Σε μακροσκελή του επιστολή προς τον Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ αναφέρεται στους προβληματισμούς του για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που θα διεξαχθεί τον Ιούνιο στην Κρήτη.
Αριθμ. Πρωτ.486 Εν Πειραιεί τη 12ηΜαΐου 2016
Προς τον Σεβασμιώτατον
Μητροπολίτην Κιέβου
και Πάσης Ουκρανίας
κ.κ. Ονούφριον
Εις Κίεβον.
Σεβασμιώτατε Άγιε εν Χριστώ Αδελφέ,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Την Υμετέραν Σεβασμιότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμενος μετά βαθυτάτων αισθημάτων αγάπης εν Χριστώ απευθύνω προς Υμάς εκ προσώπου του ευαγούς Κλήρου και του φιλοχρίστου λαού της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Μητροπόλεως της ναυλόχου πόλεως του Πειραιώς και πρώτου λιμένος της Ελλάδος, θερμές εόρτιες προσρήσεις επί τη λαμπροφόρω Αναστάσει του Κυρίου.
Γνωστόν τυγχάνει το πολυσχιδές και επίμοχθον έργον το οποίον επιτελεί ηΥμετέρα Σεβασμιότης τόσον διά τον ευαγγελισμόν και επιστηριγμόν των Ορθοδόξων πιστών, όσον και διά την περιφρούρησιν και διαφύλαξιν του πιστού λαού της Ουκρανίας εκ τούαθεμίτου και δολίου προσηλυτισμούεκ της δαιμονικής και επαράτου Ουνίας εν τήΥμετέρα θεοφρουρήτω επαρχία, εν μέσω μάλιστα πολιτικών αναταραχών και πολεμικών συγκρούσεων. Ιδιαιτέρως χαιρόμεθα και δοξάζομεν τον άγιον Τριαδικόν Θεόν, διότι Υμείς, Σεβασμιώτατε εξακολουθείτε να παραμένετε εις τους δυσχειμέρους καιρούς μας στερρώς και ακλονήτως προσηλωμένος εις την Ορθόδοξον πίστιν και τας Ορθοδόξους παραδόσεις.
Εις μίαν εποχήν εις την οποία κυριαρχεί η παντοειδής αποστασία καίο θρησκευτικός συγκρητισμός, η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία μας δοκιμάζεται διά μίαν εισέτι φοράν από μία πρωτοφανή πρόκληση, κατά την δισχιλιετή πορείαν της, την λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», η οποία θα συνέλθει εκτός απροόπτου, τον προσεχή Ιούνιο στην Κρήτη. Εν όψει του κορυφαίου αυτού εκκλησιαστικού γονότος, η καθ’ ημάς Ιερά Μητρόπολις εν συνεργασία μετά των Ιερών Μητροπόλεων Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, και Κυθήρων, ως και της Συνάξεως Κληρικών και Μοναχών, συνδιοργάνωσε Θεολογική – ΕπιστημονικήΗμερίδα, με θέμα: «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ: Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες», ηοποία έλαβε χώρα την Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στην αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς. Ιδιαιτέρως ευχαριστούμεν την Υμετέραν Σεβασμιότητα διότι με την σύμφωνο γνώμη σας παρέστη και ετίμησε με την παρουσία του την εν λόγω Ημερίδα οΕπίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος, οοποίος καίαπηύθυνε χαιρετισμό.
Την Ημερίδα ετίμησαν επίσης με την παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικών Σωματείων καίΟργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. ΗΕπιστημονικήΕπιτροπή, αποτελούνταν από α) την ελαχιστότητά μου, β) τον Αιδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ομότιμο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ομότιμο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Αθανάσιο Αναστασίου, Προηγούμενο της Ιεράς Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και τον ελλογιμώτατο Καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη. Στην Ημερίδα παρέστη καίαπηύθυνε χαιρετισμόο προιστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς της Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε από τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικό της καθ’ Ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, οοποίος καίανέγνωσε τον χαιρετισμό του.
Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες: Από την ελαχιστότητά μου, τους εισηγητές Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου καίΑγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, Γλυφάδας κ. Παύλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία, τους ομοτίμους πανεπιστημιακούς καθηγητές, Αιδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνό και π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τους Πανοσιολογιωτάτους Αρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον π. Αθανάσιο Αναστασίου, τους Αιδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., και π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), εφημέριό του Ιερού ΝαούΑγίου Νικολάου Πατρών, τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Παύλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντή του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της καθ’ Ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, τον ελλογιμώτατο κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ», και τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), εφημέριο του Ιερού ΝαούΑγίας Παρασκευής Νέας Καλλιπόλεως της καθ’ Ημάς Ιεράς Μητροπόλεως.
Από τις εισηγήσεις και τον επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καίεγκρίθηκε ομοφώνως το παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω από την Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οιΑπόστολοι, οι Πατέρες και οιάγιες Σύνοδοι. Όταν μία Σύνοδος δεν θεολογείορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτήαπό τόΟρθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς να τους παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτή τα συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες, ήεπηρεάζονται από πολιτικές, ήάλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε ότι σήμερα πολλάυψηλάιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μήόφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές, επίσης, περιπτώσεις δημιουργούνται, στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις, αντιπαλότητες, η κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετάαπό μια μακράιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε, από την θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας καίακρίβειας των προς συζήτηση κειμένων καίακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογικήορθότητα, με την οποία αυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα :
3) Η μη συμμετοχήόλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνο εικοσιτεσσάρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τάυπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν, όχι αντιπροσώπευση, αλλά την μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχήεπισκόπων απόόλες τις επαρχίες της ανά την Οικουμένην Εκκλησίας. Επίσης, ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, με τον απαράδεκτο ισχυρισμόότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοί της Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους αγίους Πατέρες, οιοποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της νάέχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο καίισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά, ούτε και Πανορθόδοξος μπορεί νάαποκληθείηεν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχήόλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.
Εξ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, και γι’ αυτόαπαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, μέαπαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται νάέχει δική του ψήφο και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων νάισχύσει ηαρχή: «η ψήφος των πλειόνων κρατείτω». Απαράδεκτο θεωρούμε, επίσης, το να προαποφασίζονται τα θέματα καίο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου, χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών νάέχει εκφράσει συνοδικώς την επί των θεμάτων αυτών τοποθέτησή του.
4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας με την Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγικήαποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οιίδιοι οι πρωτεργάτες τους. Η δήθεν προσφερομένη βοήθεια μέσω των Διαλόγων για την επιστροφή των Ετεροδόξων στην εν Χριστώαλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται καίαποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά, οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της αντιχρίστου λεγομένης «Νέας Εποχής» και της Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό, που παρουσιάζουν τα προς συζήτηση στη μέλλουσα Σύνοδο προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτάη κριτικήαξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο και της συμμετοχής της στην Οικουμενι(στι)κη Κίνηση και το λεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ηοποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως.
5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροή την θεολογικήασυνέπεια, η καίαντίφαση. Έτσι, τόάρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώντας την –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική καίΑποστολικήΕκκλησία». Όμως, στόάρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικάότι «ηΟρθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών καίΟμολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής». Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικόερώτημα: Αν ηΕκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατά το Σύμβολο της Πίστεως και την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (αρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος γιάάλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές ότι αυτές οιάλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οιετερόδοξες, όμως, «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» από τους Ορθοδόξους, επειδή, δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσο οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικάορθό να τους αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μιάς, Αγίας, Καθολικής καίΑποστολικής Εκκλησίας».[1]
Στόίδιο άρθρο (6) υπάρχει καίδεύτερη σοβαρή θεολογικήαντίφαση. Στην αρχή τούάρθρου αυτού σημειώνεται τόεξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας ηενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, τούίδιου άρθρου γράφεται ότι ηΟρθόδοξος Εκκλησία, με την συμμετοχή της στην Οικουμενι(στι)κη Κίνηση, έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα». Εδώ τίθεται τόερώτημα: Εφόσον ηενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενι(στι)κης Κινήσεως; Μήπως υπονοείται ηεπιστροφή των δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο, όμως, δεν διαφαίνεται από το γράμμα και το πνεύμα συνόλου του Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται ηεντύπωση ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.
6) Τόως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας,ηοποία έχει εκφραστείήδη κατά την Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδο. Αυτήη νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση τούβαπτίσματος όλων των χριστιανικών αιρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονικήεγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτήΕκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7ο Ιερό Κανόνα της Β΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου και τον 95ο της ΣΤ΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου. Ωστόσο, οιεν λόγω Ιεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας με την αίρεση. Ούτε, ασφαλώς, υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε ηΕκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων», για την οποία μιλούν οιεν λόγω Ιεροί Κανόνες, βρίσκεται μόνο στην Ορθοδοξία καίόχι στην αίρεση.
Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί νάεφαρμοστεί στους Δυτικούς (Παπικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις και τα κριτήρια, που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και, επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματική αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται νάαρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, νάεγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοία την διά τούΑγίου Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία.
7) Τόίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες η πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμμία αίρεση και καμμία διαστροφή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα, οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις από τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων και των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές η τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται ηΟρθόδοξη Εκκλησία καίηετεροδοξία να «υπερβούν» (§ 11). Το ζητούμενο για τους συντάκτες είναι ηενότητα των «Εκκλησιών», καίόχι ηενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σέάρνηση και καταδίκη των πλανών καίετεροδιδασκαλιών, που παρεισέφρησαν στη ζωή των αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.
8) Τόως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στο λεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καίαποτιμά θετικά την συμβολή του στην Οικουμενι(στι)κη Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη καίισότιμη συμμετοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν και την συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας και την προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17).Ωστόσο, η εικόνα, που μας δίδει το κείμενο σχετικά με το «Π.Σ.Ε.», είναι ψευδής καίεπίπλαστη. Κατ’ αρχήν, αυτή καθ’ εαυτήν ηένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ έναν οργανισμό, πούεμφανίζεται ως υπερεκκλησία, καίη συνύπαρξη καίσυνεργασία της με την αίρεση, συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της καίαθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότητα του «Π.Σ.Ε.» είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές αιρέσεις του «Π.Σ.Ε.», όπως φαίνεται από την 70ετή ιστορία του. Όλα δείχνουν ότι τόεπιδιωκόμενο στο «Π.Σ.Ε.» είναι ηομογενοποίηση των «ομολογιών»-μελών του μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές αιρέσεις-μέλη του «Π.Σ.Ε.» και τόαδιέξοδο, στόοποίο αυτοίέχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δεν καταδικάζονται τάαπαράδεκτα απόΟρθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του «Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) καίεπιπλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τάοποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχή του σοδομισμούαπό πολλές αιρέσεις κλπ.
9) Ηαλλαγή τούΗμερολογίου το 1924από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματικήενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργικήενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύ των πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν καίώθησαν ετερόδοξες «ομολογίες» και μυστικές εταιρείες, μέσω του Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονήόλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και νάεπιλύσει το θέμα. Δυστυχώς, κατά την μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινόεορτασμό του Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τάεκεί τόενδιαφέρον και νάατονήσει η συζήτηση για την θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμό των ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντικήανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικών Εκκλησιών το θέμα τούΗμερολογίου αποσύρθηκε από τον κατάλογο των θεμάτων, ενώήταν το κατ’εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.
10) Ηιστορία των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων μας βεβαιώνει ότι αυτές συγκαλούνταν κάθε φορά, που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματικήεμπειρία της εκκλησιαστικής αληθείας και την έκφρασή της από τόεκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται, όχι για νάοριοθετήσει την πίστη έναντί της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμικήαναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία τούεκκλησιαστικού σώματος, αλλάαντίθετα την υποβαθμίζει και την υποτιμά, την περιθωριοποιεί και την παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή καίη θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιάς εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, πούεκφράζει μιάακαδημαική, αποστεωμένη, άνευρη καίαπνευμάτιστη θεολογία, αποκομμένη από τόεκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής της ορθότητας και της εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι μοναχοί καίο πιστός λαός του Θεού, οοποίος, με την γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση, επικυρώνει,ήαπορρίπτει τις αποφάσεις τους. Όμως, στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτήη σημαντική παράμετρος, επειδήεκφράστηκε επισήμως ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα καίόχι τόΟρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μιάάλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» είναι ηαναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση τούΟρθοδόξου πληρώματός της Η΄ (879-880) επίιερού Φωτίου του Μεγάλου και της Θ΄ (1351) επίαγίου Γρηγορίου του Παλαμάσυγκληθεισών, οιοποίες έχουν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων καίέχουν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά, τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.
12) Ηορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και τούορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμμία σύντμηση,η προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οιοποίοι έχουν ανάγκη νάαποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία καίασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν, με το παράδειγμά τους και τον ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας, να διδάξουν διακριτικά το ποίμνιό τους. ΗΟρθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέόλα τα μήκη και πλάτη της Οικουμένης την οικονομία σέόλο το μεγαλείο της. Είναι τόσα πολλά τα κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, πούαναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός, πούυφίσταται από την μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οιοποίοι κόπτονται για τον σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθεί τον ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιό του Παπισμού, τόοποίο καθορίζει θεσμικά καίασφυκτικάακόμα και την οικονομία.
13) Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνος η παναίρεση του Οικουμενισμού εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οιατελείωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων μέηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη) μαρτυρούν,ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σέένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, ηοποία επιδιώκει νάεκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην Αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος τούΑποστόλου των Εθνών Παύλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη καίανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος»; (Β΄ Κορ. 6, 14).Επίσης, τόιδανικό της ειρηνικής συνυπάρξεως, τόοποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον λόγο του Κυρίου, «ειεμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιω. 15, 20), και με τον λόγο τούΑποστόλου Παύλου «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν ΧριστώΙησού διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δεν μπόρεσαν, δυστυχώς, να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω καίέναν αλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα, μάλιστα έφθασαν στόαξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τον πιστό λαό του Θεού, παρασύροντας στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη και προκαλώντας έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση τούΟρθοδόξου φρονήματος. Παρά την πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, οισλαμικός φανατισμός, όχι μόνο δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο.
14) Οι αγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί με τους αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει να μας εμπνέουν και να μας οδηγούν στην διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαικής θρησκείας παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή χαναανιτικά καίαργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες, (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοίάρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος για την διαφύλαξη της καθαρής μωσαικής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατά των διαφόρων ψευδοπροφητών, οιοποίοι αναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι, με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη με την Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας καίότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων. Ο τρόπος, με τον οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι ηεν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικάόρια της Εκκλησίας.
Ωστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί νάοριοθετήσει διαφορετικά την μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις ότι ηεν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί «Αγία καίΜεγάλη Σύνοδος» επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και να την εδραιώσει. Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα, είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν θα γίνουν δεκτές από τον ευσεβή κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού, ενώηίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστικήιστορία ως ψευδοσύνοδος.
Σεβασμιώτατε,
Η μέλλουσα «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», αν πραγματικά θέλει να είναι Ορθόδοξη Σύνοδος, θα πρέπει να λάβει, κατά την ταπεινή μας γνώμη, τις εξής καίριες αποφάσεις:
α) Νάεπικυρώσει τις αποφάσεις όλων προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, (Α΄ έως και Ζ΄ Οικουμενικές), δηλαδή τους υπό των αγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικούς όρους και Ιερούς Κανόνες.
β) Να αναγνωρίσει τις θεωρούμενες από όλους τους Ορθοδόξους δύο συνόδους τούενάτου και δεκάτου τετάρτου αιώνος ως οικουμενικές, δηλαδή την Η΄ επί Μεγάλου Φωτίου, το 879, και την Θ΄ επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του 1351, οιοποίες, κατεδίκασαν η μεν πρώτη το Filioque και το πρωτείο του Πάπα ως αιρέσεις, η δε δεύτερη την περί κτιστής Χάριτος αίρεση, επομένως και τον Παπισμό ως αίρεση.
γ) Να καταδικάσει την συγκρητιστική παναιρέση του Οικουμενισμού, όπως την αποκαλούσε ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
δ) Να καταδικάσει την παρουσία και συμμετοχή των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.).
ε) Να τερματίσει τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους και τους Θεολογικούς Διαλόγους με τους Ρωμαιοκαθολικούς, τις προετεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε. και τους Μονοφυσίτες.
στ) Να καταδικάσει την μεταπατερική καίαντιπατερική «νέα εκκλησιολογία», ηοποία απορρίπτει τα χαρισματικά, δογματικά και κανονικάόρια της Εκκλησίας.
ζ) Να εκλέξει, να χειροτονήσει και να ενθρονίσει στο πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχείο της Ρώμης νέο Ορθόδοξο Πάπα Ρώμης, μη αναγνωρίζοντας καίεκθρονίζοντας τον σημερινό καταληψία του Πατριαρχείου της Δύσεως και αιρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Έτσι, θα λυθούν τα θέματα του Παπισμού, της Ουνίας και του Προτεσταντισμού.
η) Να δημιουργήσει Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, λύνοντας το θέμα της Διασποράς, και
θ) Να ακολουθήσει την Πατερική οδό μαχίμου επανευαγγελισμού της Οικουμένης, με την δημιουργία δορυφορικής πλατφόρμας για την Ορθόδοξη μαρτυρία σε 17 γλώσσες. Με τον τρόπο αυτό, θα κονιορτοποιήσει τις αιρέσεις με παγκόσμιο λόγο και πατερική παρρησία, θα δοξάσει τον Θεό και θα διασφαλίσει τόανθρώπινο πρόσωπο.
Τα κείμενα της Συνόδου πρέπει να ξαναγραφούν από την αρχή, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πνεύμα των Αγίων Πατέρων και της εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Δεν αρκεί να συγκληθεί μια Σύνοδος μόνο και μόνο για νάαποδειχθεί στον κόσμο ότι οιΟρθόδοξοι είμαστε ενωμένοι. Ενωμένοι σε τι; Ηένωση γίνεται μόνο βάσει της Αληθείας. Ηενότητα είναι ο καρπός τούΑγίου Πνεύματος, όπως μας λέγει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στην αρχιερατική Του προσευχή: «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς… αγίασον αυτούς εν τήαληθεία σου… ίνα και αυτοίώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία» (Ιω.17,11,17,19).Ηενότητα της Εκκλησίας συνίσταται στην ακέραιη καίαβλαβή διαφύλαξη των διδασκαλιών της ορθής πίστεως, την οποία μας παρέδωσαν οιΆγιοι Απόστολοι και οιΆγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καίαποσχισμένοι από την Εκκλησία είναι όλοι εκείνοι, που φρονούν διαφορετικάαπό τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, καθώς μας λέγει οΆγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Οιάγιοι Πατέρες ονόμασαν «Καθολική» την Εκκλησία Του, επειδή μόνο αυτή διατηρεί στην πληρότητά της, την Αλήθεια και την Ομολογία της Πίστεως, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Πρέπει απαραιτήτως να κατανοηθείότι δεν επιχειρείται νάαλλάξει ούτε η νηστεία, ούτε η τάξη του μοναχισμού, ούτε η τάξη των ιερών ακολουθιών, όμως παραχαράσεται και στρεβλώνεται το πιο νευραλγικό σημείο, δηλαδή η εκκλησιολογική δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Σεβασμιώτατε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά την πλήρη αφιέρωση και τη θυσιαστικήαγάπη Σας για τον Σωτήρα Ιησούν Χριστόν, τον Οποίο διακονείτε μέόλη την ύπαρξή Σας, Σας απηύθυνα αυτές τις σκέψεις, οιοποίες μας προβληματίζουν.
Προσευχόμαστε ημέρα και νύχτα στον Αρχιποιμένα μας καίεν πάσιν πρωτεύοντα Κύριον Ιησούν Χριστόν, να Σας ενισχύει να παραμένετε πάντοτε αμετακίνητος στην Ορθόδοξο πίστη και Παράδοση, ως άξιος διάδοχος όχι μόνο των «θρόνων των Αποστόλων», αλλά και του βίου, της πίστεως και της ομολογίας τους. Είησαν τάέτη Υμών, όλβια, υγιεινά και πανευφρόσυνα!
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1]Η αναφερθείσα ασάφεια του κειμένου δύναται να ερμηνευτεί εύκολα μέσα από το πνεύμα των αντιλήψεων του Ιησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα της Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου και του Yves Congar. Ορισμένες από τις αντιλήψεις τους υιοθετεί και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζιζιούλας, όπως την «θεωρία των ατελών εκκλησιών», σύμφωνα με την οποία ορισμένες εκκλησίες βρίσκονται πιο κοντά, ενώ άλλες πιο μακριά από την πλήρη Εκκλησία. Στην περίπτωση της Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ο Παπισμός είναι η πλήρης Εκκλησία, ενώ οι άλλες (συμπεριλαμβανομένης και της Ορθοδόξου Εκκλησίας) είναι οι ατελείς εκκλησίες. Το συμπέρασμα, που προκύπτει, βάσει των πληροφοριών και της μελέτης των θεολογικών κειμένων, σχετικά με αυτή την πρωτοφανή εκκλησιολογία, όπως προκύπτει από τις θεολογικές απόψεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζιζιούλα, και την ανάλυση της εκκλησιολογίας της Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η πλήρης Εκκλησία, ενώ οι άλλες (συμπεριλαμβανομένων των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού) είναι οι ατελείς εκκλησίες. Όμως, αυτή η αντίληψη μας παραπέμπει σε μια βατικανοποίηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία προσπαθεί να εισαγάγει συνοδικώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως επί κεφαλής αυτής της κίνησης, στην μέλλουσα να συγκληθεί «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Οι θεωρίες των «αδελφών εκκλησιών», των «δύο πνευμόνων της Εκκλησίας» (Ορθοδοξία και Παπισμός), των «κλάδων», της «μεταπατερικής και μετακανονικής θεολογίας», της «βαπτισματικής θεολογίας», η θεωρία ότι η Εκκλησία περιλαμβάνει όλες τις ομολογίες, οι οποίες αποσχίστηκαν από αυτήν, η αποδοχή των μικτών γάμων με τους ετερόδοξους κ.α. αποτελούν εκφράσεις και μορφές της νέας εκλησιολογίας, της νέας μεταπατερικής η καλύτερα αντιπατερικής εκκλησιολογίας. Σύμφωνα με την θεωρία «της βαπτισματικής θεολογίας», όποιος βαπτίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος είναι μέλος της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως πίστεως, δόγματος και ομολογίας. Όμως, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε αναγνώρισαν το βάπτισμα των αιρετικών, παρά μόνον κατ’ οικονομίαν τους δέχονταν, με την προϋπόθεση ότι απαρνούνται την αίρεση και επιστρέφουν στην Ορθοδοξία και εφόσον διατηρούσαν την εξωτερική μορφή του Βαπτίσματος με τις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις. Σύμφωνα με του Ιερούς Κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου: «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών, δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν τε και συνήθειαν», και πιο κάτω, «πάντας τους απ αυτών θέλοντας προστίθεσθαι τη ορθοδοξία». Η οικονομία δεν δύναται ποτέ να μετατραπεί σε κανόνα πίστεως η σε δόγμα. Το κείμενο αυτό της Συνόδου είναι κατ’εξοχήν δογματικό, όμως είναι αντορθόδοξο, επειδή επιτρέπει εντελώς λανθασμένες ερμηνείες, οι οποίες ενθαρρύνουν τις ετερόδοξες αντιλήψεις, πράγμα που σημαίνει αλλοίωση της αποκαλυφθείσας Αληθείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.