ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ-(Γιά τον λαό)
Μάθημα 5ον
Ορθόδοξη μελέτη της Αγίας Γραφής
1. Γιά να ερμηνεύσουμε σωστά την Αγία Γραφή χρειάζεται ο φωτισμός του Θεού, που τον αποκτάμε με την προσευχή και την καθαρότητα του βίου. Αφού η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστο κείμενο, ερμηνεύεται σωστά, θεολογικά, μόνον από εκείνον που έχει Άγιο Πνεύμα. «Όχι μόνο ο γράφων αλλά και ο διαβάζων πρέπει να γνωρίζη γράμματα.
Όχι μόνον ο γράφων περί μαθηματικής πρέπει να γνωρίζη την μαθηματικήν, αλλά και ο διαβάζων και ο ερμηνεύων τα γραφόμενα του μαθηματικού πρέπει να γνωρίζη την μαθηματικήν. Το ίδιον ακριβώς ισχύει διά την διά κειμένων μετάδοσιν οιασδήποτε επιστήμης. Καί διά ποίον λόγον να εξαιρήται η Αγία Γραφή; Εν αυτή αναγράφεται η περί Θεού και της βασιλείας και δόξης Αυτού εμπειρία των θεουμένων προφητών και αποστόλων. Πως δεν ισχύει ο γενικός επιστημονικός κανών και εις την περίπτωσιν αυτήν; Ότι δηλαδή οι ορθώς αναγινώσκοντες και ερμηνεύοντες την εμπειρίαν ταύτην των θεουμένων είναι οι ανήκοντες εις την εν Χριστώ κοινωνίαν των θεουμένων;».1
Πρέπει, λοιπόν, να προσευχόμαστε να μας στείλει ο Χριστός το Άγιο Πνεύμα, για να ερμηνεύσουμε σωστά τον λόγο Του. Πόσο ωραίο είναι εκείνο που γράφει το Γεροντικό, ότι πήγαν κάποιοι αδελφοί στον αββά Αντώνιο να τον ρωτήσουν πως ερμηνεύεται ένα χωρίο του Λευιτικού.2 Καί ο άγιος Αντώνιος έκανε προσευχή στον Θεό να στείλει τον Μωυσή, που έγραψε το Λευιτικό, να τους ερμηνεύσει το δύσκολο χωρίο!3
Τον σωστό τρόπο ανάγνωσης της Αγίας Γραφής τον συνιστά η λατρεία μας. Γιά να παρουσιαστεί το ιερό Ευαγγέλιο στους πιστούς (παλαιότερα και η Παλαιά Διαθήκη, όπως φαίνεται από την λειτουργία του αγίου Ιακώβου), γίνεται ολόκληρη λιτανεία· και φτάνοντας ο ιερέας στο κέντρο του ιερού Ναού υψώνει την ιερά Βίβλο, την «Σοφία» του Θεού και ο λαός την υποδέχεται με προσκυνήματα λέγοντας «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν…». Καί δεν γίνεται ανάγνωση των ιερών κειμένων, αν δεν γίνει η δέουσα προετοιμασία των πιστών με το επανειλημμένως «Πρόσχωμεν»· διαβάζεται δε και ειδική ευχή από τον ιερέα για την ορθή κατανόηση των ιερών αναγνωσμάτων.4
Την ωραία αυτή λειτουργική τάξη την διατηρούσαν πριν από μερικά χρόνια ευσεβείς οικογένειες, ιδιαίτερα των χωριών μας, που τοποθετούσαν την Αγία Γραφή στο εικόνισμα, όπως η Εκκλησία την είχε στο ιερό Σκευοφυλάκιο πρώτα ή σήμερα στην αγία Τράπεζα. Αλλά ήρθαν στην πατρίδα μας μερικοί θεολόγοι από την Δύση, με κολοκυθόσπορο στα κρανία τους, και κορόιδευαν την ευσέβεια αυτή του γνήσια ορθόδοξου λαού μας, λέγοντας: «Γιά το εικόνισμα είναι η Αγία Γραφή;».
Καί βέβαια για το εικόνισμα είναι η Αγία Γραφή και δεν είναι για την τσέπη σου! Καί όταν η ευσεβής οικογένεια έπρεπε να αναγνώσει την ιερά Βίβλο, θυμίαζε πρώτα και ύψωνε έπειτα το μικρό, το αγνό παιδί να την φτάσει από το εικόνισμα, για να την αναγνώσουν. Διάβαζε ο ένας και οι άλλοι άκουγαν· και όταν τελείωναν την ιερή ανάγνωση πάλι κατά τον ίδιο τρόπο τοποθετούσαν την Αγία Γραφή στην θέση της, στο Εικόνισμα. Αυτή την ωραία τάξη, που αναδεικνύει την ιερότητα του κειμένου της Αγίας Γραφής, μας την κατάργησαν μερικοί δυτικίζοντες θεολόγοι κοπτόμενοι τάχα για την άγνοια της Αγίας Γραφής από τον λαό μας.5
Τέλος, σχετικά με την Αγία Γραφή, έχουμε να παραθέσουμε μια ωραία, όσο και περίεργη ιδέα του ιερού Χρυσοστόμου, του καλύτερου ερμηνευτή της Αγίας Γραφής: Αρχίζοντας ο ιερός πατέρας την ερμηνεία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο λέει ότι έπρεπε να είχαμε τόσο καθαρό βίο, ώστε να μην είχαμε ανάγκη από την Αγία Γραφή, αλλά να μιλούσε κατ᾽ ευθείαν στην καρδιά μας το Άγιο Πνεύμα. Έτσι επικοινωνούσε ο Θεός με την πρώτη γενεά των ανθρώπων, με τους πρωτοπλάστους πριν από την πτώση τους, με τον Νώε έπειτα, με τον Αβραάμ, με τον Ιώβ και με τον Μωυσή. Δεν επικοινωνούσε με γράμματα, αλλά, επειδή εύρισκε καθαρή την ψυχή τους, τους μιλούσε προσωπικά ο Ίδιος.
Όταν όμως αργότερα εξώκειλε η γενεά των ανθρώπων, ο Θεός σύναψε με αυτούς συμβόλαιο (αυτό είναι η Αγία Γραφή), για να θυμούνται την σχέση τους με τον Θεό. Αυτό δεν είναι προς «κατηγορία» της Αγίας Γραφής, αλλά, όπως λέει στο τέλος της περικοπής του ο ιερός Χρυσόστομος, υποδηλώνει πόσο μεγάλο είναι το «έγκλημά» μας και πόσο μεγαλύτερη κόλαση επισύρουμε εναντίον μας, όταν περιφρονούμε και αυτόν τον τρόπο του Θεού που μεταχειρίστηκε για την σωτηρία μας, την παράδοση δηλαδή του θελήματός Του γραπτώς (Αγία Γραφή).6
Κατά την παραπάνω πατερική ιδέα ερμηνεύεται το παρατηρούμενο φαινόμενο απλοικών ευσεβών πιστών, που, ενώ δεν έχουν διαβάσει την Αγία Γραφή και έχουν τελεία άγνοια του περιεχομένου της, όμως, επειδή έχουν καθαρή καρδιά, έχουν την Χάρη του Θεού και εκφράζουν με τα λόγια τους και με την ζωή τους την Αγία Γραφή καλύτερα από κάθε επιστήμονα μελετητή της.7
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
YΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Α´ σ. 174.175. Καί για την μετάφραση των Ο´, η οποία είναι ερμηνεία και όχι ξηρή μετάφραση του Εβραικού πρωτοτύπου, ερμηνεία «θεόθεν οικονομηθείσα» κατά τον Ευσέβιο, ο ίδιος καθηγητής γράφει: «…Πάντως ακριβώς διά τους ιδίους λόγους ουδέποτε ηδυνήθησαν να καταλάβουν οι Διαμαρτυρόμενοι, αλλά και οι Ρωμαιοκαθολικοί (αν και απέδιδον μεγάλην σημασίαν εις την βουλγάταν), πως οι Ορθόδοξοι εθεώρουν εξ ίσου θεόπνευστον μετά του Εβραικού κειμένου και την μετάφρασιν των Ο´.
Εξ Ορθοδόξου απόψεως εκείνο το οποίον κάμνει το κείμενον θεόπνευστον δεν είναι αι αρχικαί λέξεις καθ᾽ εαυτάς, αλλά η υπό των θεουμένων ερμηνεία του κειμένου, διότι όσον ακριβές προς το πρωτότυπον και αν είναι το κείμενον, εις χείρας μη θεουμένων και εκτός της κοινωνίας αυτών ευρισκομένων δεν ωφελεί. Καί τα ίδια τα υπό προφητών και αποστόλων ιδιοχείρως γραφόμενα και αν είχον ούτοι ίνα διαβάσουν και μελετήσουν πάλιν κεκρυμμένον από αυτούς θα είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον.
Καί τούτο, διότι θεόπνευστον δεν είναι το κείμενον καθ᾽ εαυτό, αλλά θεόπνευστος είναι ο γράφων αυτό θεούμενος, ή Θεόπνευστα τα περί θεουμένου γραφόμενα, αλλά μόνον, όταν υπό θεουμένου ερμηνεύονται» (αυτόθι σ. 174).
2. Πολύ ωραίο και πολύ ελεγκτικό αυτό για μας! Φανταστείτε το· διάβαζαν την Παλαιά Διαθήκη, το βιβλίο του Λευιτικού· κάτι δεν κατάλαβαν και δεν το προσπέρασαν αδιάφορα, αλλά πήγαν μακρυά να βρούν τον άγιο Αντώνιο να τους το ερμηνεύσει!
3. «Αδελφοί παρέβαλον τω αββά Αντωνίω και είπον αυτώ ρήμα του Λευιτικού. Εξήλθεν ούν ο γέρων εις την έρημον, και ηκολούθησεν αυτώ ο αββάς Αμμωνάς κρυφή, ειδώς την συνήθειαν αυτού. Καί μακρύνας πολύ ο γέρων, στας εις προσευχήν, έκραξε φωνή μεγάλη· “Ο Θεός, απόστειλον τον Μωυσήν, και διδάξει με το ρήμα τούτο”. Καί ήλθεν αυτώ φωνή λαλούσα μετ᾽ αυτού. Είπεν ούν ο αββάς Αμμωνάς ότι, “την μεν φωνήν ήκουσα την λαλούσαν μετ᾽ αυτού, την δε δύναμιν του λόγου ουκ έμαθον”» (ΕΠΕ Φιλοκαλία Α´, 58.26).
4. Η ευχή «Έλλαμψον εν ταίς καρδίαις ημών, φιλάνθρωπε Κύριε, το της Σης θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών οφθαλμούς διάνοιξον εις την των Ευαγγελικών Σου κηρυγμάτων κατανόησιν…».
5. Δεν αντέχουμε παρά να παραθέσουμε εδώ, έστω και σε υποσημείωση, μια ωραία σχετική περικοπή του Μακαριστού Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης κυρού ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ από ένα γραπτό του κήρυγμα στο ποίμνιό του: «Ας το πούμε καθαρά, παντού πνέει στην Εκκλησία μας προτεσταντικός αέρας. Όχι πως οι ορθόδοξοι είναι έτοιμοι να γίνουν προτεστάντες, μα φοβούνται πως η Εκκλησία μένει πίσω και πως είναι ανάγκη πολλά παληά να λείψουν κι άλλα πάλι ν᾽ ανανεωθούν, η γλώσσα των Γραφών και της Λατρείας, η διοίκηση του Εκκλησιαστικού οργανισμού κι άλλα. Όλα ετούτα είν᾽ ένας αέρας επαναστατικός που έρχεται από τον προτεσταντισμό, σαν μια διάθεση στο βάθος να λυτρωθούμε από τα δήθεν δεσμά της παραδόσεως… Οι πιο πολλοί από κείνους που κρατούν μια Καινή Διαθήκη στην τσέπη τους και την ανοίγουν εύκαιρα και άκαιρα όπου βρεθούν, τάχα πως διαβάζουν και μελετούν τον λόγο του Θεού, αυτοί λοιπόν εκείνο μάλλον που κερδίζουν είναι ότι εξοικειώνονται με το ιερό κείμενο και στο τέλος κρατούν στα χέρια τους την Καινή Διαθήκη σαν ένα κοινό βιβλίο. Κάποιοι τώρα θα γελάσουν και θα πούν· “Να βάλουμε λοιπόν την Αγία Γραφή στα εικονίσματα, να την προσκυνούμε και να μην την ανοίγουμε”. Κι όμως αυτή είναι η αγία παράδοση της Ορθοδοξίας· η Αγία Γραφή δεν κουβαλιέται στην τσέπη, είναι στα εικονίσματα του σπιτιού και στην αγία Τράπεζα της Εκκλησίας. Κι όταν είναι να διαβάση η οικογένεια, κάνουν το σταυρό τους για να κατεβάσουν το Ευαγγέλιο (όλη την Αγία Γραφή Ευαγγέλιο τη λένε οι Ορθόδοξοι) από τα εικονίσματα· κι όταν είναι να διαβαστούν οι Γραφές στην Εκκλησία γίνεται πρώτα επίσημη λιτανεία (η μικρά Είσοδος) κι ύστερα ο λειτουργός φωνάζει: «Σοφία· Ορθοί». Κι ο λαός κάνει το σταυρό του και λέει· «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι».
Όλα ετούτα δείχνουν πως οι ορθόδοξοι το θείο λόγο δεν τον διαβάζουν μόνο, μα τον προσκυνούν και τον λατρεύουν» (Ιερά Μητρόπολις Σερβίων και Κοζάνης, Λόγος Παρακλήσεως (ήτοι γραπτό κήρυγμα στους Αποστόλους και στα Ευαγγέλια όλου του Εκκλησιαστικού έτους. Κοζάνη, 1967), Προλεγόμενα· σ. 8.).
6. Παραθέτουμε όλη την ωραία περικοπή του ιερού πατέρα: «Έδει μεν ημάς μηδέ δείσθαι της από των γραμμάτων βοηθείας, αλλ᾽ ούτω βίον παρέχεσθαι καθαρόν, ως του Πνεύματος την χάριν αντί βιβλίων γίνεσθαι ταίς ημετέραις ψυχαίς, και καθάπερ ταύτα διά μέλανος, ούτω τας καρδίας τας ημετέρας διά Πνεύματος εγγεγράφθαι. Επειδή δε ταύτην διεκρουσάμεθα την χάριν, φέρε καν τον δεύτερον ασπασώμεθα πλούν. Επεί ότι το πρότερον άμεινον ην, και δι᾽ ων είπε, και δι᾽ ων εποίησεν, εδήλωσεν ο Θεός. Καί γαρ τω Νώε και τω Αβραάμ και τοις εγγόνοις τοις εκείνου, και τω Ιώβ και τω Μωυσεί δε, ου διά γραμμάτων διελέγετο, αλλ᾽ αυτός δι᾽ εαυτού, καθαράν ευρίσκων αυτών την διάνοιαν. Επειδή δε εις αυτόν της κακίας ενέπεσε τον πυθμένα άπας των Εβραίων ο δήμος, τότε λοιπόν γράμματα και πλάκες και η διά τούτων υπόμνησις. Καί τούτο ουκ επί των εν τη Παλαιά αγίων, αλλά και επί των εν τη Καινή συμβάν ίδοι τις αν. Ουδέ γαρ τοις αποστόλοις έδωκέ τι γραπτόν ο Θεός, αλλ᾽ αντί γραμμάτων την του Πνεύματος επηγγείλατο δώσειν χάριν. “Εκείνος γαρ υμάς αναμνήσει”, φησί, “πάντα”. Καί ίνα μάθης ότι τούτο πολύ άμεινον ην, άκουσον διά του προφήτου τι φησι.
“Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, διδούς νόμους μου εις διάνοιαν αυτών, και επί καρδίας γράψω αυτούς, και έσονται πάντες διδακτοί Θεού”. Καί ο Παύλος δε ταύτην ενδεικνύμενος την υπεροχήν, έλεγεν ειληφέναι νόμον, “ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ᾽ εν πλαξί καρδίας σαρκίναις”. Επειδή δε του χρόνου προιόντος εξώκειλαν, οι μεν δογμάτων ένεκεν, οι δε βίου και τρόπων, εδέησε πάλιν της από των γραμμάτων υπομνήσεως. Εννόησον ούν ηλίκον εστί κακόν, τους ούτως οφείλοντας ζην καθαρώς, ως μηδέ δείσθαι γραμμάτων, αλλ᾽ αντί βιβλίων παρέχειν τας καρδίας τω Πνεύματι, επειδή την τιμήν απωλέσαμεν εκείνην, και κατέστημεν εις την τούτων χρείαν, μηδέ τω δευτέρω πάλιν κεχρήσθαι φαρμάκω εις δέον. Ει γαρ έγκλημα το γραμμάτων δεηθήναι, και μη την του Πνεύματος επισπάσασθαι χάριν, σκόπησον ηλίκη κατηγορία, το μηδέ μετά την βοήθειαν ταύτην εθέλειν κερδαίνειν, αλλ᾽ ως εική και μάτην κείμενα τα γράμματα περιοράν, και μείζονα επισπάσθαι την κόλασιν» (ΕΠΕ 9,16.1-18,1-14).
7. Κάποτε ο μακαριστός άγιος αρχιμανδρίτης πατήρ Δανιήλ Γούβαλης είπε έκπληκτος σε μια αγράμματη, αλλά ευσεβή γιαγιά για ένα φωτισμένο της λογάκι: «Γιαγιά, αυτό που είπες το λέει και η Αγία Γραφή». Ακούοντας η γιαγιά «αγία» νόμισε ότι η «Γραφή» ήταν πρόσωπο που αγίασε και λέει: «Μεγάλ᾽ η χάρη της»!!!
Καί όμως αυτή η αγράμματη γιαγιά, που είχε τόση άγνοια για την Αγία Γραφή, ώστε να την νομίζει άνθρωπο (!), με τον απλοικό της λόγο είπε χωρίο από την Αγία Γραφή, ώστε να προκαλέσει την έκπληξη του θεολόγου αρχιμανδρίτου.