(Παρέµβαση στην Ιεραρχία της Εκκλησίας, Μάιος 2016)
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος που πρόκειται να συνέλθη τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη ήταν «προσδοκία» πολλών, που την οραµατίσθηκαν, ετοιµάσθηκαν, κουράστηκαν, και τώρα οδηγείται προς την σύγκλησή της.
Τα ερωτήµατα τα οποία τίθενται είναι εάν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι αυτή που περίµεναν όσοι την οραµατίσθηκαν.
Γράφονται και λέγονται πολλά για το θεµα αυτό, άλλοι εκφράζουν την χαρά τους, γιατί επιτέλους ήλθε αυτή η ποθητή ώρα, άλλοι εκφράζουν έντονο προβληµατισµο, έντονο δισταγµο και άλλοι αισθάνονται πλήρη απογοήτευση. Στην µικρή αυτή τοποθέτηση θα περιορισθώ σε µερικές επισηµάνσεις.
1. Σύνοδος Προκαθηµένων
Η µέλλουσα να συνέλθη Σύνοδος έχει χαρακτηρισθή ως Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, στην πραγµατικότητα οµως θα είναι Σύνοδος των Προκαθηµένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Την άποψη αυτήν την στηρίζω στο ότι όλες οι κρίσιµες αποφάσεις ελήφθησαν από τους Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Στις 6-9 Μαρτίου του 2014 στην Κωνσταντινούπολη οι Προκαθήµενοι έλαβαν την απόφαση να συγκληθή η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος τον Ιούνιο του έτους 2016 και καθόρισαν την θεµατολογία της. Στις 27-28 Ιανουαρίου 2016 οι Προκαθήµενοι στο Σαµπεζύ της Γενεύης εψήφισαν τον Κανονισµο λειτουργίας (εκτός του Πατριαρχείου Αντιοχείας) και τα ετοιµασθέντα κείµενα από τις Επιτροπές, πλην ενός θεµατος το οποίο δεν υπεγράφη από δύο Πατριαρχεία (Αντιοχείας και Γεωργίας). Προ της ενάρξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου οι Προκαθήµενοι θα υπογράψουν το µήνυµα της Ιεράς Συνόδου, το οποίο θα καταρτισθή από έναν εκπρόσωπο από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Το πρόγραµµα των εργασιών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου θα καταρτισθή από τους Προκαθηµένους.
Τέλος δε τα κείµενα στην τελική τους µορφή θα ψηφισθούν και θα υπογραφούν από τους Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εποµένως, όπως φαίνεται από τα ανωτέρω η Σύνοδος αυτή είναι κυρίως Σύνοδος των Προκαθηµένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Και αυτό είναι συµβατικό, γιατί έως τώρα ήταν ελλιπής ή ανύπαρκτη η παρουσία του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιωάννου, αµφισβητείται δε προς το παρόν η παρουσία του κατά τις εργασίες της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Εποµένως, ούτε όλων των Προκαθηµένων είναι Σύνοδος. Θεωρητικά, βέβαια, υποτίθεται ότι οι Προκαθήµενοι εξέφρασαν ή εκφράζουν τις αποφάσεις των περί αυτών Συνόδων. Αυτό είναι θεωρητικό. Καίτοι το σύστηµα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι συνοδικό, εν τούτοις οµως σε πολλά θεµατα δεν λαµβάνονται αποφάσεις από τις Συνόδους.
∆εν γνωρίζω επαρκώς τι γίνεται στις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά γνωρίζω εκ του σύνεγγυς τι γίνεται στην δική µας Εκκλησία. Για την απόφαση συγκλήσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που ελήφθη τον Μάρτιο του 2014, για τα κείµενα που υπεγράφησαν τον Ιανουάριο του 2016 δεν εζητήθη η άποψη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν συζητήθηκαν κατά τις συνεδριάσεις της. Για τα υπόλοιπα, όπως για το µήνυµα το οποίο θα εκδώση η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, δεν γνωρίζω αν θα υπάρξη η συγκατάθεση και η απόφαση της Ιεραρχίας µας. Εποµένως, η µέλλουσα να συγκληθή Ιερά Σύνοδος είναι Σύνοδος των Προκαθηµένων και όχι Αγία και Μεγάλη Σύνοδος των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επιπροσθέτως, πρέπει να τονισθή ότι σέβοµαι απολύτως τον Μακαριώ- τατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυµο, ο οποίος διευθύνει την Εκκλησία της Ελλάδος µε σεβασµο στο Συνοδικό σύστηµα, ακούει τις απόψεις των Ιεραρχών και πάντοτε αποδέχεται τις αποφάσεις της Ιεραρχίας, χωρίς να επιδιώκη να την χειραγωγή.
Οµως, υπάρχει Πατριαρχικό Γραµµα, το οποίο απεστάλη στην Εκκλησία της Ελλάδος την 30η Σεπτεµβρίου του έτους 1999, συµφωνα µε το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει Προκαθήµενον, αλλά Προκαθηµένη είναι η Ιερά Σύνοδος. Μήπως µπορεί να ερµηνευθή αυτό ως υπαναχώρηση ή διαφορετικά; Τελικά, οι οποιεσδήποτε απόρροιες της Ιεράς Αυτής Συνόδου θα είναι αποφάσεις των Προκαθηµένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
2. Η παράκαµψη Μεγάλων Συνόδων
Η Σύνοδος αυτή σχεδιάσθηκε και προετοιµάσθηκε ως µια Οικουµενική Σύνοδος και µάλιστα η πρώτη σκέψη διατυπώθηκε το 1923 µε την 1600η επέτειο της Α΄ Οικουµενικής Συνόδου. Ετέθησαν περίπου εκατό (100) θεµατα τα οποία προέκυψαν όλο το διάστηµα της δεύτερης χιλιετίας, µε την απόσχιση του δυτικού τµηµατος της Ρωµαικής Αυτοκρατορίας (8ο-11ο αιώνα), την διαίρεση και του δυτικού Χριστιανισµου (15ο αιώνα), την ανάπτυξη ποικίλων ιδεολογικών ρευµάτων, όπως του ∆ιαφωτισµου, του Ροµαντισµου, του Γερµανικού ιδεαλισµου, του υπαρξισµου, αλλά και της εκκοσµίκευσης του ίδιου του Χριστιανισµου.
Τελικά, όλο αυτό το όραµα των «Πατέρων» της ιδέας αυτής κατέληξε στο να γίνη όχι µια Οικουµενική Σύνοδος, αλλά µια Αγία και Μεγάλη Σύνοδος που δεν µπορεί ακόµη να βρη την ταυτότητά της, µε µόνον έξι θεµατα άνευρα, ανεπίκαιρα, χωρίς ιδιαίτερη στοχοθεσία, και µερικά από αυτά είναι αποδεσµευµένα από την παράδοση των Πατέρων. Έχω ακούσει και διαβάσει ότι από πολλούς υποστηρίζεται ότι έχει να συγκληθή Αγία και Μεγάλη Σύνοδος περίπου 1.200 χρόνια και αυτή συνέρχεται για πρώτη φορά µετά από µια τέτοια µεγάλη χρονική περίοδο. Αυτό δηµιουργεί έντονο προβληµατισµο σε όλους όσοι ασχολούνται µε τα θεολογικά γραµµατα και την παράδοση της Εκκλησίας.
Με αυτόν τον λόγο, παρουσιάζεται ωσάν να υπάρχη ένα εκκλησιαστικό κενό µετά την Ζ΄ Οικουµενική Σύνοδο που έπρεπε να καλυφθή, ενώ έχουν συγκροτηθή µεγάλες και σηµαντικές Σύνοδοι, όπως επί Μεγάλου Φωτίου (879-80), επί αγίου Γρηγορίου του Παλαµα (1341-1351), όπως επίσης σηµαντικές Σύνοδοι έγιναν µεταξύ του 15ου-18ου αιώνος, µε καθοριστικές αποφάσεις. ∆ίνεται, λοιπόν, η εντύπωση ότι παρακάµπτονται και περιθωριοποιούνται όλες αυτές οι σηµαντικές Σύνοδοι. Αυτό το θεωρώ «προσβολή» εκ µέρους µας προς τους αγίους µας, Μέγα Φώτιο, άγιο Συµεών τον Νέο Θεολόγο, άγιο Γρηγόριο τον Παλαµα, αγίους Κάλλιστο και Φιλόθεο Κόκκινο, Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, άγιο Μάρκο τον Ευγενικό και όλους τους Ορθοδόξους Πατριάρχες της Ανατολής, κατά τον 15ο-18ο αιώνα. Φυσικά, αυτοί οι άγιοι δεν προσβάλλονται, αφού οι διδασκαλίες τους έχουν αποκτήσει οικουµενικό κύρος, η απόφαση της Θ΄ Οικουµενικής Συνόδου (1351) έχει συµπεριληφθή στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας, που διαβάζεται κατά την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, αλλά είναι προσβολή και πτώση δική µας από την Ορθόδοξη Παράδοση.
Φαίνεται ότι µε την Σύνοδο αυτή επιδιώκεται να αρχίση µια νέα εποχή της εκκλησιαστικής µας αποστασιοποίησης από την θεολογία και την ορολογία των Οικουµενικών και Πανορθοδόξων Συνόδων, από την Ζ΄ Οικουµενική Σύνοδο και µετά.
Έτσι, θα παρουσιασθή ότι υπάρχει ένα «κενό µνηµης», ένα «πνευµατικό αλτσχάιµερ» στην Ορθόδοξη Εκκλησία. ∆εν εξηγούνται αλλιώς µερικά σηµεία των κειµένων που έχουν ετοιµασθή, όπως και οι ερµηνευτικές αναλύσεις των υποστηρικτών τους. Φαίνεται να είναι µια κακέκτυπη µιµηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ως ιδέα ξεκίνησε µε την προσπάθεια για την σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Όπως η Β΄ Βατικανή Σύνοδος ανέπτυξε µια «νέα εκκλησιολογία» που από την έννοια «της αποκλειστικότητας» πέρασε στην θεολογία «της περιεκτικότητας» ή «βαπτισµατικής θεολογίας», κατά ανάλογο τρόπο µερικά σηµεία των κειµένων που ετοιµάσθηκαν για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο υπενθυµίζουν µια «νέα εκκλησιολογία» και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εφ’ όσον αναγνωρίζονται Μυστήρια και εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
3. Ελλιπής προετοιµασία
Αν έλθουµε στα καθ’ ηµας, διαπιστώνουµε ότι η Εκκλησία µας δεν προετοιµάσθηκε κατάλληλα για την Σύνοδο αυτή. Και είναι µια Εκκλησία που έχει υψηλό θεολογικό δυναµικό, ζωντανό µοναχισµο και καλά οργανωµένη εκκλησιαστική ζωή. Με όλα αυτά η Εκκλησία µας εκπαιδεύει, µε τις Θεολογικές Σχολές, Θεολόγους και Κληρικούς άλλων Τοπικών Εκκλησιών, έχει παγκόσµια ακτινοβολία, µε θεολογικά και ποιµαντικά κείµενα και πολλά άλλα. Οµως, για την επεξεργασία των κειµένων που θα υπογραφούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν υπήρξε επαρκής προετοιµασία και Συνοδικές Αποφάσεις. Τον Μάρτιο του 2014 στην Σύναξη των Προκαθηµένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη αποφασίσθηκε η Σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τον Ιούνιο του 2016, καθώς επίσης αποφασίσθηκε από Επιτροπή να επικαιροποιηθούν τα ήδη ετοιµασθέντα κείµενα.
Αντίθετα, οµως, όλοι εµεις οι Ιεράρχες διατελούσαµε εν αγνοία και λάβαµε τα οριστικά κείµενα, αφού υπεγράφησαν από τους Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τον Ιανουάριο στο Σαµπεζύ της Γενεύης και παρεπέµφθησαν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Ερχόµαστε τώρα να συζητήσουµε για τα κείµενα αυτά, όταν υπάρχουν λίγες δυνατότητες να διορθωθούν. Έχω στα χέρια µου τις εκθέσεις των εκπροσώπων της Εκκλησίας µας στην Ειδική ∆ιορθόδοξη Επιτροπή Αναθεωρήσεως των κειµένων, οι οποίες υποβλήθησαν στην ∆ιαρκή Ιερά Σύνοδο του έτους 2014-2015, καθώς επίσης έχω και τα αποσπάσµατα των Πρακτικών των Συνεδριάσεων της ∆ιαρκούς Ιεράς Συνόδου.
Οι εκπρόσωποί µας διαβεβαίωναν µε τις Εκθέσεις τους ότι τα κείµενα δεν έχουν προβλήµατα. Επίσης, η ∆ιαρκής Ιερά Σύνοδος διένειµε τις εκθέσεις και τα κείµενα στους Αρχιερείς προς ενηµέρωσή τους, χωρίς να φαίνεται από τα πρακτικά ότι έγιναν συζητήσεις ή δίδονταν κατευθυντήριες γραµµες για ενδεχόµενες τροποποιήσεις ή προσθήκες, εκτός από µια φορά που ελήφθη απόφαση για µερικές λεκτικές διορθώσεις. Κατά την Συνεδρίαση της Ιεραρχίας του έτους 2009 για τον διάλογο µε τους Ρωµαιοκαθολικούς αποφασίσθηκε: «1. ∆ιεπιστώθη η ανάγκη περαιτέρω πληρεστέρας ενηµερώσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, στα σηµαντικά αυτά ζητήµατα. ∆ηλώθηκε δε ότι εφεξής η Ιεραρχία θα λαµβάνη γνώση όλων των φάσεων των ∆ιαλόγων, διαφορετικά κανένα κείµενο δεν δεσµεύει την Εκκλησία. Άλλωστε αυτό συνιστά το Συνοδικό Πολίτευµα της Εκκλησίας. …
Το κείµενο της Ραβέννας και το κείµενο που πρόκειται να συζητηθεί στην Κύπρο τελούν υπό τον όρον της αναφοράς και εγκρίσεώς τους από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, εποµένως και από την Εκκλησία της Ελλάδος, Συνοδικώς διασκεπτοµένης. Αυτό πρακτικώς σηµαίνει ότι δεν θα υπάρξουν τετελεσµένα γεγονότα, χωρίς Συνοδική Απόφαση της Ιεραρχίας.
Οι Ιεράρχες είναι φύλακες της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως οµολόγησαν κατά την εις Επίσκοπον χειροτονία τους» (Ανακοινωθέν Ιεραρχίας, 16-10-2009). Εάν αυτό ελέχθη για το κείµενο της Ραβέννας, το ίδιο και περισσότερο έπρεπε να γίνη στην περίπτωση αυτή, αφού επρόκειτο να υπογραφούν κείµενα δεσµευτικά για όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Έπρεπε, λοιπόν, πέρυσι να συγκληθή πάραυτα η Ιεραρχία της Εκκλησίας µας, να µελετηθούν τα κείµενα από όλους τους Αρχιερείς, να γίνουν συγκεκριµένες εισηγήσεις και να ληφθούν αποφάσεις. Αυτό έγινε από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, από ο,τι γνωρίζω.
Εποµένως, αυτό που γίνεται σηµερα έπρεπε να γίνη προ της υπογραφής των κειµένων αυτών από τους 6 Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Σαµπεζύ της Γενεύης, τον Ιανουάριο του έτους 2016. Έπρεπε δε να ακούσουµε και τις απόψεις των Θεολογικών Σχολών και των Εκκλησιαστικών Ακαδηµιών, όπως και των Ιερέων, Μοναχών και των λαικών. Η σοβαρότητα κάθε Συνόδου έχει σχέση µε την σοβαρότητα µε την οποία αντιµετωπίζονται τα θεµατα.
∆υστυχώς, εµεις οι Επίσκοποι αρκούµαστε µόνον σε µια ποιµαντική διακονία µε κοινωνιολογική αναφορά και έχουµε αφήσει τα θεολογικά θεµατα σε µερικούς που παριστάνουν τους «ειδικούς». Τουλάχιστον, σε αυτήν την «έσχατη ώρα», την «δωδεκάτη», ας επιδείξουµε υψηλό αίσθηµα ευθύνης από πλευράς εκκλησιαστικού φρονήµατος και θεολογικής ορολογίας, να αποστασιοποιηθούµε από συναισθηµατικές «ευαισθησίες» και διάφορες εκκλησιαστικές σκοπιµότητες. ∆εν έχει σηµασία ποιοί θα εκπροσωπήσουν της Εκκλησία µας στην Σύνοδο αυτή, αλλά τι θα υποστηρίξη η Εκκλησία µας µε τις θέσεις που θα παρουσιάση.
Οπότε, η σηµερινή σύγκληση της Ιεραρχίας είναι πολύ σηµαντική, γιατί πρέπει να αποδεχθούµε την απόφαση της ∆ιαρκούς Ιεράς Συνόδου και στην πραγµατικότητα να αποφασίσουµε για θέσεις που προσδιορίζονται από την παράδοσή µας ή εάν θα επηρεασθούµε από σύγχρονες αντιλήψεις που αποστασιοποιούνται από την γλώσσα και το πνεύµα όλων των Οικουµενικών και Πανορθοδόξων Συνόδων της δεύτερης χιλιετίας.
Αυτό είναι το ζητούµενο. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ότι δεν είναι µόνον τα κείµενα των έξι θεµάτων, αλλά καίρια σηµασία έχει το µήνυµα που θα εκπονηθή και θα αναγνωσθή στην έναρξη της Συνεδριάσεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Έχει λεχθή ότι κι αν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο δεν συζητηθούν και δεν αποφασισθούν διάφορα θεµατα, το βασικότερο είναι το µήνυµα που θα αποσταλή σε όλο τον κοσµο. Έτσι, έχουµε επιλέξει έναν Μητροπολίτη να µας εκπροσωπήση στην σύνταξη του µηνύµατος. Θα έπρεπε σηµερα να γνωρίζουµε το περιεχόµενό του ή τα βασικά και κεντρικά σηµεία που θα περιλαµβάνη και να αποφασίσουµε σχετικά. Από ο,τι γνωρίζω ήδη ετοιµάζεται το κείµενο αυτό, θα ολοκληρωθή από την Ειδική Επιτροπή που θα συνεδριάση στην Κρήτη µια εβδοµάδα πριν την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, θα υπογραφή από τους Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και θα είναι το βασικό µήνυµα της Συνόδου αυτής. Το ερώτηµα που τίθεται είναι: Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος θα αγνοή το κείµενο αυτό, δεν θα λάβη γνώση του περιεχοµένου του, αφού θα είναι τόσο σηµαντικό;
Εγώ τουλάχιστον, όπως ελπίζω και πολλοί άλλοι αδελφοί, δεν εξουσιοδοτώ κανέναν να συντάξη και να υπογράψη ένα τέτοιο κείµενο, αν δεν το διαβάσω προηγουµένως. Προτείνω να προστεθή στο Μήνυµα η παράγραφος: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος είναι συνέχεια των Οικουµενικών Συνόδων των οκτώ πρώτων αιώνων και των Μεγάλων Συνόδων επί Μεγάλου Φωτίου, επί αγίου Γρηγορίου του Παλαµα και των µετέπειτα Συνόδων των Πατριαρχών της Ανατολής». Αυτά είναι τα καίρια και σηµαντικά θεµατα και όχι ποιος θα παρευρεθή στην Σύνοδο αυτή και ποιος θα αρνηθή να παρευρεθή για δήθεν «συνειδησιακούς λόγους».
4. Εκκλησιαστική διγλωσσία
∆ιαβάζοντας κανείς µερικά από τα κείµενα αυτά παρατηρεί ότι διαπνέονται από ένα πνεύµα διγλωσσίας. Η λέξη διγλωσσία µπορεί να ξενίζη, αλλά εκφράζει µια πραγµατικότητα όταν γνωρίζουµε όλο το πνεύµα που υπάρχει γύρω από τα σχετικά θεµατα. Σε άλλο κείµενό µου έχω επισηµάνει τα διφορούµενα θεµατα που υπάρχουν σε µερικά κείµενα, όπως το έχουν κάνει πολλοί άλλοι, Επίσκοποι, Κληρικοί, µοναχοί, θεολόγοι, λαικοί, και γι’ αυτό δεν µπορεί κανείς να ενοχλήται. Η επισήµανση αυτή είναι αναγκαία, αν σκεφθούµε ότι πρόκειται για Συνοδικά Πανορθόδοξα κείµενα, τα οποία πρέπει να είναι προσεγµένα. Μπορεί στην καθηµερινή µας επικοινωνία ή κάποτε σε κείµενά µας να έχουν περάσει µερικές λέξεις που προκαλούν προβληµατισµο, όπως για παράδειγµα µπορεί να γράφουµε ή να πουµε «Ρωµαιοκαθολική Εκκλησία» ή «Προτεσταντική Εκκλησία» κλπ., αλλά όταν συντάσσωνται οµολογιακά κείµενα, τα οποία θα παραµένουν ως αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, τότε πρέπει να ειµαστε προσεκτικοί. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαµας, κατά την διάρκεια των θεολογικών και ησυχαστικών αγώνων έχει καθιερώσει µια βασική αρχή: «έτερον εστιν η υπέρ της ευσεβείας αντιλογία και έτερον η της πίστεως οµολογία».
Αυτό σηµαίνει ότι στην αντιλογία µπορεί κανείς να χρησιµοποιήση κάθε είδους επιχειρήµατα, οµως όταν γράφη οµολογιακά κείµενα, τότε ο λόγος πρέπει να είναι σύντοµος και δογµατικώς ακριβής, όπως έκαναν οι άγιοι Πατέρες που εδογµάτισαν «βραχύ ρηµατι και πολύ συνέσει». 8 Έτσι, τα κείµενα που τίθενται ενώπιόν µας και πρόκειται να υπογραφούν και από την Εκκλησία µας πρέπει να είναι δογµατικώς καθαρά, και να µη διακρίνωνται από ασάφεια και σύγχυση, διαφορετικά δεν θα είναι κείµενα ορθόδοξα.
∆ιαβάζοντας κανείς προσεκτικά τις λέξεις που χρησιµοποιούνται καταλαβαίνει ότι επιδιώκεται να καλυφθούν κάποια θεµατα, όπως, δυστυχώς, γίνεται πολλές φορές µε τους νοµους που ψηφίζονται στα Κοινοβούλια και είναι φωτογραφικοί. Υπάρχει µια ασαφής και συγκεκριµένη πρακτική σε πολλά εκκλησιαστικά θεµατα που καλύπτονται κάτω από τις λέξεις των κειµένων, τα οποία κάνουν λόγο για άλλες Εκκλησίες.
Θα αναφέρω τρία παραδείγµατα από την έως τώρα πρακτική. Το πρώτον είναι το θεµα των πράξεων του 1965, που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη και το Βατικανό, αυτό που έχει καθορισθή να γράφεται ότι έγινε η άρση των αναθεµάτων. Να θυµίσω ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β΄ , ανεψιός του Μεγάλου Φωτίου, µε συνοδική απόφαση διέγραψε το όνοµα του Πάπα Ρωµης Σεργίου ∆΄ από τα δίπτυχα της Εκκλησίας το 1009, επειδή στην ενθρονιστήρια επιστολή του συµπεριέλαβε το Συµβολο της Πίστεως µε το filioque, και από τότε κανενός Πάπα το όνοµα δεν ετέθη στα δίπτυχα, οπότε υπάρχει ακοινωνησία. Αργότερα, το 1054 ο Καρδινάλιος Ουµβέρτος αναθεµάτισε τον Πατριάρχη Κηρουλάριο και άλλους δύο και εκείνος τον αναθεµάτισε. Αυτό σηµαίνει ότι η ακοινωνησία υπήρξε και πριν τα αναθέµατα, και φυσικά η άρση των αναθεµάτων δεν καταργεί την πράξη της ακοινωνησίας. Το ερώτηµα που τίθεται είναι: Το 1965 έγινε άρση αναθεµάτων ή άρση της ακοινωνησίας; Είναι ερώτηµα καίριο, διότι στην Πράξη του Οικουµενικού Πατριαρχείου της 7ης ∆εκεµβρίου του 1965 γράφεται ότι έγινε άρση αναθεµάτων, και εποµένως υφίσταται ακόµη η ακοινωνησία, ενώ σε δήλωση που υπογράφηκε στα γαλλικά µεταξύ του Οικουµενικού Πατριάρχου και του Πάπα και την οποία διάβασε ο Πάπας κατά την τελευταία ηµέρα (7 ∆εκεµβρίου) και πράξη της Β΄ Βατικανής Συνόδου, γράφεται ότι έγινε άρση ακοινωνησίας.
Έχω στην διάθεσή µου το κείµενο αυτό στην γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Το δεύτερο είναι συνέχεια του προηγουµένου ότι, δυστυχώς, στην εκκλησιαστική πρακτική όχι µόνον αναγνωρίζονται οι Ετερόδοξοι ως Εκκλησίες, αλλά υπάρχει και εκκλησιαστική και ευχαριστιακή κοινωνία! Εποµένως, υφίσταται µια εκκλησιαστική διγλωσσία, ασάφεια και σύγχυση. Αναφέροµαι σε ένα κείµενο µιάς Εκκλησίας, που χαρακτηρίζεται ως «Οµολογία», που εγκρίθηκε επισήµως και στο οποίο επικρατεί σε µεγάλο βαθµο η διγλωσσία και η σύγχυση. Ενώ γίνεται λόγος για Μία Εκκλησία, συγχρόνως χαρακτηρίζονται και άλλες οµολογίες ως Εκκλησίες, οι οποίες «αποτελούν την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν». Επίσης, γίνεται λόγος ακόµη για θεία Κοινωνία από το ίδιο άγιο Ποτήριο από όλους τους Χριστιανούς «διά λόγους ανάγκης και Χριστιανικής Μυστηριακής φιλοξενίας», όπως και για το ότι «όλοι οι Χριστιανοί µε το ίδιον βάπτισµα εγίναµεν µέλη του Σωµατος του Χριστού, που είναι η Εκκλησία».
Το τρίτο παράδειγµα είναι ότι πρόσφατα διάβασα το βιβλίο του καθηγητού Αντωνίου Παπαδοπούλου µε τίτλο «Θεολογικός διάλογος Ορθοδόξων και Ρωµαιοκαθολικών (ιστορία-κείµενα-προβλήµατα)» και διαπίστωσα ακόµη για µια φορά ότι κατά τον διάλογο αυτό και τις δηλώσεις και τα κοινά κείµενα µεταξύ του Οικουµενικού Πατριάρχου και του Πάπα, όπως και των αντιπροσώπων τους, επικρατεί µια γλώσσα ότι επικρατεί ένα πνεύµα «αδελφοσύνης ήτις προκύπτει εκ του µοναδικού βαπτίσµατος και εκ της συµµετοχής εις τα ιερά µυστήρια» και ότι «αι Εκκλησίαι ηµων αναγνωρίζουσιν αλλήλας ως Εκκλησίας αδελφάς, συνυπευθύνους εν τη διαφυλάξει της µόνης Εκκλησίας του Χριστού πιστής εις το θείον σχέδιον, όλως δε ιδιαζούσης εν όψει της ενότητος». Η διγλωσσία σε επίσηµα εκκλησιαστικά έγγραφα είναι µια οδυνηρή πραγµατικότητα που δείχνει την αποµάκρυνση από τα επίσηµα εκκλησιαστικά κείµενα δύο χιλιετιών. Αυτό δεν πρέπει να γίνη στα κείµενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
5. Ο όρος «αδελφαί Εκκλησίαι»
Στο κείµενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κοσµον», ενώ γίνεται λόγος για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι «η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», συγχρόνως γίνεται λόγος για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία «αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών ή Οµολογιών», οπότε γίνεται σύγχυση προς την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γι’ αυτό προτείνεται η διόρθωση του κειµένου αυτού. Το θεµα αυτό είναι σοβαρότατο, γιατί σε διάφορους θεολογικούς διαλόγους µεταξύ Ορθοδόξων και Ρωµαιοκαθολικών, όπως επίσης και σε επίσηµα κείµενα γίνεται λόγος για «αδελφές Εκκλησίες», µεταξύ των Ορθοδόξων και των Ρωµαιοκαθολικών, και δυστυχώς αυτός ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» ανέπτυξε µια ιδιαίτερη θεολογία και εκκλησιολογία.
∆εν είναι δε ένας τεχνικός όρος, αλλά µια σύγχρονη εκκλησιολογική θεολογία, που επικράτησε στην οικουµενική κίνηση. Για τον όρο «αδελφές Εκκλησίες» και µάλιστα όπως άρχισε να χρησιµοποιήται, γίνεται µια αναφορά σε κείµενο που εξέδωσε το Γραφείο της Επιτροπής για την διδασκαλία πίστεως του Βατικανού (30 Ιουνίου 2000), της οποίας προήδρευε ο Καρδινάλιος Ιωσήφ Ράντζιγκερ, µετέπειτα Πάπας Βενέδικτος. Ο όρος αυτός, συµφωνα µε το κείµενο αυτό, εµφανίσθηκε τον 12ο και 13ο αιώνα, χρησιµοποιήθηκε στους νεώτερους χρόνους από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα, υιοθετήθηκε από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο και έκτοτε χρησιµοποιήθηκε σε παπικά έγγραφα, σε προσφωνήσεις, σε επιστολές, σε εγκυκλίους κλπ. Επίσης, στο κείµενο που εξέδωσε η Επιτροπή για την διδασκαλία της πίστεως γίνεται µια θεολογική ανάλυση της εκφράσεως αυτής και παρουσιάζεται για το πως την εννοούν οι «Ρωµαιοκαθολικοί», ότι «η µια αγία, καθολική και αποστολική παγκόσµια Εκκλησία», που είναι η Παπική, «δεν είναι αδελφή, αλλά µητέρα όλων των συγκεκριµένων Εκκλησιών».
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον «θα πρέπει κάποιος να αποφεύγη, ως αιτία παρεξηγήσεως και θεολογικής σύγχυσης, την χρήση εκφράσεων όπως «οι δυό µας Εκκλησίες», η οποία αποδίδεται στην Καθολική Εκκλησία και στο σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών (ή µιάς Ορθόδοξης Εκκλησίας)». Πάντως, ο όρος αυτός «αδελφές Εκκλησίες», κατά το κείµενο, «µπορεί να χρησιµοποιείται µόνο για τις εκκλησιαστικές εκείνες κοινότητες, οι οποίες διατήρησαν έγκυρη επισκοπική διαδοχή και ευχαριστία».
Είναι φανερόν ότι ο όρος «αδελφές Εκκλησίες» χρησιµοποιείται από τους Παπικούς µε την θεολογική και εκκλησιολογική έννοια της εγκυρότητας των µυστηρίων και της επισκοπικής διαδοχής και δεν είναι ένας τεχνικός όρος, µε την προσθήκη ότι µητέρα Εκκλησία όλων των Εκκλησιών είναι η «Καθολική Εκκλησία». Είναι ενδιαφέρον ότι ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ σε λόγο του που εκφώνησε την 5η Ιουνίου 1991 στο Bialystok της Πολωνίας είπε για το θεµα αυτό: «Σηµερα βλέπουµε καθαρότερα και εννοούµε καλύτερα ότι οι Εκκλησίες µας είναι αδελφές Εκκλησίες, όχι υπό έννοια απλώς µιάς 11 εκφράσεως ευγενείας, αλλά υπό έννοια µιάς θεµελιώδους οικουµενικής εκκλησιολογικής κατηγορίας». Αυτό προέρχεται όχι µόνο από την Β΄ Βατικανή Σύνοδο, αλλά και από τα κείµενα που υπογράφησαν κατά τους θεολογικούς διαλόγους µεταξύ των Ορθοδόξων και Ρωµαιοκαθολικών στο Μόναχο (1982), στο Μπάρι (1987), στο Νέο Βάλαµο της Φινλανδίας (1988) και αργότερα στην Ραβένα (2007).
Υπενθυµίζω ότι στο Μόναχο καταρτίσθηκε κείµενο µε θεµα «Το µυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος»· στο Μπάρι καταρτίσθηκε κείµενο µε θεµα «Πίστις, µυστήρια και ενότης της Εκκλησίας»· στο Νέο Βάλαµο καταρτίσθηκε κείµενο µε θεµα «Το Μυστήριον της Ιερωσύνης εν τη µυστηριακή δοµη της Εκκλησίας και ιδία η σπουδαιότης της αποστολικής διαδοχής διά τον αγιασµον και την ενότητα του λαού του Θεού»· και στην Ραβένα καταρτίσθηκε κείµενο µε θεµα «Εκκλησιολογικαί και κανονικαί συνέπειαι της µυστηριακής φύσεως της Εκκλησίας.
Εκκλησιαστική κοινωνία, συνοδικότης και αυθεντία».
Τα τέσσερα αυτά κείµενα καταρτίσθηκαν και εγκρίθηκαν από τους αντιπροσώπους των Ορθοδόξων Εκλησιών, µε την προοπτική όταν θα ολοκληρωθή ο θεολογικός διάλογος, θα εγκριθή από τις κατά τόπους Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Ύστερα από αυτά εξάγονται αναµφιβόλως δύο σηµαντικά συµπερά- σµατα. Το πρώτο συµπέρασµα είναι ότι ο όρος «αδελφαί Εκκλησίαι» και ο όρος «Εκκλησία» για τους Ρωµαιοκαθολικούς δεν είναι τεχνικός όρος, αλλά απόδοση εκκλησιαστικότητος στις χριστιανικές αυτές κοινότητες. Το δεύτερο συµπέρασµα είναι ότι τα ως άνω κείµενα υπεγράφησαν από τους εκπροσώπους και της Εκκλησίας της Ελλάδος µε την απαραίτητη οµως προϋπόθεση ότι θα έλθουν τελικά προς έγκριση στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή τελούν υπό τον απαραίτητο όρο του ad referendum.
Αν οµως στο κείµενο που πρόκειται να ψηφισθή στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Κρήτη παραµείνη η έκφραση ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορική ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Οµολογιών» και άλλες παρόµοιες εκφράσεις, τότε αναγνωρίζονται εµµέσως τα κείµενα που ήδη έχουν υπογραφή από τους αντιπροσώπους, καίτοι είναι προβληµατικά, χωρίς να έλθουν προς έγκριση στην Ιεραρχία µας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον πρέπει να προηγηθή η έγκριση ή µη των τεσσάρων κειµένων από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. 12 Εποµένως, πρέπει οπωσδήποτε στο κείµενο που πρόκειται να συζητηθή και να ψηφισθή στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο να µη χαρακτηρίζωνται άλλες Χριστιανικές Κοινότητες και Οµολογίες ως Εκκλησίες.
6. Το «έγκυρο» και «υποστατό» του Βαπτίσµατος
Συνέχεια του προηγουµένου είναι ότι πολλοί ισχυρίζονται ότι το Βάπτισµα των Ετεροδόξων είναι «έγκυρο» και «υποστατό», δηλαδή δεν ταυτίζονται τα χαρισµατικά µε τα κανονικά όρια της Εκκλησίας. Οι παλαιότεροι Αρχιερείς του Οικουµενικού Πατριαρχείου χρησιµο- ποιούσαν την κανονική τάξη περί του κατ’ ακρίβειαν και κατ’ οικονοµίαν τρόπου αποδοχής κάποιων ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Έκαναν διάκριση ότι άλλο είναι αν υπάρχουν Μυστήρια εκτός Εκκλησίας –που δεν υπάρχουν– και άλλο είναι το πως αποδεχόµαστε κάποιον ετερόδοξο στην Εκκλησία. Κατ’ ακρίβειαν δεν υπάρχουν Μυστήρια εκτός της Εκκλησίας, αλλά κατ’ οικονοµίαν αποδεχόµαστε κάποιον µε Χρισµα ή λίβελλο, όταν η βάπτιση γίνεται στο όνοµα του Τριαδικού Θεού, όπως νοείται ορθοδόξως, και µε τριττή εµβάπτιση στο νερό. Αυτό µας αναπαύει. Η άποψη µερικών να µετατρέπουν την οικονοµια, από µια προσωρινή υποστολή της ακρίβειας σε µόνιµη κατάσταση, είναι ανεπίτρεπτη. Έτσι, πολλοί ισχυρίζονται ότι το βάπτισµα των ετεροδόξων-αιρετικών είναι «έγκυρο» και «υποστατό», πραγµα που δεν το ισχυρίζονται οι Κανόνες 7 της Β΄ Οικουµενικής Συνόδου και 95 της Πενθέκτης Οικουµενικής Συνόδου.
Αλλά πέρα από τις δύο αυτές Οικουµενικές Συνόδους δεν πρέπει να παροραθή ότι στην λατινική παράδοση έχει εισαχθή η αίρεση του filioque, η αίρεση του actus purus, άλλες αιρετικές αποκλίσεις, καθώς επίσης και ο ραντισµος στο βάπτισµα και η επίχυση ύδατος, παρακάµπτοντας την εµβάπτιση του εµβαπτιζοµένου στο νερό. Έπειτα, διερωτάται κανείς γιατί να µη είναι «έγκυρα» και «υποστατά» το Χρισµα, η θεία Ευχαριστία στους ετεροδόξους µε την ίδια νοοτροπία; Και γιατί είναι «έγκυρο» και «υποστατό» το βάπτισµα των ετεροδόξων, όταν ταυτοχρόνως εµποδίζονται να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων, που είναι ο βαθύτερος σκοπός του βαπτίσµατος;
∆ηλαδή, κατά µερικούς θεολόγους το βάπτισµα των ετεροδόξων είναι «έγκυρο» και «υποστατό», αλλά δεν παράγει εκκλησιαστικά αποτελέσµατα, αφού είναι ανενεργό , όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος επίσκοπος Ιππώνος; Η άποψη περί «εγκύρου» και «υποστατού» βαπτίσµατος συνδέεται µε την Αποστολική ∆ιαδοχή, δηλαδή «έγκυρη» και «υποστατή» Ιερωσύνη. Αυτή η θέση είναι παράδοξη, διότι η Αποστολική ∆ιαδοχή δεν είναι «µαγική» και µηχανική πράξη, δεν είναι µόνον µια σειρά, αδιάκοπη έστω, χειροτονιών, αλλά κυρίως και προ παντός διαδοχή αποστολικού τρόπου, κατά το Απολυτίκιο: «Και τρόπων µέτοχος, και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόµενος, την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας επίβασιν· διά τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτοµων, και τη πίστει ενήθλησας µέχρις αιµατος, Ιεροµάρτυς Ιγνάτιε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ηµων».
Η απώλεια της Ορθοδόξου αποκαλυπτικής πίστεως, η εισαγωγή της σχολαστικής θεολογίας ως ανωτέρας από την αποστολική και την πατερική θεολογία, δεν συνιστά Αποστολική διαδοχή. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Μεγάλου Βασιλείου: «οι δε της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύµατος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η µετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν» (α΄ Κανών). Όπως επίσης είναι γνωστή η φράση από τον Κανόνα της Συνόδου της Καρχηδόνος: «Παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου Εκκλησία ουκ έστιν, αδύνατον αµαρτηµάτων άφεσιν λαβείν». Πέρα του δογµατικού αυτού θεµατος τίθεται έντονος προβληµατισµος, και από ιστορικής πλευράς, της αδιάκοπης σειράς χειροτονιών, αφού παραδίδεται ιστορικά ότι ο Καρλοµάγνος και οι διάδοχοί του τοποθετούσαν ως Επισκόπους λαικούς χωρίς χειροτονία, τους θεωρούσαν ως διοικητικά όργανα µέσα στο φεουδαλιστικό σύστηµα που επέβαλαν, µε αποτέλεσµα να διαµαρτύρεται, πριν το 1009, ακόµη και ο Πάπας της Ρωµης προς τους Γερµανούς Ηγεµόνες. Ιστορικά έχει αποδειχθή ότι πριν το σχισµα της Παλαιάς Ρωµης προς την Νέα Ρωµη, υπήρξε σχισµα των Επαρχιών όπου κυριαρχούσε ο Καρλοµάγνος προς την Παλαιά Ρωµη.
Το έτος 794 στην Φραγκφούρτη καταδικάστηκε η Ζ΄ Οικουµενική Σύνοδος και το έτος 809 στο Άαχεν εισήχθη το filioque, και όλα αυτά πέρασαν και στην Εκκλησία της Παλαιάς Ρωµης, όταν κατελήφθη από τους Φράγκους. ∆ιαβάζοντας το βιβλίο «∆ιάλογοι» του Πάπα Ρωµης Γρηγορίου, του ονοµαζοµένου ∆ιαλόγου, βλέπει κανείς την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωµης προ του 7ου αιώνος µ.Χ., την θεολογία της και τον ησυχασµο της, τα κοινά σηµεία µε την θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, τον αγώνα των Ορθοδόξων Παπών, Επισκόπων και µοναχών προς τους αιρετικούς Γότθους, Βησιγότθους, Βανδάλους, Λογγοβάρδους και ακόµη προς τους Φράγκους, όπως και τα µαρτύρια, την σφαγή που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι της Παλαιάς Ρωµης από τα Γερµανικά φύλα. Και όλα αυτά συνέβαιναν στις αρχές του 7ου 14 αιώνος. Τότε, για ποια αποστολική παράδοση και διαδοχή οµιλούµε, όταν όλα είναι προβληµατικά, και τα θεολογικά, και τα εκκλησιαστικά, και τα ιστορικά;
7. Η κακοδοξία της οντολογίας του προσώπου
Το θεµα του προσώπου δεν είναι «σχολαίο», δηλαδή σχολαστικό, είναι µεγίστης σηµασίας.
Έχει εισαχθή στην ορολογία µας, το χρησιµοποιούµε συχνά, κάνουµε λόγο για το «ανθρώπινο πρόσωπο» και την «ιερότητά» του, για την διαφορά µεταξύ «προσώπου και ατόµου» και πολλά άλλα που είναι άρνηση της θεολογίας των Πατέρων µας. ∆ιάβασα το κοινό ανακοινωθέν που υπεγράφη στην Μυτιλήνη µεταξύ του Πάπα, του Πατριάρχου και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Γίνεται λόγος για «προστασία της ανθρώπινης ζωής», για «ανθρωπιστική κρίση», για «παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεµελιωδών ανθρωπίνων δικαιωµάτων και ελευθεριών τους», για «κρίση ανθρωπιστική», αλλά όχι για «ανθρώπινο πρόσωπο». ∆υστυχώς, σηµερα έχει αντικατασταθή η ωραιότατη και θεολογικότατη λέξη άνθρωπος από τις λέξεις πρόσωπο, ανθρώπινο πρόσωπο, που µου θυµίζουν την παλαιότερη φράση «σοσιαλισµος µε ανθρώπινο πρόσωπο», και µε αυτή την έννοια από την θεολογία φθάσαµε στην κοινωνιολογία για τα ανθρώπινα δικαιώµατα.
Βεβαίως, σεβόµαστε τα ανθρώπινα δικαιώµατα, αλλά η θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν µπορεί να περικλεισθή µόνον σε αυτά. Η λέξη πρόσωπο και άτοµο για τον άνθρωπο και τα σχετικά µε την «οντολογία του προσώπου» έχουν µια διαδροµη από τον Θωµα τον Ακινάτη µέχρι τον Καντ, τον γερµανικό ιδεαλισµο (Φίχτε, Σέλινγ, Χαίγκελ), την ρωσική θεολογία και τον υπαρξισµο, και χρησιµοποιούνται κυρίως από µερικούς Ορθοδόξους. Πρόκειται για µια µορφή «θεολογικού ιού», που έχει προσβάλει την ορθόδοξη θεολογία µας. Και µπορεί, ίσως, να χρησιµοποιούµε τον όρο αυτόν στην καθηµερινή µας γλώσσα, χωρίς να το αντιλαµβανόµαστε, αλλά όταν εισάγεται αυτός ο όρος σε επίσηµα συνοδικά και εκκλησιαστικά κείµενα, τότε αποτελεί θεολογική παρεκτροπή. Οι σύγχρονοι θεολόγοι που χρησιµοποιούν τις φράσεις «ανθρώπινο πρόσωπο», «αναγκαιότητα της φύσεως», «βούληση ή ελευθερία του προσώπου» σαφώς παραβιάζουν την ορθόδοξη θεολογία ότι η φύση είναι καλή, και όχι αναγκαστική, η θέληση-βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου, το πρόσωπο ταυτίζεται µε το άτοµο κ.α.
Η σύνδεση µεταξύ της θέλησης και του προσώπου καταργεί τον Τριαδικό Θεό, εισάγει τριθεία, και η σύνδεση µεταξύ φύσεως και ανάγκης αποδίδει µοµφη στον Θεό για την δηµιουργία του ανθρώπου. Έτσι, στο κείµενο πρέπει να αντικατασταθούν τα περί προσώπου, µε την λέξη άνθρωπος. Τι ωραία είναι αυτή η λέξη µε το ορθόδοξο περιεχόµενο του κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωση! Φυσικά, κάθε άνθρωπο ως δηµιούργηµα του Θεού πρέπει να τον σεβόµαστε και δεν µπορεί να τον ονοµάζουµε πρόσωπο για να δείχνουµε τον σεβασµο µας σε αυτόν. Επειδή µερικοί επικαλούνται τον Γέροντα Σωφρόνιο που οµιλούσε περί προσώπου θέλω να επισηµάνω ότι όσα έγραφε ο Γέροντας δεν έχουν καµµια σχέση µε εκείνα που αναλύουν οι σύγχρονοι θεολογούντες περσοναλιστές.
Ο Γέροντας ταύτιζε το πρόσωπο-υπόσταση µε την πορεία από το κατ’ εικόνα στο καθ’ οµοίωση και στην πραγµατικότητα µε τον όρο πρόσωπο «ζωγράφιζε» τον άγιο Σιλουανό.
Συµπέρασµα
Τα κείµενα που έχουν γραφή και υπογραφή από τους Προκαθηµένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών και πρόκειται να συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο προκαλούν σε µερικά σηµεία, διότι στις ηµέρες µας παρατηρείται, ακόµη και µέσα στην Εκκλησία µια σύγχυση µεταξύ της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαµα και της διδασκαλίας των ουµανιστών πολεµίων του.
Τα κείµενα καταρτίσθηκαν χωρίς δηµόσιο διάλογο και θεολογική «διαβούλευση», γι’ αυτό δηµιούργησαν θεολογικές αντιδράσεις, και δικαίως. Οµως, µερικοί «έξυπνοι» οµίλησαν σκληρά γι’ αυτούς που δικαίως αντιδρούν µε θεολογικά επιχειρήµατα και τους ονόµασαν «»στρατευµένη φράξια» µιάς ιδεολογικής ορθοδοξίας», της «ορθοδοξίας «αγιατολάχ»». Στρέφονται εναντίον «της σύναξης των πεφωτισµένων και θεουµένων γερόντων και πνευµατικών πατέρων», και γράφουν: «Καιρός πιά, για τους υπεύθυνους εκκλησιαστικούς ηγέτες και όλους εµας, να τελειώνουµε µ’ αυτήν την καρικατούρα της δήθεν πιστότητας στην Παράδοση, µ’ αυτούς τους ορθοδόξους «αγιατολλάχ», που θεωρούν πως έχουν την ευθύνη της ανά τον κοσµον ορθοδοξίας…».
Το πρόβληµα, λοιπόν, είναι ότι επιχειρείται µια χειραφέτηση από την παράδοση της Εκκλησίας, η οποία αρχίζει από την 7η Οικουµενική Σύνοδο και φθάνει µέχρι σηµερα, µια αποδυνάµωση και αποµάκρυνση από την διδασκαλία των θεουµένων αγίων µας, κυρίως του Μεγάλου Φωτίου, του 16 αγίου Συµεών του Νέου Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου του Παλαµα, του αγίου Μάρκου του Ευγενικού και όλων των άλλων Φιλοκαλικών Πατέρων. Αν δεν είναι έτσι, ας οµολογήσουν επισήµως στο µήνυµα, που θα εκπέµψουν, την πιστότητά τους στις Μεγάλες Συνόδους µετά την Ζ΄ Οικουµενική Σύνοδο, ήτοι στις Συνόδους επί Μεγάλου Φωτίου, επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαµα και στις εν συνεχεία Συνόδους των Πατριαρχών της Ανατολής, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Είναι τόσο απλό!