του Μητροπολίτη Σπάρτης κ.κ. Ευσταθίου
Στις 12 Αυγούστου εφέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την ευλογημένη ημέρα που φόρεσα το τιμημένο ράσο.
Πενήντα χρόνια πέρασαν από τότε που ενώπιον του αειμνήστου Μητροπολίτου Γόρτυνος Ευσταθίου, τοποτηρητού της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, στην ιστορική Μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου Βουλκάνου έδωσα την υπόσχεση ότι θα τηρήσω τις τρεις βασικές αρετές του Μοναχού, την υπακοή, την παρθενία και την ακτημοσύνη.
Πενήντα χρόνια έφυγαν ανεπιστρεπτί από τη στιγμή που, σε μια ατμόσφαιρα υπερβολικά συγκινησιακή, στην ερώτηση του Γέροντός μου αειμνήστου αρχιμ. π. Αγαθαγγέλου, «φυλάττεις σεαυτόν εν παρθενία και σωφροσύνη και ευλαβεία;» απαντούσα και εγώ συγκλονισμένος «Ναί, του Θεού συνεργούντος Τίμιε πάτερ».
Την επομένη, 13η του αυτού μηνός, έγινε από τον προδιαληφθέντα Ιεράρχη η χειροτονία μου σε Διάκονο και το όνειρό μου να γίνω κληρικός και να δώσω τον εαυτό μου ολόκληρο απροϋπόθετα και χωρίς όρους έπαιρνε σάρκα και οστά και η χαρά μου γι’αυτό ήταν απερίγραπτη. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» μπορώ και σήμερα να αναφωνήσω γι’αυτή τη στιγμή, που ζυγίζει αιωνιότητα.
Την ίδια εβδομάδα αναλάμβανα το έργο του Ιεροκήρυκος της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας. Είχε ο διορισμός μου ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα.
Το πλεονέκτημα ήταν ότι στην ηλικία των 24 ετών είχα όρεξη, διάθεση, φλόγα, ζήλο ιεραποστολικό, πνεύμα θυσίας, όλες αυτές τις προϋποθέσεις σε υπερθετικό βαθμό.
Ούτε ο μόχθος της προετοιμασίας του κηρύγματος, για το οποίο έπρεπε να χρησιμοποιώ και τη νύχτα, ούτε ο κόπος των καθημέραν περιοδειών χωρίς δικό μου μεταφορικό μέσο, ούτε η παντελής έλλειψη προϋποθέσεων για στοιχειώδη εξυπηρέτηση και αναγκαία ανάπαυση κατά τις επισκέψεις μου στα μικρά χωριά και στους οικισμούς με έκαναν να δυσφορήσω.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και η συγκίνησή μου ολοφάνερη, όταν ευρισκόμενος στην ωραία Πύλη έβλεπα ανθρώπους κάθε ηλικίας να έχουν το πνεύμα της μαθητείας και να θυσιάζουν την ώρα τους, για να ακούσουν τι θα τους πεί ένα παιδί 24 ετών, έστω και αν φορούσε το τιμημένο ράσο.
Όμως είχε και ένα μειονέκτημα η εργασία που έκαμα σ’ όλα τα χωριά της Μεσσηνίας στα οποία περιόδευσα.
Έκανα το δάσκαλο, ενώ έπρεπε να ήμουν μαθητής. Είχα τον ενθουσιασμό του νέου εργάτη του Ευαγγελίου, αλλά μου έλειπε η πείρα και το κήρυγμα ήταν μια καλή διήγηση, χωρίς να είναι και βίωμα. Ευτυχώς οι απλοικοί άνθρωποι του χωριού όντας καλοκάγαθοι ξεπερνούσαν αυτή την πλευρά και έδειχναν ανοχή. Δοξάζω τώρα σ’αυτή την ηλικία περισσότερο το Θεό, διότι διαπιστώνω ότι δεν έρχονταν στο Ναό ν’ ακούσουν το συγκεκριμένο ιεροκήρυκα, αλλά τον απεσταλμένο από τη Μητρόπολη κήρυκα του θείου λόγου. Δεν τους ενδιέφερε το πρόσωπο, αλλά ο λόγος του Θεού, που είναι πάντοτε ωφέλιμος, εξαφανίζει την πνευματική δίψα και παρηγορεί την πονεμένη καρδιά κάθε ανθρώπου.
Με την ιδιότητα του ιεροκήρυκα, χάρη της υπακοής και ανταποκρινόμενος στη θερμή παράκληση του χειροτονητού μου, που μου έλεγε ότι στη Μεσσηνία ήταν 8 ιεροκήρυκες, ενώ στη Γορτυνία και τη Μεγαλόπολη δεν υπήρχε ούτε ένας, αφού ο μέχρι τότε ιεροκήρυκας Σωτήριος Κίτσιος είχε προαχθεί σε Μητροπολίτη Γυθείου και ο έτερος ιεροκήρυκας Αγαθόνικος είχε αποσπασθεί στην Εκκλησιαστική Σχολή Τήνου, έφυγα «εκ της γης μου και εκ της συγγενείας μου» και επί 11 συναπτά έτη έζησα στη Μητρόπολη Γόρτυνος, από την οποία έχω μόνο πολύ καλές αναμνήσεις και στην οποία άφησα κομμάτι της ζωής μου.
Είναι αδύνατο να περιγράψω τη ζωή μου εκεί, μόνο ένα υπογραμμίζω. Γνώρισα ανθρώπους με ανθρωπιά, χριστιανούς όχι του τύπου και της ταυτότητας, με αισθήματα φιλόξενα και φιλάδελφα. Ανθρώπους με αγνότητα ζωής και δίψα για προκοπή. Ανθρώπους που αγαπούσαν την πατρίδα τους με πάθος.
Μεταφερόμουν από χωριό σε χωριό με φορτηγά αυτοκίνητα και κάποια φορά με αλωνιστική μηχανή, που μου έκανε το μαύρο ράσο κόκκινο από τη σκόνη, με μηχανάκι που οδηγούσε ο ιερέας σε χωριό που έμοιαζε με αετοφωλιά, με ζώα ή πεζοπορώντας και νόμιζα ότι ταξίδευα με μερσεντές, γιατί η αγάπη μου για το κήρυγμα και η λαχτάρα μου για την πνευματική ωφέλεια των συνανθρώπων μου εξαφάνιζαν τις δυσκολίες και έδιωχναν πολύ μακριά τη δυσφορία.
Με έθελγε ο ψαλμικός λόγος «ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων την ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» και με συγκλόνιζε η απολογία του Αποστόλου Παύλου, όταν περιέγραφε τα παθήματά του για το Ευαγγέλιο «Οδοιπορίαις πολλάκις…. κινδύνοις ποταμών….κινδύνοις εν ερημία…. εν κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψη εν νηστείαις πολλάκις»( Β’ Κορ. ια’. 26, 27).
Βλέπετε, όπως και η επιστήμη της ψυχολογίας διακηρύσσει, ότι, όταν αγαπάς κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, ασχολείσαι και χαίρεσαι μόνο με τα πλεονεκτήματά του και, αν είναι μικρά, τα μεγαλοποιείς και ταυτόχρονα σβήνεις από τη σκέψη σου και λησμονείς τα μειονεκτήματά του και, αν είναι πολύ μεγάλα, τα σμικρύνεις και τα εξαφανίζεις.
Αλήθεια, πόσο μεγάλη ήταν η ικανοποίησή μου, όταν προ καιρού ήλθε από τη Γορτυνία στη Σπάρτη ένας ηλικιωμένος και, αφού πήρε πληροφορίες για τη ζωή του οικείου Μητροπολίτη, όπως είναι συνηθισμένο να γίνεται από ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρονται για τα πρόσωπα της Εκκλησίας, είπε στους συνομιλητές του μεταξύ άλλων: «Αν σε κάποιο πουρνάρι της Γορτυνίας βρείς μαύρο σκουτί(κομμάτι πανιού), θα είναι από το ράσο ή του Σωτηρίου (προηγήθη εμού στη Γορτυνία ο αείμνηστος Μητροπολίτης Γυθείου) ή του Ευσταθίου». Γιά μένα αυτά τα λόγια ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος για τον οποίο δοξάζω το Θεό, αφού κάθε καλό που έχουμε είναι δώρο δικό του.
Τα 11 χρόνια της εκεί διακονίας μου πέρασαν σαν μία ημέρα, αλλά καταγράφηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου και χαρακτηρίζοντάς τα θεωρώ ότι ήταν τα πιο καλά μου χρόνια.
Ανταποκρινόμενος στις συνεχείς και θερμές παρακλήσεις του αειμνήστου Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου επέστρεψα στην πατρίδα μου το 1977.
Αφού παρήλθαν και άλλα τρία χρόνια στη Μητρόπολη Μεσσηνίας στη θέση του Ιεροκήρυκα, του Πρωτοσυγκέλλου και του Ηγουμένου της Μονής Βουλκάνου και του καθηγητή στην Εκκλησιαστική Σχολή, η πανσθενής χάρη του Παναγίου Πνεύματος με κατέστησε πνευματικό πατέρα και διδάσκαλο, λειτουργό των Μυστηρίων και ποιμενάρχη ενός λαού ευσεβούς, ευγενούς και φιλογενούς, τον οποίο υπεραγάπησα και για τον οποίο επί 34 χρόνια εργάζομαι νύχτα και ημέρα, αφού, όπως λέγω πολλές φορές, δε χόρτασα τον ύπνο, και προσπαθώ να γίνομαι χρήσιμος και ωφέλιμος.
Δε θα περιγράψω αυτά τα χρόνια της αρχιερατείας μου, γιατί τα ξεύρετε, αφού η ζωή μου είναι ζωή σε γυάλινο πύργο και το καθετί που γίνεται, έστω και αν δεν προβάλλεται, είναι γνωστό και γίνεται αιτία να δοξάζεται ο Θεός και να επαινείται η Εκκλησία μας.
Τον ευχαριστώ για τα πολλά χρόνια που μου χάρισε ως αρχιερέα, για τις 100 και πλέον χειροτονίες νέων ανθρώπων μορφωμένων και με ζήλο στολισμένων, χωρίς να λείπουν και οι αποτυχίες, όπως συμβαίνει σε πολύτεκνες ή ολιγότεκνες οικογένειες. Καί εκεί έχουμε διαζύγια, αποστασίες, θανάτους, αποτυχίες, χωρίς να σημαίνει και να προσδιορίζει αυτό την ευθύνη μόνο των γονέων. Ζούμε σε κοινωνία διεφθαρμένη και είναι αδύνατο να μην επηρεασθούν οι υποψήφιοι κληρικοί μας ή και οι ιερείς μας.
Ευχαριστώ τον Πανάγαθο Θεό για τα Μοναστήρια μας, που ανθίζουν και είναι λιμάνια «των του βίου πλωτήρων».
Ευγνωμονώ τους χριστιανούς μας, γιατί ευαισθητοποιήθηκαν στο θέμα της φιλανθρωπίας, ώστε να δημιουργηθούν 13 Φιλανθρωπικά Ιδρύματα και τα 12 να λειτουργούν άψογα, έστω και αν η οικονομική ύφεση μας κάνει να αγκομαχούμε. Έχει όμως ο Θεός και πιστεύουμε ότι η Πρόνοιά του δε θα μας εγκαταλείψει. Εκείνος που δίδει το στόμα θα φροντίσει και για την τροφή.
Ευγνωμονώ όλους τους καλούς μας συνεργάτες, κληρικούς και λαικούς που δώσαμε τα χέρια, που ενώσαμε τις καρδιές μας και δίδουμε όλοι μαζί ένα δυνατό «παρών» στις δύσκολες στιγμές των συνανθρώπων μας.
Χαίρομαι όλα αυτά τα χρόνια τη νεολαία μας στα κατηχητικά Σχολεία μα προπάντων στην Κατασκήνωση και διαπιστώνω ότι έχουμε τα καλύτερα παιδιά από όλες τις άλλες περιοχές της χώρας μας, χωρίς βέβαια να παραβλέπω και εκείνα που σκόνταψαν και περνούν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους χωρίς στόχο και νόημα, με πίκρα και απογοήτευση για τα ίδια και τους γονείς τους και για τα οποία προσευχόμαστε να κάνει ο Θεός το θαύμα Του.
Ο Γέροντας Παίσιος έλεγε: «Μιλήστε στα παιδιά σας για το Θεό και, αν δε σας ακούσουν, μιλήστε στο Θεό για τα παιδιά σας και θα σας ακούσει Εκείνος.
Όμως θα ήθελα να παρακαλέσω και εκείνους που ζούν χωρίς θρησκευτική μα προπάντων χωρίς μυστηριακή ζωή και να τους πω με πόνο και αγωνία: «Παιδιά μου, ο χρόνος της ζωής μας φεύγει ανεπιστρεπτί. Ας τον αξιοποιήσουμε, γιατί χάνει αυτούς που τον χάνουν. Η πέραν του τάφου ζωή είναι γεγονός. Γιατί γι΄αυτήν μίλησε το παναληθέστατο στόμα του Κυρίου μας. Η άλλη ζωή ας είναι το σημείο της αναφοράς μας και η επιδίωξή μας. Είπαν οι Πατέρες: Αν χάσεις τα χρήματά σου, ίσως θα τα βρείς. Αν χάσεις την υγεία σου, μπορεί να την ξαναβρείς. Μα αν χάσεις την ψυχή σου, δε θα την ξαναβρείς ποτέ».
Η μετάνοια και η επιστροφή κοντά στο Θεό και στη συνέχεια η μυστηριακή μας ζωή είναι το παν, γιατί νοηματοδοτούν τη ζωή μας.
Όταν έτσι συμπεριφερόμαστε, ξεύρουμε γιατί ζούμε. Καί είναι φοβερό να μην ξεύρουμε γιατί ήρθαμε εδώ.
Ειλικρινά πονώ ψυχικά, όταν βλέπω αδιάφορους ανθρώπους που ζούν χωρίς Θεό και είναι και αυτοί γεμάτοι λύπη, γιατί «ο Χριστός τους λείπει».
Είναι πανευτυχής ο άνθρωπος που έχει στην καρδιά του το Θεάνθρωπο και τον άνθρωπο.
Καί οι ομογενείς μας είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Ιδιαίτερη αγάπη τρέφω σ’αυτούς και βαθειά τους εκτιμώ για την προκοπή της εργασίας τους και για τις ευτυχισμένες οικογένειές τους.
Στο διάστημα της αρχιερατείας μου τους επισκέφτηκα στην Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία και τους καμάρωσα για την καταξίωσή τους. Πάντα προσεύχομαι γι΄ αυτούς και πάντα θα τους περιμένω με αγάπη και αισθήματα τιμής, ενώ ποτέ δε θα λησμονήσω τη δυνατή και αποτελεσματική συμπαράστασή τους στο φιλανθρωπικό έργο της Ιεράς Μητροπόλεώς μας και όχι μόνο.
Αδελφοί μου και Παιδιά μου,
Γιά την ενισχυτική και στηρικτική αγάπη σας ιδίως σε στιγμές δοκιμασιών και δυσκολιών μου σας ευγνωμονώ και παρακαλώ τον Πανάγαθο Θεό να σας αμείψει πλουσιοπάροχα. Γιά την κατανόησή σας σε θέματα που η ιδιότητά μου απαιτεί και οι ιεροί κανόνες επιβάλλουν σας ευγνωμονώ και σας χαρακτηρίζω ως συνειδητούς χριστιανούς που σε κάθε τέτοια στιγμή η προτίμησή σας γέρνει προς το μέρος της ελληνορθόδοξης παραδόσεώς μας και δε συνθηκολογεί με τους νεωτερισμούς της εποχής μας που στοχεύουν στον αφανισμό της ορθοδοξίας μας ή έστω στην αποδυνάμωσή της.
Γιά τη συμπαράστασή σας στο φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεως δε σας ευχαριστώ απλώς αλλά και σας θαυμάζω και σας προβάλλω ευκαίρως-ακαίρως προς μίμηση, γιατί σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου μας βλέπετε τον απέναντί σας εμπερίστατο άνθρωπο ως τον ίδιο το Χριστό και δείχνετε μια αγάπη μεγαλειώδη, έμπρακτη, χωρίς όρους και όρια και συνειδητοποιείτε κάθε στιγμή την τραγουδισμένη από τον ποιητή αλήθεια «ενός πατέρα είμαστε παιδιά».
Στούς κληρικούς μας αντιπροσφέρω την αγάπη μου και τη στοργή μου, τους παρακαλώ να στέκονται όρθιοι στις επάλξεις τους και να δίδουν το δυναμικό «παρών» στη χρεοκοπημένη εποχή μας, τη γεμάτη απαιτήσεις και μάλιστα περίεργες και παράλογες. Τούς εύχομαι να λάμπει ο βίος τους σαν αστραπή, για να ακούγεται στη συνέχεια ο λόγος τους σαν βροντή, όπως συνέβαινε με τον άγιο Βασίλειο.
Γιά τα τυχόν σφάλματά τους και τις παραλείψεις τους θεωρώ πρωτίστως τον εαυτό μου ένοχο, γιατί δεν τους βοήθησα όσο έπρεπε ή γιατί δεν πρόσεξα στην επιλογή τους όσο επιβαλλόταν.
Γιά τους νέους μας, τη γενιά που θα μας διαδεχθεί, εύχομαι καλή δύναμη, καλή προκοπή, αντίσταση μέχρις εσχάτων σε κάθε κακό, κόντρα στη διαφθορά και όρεξη να κάψουν κάθε κακό που θα συναντήσουν και διάθεση στη θέση του να φυτέψουν κάθε καλό που θα ομορφαίνει τη ζωή τους και θα βοηθήσει την κοινωνία μας ν’ανέβη ψηλότερα.
Ο Πανάγαθος Θεός, που είναι ο εξουσιαστής και του χρόνου και της ζωής μας, να μας βοηθήσει στην πνευματική μας αναγέννηση, σε μια πορεία διαφορετική, με στόχο πάντα τον ουρανό και τη βασιλεία Του, στην οποία όλοι μας έχουμε κληρονομικά δικαιώματα.
Ζητώ την αγάπη σας και την προσευχή σας για όσα χρόνια επιτρέψει ο Θεός να ζήσω κοντά σας, σ΄αυτή τη ζωή, για να είμαι χρήσιμος. Καί όταν έλθει η ώρα της αναχωρήσεώς μου για την αιωνιότητα να είμαι έτοιμος χωρίς βάρη, χωρίς χρέη και με Εκείνον στην καρδιά μου.
Γιά τις αναπόφευκτες πικρίες που έχω δοκιμάσει θεωρώ αίτιο μόνο τον εαυτό μου, γι’αυτό ζητώ τη συγγνώμη όλων εκείνων που θεωρήθηκαν αίτιοι του παραπικρασμού μου. Σ’ όλους προσφέρω τις εγκάρδιες ευχές και αρχιερατικές μου ευλογίες μαζί με την αγάπη μου, η οποία «πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει και ουδέποτε εκπίπτει».
+ Ο ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ & ΣΠΑΡΤΗΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ