«Η μέλλουσα να συγκληθεί “Αγία και Μεγάλη Σύνοδος” δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία».
Αυτό αναφέρει μεταξύ άλλων σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Βουλγαρίας Νεόφυτο για τη Μεγάλη Σύνοδο ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ.
Αναλυτικά η επιστολή του
Αριθμ. Πρωτ. 487
Εν Πειραιεί τη 12η Μαΐου 2016
Τω Μακαριωτάτω Μητροπολίτη Σόφιας
και Πατριάρχη πάσης Βουλγαρίας
Κυρίω κ. ΝΕΟΦΥΤΩι και τη περί ΑυτώΙερά Συνόδω
Εις ΣΟΦΙΑN
Μακαριώτατε και Αγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αδελφοί,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Πάνυ ευλαβώς, μετά βαθυτάτων αισθημάτων ευγνωμοσύνης εκ προσώπου του ευαγούς Κλήρου και του φιλοχρίστου λαού της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Μητροπόλεως της ναυλόχου πόλεως του Πειραιώς και πρώτου λιμένος της Ελλάδος προάγομαι όπως υποβάλω θερμές συγχαρητήριες προσρήσεις και ειλικρινείς ευχαριστίες για τις πεπνυμένες αποφάσεις της καθ’Υμάς Ιεράς Συνόδου[1], ηοποία συνήλθε την 27ηνΑπριλίου ε.ε. και ασχολήθηκε με θέματα και έγγραφα, που σχετίζονται με την επικείμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», που προβλέπεται να πραγματοποιηθείστήν Κρήτη από 16 έως 27 Ιουνίου τ.ε. και ιδιαιτέρως με το κείμενο υπό τον τίτλο«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον».Πάνυ ορθώς και σαφώς, ιεροκανονικώς και ορθοδόξως, διά της φωτιστικής Χάριτος του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος, η καθ’Υμάς Ιερά Σύνοδος ομοφώνως απεφάσισε ότι :
Α)Στην Ορθόδοξη Εκκλησία,με την φράση«υπέρ της των πάντων ενώσεως» πάντοτε εννοείται ότι εκείνοι, που έχουν πέσει σε αίρεση ή σχίσμα, πρέπει πρώτα να επιστρέψουν στην Ορθόδοξη πίστη και να αποδείξουν υπακοή προς την Αγία Εκκλησία, και στη συνέχεια, μέσω της μετανοίας, μπορούν να ενταχθούν στην Εκκλησία.
Β) ΗΑγία Ορθόδοξος Εκκλησία, ηοποία είναι ηMια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ποτέ δεν απώλεσε την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία εν Αγίω Πνεύματι μεταξύ των μελών Αυτής. Επειδή δε αυτή θα θριαμβεύει ως το τέλος του κόσμου, όπως είπε ο Κύριος «και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18), καίαυτή η κοινωνία επίσης πάντα θα θριαμβεύει.
Γ) Εκτός από την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν άλλες εκκλησίες, αλλά μόνον αιρέσεις και σχίσματα.Το να ονομάζονται οι τελευταίες «εκκλησίες» είναι από θεολογικής, δογματικής και κανονικήςαπόψεως εντελώς λανθασμένο.
Δ) Ηεπιστροφήστήν ορθή πίστη αφορά τους αιρετικούς και τους σχισματικούς και σε καμία περίπτωση δεν σχετίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
ΣΤ)Η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία το 1998 εξήλθε από τόλεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», ήμάλλον Αιρέσεων. Με την αποχώρησή της εξέφρασε την αποδοκιμασία της για την λειτουργία του «Π.Σ.Ε.», δεδομένου ότι δεν μπορεί να είναι μέλος μιάς οργάνωσης, στην οποία αυτή θεωρείται ως «μία εκ των πολλών ή ως κλάδος της μιάς Εκκλησίας, που ψάχνει και αγωνίζεται για την πραγμάτωσή τηςστό«Παγκόσμιον Συμβούλιον Εκκλησιών», και
Ζ) Ένας είναι ο Κύριος, μία είναι ηΕκκλησία, όπως λέγεται στο Σύμβολο της Πίστεως.
Στην ίδια γραμμή και στόίδιο πνεύμακινήθηκε, Μακαριώτατε, και η Θεολογική – Επιστημονική Ημερίδα, με θέμα : «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ : Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»,ηοποία έλαβε χώρα την Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, στην αίθουσα «Μελίνα Μερκούρη», στο Νέο Φάληρο Πειραιώς.
Την διοργάνωση, την οποία πραγματοποίησαν οιΙερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καίη καθ’Ημάς, καθώς καίη Σύναξη Κληρικών και Μοναχών, τίμησαν μέτήν παρουσία τους Σεβασμιώτατοι Αρχιερείς, Καθηγούμενοι και Γερόντισσες Ιερών Μονών, αγιορείτες Πατέρες, κληρικοί, πρόεδροι Χριστιανικών Σωματείων καίΟργανώσεων, Καθηγητές Θεολογικών Σχολών και Θεολόγοι και γύρω στους χίλιους πιστούς. Την Ημερίδα διοργάνωσε πενταμελής ΕπιστημονικήΕπιτροπή, ηοποία αποτελούνταν από α) την ελαχιστότητά μου, β) τόνΑιδεμιολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, Ομότιμο Καθηγητήτής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, γ) τόνΑιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση, Ομότιμο Καθηγητήτής Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. δ) τόνΠανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. ΑθανάσιοΑναστασίου, Προηγούμενοτής Ι. Μονής του Μεγάλου Μετεώρου, και ε) τόνελλογιμώτατοΚαθηγητήτής Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη.
Στην Ημερίδα παρέστη καίαπηύθυνε χαιρετισμόοΕπίσκοπος Μπαντσέν κ. Λογγίνος της Ουκρανικής Εκκλησίας καίο προιστάμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους π. Σάββας. Επίσης,οΣεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λόβετς της καθ’Υμάς Βουλγαρικής Εκκλησίας κ. Γαβριήλ εκπροσωπήθηκε απότόν Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Ματθαίο Βουλκανέσκου, κληρικότής καθ’Ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, οοποίος καίανέγνωσε τον χαιρετισμό του.
Το γενικό θέμα της Ημερίδος αναπτύχθηκε σε τέσσερις Συνεδρίες:Απότήν ελαχιστότητά μου και τους εισηγητές Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεο, Γλυφάδας κ. Παύλο, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, και Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία, τους ομοτίμους πανεπιστημιακούς καθηγητές, Αιδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Γεώργιο Μεταλληνό και π. Θεόδωρο Ζήση, τον κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, τούςΠανοσιολογιωτάτουςΑρχιμανδρίτες π. Σαράντη Σαράντο, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον π. Αθανάσιο Αναστασίου, τους Αιδεσιμολογιωτάτους Πρωτοπρεσβυτέρους π. Πέτρο Heers, Διδάκτορα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., και π. Αναστάσιο Γκοτσόπουλο, (Μr Θεολογίας), εφημέριο τούΙερού ΝαούΑγίου Νικολάου Πατρών, τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Παύλο Δημητρακόπουλο, (Μr. Θεολογίας), Διευθυντήτού Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της καθ’Ημάς Ιεράς Μητροπόλεως, τον ελλογιμώτατο κ. Σταύρο Μποζοβίτη, Θεολόγο –Συγγραφέα, μέλος της Αδελφότητος Θεολόγων ο «Σωτήρ», καίτόν Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο π. Άγγελο Αγγελακόπουλο, (Μr Θεολογίας), εφημέριο τούΙερού ΝαούΑγίας Παρασκευής Νέας Καλλιπόλεωςτής καθ’Ημάς Ιεράς Μητροπόλεως.
Από τις εισηγήσεις καίτόν επακολουθήσαντα διάλογο προέκυψε καίεγκρίθηκε ομοφώνως το παρακάτω Ψήφισμα-Πόρισμα:
1) Η Θεολογία της Εκκλησίας μας είναι καρπός της Θείας Αποκαλύψεως, εμπειρία της Πεντηκοστής. Δεν νοείται Εκκλησία χωρίς Θεολογία και δεν νοείται Θεολογία έξω απότήν Εκκλησία, την οποία εξέφρασαν οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και οιάγιες Σύνοδοι. Όταν μία Σύνοδος δεν θεολογεί ορθοδόξως, δεν μπορεί να είναι γνήσια Ορθόδοξη Σύνοδος, αποδεκτήαπό το Ορθόδοξο πλήρωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν οι συμμετέχοντες στη Σύνοδο δεν έχουν την πείρα των θεουμένων Πατέρων, η τουλάχιστον δεν ακολουθούν αυτούς, χωρίς νάτούς παρερμηνεύουν. Στην περίπτωση αυτήτά συνοδικά μέλη διατυπώνουν κακόδοξες διδασκαλίες ήεπηρεάζονται από πολιτικές,ήάλλες σκοπιμότητες. Η σύγχρονη εκκλησιαστική πραγματικότητα απέδειξε ότι σήμερα πολλάυψηλάιστάμενα πρόσωπα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας επηρεάζονται, ως μήόφειλε, από πολιτικούς παράγοντες. Σε πολλές,επίσης, περιπτώσεις δημιουργούνται,στις ενδοεκκλησιαστικές σχέσεις, αντιπαλότητες,ή κυριαρχούν εθνικιστικές και πολιτικές σκοπιμότητες.
2) Μετάαπό μια μακράιστορία προετοιμασίας της συγκλήσεως της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», ενενήντα τριών ετών, διαπιστώνουμε,απότήν θεματολογία, τα προσυνοδικά κείμενα και τις δηλώσεις των διοργανωτών, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα Συνοδικότητος, έλλειμμα θεολογικής πληρότητος, σαφήνειας καίακρίβειας των προς συζήτηση κειμένων καίακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα ως προς την θεολογικήορθότητα, μέτήν οποίααυτά είναι διατυπωμένα. Πιο συγκεκριμένα:
3) Η μη συμμετοχήόλων των επισκόπων στην μέλλουσα να συγκληθεί Σύνοδο, αλλά μόνοεικοσιτεσσάρων από κάθε Τοπική Αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι ξένη προς την Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Τάυπάρχοντα ιστορικά στοιχεία μαρτυρούν,όχι αντιπροσώπευση, αλλάτήν μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχήεπισκόπων απόόλες τις επαρχίες της ανάτήν ΟικουμένηνΕκκλησίας. Επίσης,ο μη χαρακτηρισμός της ως Οικουμενικής, μέτόν απαράδεκτο ισχυρισμόότι δεν μπορούν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν οι «χριστιανοίτής Δύσεως», έρχεται σε πλήρη αντίθεση μέτούς αγίους Πατέρες, οιοποίοι συγκροτούσαν τις Άγιες Συνόδους ερήμην των αιρετικών. Κατ’ακολουθίαν είναι απαράδεκτο οι διοργανωτές της νάέχουν την αξίωση το κύρος της να είναι ισοδύναμο καίισάξιο με τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά, ούτε και Πανορθόδοξος μπορεί νάαποκληθείηεν λόγω Σύνοδος, διότι προφανώς αποκλείεται η συμμετοχήόλων των Ορθοδόξων Επισκόπων.
Εξ ίσου αμάρτυρο στην Εκκλησιαστική και Κανονική μας Παράδοση, καίγι’ αυτόαπαράδεκτο, είναι το σχήμα: μία ψήφος-μία Εκκλησία, μέαπαραίτητη την ομοφωνία όλων των Τοπικών Εκκλησιών. Ο κάθε επίσκοπος δικαιούται νάέχει δική του ψήφο και στις αποφάσεις των μη δογματικών θεμάτων νάισχύσει ηαρχή: «η ψήφος ταών πλειόνων κρατείτω».Απαράδεκτο θεωρούμε,επίσης,το να προαποφασίζονται τα θέματα καίο τρόπος οργανώσεως της Συνόδου, χωρίς το κυρίαρχο σώμα των κατά τόπους Ιεραρχιών των Τοπικών Εκκλησιών νάέχει εκφράσει συνοδικώς την επίτών θεμάτων αυτών τοποθέτησή του.
4) Οι μέχρι τώρα γενόμενοι Διαχριστιανικοί Διάλογοι της Ορθοδοξίας μέτήν Ετεροδοξία κατέληξαν σε τραγικήαποτυχία, την οποία ομολογούν σήμερα και αυτοί οιίδιοι οι πρωτεργάτες τους. Η δήθεν προσφερομένη βοήθεια μέσωτών Διαλόγων για την επιστροφήτών Ετεροδόξων στην εν Χριστώαλήθεια και την Ορθοδοξία διαψεύδεται καίαποδεικνύεται ανύπαρκτη. Τελικά, οι Διάλογοι εξυπηρέτησαν και προώθησαν τους στόχους της αντιχρίστου λεγομένης «Νέας Εποχής» καίτής Παγκοσμιοποιήσεως. Ένα σημαντικό κενό,που παρουσιάζουν τα προς συζήτηση στη μέλλουσαΣύνοδο προσυνοδικά κείμενα, είναι το γεγονός ότι παραδόξως απουσιάζει σ’ αυτάη κριτικήαξιολόγηση της μέχρι σήμερα πορείας τόσο των διμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας καίτών λοιπών χριστιανικών κοινοτήτων, όσο καίτής συμμετοχής της στην Οικουμενι(στι)κη Κίνηση καίτόλεγόμενο «Π.Σ.Ε.», ηοποία υπήρχε στα κείμενα της Γ΄ Προσυνοδικής Διασκέψεως.
5) Το προσυνοδικό κείμενο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» παρουσιάζει κατά συρροήτήν θεολογικήασυνέπεια,ή καίαντίφαση. Έτσι, τόάρθρο 1 διακηρύσσει την εκκλησιαστικήαυτοσυνειδησία της Ορθόδοξου Εκκλησίας, θεωρώνταςτην –πολύ σωστά– ως την «Μία, Αγία, Καθολική καίΑποστολικήΕκκλησία».Όμως, στόάρθρο 6 παρουσιάζει μία αντιφατική προς το παραπάνω άρθρο (1) διατύπωση. Σημειώνεται χαρακτηριστικάότι «ηΟρθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών καίΟμολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ’ αυτής».Εδώ γεννάται το εύλογο θεολογικόερώτημα: Αν ηΕκκλησία είναι «ΜΙΑ», κατάτό Σύμβολο της Πίστεως καίτήν αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (αρθρ. 1), τότε, πως γίνεται λόγος γιάάλλες Χριστιανικές Εκκλησίες; Είναι προφανές ότι αυτές οιάλλες Εκκλησίες είναι ετερόδοξες. Οιετερόδοξες,όμως, «Εκκλησίες» δεν μπορούν να κατονομάζονται καθόλου ως «Εκκλησίες» απότούς Ορθοδόξους, επειδή, δογματικώς θεωρούμενα τα πράγματα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για πολλότητα «Εκκλησιών», με διαφορετικά δόγματα και μάλιστα σε πολλά θεολογικά θέματα. Κατά συνέπεια, ενόσο οι «Εκκλησίες» αυτές παραμένουν αμετακίνητες στις κακοδοξίες της πίστεώς τους, δεν είναι θεολογικάορθό νάτούς αναγνωρίζουμε –και μάλιστα θεσμικά– εκκλησιαστικότητα, εκτός της «Μιάς, Αγίας, Καθολικής καίΑποστολικής Εκκλησίας».[2]
Στόίδιο άρθρο (6) υπάρχει και δεύτερη σοβαρή θεολογικήαντίφαση. Στην αρχήτούάρθρου αυτού σημειώνεται τόεξής: «Κατά την οντολογικήν φύσιν της Εκκλησίας η ενότης αυτής είναι αδύνατον να διαταραχθή». Στο τέλος, όμως, τούίδιου άρθρου γράφεται ότι ηΟρθόδοξος Εκκλησία, μέτήν συμμετοχή της στην Οικουμενι(στι)κη Κίνηση,έχει ως «αντικειμενικόν σκοπόν την προλείανσιν της οδού της οδηγούσης προς την ενότητα».Εδώ τίθεται τόερώτημα: Εφόσον ηενότητα της Εκκλησίας είναι δεδομένη, τότε τι είδους ενότητα Εκκλησιών αναζητείται στο πλαίσιο της Οικουμενι(στι)κης Κινήσεως; Μήπως υπονοείται ηεπιστροφήτών δυτικών χριστιανών στη ΜΙΑ και μόνη Εκκλησία; Κάτι τέτοιο,όμως, δεν διαφαίνεται απότό γράμμα καίτό πνεύμα συνόλουτού Κειμένου. Αντίθετα, μάλιστα, δίνεται ηεντύπωση ότι υπάρχει δεδομένη διαίρεση στην Εκκλησία και οι προοπτικές των διαλεγομένων αποβλέπουν στην διασπασθείσα ενότητα της Εκκλησίας.
6) Τόως άνω κείμενο κινείται στα πλαίσια της νέας οικουμενιστικής Εκκλησιολογίας, ηοποία έχει εκφραστείήδη κατάτήν Β΄ Βατικανήψευδοσύνοδο. Αυτήη νέα Εκκλησιολογία έχει ως βάση την αναγνώριση του βαπτίσματος όλων των χριστιανικών αιρέσεων, (βαπτισματική θεολογία). Οι συντάκτες του κειμένου, προκειμένου να προσδώσουν κανονικήεγκυρότητα και συνοδική νομιμότητα στην κακόδοξη αυτήΕκκλησιολογία, επικαλούνται τον 7οΙερό Κανόνα της Β΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου καίτόν 95οΙερό Κανόνα της ΣΤ΄ Αγίας και Οικουμενικής Συνόδου. Ωστόσο, οιεν λόγωΙεροί Κανόνες ρυθμίζουν μόνο τον τρόπο εισδοχής στην Εκκλησία των μετανοημένων αιρετικών και δεν αναφέρονται καθόλου στο «εκκλησιαστικό status» των αιρέσεων, ούτε στη διαδικασία διαλόγου της Εκκλησίας μέτήν αίρεση.Ούτε, ασφαλώς, υπονοούν το «υποστατόν» των μυστηρίων των ετεροδόξων, ούτε ότι οι αιρέσεις παρέχουν σώζουσα Θεία Χάρη. Ουδέποτε ηΕκκλησία αναγνώρισε και διεκήρυξε εκκλησιαστικότητα στην πλάνη και στην αίρεση. Η «μερίς των σωζομένων», γιάτήν οποία μιλούν οιεν λόγωΙεροί Κανόνες, βρίσκεται μόνο στην Ορθοδοξία καίόχι στην αίρεση.
Η οικονομία, που εισηγούνται οι παραπάνω Κανόνες, δεν μπορεί νάεφαρμοστεί στους Δυτικούς (Παπικούς και Προτεστάντες), γιατί στερούνται τις θεολογικές προϋποθέσεις καίτά κριτήρια, που θέτουν οι συγκεκριμένοι Κανόνες. Και,επειδή δεν μπορεί να γίνει οικονομία στην δογματικήαυτοσυνειδησία της Εκκλησίας μας, οι Δυτικοί καλούνται νάαρνηθούν τις αιρέσεις τους, να τις αναθεματίσουν, νάεγκαταλείψουν τις Θρησκευτικές Κοινότητές τους, να κατηχηθούν και να ζητήσουν εν μετανοίατήν διάτούΑγίου Βαπτίσματος ένταξή τους στην Εκκλησία.
7) Τόίδιο, ως άνω, κείμενο πουθενά δεν αναφέρεται σε κακοδοξίες ή πλάνες, τις οποίες να προσδιορίζει συγκεκριμένα, ωσάν το πνεύμα της πλάνης να μην δραστηριοποιείται πλέον σήμερα. Το κείμενο δεν επισημαίνει καμμία αίρεση και καμμία διαστροφήτής εκκλησιαστικής διδασκαλίας και ζωής στον εκτός της Ορθοδοξίας ευρισκόμενο χριστιανικό κόσμο. Αντίθετα, οι κακόδοξες και αιρετικές παρεκκλίσεις απότή διδασκαλία των Αγίων Πατέρων καίτώνΑγίων και Οικουμενικών Συνόδων χαρακτηρίζονται «παραδεδομένες θεολογικές διαφορές ή τυχόν νέες διαφοροποιήσεις» (§ 11), τις οποίες καλούνται ηΟρθόδοξη Εκκλησία καίηετεροδοξίανά «υπερβούν» (§ 11).Το ζητούμενο γιάτούς συντάκτες είναι ηενότητα των «Εκκλησιών», καίόχι ηενότητα στην Εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πουθενά πρόσκληση σε μετάνοια και σέάρνηση και καταδίκη των πλανών καίετεροδιδασκαλιών, που παρεισέφρησαν στη ζωήτών αιρετικών αυτών Κοινοτήτων.
8) Τόως άνω κείμενο κάνει εκτεταμένη αναφορά στόλεγόμενο «Π.Σ.Ε.» (§§ 16-21) καίαποτιμά θετικάτήν συμβολή του στην Οικουμενι(στι)κη Κίνηση, επισημαίνοντας την πλήρη καίισότιμη συμμετοχήτών Ορθοδόξων Εκκλησιών σ’ αυτήν καίτήν συμβολή τους «εις την μαρτυρίαν της αληθείας καίτήν προαγωγήν της ενότητος των Χριστιανών» (§ 17). Ωστόσο,η εικόνα, πούμάς δίδει το κείμενο σχετικά μέτό«Π.Σ.Ε.», είναι ψευδής καίεπίπλαστη. Κατ’αρχήν, αυτή καθ’εαυτήν ηένταξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’έναν οργανισμό, πούεμφανίζεται ως υπερεκκλησία, καίη συνύπαρξη και συνεργασία της μέτήν αίρεση, συνιστά παραβίαση της κανονικής τάξεώς της καίαθέτηση της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας της. Η θεολογική ταυτότητατού«Π.Σ.Ε.» είναι σαφώς προτεσταντική. Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έγινε μέχρι σήμερα δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές αιρέσειςτού«Π.Σ.Ε.», όπως φαίνεται απότήν 70ετήιστορία του. Όλα δείχνουν ότι τόεπιδιωκόμενο στο«Π.Σ.Ε.» είναι ηομογενοποίηση των «ομολογιών»-μελών του μέσωενός μακροχρονίου συμφυρμού. Το κείμενο αποκρύπτει την πραγματική εικόνα των μέχρι σήμερα γενομένων Διαλόγων με τις προτεσταντικές αιρέσεις-μέλη του«Π.Σ.Ε.» και το αδιέξοδο, στόοποίο αυτοίέχουν φθάσει σήμερα. Πέραν τούτου, δεν καταδικάζονται τα απαράδεκτα από Ορθοδόξου απόψεως κοινά κείμενα των Γενικών Συνελεύσεων του«Π.Σ.Ε.», (π.χ. Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν κλπ.) καίεπιπλέον αποσιωπώνται πλείστα όσα εκφυλιστικά φαινόμενα, τα οποία συναντούμε σ’ αυτό, όπως «Λειτουργία της Λίμα», intercommunion, διαθρησκειακές συμπροσευχές, χειροτονία γυναικών, περιεκτική γλώσσα, αποδοχήτού σοδομισμούαπό πολλές αιρέσεις κλπ.
9) Η αλλαγή του Ημερολογίου το 1924 απότό Οικουμενικό Πατριαρχείο καίτήν Εκκλησία της Ελλάδος ήταν μονομερής και πραξικοπηματικήενέργεια, γιατί δεν έγινε με πανορθόδοξη απόφαση. Διέσπασε την λειτουργικήενότητα μεταξύτών Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών και προκάλεσε σχίσματα και διαιρέσεις μεταξύτών πιστών. Στην αλλαγή συνήργησαν καίώθησαν ετερόδοξες «ομολογίες» και μυστικές εταιρείες, μέσω τούΠατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη. Ήταν προσμονήόλων και δέσμευση των εκκλησιαστικών ηγετών η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος να συζητήσει και νάεπιλύσει το θέμα. Δυστυχώς, κατάτήν μακρά προσυνοδική διαδικασία Παπικοί και Προτεστάντες έθεσαν στους Ορθοδόξους νέο θέμα, τον «κοινόεορτασμότού Πάσχα», με συνέπεια να στραφεί προς τάεκείτόενδιαφέρον και νάατονήσει η συζήτηση γιάτήν θεραπεία του τραύματος της λειτουργικής ενότητος στον εορτασμότών ακινήτων εορτών, που προκλήθηκε χωρίς λόγο και ποιμαντικήανάγκη. Στην τελική φάση της Συνόδου και χωρίς συνοδικές αποφάσεις των τοπικώνΕκκλησιών το θέμα τούΗμερολογίου αποσύρθηκε απότόν κατάλογο των θεμάτων, ενώήταν το κατ’ εξοχήν επείγον και φλέγον θέμα.
10) Ηιστορία των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων μας βεβαιώνει ότι αυτές συγκαλούνταν κάθε φορά, που κάποια αίρεση απειλούσε την αγιοπνευματικήεμπειρία της εκκλησιαστικής αληθείας καίτήν έκφρασή της απότόεκκλησιαστικό σώμα. Αντίθετα, η μέλλουσα να συνέλθει Σύνοδος συγκαλείται,όχι για νάοριοθετήσει την πίστη έναντι της αιρέσεως, αλλά για να παράσχει θεσμικήαναγνώριση και νομιμοποίηση της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Γι’ αυτό και δεν στηρίζεται στην εμπειρία τούεκκλησιαστικού σώματος, αλλά αντίθετα την υποβαθμίζει καίτήν υποτιμά, την περιθωριοποιεί καίτήν παραβλέπει. Η συνολική διαδικασία, η προπαρασκευή καίη θεματολογία της Συνόδου είναι αποτέλεσμα επιβολής μιάς εκκλησιαστικής ολιγαρχίας, πούεκφράζει μιάακαδημαική, αποστεωμένη, άνευρη καίαπνευμάτιστη θεολογία, αποκομμένη απότόεκκλησιαστικό σώμα. Έσχατος κριτής της ορθότητας καίτής εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας μας, οι κληρικοί, οι μοναχοί καίο πιστός λαός του Θεού, οοποίος, μέτήν γρηγορούσα εκκλησιαστική και δογματική του συνείδηση,επικυρώνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις τους. Όμως, στην μέλλουσα Σύνοδο απουσιάζει παντελώς αυτή η σημαντική παράμετρος, επειδή εκφράστηκε επισήμως ότι φορέας της εγκυρότητας των αποφάσεών της θα είναι η Συνοδικότητα καίόχι τόΟρθόδοξο Πλήρωμα.
11) Μια άλλη βασική προϋπόθεση γνησιότητας της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» είναι ηαναγνώριση υπ’ αυτής ως Οικουμενικών των θεωρούμενων ως τοιούτων στη συνείδηση του Ορθοδόξου πληρώματος της Η΄ (879-880) επί ιερού Φωτίου του Μεγάλου καίτής Θ΄ (1351)επίαγίου Γρηγορίου του Παλαμά συγκληθεισών, οιοποίες έχουν όλα τα στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων και έχουν καταδικάσει τις αιρετικές κακοδοξίες του Παπισμού. Αλλά, τέτοιο ενδεχόμενο δεν προκύπτει από την θεματολογία και τα προσυνοδικά κείμενα.
12) Ηορθόδοξη νηστεία είναι τόσο εδραιωμένη στη συνείδηση των ορθοδόξων ποιμένων και του ορθοδόξου λαού, ώστε δεν χρειάζεται καμμία σύντμηση ή προσαρμογή. Οι ποιμένες της Εκκλησίας είναι εκείνοι, οιοποίοι έχουν ανάγκη νάαποκτήσουν περισσότερο ορθόδοξη παιδεία και ασκητικό φρόνημα, για να μπορέσουν, με το παράδειγμά τους καίτόν ασύλληπτο πλούτο της αγιοπατερικής γραμματείας, να διδάξουν διακριτικάτό ποίμνιό τους. ΗΟρθόδοξη Εκκλησία μας εφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σε όλα τα μήκη και πλάτη της Οικουμένης την οικονομία σέόλο το μεγαλείο της. Είναι τόσα πολλάτά κείμενα περί νηστείας όλων των αγίων Πατέρων, που αναλύουν τις παθοκτόνες και σωτήριες παραμέτρους της, ώστε δεν αξίζει ο ευτελισμός, που υφίσταται απότήν μινιμαλιστική νοοτροπία των μεταπατερικών ανανεωτών, οι οποίοι κόπτονται γιάτόν σύγχρονο κόσμο. Αν η μέλλουσα Σύνοδος επιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ημερών της νηστείας και τροφών, θα μιμηθείτόν ολοκληρωτισμό, που χαρακτηρίζει το Κανονικό Δίκαιο του Παπισμού, τόοποίο καθορίζει θεσμικά και ασφυκτικάακόμα και την οικονομία.
13) Κατάτή διάρκεια του 20ούαιώνος η παναίρεση του Οικουμενισμού εκφυλλίζεται και μεταλλάσσεται σε πανθρησκειακό όραμα. Οι ατελείωτες διαθρησκειακές συναντήσεις και συμπροσευχές Ορθοδόξων μέηγέτες θρησκειών του κόσμου (π.χ. Ασίζη) μαρτυρούν ότι απώτερος στόχος του Οικουμενισμού είναι η συνένωση των θρησκειών σέένα τερατώδες σχήμα, την εφιαλτική Πανθρησκεία, ηοποία επιδιώκει νάεκμηδενίσει τη σώζουσα αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η διαθρησκειακή συνεργασία με τις άλλες θρησκείες είναι αδύνατον να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί στην Αγία Γραφή και στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία. Ο θεόπνευστος λόγος τούΑποστόλου των Εθνών Παύλου είναι ξεκάθαρος: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη καίανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος»; (Β΄Κορ.6,14). Επίσης,τόιδανικότής ειρηνικής συνυπάρξεως, τόοποίο κατά κόρον προβλήθηκε στους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, καθίσταται αδύνατο, διότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση μέτόν λόγοτού Κυρίου, «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιω.15,20), και μέτόν λόγοτούΑποστόλου Παύλου«πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β΄Τιμ.3,14). Οι μετέχοντες στους μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους δεν μπόρεσαν, δυστυχώς, να μεταφέρουν ανόθευτη την Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, αλλά ούτε και να προσελκύσουν έστω καίέναναλλόθρησκο στην Ορθοδοξία. Αντίθετα, μάλιστα έφθασαν στόαξιοθρήνητο κατάντημα να παρασυρθούν σε πλάνες και αιρέσεις και να διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντας τον πιστό λαότού Θεού, παρασύροντας στην πλάνη τους ασθενείς στην πίστη καίπροκαλώντας έτσι μεγίστη πνευματική φθορά και διάβρωση τούΟρθοδόξου φρονήματος. Παράτήν πληθώρα των μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, οισλαμικός φανατισμός, όχι μόνο δεν καταστέλλεται, αλλά γιγαντώνεται όλο και περισσότερο.
14) Οιαγώνες των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, μαζί μέτούς αγώνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, θα πρέπει νάμάς εμπνέουν και νάμάς οδηγούν στην διαφύλαξη της πολύτιμης παρακαταθήκης μας. Απόπειρα νοθεύσεως της μωσαικής θρησκείας παρατηρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη, όπου, στην αρχή χαναανιτικά καίαργότερα βαβυλωνιακά και αιγυπτιακά στοιχεία απειλούσαν να νοθεύσουν την πίστη στον Ένα Θεό. Μεγάλοι άνδρες (Προφήτες, βασιλείς, πολιτικοίάρχοντες, κλπ.) αγωνίστηκαν με σθένος γιάτήν διαφύλαξη της καθαρής μωσαικής θρησκείας. Ιδιαιτέρως αγωνίστηκαν κατάτών διαφόρων ψευδοπροφητών, οιοποίοι αναφαίνονταν κατά καιρούς.
Συνοψίζοντας τάπαραπάνω, συμπεραίνουμε ότι η μέλλουσα να συγκληθεί«Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» δεν θα είναι ούτε Μεγάλη, ούτε Αγία, διότι, με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, δεν προκύπτει ότι αυτή θα είναι σύμφωνη μέτήν Συνοδική και Κανονική Παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας καίότι θα λειτουργήσει όντως ως γνήσια συνέχεια των αρχαίων μεγάλων Αγίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.Ο τρόπος, μέτόν οποίο είναι διατυπωμένα τα δογματικού χαρακτήρος προσυνοδικά κείμενα, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ότι η εν λόγω Σύνοδος αποσκοπεί να προσδώσει εκκλησιαστικότητα στους ετεροδόξους και να διευρύνει τα κανονικά και χαρισματικάόρια της Εκκλησίας.
Ωστόσο, καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν μπορεί νάοριοθετήσει διαφορετικάτήν μέχρι σήμερα ταυτότητα της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν,επίσης,ενδείξεις ότι η εν λόγω Σύνοδος θα προχωρήσει σε καταδίκη των συγχρόνων αιρέσεων και πρωτίστως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού. Αντίθετα μάλιστα όλα δείχνουν ότι η μέλλουσα να συγκληθεί«Αγία και Μεγάλη Σύνοδος»επιχειρεί να την νομιμοποιήσει και νάτήν εδραιώσει.Ωστόσο, οι όποιες αποφάσεις της με οικουμενιστικό πνεύμα, είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν θα γίνουν δεκτές απότόν ευσεβήκλήρο καίτόν πιστό λαότού Θεού, ενώ η ίδια θα καταγραφεί στην εκκλησιαστική ιστορία ως ψευδοσύνοδος.
Μακαριώτατε,
Η μέλλουσα «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», αν πραγματικά θέλει να είναι Ορθόδοξη Σύνοδος, θα πρέπει να λάβει,κατά την ταπεινή μας γνώμη, τις εξής καίριες αποφάσεις:
α) Νάεπικυρώσει τις αποφάσεις όλων προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, (Α΄ έως και Ζ΄ Οικουμενικές), δηλαδή τους υπό των αγίων Πατέρων θεσπισθέντες δογματικούς όρους και Ιερούς Κανόνες.
β) Να αναγνωρίσει τις θεωρούμενες απόόλους τους Ορθοδόξους δύο συνόδους του ενάτου και δεκάτου τετάρτου αιώνος ως οικουμενικές, δηλ. την Η´ επί Φωτίου, του 879, και την Θ´ επίΑγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του 1351, οιοποίες, κατεδίκασαν η μεν πρώτη το Filioque και το πρωτείο του Πάπα ως αιρέσεις, η δε δεύτερη την περί κτιστής Χάριτος αίρεση, επομένως και τον Παπισμό ως αίρεση.
γ) Να καταδικάσει την συγκρητιστική παναιρέση του Οικουμενισμού, όπως την αποκαλούσε οάγιος Ιουστίνος Πόποβιτς.
δ) Να καταδικάσει την παρουσία και συμμετοχή των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.).
ε) Να τερματίσει τους Διαθρησκειακούς Διαλόγους και τους Θεολογικούς Διαλόγους με τους Ρωμαιοκαθολικούς, τις προετεσταντικές ομολογίες του Π.Σ.Ε. και τους Μονοφυσίτες.
στ) Να καταδικάσει την μεταπατερική καίαντιπατερική «νέα εκκλησιολογία», ηοποία απορρίπτει τα χαρισματικά, δογματικά και κανονικάόρια της Εκκλησίας.
ζ) Να εκλέξει, να χειροτονήσει και να ενθρονίσει στο πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχείο της Ρώμης νέο Ορθόδοξο Πάπα Ρώμης, μη αναγνωρίζοντας και εκθρονίζοντας τον σημερινό καταληψία του Πατριαρχείου της Δύσεως και αιρεσιάρχη κ. Φραγκίσκο. Έτσι, θα λυθούν τα θέματα του Παπισμού, της Ουνίας και του Προτεσταντισμού.
η) Να δημιουργήσει Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, λύνοντας το θέμα της Διασποράς, καί
θ) Να ακολουθήσει την Πατερική οδό μαχίμου επανευαγγελισμού της Οικουμένης, με την δημιουργία δορυφορικής πλατφόρμας για την Ορθόδοξη μαρτυρία σε 17 γλώσσες. Με τον τρόπο αυτό, θα κονιορτοποιήσει τις αιρέσεις με παγκόσμιο λόγο και πατερική παρρησία, θα δοξάσει τον Θεό και θα διασφαλίσει το ανθρώπινο πρόσωπο.
Τα κείμενα της Συνόδου πρέπει νάξαναγραφούναπ’την αρχή, λαμβάνοντας υπ’όψιν το πνεύμα των Αγίων Πατέρων και της εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Δεν αρκεί να συγκληθεί μια Σύνοδος μόνο και μόνο για νάαποδειχθεί στον κόσμο ότι οιΟρθόδοξοι είμαστε ενωμένοι. Ενωμένοι σε τι; Ηένωση γίνεται μόνο βάσει της Αληθείας. Ηενότητα είναι ο καρπός του Αγίου Πνεύματος, όπως μας λέγει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός στην αρχιερατική Του προσευχή : «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς… αγίασον αυτούς εν τήαληθείασου… ίνα και αυτοίώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία».Η ενότητα της Εκκλησίας συνίσταται στην ακέραιη και αβλαβή διαφύλαξη των διδασκαλιών της ορθής πίστεως, την οποία μας παρέδωσαν οιΆγιοι Απόστολοι και οιΆγιοι Πατέρες. Διηρημένοι καίαποσχισμένοι από την Εκκλησία είναι όλοι εκείνοι, που φρονούν διαφορετικάαπό τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, καθώς μας λέγει οΆγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Οιάγιοι Πατέρες ονόμασαν «Καθολική» την Εκκλησία Του, επειδή μόνο αυτή διατηρείστήν πληρότητά της την Αλήθεια και την Ομολογία της Πίστεως, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί.
Πρέπει απαραιτήτως να κατανοηθείότι δεν επιχειρείται νάαλλάξει ούτε η νηστεία, ούτε η τάξη του μοναχισμού, ούτε η τάξη των ιερών ακολουθιών, όμως παραχαράσεται και στρεβλώνεται το πιο νευραλγικό σημείο, δηλαδή η εκκλησιολογική δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Μακαριώτατε,
Γνωρίζοντας πολύ καλά την πλήρη αφιέρωση και τη θυσιαστικήαγάπη Σας για τον Σωτήρα Ιησού Χριστού, τον Οποίο διακονείτε μέόλη την ύπαρξη Σας, Σας απηύθυνα αυτές τις σκέψεις, οιοποίες μας προβληματίζουν.
Υικώς και ευσεβάστως θέλουμε να συγχαρούμε και πάλινεκ μέσης καρδίας την Μακαριότητά Σας και την υφ’Υμών Ιεράν Σύνοδον της αδελφής Εκκλησίας της Βουλγαρίας για τις θεοφώτιστες αποφάσεις Σας.
Προσευχόμαστε ημέρα και νύχτα στον Αρχιποιμένα μας καίεν πάσιν πρωτεύοντα ΚύριονΙησούν Χριστόν, να Σας ενισχύει να παραμένετε πάντοτε αμετακίνητος στις Συνοδικές αποφάσεις τις οποίες ελάβατε από κοινού με την σεπτή χορεία των περίΥμάς αγίων Ιεραρχών της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Βουλγαρίας, ως άξιος διάδοχος όχι μόνο των «θρόνων των Αποστόλων», αλλά και του βίου, της πίστεως και της ομολογίας τους.
Εκζητούμε ταπεινώς και υικώς τις άγιες και θεοπειθείς ευχές Σας και Σας ευχόμαστε μακροχρόνια ζωή, υγεία, δύναμη και πνευματική χαρά. Ατενίζουμε μέελπίδα προς την Μακαριότητά Σας και την Ιερά Σύνοδο του Σεπτού Πατριαρχείου της Βουλγαρίας και Σας προσφέρουμε φόρο ευγνωμοσύνης για την σταθερή καίαταλάντευτη στάση Σας απέναντι σ’ αυτή την φοβερή χιονοθύελλα, που ξέσπασε εναντίον της Εκκλησίας.
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1]Προτάσεις της Εκκλησίας της Βουλγαρίας για κείμενο της Αγίας Συνόδου,
[2]Η αναφερθείσα ασάφεια του κειμένου δύναται να ερμηνευτεί εύκολα μέσα από το πνεύμα των αντιλήψεων του Ιησουίτη θεολόγου Karl Rahner, μέντορα της Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου και του Yves Congar. Ορισμένες από τις αντιλήψεις τους υιοθετεί και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζιζιούλας, όπως την «θεωρία των ατελών εκκλησιών», σύμφωνα με την οποία ορισμένες εκκλησίες βρίσκονται πιο κοντά, ενώ άλλες πιο μακριά από την πλήρη Εκκλησία. Στην περίπτωση της Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, ο Παπισμός είναι η πλήρης Εκκλησία, ενώ οι άλλες (συμπεριλαμβανομένης και της Ορθοδόξου Εκκλησίας) είναι οι ατελείς εκκλησίες. Το συμπέρασμα, που προκύπτει, βάσει των πληροφοριών και της μελέτης των θεολογικών κειμένων, σχετικά με αυτή την πρωτοφανή εκκλησιολογία, όπως προκύπτει από τις θεολογικές απόψεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου Ζιζιούλα, και την ανάλυση της εκκλησιολογίας της Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου, είναι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η πλήρης Εκκλησία, ενώ οι άλλες (συμπεριλαμβανομένων των αιρέσεων του Παπισμού και του Προτεσταντισμού) είναι οι ατελείς εκκλησίες. Όμως, αυτή η αντίληψη μας παραπέμπει σε μια βατικανοποίηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία προσπαθεί να εισαγάγει συνοδικώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως επί κεφαλής αυτής της κίνησης, στην μέλλουσα να συγκληθεί «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Οι θεωρίες των «αδελφών εκκλησιών», των «δύο πνευμόνων της Εκκλησίας» (Ορθοδοξία και Παπισμός), των «κλάδων», της «μεταπατερικής και μετακανονικής θεολογίας», της «βαπτισματικής θεολογίας», η θεωρία ότι η Εκκλησία περιλαμβάνει όλες τις ομολογίες, οι οποίες αποσχίστηκαν από αυτήν, η αποδοχή των μικτών γάμων με τους ετερόδοξους κ.α. αποτελούν εκφράσεις και μορφές της νέας εκλησιολογίας, της νέας μεταπατερικής η καλύτερα αντιπατερικής εκκλησιολογίας. Σύμφωνα με την θεωρία «της βαπτισματικής θεολογίας», όποιος βαπτίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος είναι μέλος της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως πίστεως, δόγματος και ομολογίας. Όμως, οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε αναγνώρισαν το βάπτισμα των αιρετικών, παρά μόνον κατ’ οικονομίαν τους δέχονταν, με την προϋπόθεση ότι απαρνούνται την αίρεση και επιστρέφουν στην Ορθοδοξία και εφόσον διατηρούσαν την εξωτερική μορφή του Βαπτίσματος με τις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις. Σύμφωνα με του Ιερούς Κανόνες 7 της Β΄ και 95 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου: «Τους προστιθεμένους τη ορθοδοξία, και τη μερίδι των σωζομένων από αιρετικών, δεχόμεθα κατά την υποτεταγμένην ακολουθίαν τε και συνήθειαν», και πιο κάτω, «πάντας τους απ αυτών θέλοντας προστίθεσθαι τη ορθοδοξία». Η οικονομία δεν δύναται ποτέ να μετατραπεί σε κανόνα πίστεως η σε δόγμα. Το κείμενο αυτό της Συνόδου είναι κατ’εξοχήν δογματικό, όμως είναι αντορθόδοξο, επειδή επιτρέπει εντελώς λανθασμένες ερμηνείες, οι οποίες ενθαρρύνουν τις ετερόδοξες αντιλήψεις, πράγμα που σημαίνει αλλοίωση της αποκαλυφθείσας Αληθείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.