εργασίας. Στον κόσμο τον έταξε ο Θεός να διακονήση την Εκκλησία, πάντα στον κόσμο, τον πολύ, τον θορυβώδη και τον φλύαρο. Καί όμως διέθετε χαρίσματα που για ένα μέγα αριθμό ανθρώπων πίστεως, υπήρξαν καρπός πολυχρόνιας ασκήσεως και αγώνων πνευματικών. Ομιλούμε, λοιπόν, για άφθονο έλεος του Θεού, το οποίο ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, πάντοτε τον κατεδίωξε, γι᾿ αυτό υπήρξε μέχρι τέλους χαριτωμένος.
Πως όμως το απέκτησε και το διετήρησε το έλεος αυτό; Εφ᾿ όσον υποτακτικός δεν υπήρξε, μοναστηριακός δεν υπήρξε, ασκητικός δεν υπήρξε. Τότε τι υπήρξε; Υπήρξε ταπεινός. Ποτέ ταπεινοφανής και σεμνότυφος. Ταπεινός για πάντα.
Θα ήθελα να ομολογήσω, ότι αυτή του την ψυχή την ανεξίκακη και ωραία και κυρίως την εν γένει ταπεινή του προαίρεσι και την απερήφανη στάσι της ζωής του, δεν ήτο ασφαλώς δυνατόν να την νοιώσω έντονα και εις βάθος στα δώδεκά μου χρόνια, όταν τον εγνώρισα και τον πλησίασα. Περιοριζόμουν στο καλός, που ίσως τα λέγει όλα. Στα δεκαέξι μου όμως, τέλος του 1968, μετά παρέλευσι δηλαδή τετραετίας από της γνωριμίας μου μαζί του και ως μαθητής της Χάλκης πλέον, κάτι ιδιαίτερο και βαθύτερο έννοιωσα μέσα μου γι᾿ αυτόν, όταν κατά την διάρκεια επισκέψεώς του στην Σχολή τον βρήκα αργά το απόγευμα να κάθεται μόνος του στο υπνοδωμάτιό του, στο οποίο του υπεδείχθη να περιμένη την ώρα του δείπνου, μη προσκληθείς-ως μη λόγιος ίσως- στην αίθουσα αδολεσχίας των καθηγητών. Σε σχετική μου ερώτησι -αδιάκριτη ίσως για την ηλικία μου- μου απήντησε: «εγώ δεν είμαι καθηγητής, παιδί μου· τι έχω να πω· εδώ είναι η θέσις μου». Το είπε με κάποια πικρία, όχι όμως με αγανάκτησι· απλώς, Επίσκοπος ων, εδέχθη σιωπηλά την περιφρόνησι.
Έκτοτε, άρχισε να με προβληματίζη εντονώτερα αυτή του η ψυχική ιδιαιτερότης, την οποία όταν πρόσεχε κανείς λίγο την διέκρινε σε πολλές εκφάνσεις της ζωής του. Μία ιδιαιτεραιότης, την οποία, δυστυχώς, μόνον την ακούμε στην ζωή μας πληθωρικά κηρυττομένη και συνιστωμένη, αλλά σπανιώτατα μέχρι καθόλου βιουμένη από τους ανθρώπους· και ίσως πιο πολύ από τους πάσης φύσεως οφφικιούχους, οι οποίοι μάλιστα καταβάλλουν προσπάθεια, ώστε την υπερηφάνειά τους να την περιβάλλουν με κάλυμμα ταπεινώσεως «που έχει πέρασι»! Η προσπάθειά τους όμως αυτή, η δόλον υποκρύπτουσα, πάντα εκθέτει και απογοητεύει. Διότι η ταπείνωσις είναι ψυχική δύναμις και χάρις, δεν είναι ρόλος!
Με την προσθήκη χρόνου, λοιπόν, στην πνευματική σχέσι μου με τον Πατριάρχη Δημήτριο και σε συνδυασμό με τα όσα διάβαζα σε ιερές σελίδες, άρχισα επισταμένα να τον παρακολουθώ και να τον θαυμάζω. Πως είναι δυνατόν, άλλωστε, να μη θαυμάση κανείς κάτι ωραίο και σπάνιο, που συνάμα συγκινεί βαθειά και την ψυχή.
Ο θαυμασμός μου αυτός άρχισε να εκδηλώνεται ήδη κατά τα πρώτα τέσσαρα χρόνια της Αρχιερατικής του ζωής (1964-1968), που συνέπεσαν με τα πρώτα τέσσαρα της δικής μου επικοινωνίας μαζί του και προήρχετο από την εν γένει στάσι του ως Αρχιερατικώς Προισταμένου της Κοινότητος Αγίου Δημητρίου Ταταούλων, της και γενετείρας μου. Σ᾿ αυτά τα τέσσαρα χρόνια παρηκολούθησα και όσο ήτο δυνατόν σ᾿ ένα έφηβο έζησα σχεδόν σε καθημερινή βάσι ένα διαφορετικό Δεσπότη· τόσο διαφορετικό στην ανεπιτήδευτη συμπεριφορά και την απόλυτη ακακία, που αναγκάζομαι να ομολογήσω, ότι μέχρι στιγμής, μετά παρέλευσι δηλαδή τριάντα πέντε ετών, δεν συνήντησα δεύτερο.
Η απέραντη καλωσύνη του, σε συνδυασμό με το πάντοτε σιωπηλό, αλλ᾿ αποδοτικό εφημεριακό και διδασκαλικό έργο του στην πολυάνθρωπη τότε Κοινότητα των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων Φερίκιοι -στην οποία επί χρόνια ιεράτευσε προ της ανυψώσεώς του εις Επίσκοπον- πολλές φορές ωδήγησαν εν σώματι τους λαικούς συνεργάτας του στο Φανάρι, για να ζητήσουν με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία από τον μακαριστό Πατριάρχη Αθηναγόρα, με όλη την ευλάβεια βέβαια την προαγωγή του σε Αρχιερέα. Ο μεγάλος εκείνος Πατριάρχης, δεν ικανοποιούσε για χρόνια το αίτημα. Κατά την έκφρασί του ο Δημήτριος ήταν «λίγος»…
Πολλές φορές, λοιπόν, προβληματίσθηκα και θα προβληματίζωμαι πάντοτε πάνω στην απέραντη διαφορά των κριτηρίων των ανθρώπων -των έστω μεγάλων- και εκείνων του Θεού. Γιά την εκκλησιαστική ηγεσία ήταν λίγος, για τον Θεό όμως διέθετε πνευματικά αποθέματα, τα οποία στην συνέχεια της ζωής του επηρέασαν και γοήτευσαν την οικουμένη! Τού γεγονότος αυτού υπήρξα αυτόπτης μάρτυς ως Διάκονος και Αρχιδιάκονός του επί δεκαπενταετία.
Είδα και έζησα δηλαδή αμέτρητες φορές πόσο οι άνθρωποι λαχταρούν το γνήσιο, το σεμνό, το μειλίχιο, που τόσο άφθονα διέθετε ο Πατριάρχης Δημήτριος, και πόσο ενθουσιάζονται, χαίρουν, συγκινούνται και οικοδομούνται οσάκις έρχονται σε επαφή με τα χαρίσματα αυτά, εν αντιθέσει προς το στημένο ύφος που ποτέ δεν ομιλεί και δεν αναπαύει την ψυχή, όση επιτηδειότητα και αν διαθέτη, όσο πλήρες και αν είναι το μυαλό που το διαμορφώνει και το ελέγχει. Υπήρξα αυτήκοος μάρτυς ευρωπαικού ιδιωτικού τηλεοπτικού προγράμματος, κατά το οποίο ο εκφωνητής συγκρίνοντας τον Πατριάρχη Δημήτριο με πνευματικό ηγέτη της Δύσεως, τον εχαρακτήρισε «ως προσωποποίησι της απλότητος» και τον άλλον ως «προσποίησι της απλότητος»!
Όσο ζούμε εμείς που είχαμε την τιμή να τον διακονήσουμε επί χρόνια ως μέλη της Πατριαρχικής του Αυλής, θα διατηρούμε πάντοτε στην ψυχή μας με εξαιρετική συγκίνησι την ανάμνησι της μοναδικότητος αυτής του της απλότητος και της καλωσύνης του χαρακτήρος του.
Δεν θα το διετύπωνα αυτό έτσι, εάν ο Πατριάρχης Δημήτριος δεν κατείχε το ύπατο της Εκκλησίας αξίωμα. Διότι όσο δυσχερές και αν είναι δεν είναι ανέφικτο να συναντήση κανείς μεταξύ των απλών ανθρώπων λαμπρούς χαρακτήρας-αυτούς, άλλωστε, μακαρίζει και ο Θεός-. Είναι όμως σχεδόν ανέφικτο να διακρίνη κανείς την λάμψι αυτή στον έσω άνθρωπο αυτών που κατέχουν υψηλά αξιώματα, τα οποία δυστυχώς συμβάλλουν πολλές φορές, ώστε να έλθη γρήγορα στην επιφάνεια ο ρύπος της ψυχής. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος, διετήρησε μέχρι τέλους τον ίδιο ανθρώπινο χαρακτήρα, αυτόν που διέθετε σε όλη την προτέρα ζωή του.
Την ζωή του την κοσμούσαν κυρίως, η βαθειά πίστις και ευθύς μετά η ανεξικακία και η σεμνότης, η διάκρισις και η σύνεσις, η γνήσια ευγένεια και η προσήκουσα σοβαρότης, η ευσπλαγχνία και η συγχωρητικότης του. Όλες δε αυτές οι ψυχικές αρετές με τα παρακλάδιά τους, συνέθεταν την ταπείνωσί του και την ανεξάντλητη αγάπη του.
Στην συνέχεια θα προσπαθήσω να αναφερθώ διά πολύ ολίγων σ᾿ αυτά του μόνον τα ιερά χαρίσματα και θα κατακλείσω. Δεν θα επαναλάβω τα βιογραφικά του και τα πολλά επιτεύγματα της Πατριαρχίας του. Πρώτον, διότι αυτά έχουν πολλές φορές γραφή, και δεύτερον, διότι για την πραγμάτωσι των επιτευγμάτων
αυτών συνειργάσθησαν μαζί του καθοριστικά οι συνυπεύθυνοι Ιεράρχαι του Θρόνου και μάλιστα, ο εκ των κορυφαίων Αρχιερέων της εποχής μας αείμνηστος Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζής, εις την από Θεού κρίσιν του οποίου, άλλωστε, οφείλεται η προβολή και η εν συνεχεία εκλογή του εις τον Οικουμενικό Θρόνο (16 Ιουλίου 1972), από Ίμβρου και Τενέδου. Το ψυχικό του κάλλος όμως που κυρίως εχαρακτήρισε αυτόν και την Πατριαρχία του ενέχει μοναδικότητα. Αυτής, λοιπόν, κάποια ελάχιστα στίγματα επιθυμώ να προβάλλω εις μνημόσυνον αιώνιον.
Ήταν άνθρωπος πίστεως ο Πατριάρχης Δημήτριος. Το έδειχνε, άλλωστε, η όλη στάσις της ζωής του και η ειρήνη της ψυχής του, την οποία κυρίως ζούσαμε κατά την Θεία Λειτουργία, όσο πολύωρος και αν ήτο. Προσωπικά, έννοιωθα την πίστι του αυτή στις αμέτρητες χοροστασίες του, κατά τις οποίες ιστάμενος πάντοτε πλησίον του, παρακολουθούσα την ταπεινή προσευχή του. Ζητούσε και από μας σεμνή στάσι εντός του Ιερού Ναού χωρίς κινήσεις και ομιλίες. Τον ενοχλούσε η συνήθεια του λαού μας να έρχεται στο Δεσποτικό για χειροφίλημα κατά τον Όρθρο και δεν το επέτρεπε. Το επέτρεπε μόνον κατά την διανομή του αντιδώρου, που είναι η ώρα του, έλεγε.
Πέραν τούτων όμως, ο Πατριάρχης Δημήτριος εδέχθη στην ζωή του, κατά τα ανθρώπινα, πολλές απογοητεύσεις, περιφρονήσεις «φίλων» και «αδελφών» και βαθειές πικρίες, από τις οποίες κατά τα τελευταία έτη της ζωής του δεν έλλειψε ακόμη και η εξ οικείων του Θρόνου εισήγησις παραιτήσεως. Πολλές εξ αυτών τις γνωρίζαμε ή τις νοιώθαμε, γι᾿ αυτό και μετά δέους παρακολουθούσαμε, ότι κατά την από τον ίδιο αντιμετώπισι των πειρασμών αυτών, το μόνο που επισταμένα προσπαθούσε ήταν να μη πικράνη και να μη επιτρέψη και άλλους να πικράνουν αυτούς που τον επίκραναν. Η πικρία του συνανθρώπου του-του ενόχου έστω- τον ενοχλούσε έκδηλα, γι᾿ αυτό και ποτέ στην ζωή του δεν συνέβαλε σ᾿ αυτήν. Αυτό, λοιπόν, δεν είναι πίστις; Όλοι λέμε, είναι, και μάλιστα ενθυμούμενοι και την Πατερική μας διδασκαλία, ότι, η μεγάλη πίστις εκδηλώνεται όχι τόσο στην ικανότητα να κάνης κάτι, όσο στην ικανότητα να υποφέρης κάτι!
Ήταν άνθρωπος ανεξίκακος και σεμνός ο Πατριάρχης Δημήτριος. Γι᾿ αυτές του τις χάρες θα μπορούσε να γραφή μια πραγματεία και όχι μόνον λίγες γραμμές. Παρά ταύτα, επιχειρώ τις λίγες γραμμές, διότι την πραγματεία την έγραψε στις ψυχές όλων ο ίδιος με την ζωή του.
Όσο περνάνε τα χρόνιά μας και ερχόμεθα σε συχνή επαφή με την ποικιλία της ανθρωπίνης μικροψυχίας και των εξ αυτής παθών, τόσο περισσότερο μας συγκινεί το διά βίου ανεξίκακον του Πατριάρχου Δημητρίου. Κατά την ζωή του, αποστώμοσε τους πάντας με την δυνατή προαίρεσι της ψυχής του να βοηθήση και να τιμήση όσο περισσότερο μπορούσε πρόσωπα που τον έθιξαν και τον έβλαψαν.
Ένα μόνο τεκμήριο αυτής του της ανεξικακίας θα αναφέρω, τους ιερούς καρπούς του οποίου βιώσαμε όλοι εμείς που τον διακονήσαμε ως μέλη της Αυλής του. Ο Πατριάρχης Δημήτριος κατά σύστημα και πεποίθησιν ζωής δεν εδέχετο κατηγορίες, όσο τεκμηριωμένες και αν ήσαν, όσο άμεσα και αν συνεδέοντο τυχόν με το πρόσωπό του. Ουδείς μπορούσε να τον επηρεάση και να τον προδιαθέση αρνητικώς για κάποιον ή κάποιους, ακόμη και ο πλέον οικείος του, και ο στενώτερος συνεργάτης του. Με την στάσι του, ενίοτε την διακριτική παρατήρησί του και ποιό πολύ με την «πεισματικά» ανεπηρέαστη βούλησί του, συνέβαλε, ώστε να μη επαναληφθή η όποια, εν είδει πληροφορίας συνήθως, κατηγορία. Καί έτσι εδίδασκε και «τιμωρούσε». Θα έλεγα δε, ότι, ως εκ τούτου κυρίως, τα χρόνιά μας πλησίον του πέρασαν ειρηνικά και οικοδομητικά.
Πολλές ήταν οι φορές που κατά την έξοδό του από τα Πατριαρχεία συναντούσε και χαιρετούσε εισερχομένους προσκυνητάς, οι οποίοι μετά την αναχώρησί του έκθαμβοι επληροφορούντο ότι ο αναχωρήσας ήταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης!
Στις μέρες μας, η περί τα ι. άμφια συστηματική ενασχόλησις των κληρικών παντός βαθμού και ο πλατύς σχολιασμός της αμφιέσεως των άλλων είναι κάτι δυστυχώς συνηθέστατο.
Οι διατελέσαντες Αρχιδιάκονοι και Διάκονοι του Πατριάρχου Δημητρίου γνωρίζουν καλώς, ότι ουδεμία ματαιόδοξη εντύπωσι τον προξενούσαν τα βαρύτιμα Πατριαρχικά άμφια κατά την από τον ίδιο αμφίεσί τους και ουδεμία επίσης έδειχνε προσοχή προς ο,τι ιστορικής αξίας ενδεχομένως έφεραν οι συλλειτουργοί του. Όχι βέβαια από αδιαφορία, αλλά από σεμνότητα και διάκρισι. Τον ενδιέφερε μόνον η κατανυκτική τέλεσις της Θείας Λειτουργίας· δεν πρόσεχε τίποτα άλλο. Αυτή του, λοιπόν, η ιερά συνήθεια, δημιουργούσε τέτοια ατμόσφαιρα, στην οποία δεν είχαν ποτέ θέσι οι «από καθέδρας» μειωτικές παρατηρήσεις. Συγχωρούσε δε αυτοστιγμεί ακόμη και την πλέον σημαντική παράλειψι ιερέως ή διακόνου του.
Η πανθομολογουμένη σεμνότης και ανεξικακία του αυτή, ενισχύετο κατά πολύ, από την πραότητα και την υπομονή του, με την οποία αφώπλιζε τους πάντας.
Με την ίδια απέραντη υπομονή και πραότητα αντιμετώπισε στην ζωή του την αδοξία και την δόξα, την υποτίμησι και την τιμή, την χλεύη και τον κατά συνθήκην έπαινο. Είναι δε αξιοθαύμαστο, ότι οι εναλλαγές και αντιθέσεις αυτές, τις οποίες εις το έπακρον έζησε, δεν δημιούργησαν ποτέ πλέγματα στην ψυχή του, που καθιστούν συνήθως τον σημερινό ταραγμένο άνθρωπο ευμετάβλητο και σχιζοφρενικό.
Επιστάμενα τον παρατηρούσα. Ήταν απολύτως ο ίδιος σε σεμνή έκφρασι και αυθεντικότητα, ακόμη και στις άκρως αντίθετες μεταξύ των εκφάνσεις της ζωής.
Καί όταν π.χ. προσευχόταν με μόνον τα μέλη της Πατριαρχικής Αυλής καθημερινώς στο Ιδιαίτερο Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο, αλλά και όταν παρακολουθούσε και ευλογούσε από το Προεδρικό θεωρείο του Kennedy Center της Waschington D.C. την εξ εκατοντάδων μελών Φιλαρμονική Ορχήστρα της Αμερικανικής Πρωτευούσης, που έψαλλε στα ελληνικά τον ειδικά ενορχηστρωμένο Πολυχρονισμό του, ενώ οι χιλιάδες παριστάμενοι τον χειροκροτούσαν όρθιοι.
Ήταν ο ίδιος όταν τον ζούσαμε κατά την καθημερινότητά του στο Φανάρι, ο ίδιος και όταν τον παρακολουθούσα στο Blair House, τον οίκο φιλοξενίας Αρχηγών Κρατών των ΗΠΑ, που του παραχωρήθηκε από τον Πρόεδρο Μπούς, ή την σου´ιτα του Στρατηγού Γιαρουζέλσκυ στα Ανάκτορα του Otwock της Βαρσοβίας.
Ήταν απολύτως ο ίδιος κατά την επίσκεψι της μικράς π.χ. Κοινότητος Αγίου Νικολάου Υψωμαθείων με τους ελαχίστους πιστούς, αλλά και κατά τον εσπερινό εις τον περικαλλή Ναό του Αγίου Παντελεήμονος Αχαρνών, με χιλιάδες ανθρώπους να τον χειροκροτούν αυθόρμητα και κυριολεκτικώς ασταμάτητα κατά την ιστορική και ανεπανάληπτη εκείνη Πατριαρχική επίσκεψι στην Αθήνα τον Νοέμβριο του 1987.
Προσπαθούσα μέσα απ᾿ αυτές τις εναλλαγές να διακρίνω κάποια δόσι έστω μεμψιμοιρίας από την μια και σαρκασμού και ματαιοδοξίας από την άλλη. Στάθηκε αδύνατο. Συγκίνησι μόνον διέβλεπα και δοξολογία προς τον Θεό, αλλά και ευχαριστία προς τους ανθρώπους που πιστά τον διακονούσαν. Ψυχικές μεταπτώσεις, που οδηγούν σε αυτόματη αλλαγή συμπεριφοράς, δεν παρατηρήθηκαν ποτέ κατά την Πατριαρχία του.
Γι᾽ αυτό και μπόρεσε να διατηρήση και το χάρισμα της συνέσεως, που επίσης διέθετε και που το οποίο οι ψυχικές αστάθειες το περιθωριοποιούν εις βάρος της ευθύνης και της ανθρωπίνης συμπεριφοράς και προσφοράς.
Ο Πατριάρχης Δημήτριος, δεν κατείχε επαρκώς την κατ᾿ άνθρωπον σοφία. Την ψυχή του την επηρέασε μόνον η κατά Θεόν σοφία, γι᾿ αυτό και πρωτίστως διέθετε αυτογνωσία, δηλαδή κατείχε τον εαυτό του.
Εγνώριζε ως άριστα τι είναι και τι δεν είναι ο ίδιος και ετίμα πολύ αυτούς που εκάλυπταν τις τυχόν ελλείψεις του και τον εστήριζαν, χωρίς ποτέ όμως να μεμφθή και αυτούς που παρέβλεπαν την επάρκεια της ψυχής του.
Εγνώριζε επίσης καλώς τι είναι και τι δεν είναι και οι περί αυτόν και τιμούσε πολύ την καλλιέργειά τους και σιωπούσε για τα κενά τους.
Αυτή είναι με ελάχιστες απλές λέξεις η περιγραφή της διακρίσεως και συνέσεώς του, η οποία χαρακτήρισε την εποχή του, την κράτησε υψηλά στην συνείδησι όλων και συνέβαλλε ώστε το Φανάρι, κατά την εποχή αυτή να κρατηθή κατά το δυνατόν μακρυά από βλαπτικούς θορύβους, ψιθύρους και σχόλια. Καί ας υπήρξε βέβαια η εποχή της Πατριαρχίας του ομολογουμένως διαφορετική από την σημερινή και ως προς τις εκκλησιαστικές συγκυρίες.
Διέθετε ακόμη μια γνήσια ευγένεια και στοργή για τους πάντας, μικρούς και μεγάλους, επωνύμους και ανωνύμους. Όπως αντίκρυζε τον πρώτο κάποιας χώρας, κατά τον αυτό λεπτό τρόπο αντήλλασσε δυό λόγια και με τον όποιο άνθρωπο της βιοπάλης.
Η ευγένειά του όμως αυτή και η καταδεκτικότης του-για να επανέλθω στην διάκρισι- δεν ξεπερνούσαν ποτέ κάποια άγραφα όρια και δεν μετεβάλλοντο κατά περίπτωσι, ούτε σε αμετροεπή υπεροικειότητα και κενή φιλοφρονητικότητα, αλλ᾿ ούτε και σε ψυχρή τυπικότητα.
Παρέμεναν ευπρεπής ευγένεια και καταδεκτικότης και διατηρούσαν συνάμα και μια μόνιμη «συμπαθή» απόστασι, την οποία κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να υπερβή.
Μετά ταύτα θα διερωτηθή ίσως ο αναγνώστης εάν μόνον με καθαρώς πνευματικά εφόδια δύναται κάποιος να ασκήση διοίκησι και να διαχειρισθή εξουσία. Διότι συνήθως ακούμε, ότι είναι άλλο η πνευματικότης και άλλο η διοίκησις.
Ίσως να είναι έτσι για την διοίκησι κοσμικών οργανισμών που διαχειρίζονται πολιτικά και υλικά συμφέροντα με την γνωστή συνέπεια επί της κοινωνικής ανισότητος παγκοσμίως.
Η Εκκλησία όμως είναι Θεανθρώπινος Οργανισμός και διοικείται κυρίως με πνεύμα διακονίας. Όταν ο πνευματικός ηγέτης το διαθέτει, ο Κύριος, ο και Δομήτηρ αυτής, επεμβαίνει στα της ζωής της και διά των συνθηκών που διαμορφώνει διά της χάριτός Του «θεραπεύει τα ασθενή και αναπληροί τα ελλείποντα». Αυτό συνέβη και για τον Πατριάρχη Δημήτριο. Το ζήσαμε στην πράξι κατά την διακονία της Πατριαρχίας του, και ας λέγεται, ακριβείας ένεκεν, ότι το αναπόφευκτο «κόστος» εκ της φθοράς της εκκλησιαστικής διοικήσεως άφησε ανέπαφο τον ίδιο, διότι το επωμίσθηκαν άλλοι.
Ήταν, τέλος, άνθρωπος ελέους και αγάπης παντοτεινής ο Πατριάρχης Δημήτριος. Εύσπλαγχνος και συγχωρητικός. Αμέτρητες φορές ζήσαμε και νοιώσαμε την ευσπλαγχνία του και την αγάπη του, αλλά και την βαθειά πικρία του οσάκις αντιμετώπιζε ή διαισθανόταν στους άλλους έλλειψι αγάπης και ανοχής. Χαρακτηριστική και αξέχαστη παραμένει η έκφρασις του προσώπου του και η απλή κίνησις της κεφαλής του, που ήταν και η μοναδική αντίδρασίς του έναντι της όποιας ασπλαγχνίας. Λιτή και περιεκτική…
Αλησμόνητη επίσης παραμένει η ευσπλαγχνική του διάθεσις για όλους. Θα αναφερθώ εδώ σαν κατακλείδα στην μικρή πτωχή Τατιάνα. Το μικρό κοριτσάκι απ᾿ την Ρωσσία, που από την αγκαλιά της μάννας του είχε την ευκαιρία να συνομιλήση μαζί του στην Μόσχα και να του ζητήση να προσεύχεται γι᾿ αυτήν, προσφέροντάς του και το πολύ μικρό πάμφθηνο πλαστικό κουκλάκι της για να την θυμάται. Το κουκλάκι αυτό ήταν ο,τι πιο πολύτιμο μπορούσε να του προσφέρει.
Το μικρό κουκλάκι της Τατιάνας παρέμεινε δίπλα στην κλίνη του μέχρι τέλους. Το τιμούσε. Διότι πάντοτε στην ζωή του τίμησε με την προσευχή, την προσοχή και την αγάπη του την αγνή διάθεσι και τον ανθρώπινο πόνο. Διότι κι᾿ εκείνος αγνός ήταν. Άνθρωπος ήταν. Όσο για τον πόνο, τον έζησε ποικίλως στην ζωή του. Οι Σταυροί του υπήρξαν πολλοί, και ο μεγαλύτερος όλων η Πατριαρχία που του επεβλήθη. Γι᾿ αυτό και δεν την χάρηκε, την υπέστη θυσιαστικά με πόνο βουβό!
Τώρα πονούμε εμείς που δεν τον ζούμε πλέον και δεν τον χαιρόμαστε. Μας παρηγορεί μόνον η βαθειά πίστις, ότι ευρίσκεται κοντά στον Χριστό και πρεσβεύει για την πονεμένη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και για μας τα παιδιά του.
Αιωνία σου η μνήμη, Πάτερ και Δέσποτα! Αμήν.