Η μόλις προ ολίγων ημερών εορτή των αγίων και θεοφόρων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, έφερε και πάλι στη μνήμη μας μεγάλα πατερικά αναστήματα,όπως τον μέγα Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο κ.λ.π., που συμμετείχαν στην εν λόγω Σύνοδο, τους πολλούς και μεγάλους αγώνες των, το ομολογιακό τους φρόνημα, τους διωγμούς και τις εξορίες, τις οποίες υπέμειναν, για να μας παραδώσουν τον θησαυρό της πίστεως ανόθευτο και απαραχάρακτο από την πλάνη της αιρέσεως.
Δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός,ότι παρόμοιες εορτές έχει καθιερώσει η Εκκλησία εκτός από την παρούσα και άλλες τρείς φορές κατά την διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την δευτέρα Κυριακή του Ιουλίου και την δευτέρα Κυριακή του Οκτωβρίου.
Με τις εορτές αυτές επιδιώκει να προβάλλει τους αγώνες των, να προτρέψει τον κλήρο και τον πιστό λαό του Θεού στην κατά δύναμη μίμησητης αγίας ζωής των, αλλά και του ομολογιακού και αγωνιστικού των φρονήματος. Παράλληλα δε να επιστήσει την προσοχή προ του κινδύνου της αιρέσεως, η οποία από μόνη της έχει την δύναμη να οδηγήσει τον άνθρωπο στην απώλεια.
Ωστόσο σήμερα στην εποχή μας, εποχή γενικής αποστασίας και θρησκευτικού συγκρητισμού, οι αντιαιρετικοί αγώνες των αγίων Πατέρων μας κατανοούνται και ερμηνεύονται δυστυχώς με ένα τρόπο διαφορετικό, μ’ ένα τρόπο ξένο προς την παράδοση της Εκκλησίας μας. Καλλιεργείται σήμερα, ιδίως από κάποιους μοναστικούς και οργανωσιακούς κύκλους, ακόμη και από επισκόπους, η ιδέα και η αντίληψη,ότι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αγωνίστηκαν εναντίον των αιρετικών επειδή ακριβώς ήταν άγιοι. Είχαν φθάσει σε μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος και είχαν βιώσει τα δόγματα της πίστεως και ως εκ τούτου αυτοί και μόνοι ήταν άξιοι και ικανοί να διεξάγουν αντιαιρετικούς αγώνες. Εμείς σήμερα, ως αμαρτωλοί και εμπαθείς,μη έχοντες τα μέτρα τηςαγιότητος των αγίων, δεν είμαστε οι αρμόδιοι να ασκήσουμε έλεγχο προς την αίρεση και τους αιρετικούς, αλλά οφείλουμε να στρέψουμε τον έλεγχο προς τους εαυτούς μας και να μετανοήσουμε για το έλλειμμα της βιωμένης πίστεως και μαρτυρίας μας.
Έτσι ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών θεωρείται ως υβριστική συμπεριφορά και φανατισμός, ως έλλειψις αγάπης, ως ένα είδος κατακρίσεως. Και επομένως όσοι ελέγχουν τους αιρετικούς πέφτουν στο αμάρτημα της κατακρίσεως, το οποίο επισημαίνει ο Κύριος με τους λόγους «μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε» (Ματθ.7,1). Οφείλουν δε, προκειμένου να θεραπεύσουν το πάθος αυτό, να παύσουν τον έλεγχο της αιρέσεως και των αιρετικών και να ασκήσουν την αυτομεμψία και την αυτοκατάκριση. Λέγουν επίσης, ότι είναι υπεραρκετή για την καταπολέμηση της αιρέσεως η έργω και λόγω προβολή της Ορθοδοξίας,ώστε να είναι περιττή η ανατροπή της αιρέσεως με μαρτυρίες από την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρες. Έχουν όμως έτσι τα πράγματα;
Κατ’ αρχήν εάν ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών αποτελούσε αμαρτία και κατάκριση, τότε οι πρώτοι που επιμελώς θα απέφευγαν αυτό το είδος της αμαρτίας, θα ήταν οι άγιοι Πατέρες μας, αυτοί δηλαδή που κατ’ εξοχήν καταπολέμησαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς. Αυτοί που σε Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους όχι μόνον ανέτρεψαν τις πλάνες των, αλλά και τους απέκοψαν από την Εκκλησία και τους αναθεμάτισαν, επειδή έβλεπαν την πεισματώδη επιμονή τους στην πλάνη. Ο έλεγχος της αιρέσεως, όχι μόνον αμαρτία και κατάκριση δεν είναι, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι καθήκον επιβεβλημένο, ομολογία πίστεως,εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τον λόγον του: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς…» (Ματθ.10,32).
Συνήθως όταν ακούμε τον λόγο αυτό του Κυρίου, ο νούς μας συνειρμικά ανατρέχει στους αγίους μάρτυρες της Εκκλησίας, οι οποίοι στους τρείς πρώτους αιώνες των διωγμών ήλεγξαν την πλάνη της ειδωλολατρείας και αυτούς που την εκπροσωπούσαν και αφού έδωσαν την καλήν ομολογία της πίστεως, αξιώθηκαν του μαρτυρικού στεφάνου. Ο λόγος όμως αυτός τουΚυρίου δεν εφαρμόζεται μόνον στην περίπτωση των αγίων μαρτύρων και στην πλάνη των ειδώλων της εποχής των διωγμών, αλλά και στην πλάνη της αιρέσεως, διότι και η αίρεση δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο, παρά ένα είδος αθεΐας και ειδωλολατρείας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην προς Διονύσιον επιστολή του ονομάζει την αίρεση δεύτερο γένος αθεΐας: «Δεύτερον δε γένος αθεΐας εστίν η πολυσχιδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών, ών οι μεν πατέρα λέγουσι άπαιδα τον Θεόν…οι δε κτιστού Υιού και Πνεύματος άκτιστονΠατέρα…Πάντες δε ούτοι και οι τοιούτοι ουδέν των αθέωνδιενηνόχασιν… (Όλοι αυτοί και οι όμοιοι μ’ αυτούς σε τίποτε δεν διαφέρουν από τους αθέους)».[1]
Την ίδια αλήθεια επισημαίνει και ο Μέγας Αθανάσιος στην επιστολή του προς Σεραπίωνα: «Ούτως ο διαιρών τον Υιόν από του Πατρός, ή το Πνεύμα κατάγων εις τα κτίσματα (=ο αιρετικός), ούτε τον Υιόν έχει ούτε τον Πατέρα, αλλ’ έστιν άθεος και απίστου χείρων, και πάντα μάλλον, ή χριστιανός»[2].Όπως λοιπόν ο άγιοι μάρτυρες έλαβαν το στεφάνι της ομολογίας, έτσι και εκείνοι που ξεσκεπάζουν και ελέγχουν την αίρεση και τους αιρετικούς, θα λάβουν παρόμοιο στεφάνι ομολογίας και αθλήσεως εν Χριστώ. Και όπως εκείνοι υπέμειναν φρικτά μαρτύρια, έτσι και αυτοί αξιώνονται για την αγάπη του Χριστού να υπομένουν διωγμούς και θλίψεις, όπως οι παρά πάνω αναφερθέντες άγιοι, εκ των οποίων ο μεν πρώτος αξιώθηκε να υβρισθή, να συκοφαντηθή και να φυλακισθή επί τετραετία από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Καλέκα, ο δε δεύτερος να εξορισθή πέντε φορές, να καταδιωχθή μέχρι θανάτου από τους αρειανούς και να καθαιρεθή από αρειανικές Συνόδους. Αντιθέτως,όπως εκείνοι που αρνήθηκαν τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών για να σώσουν την ζωή τους, θα τους αρνηθή και ο Χριστός σύμφωνα με τον φρικτό λόγο του «Όστις δ’ αν αρνήσηταίμε έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ.10,33), έτσι και εκείνοι που αντί να ελέγξουν, κουκουλώνουν και σκεπάζουν την αίρεση και συμπορεύονται με τους αιρετικούς, από φόβο και δειλία μήπως χάσουν ηγουμενικούς και μητροπολιτικούς θρόνους, ή υποστούν άλλους διωγμούς, ουσιαστικά αρνούνται τον Χριστό.
Οπότε θα τους αρνηθή και αυτούς ο Χριστός εν ημέρα κρίσεως. Μάλιστα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην ίδια ως άνω αναφερθείσα επιστολή του ονομάζει τρίτο είδος αθεΐας «το παραιτείσθαι τι λέγειν των δεδογμένων περί Θεού»[3].Δηλαδή το να σιωπά κανείς και να παραιτείται από φόβο και δειλία, να αναφέρει τις δογματικές αλήθειες της πίστεως, αντιδιαστέλλοντας αυτές προφανώς από τις κακοδοξίες και πλάνες των αιρετικών. Κατά παρόμοιο τρόπο και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης καταδικάζει την σιωπή απέναντι στην αίρεση: «Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν εν καιρώ κινδυνευούσης Πίστεως. Ώστε ότε περί Πίστεως ο λόγος, ουκ έστιν ειπείν, εγώ τις ειμί; Ιερεύς; αλλ’ ουδαμού. Άρχων; και ου δ’ ούτως. Στρατιώτης; καί που; Γεωργός; και ου δ’ αυτό τούτο. Πένης, μόνον την εφήμεροντροφήνποριζόμενος, ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά, οι λίθοι κράξουσι, και συ σιωπηλός καί άφροντις;».[4]Κατά τον άγιο κανένας δεν δικαιούται να σιωπά εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, που η αίρεση του Οικουμενισμού έχει σαρώσει τα πάντα, έστω και αν είναι ο πιο άσημος λαϊκός π.χ. Γεωργός.
Οι πάντες λοιπόν, κληρικοί και λαϊκοί, (αυτό σημαίνει το «Πας ουν όστις…»), καλούνται να τηρήσουν την παρά πάνω εντολή του Κυρίου, είτε είναι άγιοι, είτε δεν είναι, αλλά αγωνίζονται να φθάσουν την αγιότητα. Είτε έχουν πολλή αυτομεμψία, είτε δεν έχουν, όσο θα έπρεπε να έχουν. Είτε εβίωσαν τα δόγματα της πίστεως, είτε δεν τα εβίωσαν ακόμη, όσο θα έπρεπε να τα βιώσουν.
Πρέπει ακόμη να επισημανθή η μέθοδος και ο τρόπος με τον οποίον αγωνίσθηκαν οι άγιοι Πατέρες κατά των αιρετικών. Στον αγώνα τους δεν περιορίζοντο μόνον να αναπτύξουν τα Ορθόδοξα δόγματα, αλλά επί πλέον να ανατρέψουν και τα κακόδοξα και να ελέγξουν ονομαστικά τους αιρετικούς, όχι από κάποια εμπάθεια απέναντί τους, αλλά για να προφυλάξουν τον πιστό λαό του Θεού από την φθοροποιό και καταστρεπτική δράση τους. Και δεν σταματούσαν μέχρις εδώ, αλλά προχωρούσαν ακόμη περισσότερο. Συνοδικώς τους απέκοπταν και αναθεμάτιζαν, όταν έβλεπαν ότι επιμένουν πεισματικά στις πλάνες των. Η τακτική τους αυτή θεωρείται σήμερα από πολλούς Οικουμενιστές τελείως απαράδεκτη. Και τούτο διότι τα αναθέματα σήμερα θεωρούνται ως ένα είδος κατάρας,ως καρπός ελλείψεως αγάπης και επομένως δεν μπορεί να έχουν θέση στην σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή. Σήμερα έχουν θέση μόνον η συγχώρηση και η συμφιλίωση με τους αιρετικούς, έστω και αν αυτοί επιμένουν στις πλάνες των. Άραγε οι άγιοι Πατέρες μας εστερούντο αγάπης, όταν αναθεμάτιζαν τους αιρετικούς; Δεν νομίζω.
Ή μήπως εμείς οι εμπαθείς και αμαρτωλοί, που πόρω απέχουμε από τα μέτρα της αγιότητος εκείνων, έχουμε περισσότερη αγάπη από εκείνους; Ασφαλώς όχι βέβαια. Άρα λοιπόν εμείς βρισκόμαστε σε λάθος δρόμο και όχι εκείνοι, εάν καλλιεργούμε αλλότριο φρόνημα απ’ ότι εκείνοι σε σχέση με τα αναθέματα. Ισχυρίζονται μερικοί, ότι σε τίποτε δεν θα βοηθούσε να συντηρούνται τα αναθέματα του 1054, αναθέματα μιάς περίπου χιλιετίας, που στέρησαν την κοινωνία από το ιερό σώμα της Εκκλησίας εκατομμύρια πιστούς από τον παπικό και τον προτεσταντικό κόσμο. Ωστόσο δεν μας εξηγούν, πώς θα ήταν δυνατόν αυτά τα εκατομμύρια, (απαλλαγμένοι βέβαια από τα αναθέματα), να γίνουν μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κρατώντας και συντηρώντας τις παπικές πλάνες. Εάν καλώς ήρθησαν τα αναθέματα του 1054 επί Πατριάρχου Αθηναγόρα, (χωρίς βέβαια οι παπικοί να έχουν αποβάλει τις πλάνες των), τότε αυτό σημαίνει, ότι κακώς συντηρήθηκαν επί δέκα περίπου αιώνες από μιά πλειάδα Ορθοδόξων Συνόδων, που όλες τους καταδίκαζαν την αίρεση του Παπισμού και έτσι ανανέωναν τα αναθέματα του 1054. Αναφέρω τις εν Κωνσταντινουπόλει γενόμενες Οικουμενικές Συνόδους του 1170, του 1450, του 1722, του 1838, του 1848, του 1895, όπως επίσης και τις Τοπικές Ορθόδοξες Συνόδους του 1089, του 1233, του 1273, του 1274, του 1282, του 1285, του 1341, του 1351, του 1441, του 1443, του 1484, του 1642, του 1672, του 1727, του 1755 κ.α. Εάν καλώς ήρθησαν τα αναθέματα εναντίον των Παπικών, τότε γιατί να μην αρθούν και τα αναθέματα εναντίον των Μονοφυσιτών, των Μονοθελητών, των Αρειανών, των Εικονομάχων;
Στην περίπτωση αυτή μάλιστα θα έπρεπε να παύσουμε να τιμούμε και να εορτάζουμε τις μνήμες των αγίων Πατέρων, οι οποίοι κακώς αναθεμάτισαν τους παρά πάνω αιρετικούς, τους οποίους εμείς, ως έχοντες περισσότερη αγάπη αυτούς, καλώς τους απαλάξαμε από τα αναθέματα! Γιατί επίσης να μην αρθούν και τα αναθέματα του αποστόλου Παύλου, ο οποίος αναθεμάτισε τους ιουδαΐζοντες ψευδαποστόλους που εκήρυττον την περιτομή ως αναγκαία για την σωτηρία;: «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηταιυμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθαυμίν ανάθεμα έστω» (Γαλ.1,8), «ει τις ου φιλεί τον ΚύριονΙησούν, ήτω ανάθεμα» (Α΄Κορ.16,22).Είναι λοιπόν φανερό, ότι ο παράπάνω ισχυρισμός σχετικά με τα αναθέματα δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, αλλά μαρτυρεί άγνοια, ή διαστρέβλωση της Κανονικής και Πατερικής Παραδόσεως της Εκκλησίας μας.
Αλήθεια σκεφθήκαμε ποτέ τον λόγο του Κυρίου «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» (Ιω.15,20) και τι σημαίνει αυτός ο λόγος για την χριστιανική μας ζωή; Ο λόγος αυτός σημαίνει, ότι εκείνοι που θέλουν πραγματικά να βιώσουν τηνεν Χριστώ ζωή, θα υποστούν οπωσδήποτε διωγμούς και θλίψεις. Ο λόγος αυτός είναι νόμος πνευματικός,από τον οποίον κανένας δεν εξαιρείται. Όλοι θα περάσουν υποχρεωτικά μέσα από το καμίνι των διωγμών, είτε αυτοί προέρχονται από τους ειδωλολάτρες, όπως στα ένδοξα χρόνια των αγίων μαρτύρων, είτε από αιρετικούς και αθέους. Ο διωγμός αυτός σημαίνει στην ουσία άρση του σταυρού, τον οποίο καλούμεθα να σηκώσουμε. Η δε άρση του σταυρού φέρνει μαζί της και την βίωση του μυστηρίου της πίστεως. Και όσο περισσότερο αίρει κανείς τον σταυρό του με υπομονή, τόσο καθαρώτερα βιώνει την Χάρη του Θεού μέσα του. Τόσο περισσότερο νοιώθει να έρχεται μέσα του η ζωή του Χριστού και να γίνεται δική του ζωή. Και αντιθέτως όσο περισσότερο αποφεύγει κανείς τον διωγμό, που συνεπάγεται ο έλεγχος της αιρέσεως και των αιρετικών, τόσο λιγότερο βιώνει το μυστήριο της πίστεως, τόσο λιγότερο αισθάνεται την Χάρη του Θεού μέσα του, τόσο περισσότερο είναι το έλλειμμα της πίστεώς του.
Επομένως θα πρέπει ο καθένας μας να καθίσει και να κάνει έναν αυτοέλεγχο και να σκεφθεί κατά πόσον ο παρά πάνω λόγος του Κυρίου βρίσκει εφαρμογή στη ζωή του. Κατά πόσον δηλαδή υφίσταται διωγμούς και θλίψεις από αιρετικούς και αθέους. Και αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε κάτι δεν πάει καλά στην πνευματική του ζωή. Εάν δηλαδή, ενώ βλέπει σήμερα να οργιάζει η αίρεση του Οικουμενισμού, αυτός από φόβο και δειλία σιωπά, επικαλούμενος δήθεν έλλειμμα βιωμένης πίστεως, τότε βρίσκεται σε λάθος δρόμο και πρέπει να αναθεωρήσει την όλη πορεία του. Ιδιαίτερα αυτό πρέπει να το προσέξουν οι επίσκοποί μας, οι οποίοι είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την διαφύλαξη της πίστεως και την καταπολέμηση των αιρέσεων, σύμφωνα με τους φρικτούς όρκους, που έδωσανκατά την ώρα της χειροτονίας των, να κρατήσουν ανόθευτη την πίστη.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι το έλλειμμα βιωμένης πίστεως οφείλεται στο έλλειμμα βιωμένης ομολογίας, στο έλλειμμα ελέγχου της αιρέσεως και των αιρετικών, στο έλλειμμα διωγμών και θλίψεων, που συνεπάγεται αυτός ο έλεγχος, όπως αποδείξαμε με όσα αναφέραμε παρά πάνω.
[1] Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς τον ευλαβέστατον εν μοναχοίς κυρ Διονύσιον, Ε.Π.Ε. τομ. 4, σελ. 408.
[2] Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου, Επιστολή προς ΣεραπίωναΘμουέωςεπίσκοπον, 30, PG 26, 597 C.
[3]Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Προς τον ευλαβέστατον…ο.π. σελ.410.
[4]PG. 99,1321B