Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Α. Σκοπός της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως.
Αφορμή της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου στάθηκε η πρόσκληση του Βατικανού προς τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες να στείλουν παρατηρητές στη δεύτερη περίοδο των εργασιών της Β΄ Συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συγκεκριμένα στην Πατριαρχική του επιστολή προς τους Μακαριωτάτους Προκα-θημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας (1963) τονίζει τα ακόλουθα:
«Κατόπιν της νέας προσκλήσεως από μέρους της Καθολικής Εκκλησίας της Ρώμης επί του θέματος των Ορθοδόξων Παρατηρητών εις την δευτέραν συνεδρίαν της Συνόδου του Βατικανού, εύρομεν συνοδικώς πολύ αναγκαίον, όπως εξετάσωμεν το ζήτημα εις μίαν σύσκεψιν. Προτείνομεν προς τούτο, όπως συγκληθή μία Πανορθόδοξος Διάσκεψις εν Ρόδω κατά το πρώτον δεκαήμερον του προσεχούς Σεπτεμβρίου και παρακαλούμεν αδελφικώς την Υμετέραν προσφιλή και σεβασμίαν Μακαριότητα, όπως ευδοκήση να αποστείλη εις την διάσκεψιν ταύτην δύο αντιπροσώπους της Υμετέρας Εκκλησίας»[1].
Β. Ανακοίνωση Τύπου της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου, 1963
«Εν τη Πανορθοδόξω Συσκέψει της Ρόδου, ήτις συνήλθεν, από 26ης μέχρι 29ης Σεπτεμβρίου, του σωτηρίου έτους 1963, πρωτοβούλω προσκλήσει της Α.Θ. Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Αθηναγόρου και συναινέσει των λοιπών Μακαριωτάτων Αρχηγών των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνεζητήθησαν το ζήτημα της αποστολής ή μη παρατηρητών εις την β’ περίοδον των εργασιών της Β΄ Βατικανής Συνόδου και η, εξ αφορμής τούτου, πρότασις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία προτείνη τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διάλογον επί ίσοις όροις.
Ως προς το πρώτον θέμα, καίτοι αι Αντιπροσωπείαι των μετεχουσών Εκκλησιών εξέφρασαν, κατά πλειονότητα, τας υπαρχούσας εν τω θέματι αντιρρήσεις, εν τούτοις εγένετο ομοφώνως αποδεκτόν, όπως εκάστη των Ορθοδόξων Εκκλησιών, εν τω ειδικώ τούτω θέματι, ενεργήση αδεσμεύτως.
Προκειμένου δε περί του δευτέρου θέματος, ήτοι περί της προτεινομένης υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενάρξεως διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά της Ρωμαιοκαθολικής, επί ίσοις όροις, τούτο εγένετο ομοφώνως αποδεκτόν υπό πασών των Ορθοδόξων Αντιπροσωπειών, ωρίσθη δ’ όπως τούτο υποβληθή ως απόφασις τη Α.Θ.Π. τω Οικουμενικώ Πατριάρχη και τοις λοιποίς Μακαριωτάτοις Αρχηγοίς των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς από κοινού εφαρμογής»[2].
Σε σχόλια του για την Β΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη της Ρόδου ο γνωστός θεολόγος Ανδρέας Μητσίδης αναφέρει ότι, «η Β΄ αύτη εν Ρόδω Πανορθόδοξος Διάσκεψις δύναται να χαρακτηρισθή ανεπιφυλάκτως ως στεφθείσα υπό πλήρους επιτυχίας. Το κατ’ αυτήν επικρατήσαν και επιδειχθέν καθόλου πνεύμα αδελφικής κατανοήσεως και συνεργασίας ήτο απολύτως και από πάσης πλευράς ικανοποιητικόν και διδακτικόν, συνεχισθέντος ούτω του πνεύματος της προηγουμένης εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως. Αι δε ομοφώνως κατ’ αυτήν ληφθείσαι αποφάσεις είναι όντως αξιοσημείωτοι και ιστορικής αυτό τούτο σημασίας. Ιδία η απόφασις περί ενάρξεως διαλόγου μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας επί ίσοις όροις είναι αληθώς βαρυσήμαντος και αποτελεί συνέχειαν σχετικής αποφάσεως της πρώτης εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως του έτους 1961, ήτις ομοφώνως απεφάσισε την καλλιέργειαν σχέσεων και μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εν τω πνεύματι της κατά Χριστόν αγάπης»[3].
Από τον τρόπο και το σκοπό που συνεκλήει η Β’ Πανορθόδοξος Διάσκεψη σε σχέση με την Πανορθόδοξη Σύνοδος το επόμνενο έτος στην Κωνσταντινούπολη μπορούμε να τονίσουμε δύο σημεία.
ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ ΚΑΙ ΣΛΟΒΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΕΝΕΞΗ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΡ
Πρώτον, οι εργασίες της Πανορθοδόξου Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη θα είναι η αφετηρία για τακτικές συναντήσεις των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών για να αντιμετωπίζουν από κοινού διάφορα θέματα που θα προκύπτουν ενώπιον τους, αλλά και για να φτάσουν σε αίσια λύση των υφιστάμενων προβλημάτων που δεν έχουν κοινή προσέγγιση ( για παράδειγμα Διασπορά, Αυτοκέφαλον, Δίπτυχα και διάλογος με Ρωμαιοκαθολικούς και Οικουμενική Κίνηση).
Δεύτερον, το πρόβλημα του εσωτερικού σχίσματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας για τον Προκαθήμενο της και η διαφορά μεταξύ των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων για την κανονική δικαιοδοσία στο Κατάρ, ίσως θα μπορούσαν να λυθούν πρίν να φθάσουμε στις εργασίες της Πανορθοδόξου Συνόδου το επόμενο έτος με δύο έκτακτες Πανορθόδοξες Διασκέψεις για να δούν ξεχωριστά τα δύο θέματα και να δώσουν λύση, όπως δηλαδή έγινε με τη Β’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη για να αποφασίσουμε για το Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς. Φυσικά όσα έγιναν μέχρι τώρα ήταν σωστά. Η προσπάθεια δηλαδή να δοθεί λύση στο Κατάρ με την συνεννόηση των δύο Πατριαρχείων, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, και στη Τσεχία και Σλοβακία να έχουμε μια κοινή πρόταση λύσεως του εσωτερικού σχίσματος από την ίδια την Τοπική Εκκλησία. Αν οι προσπάθειες αυτές μέχρι τώρα δεν έχουν καοποφορήσει, κανονικά όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, πρέπει ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος σε συνεννόηση με τους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών να καλέσει έκτακτα δύο Πανορθόδοξες Διασκέψεις για να δώσουν λύση στα δύο υφιστάμενα προβλήματα, έτσι ώστε οι εργασίες της Πανορθοδόξου Συνόδου να γίνουν κανονικά.
Στο παρελθόν, από το 1999, διακόπησαν οι εργασίες της Διορθόδοξης Προσυνοδικής Επιτροπής για τη προετοιμασία της Μέλλουσας να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, λόγω της διένεξης μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Μόσχας για το θέμα της Εσθονίας. Χρειάσθηκε να γίνει ολόκληρη Συνάντηση Κορυφής των Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Φανάρι το 2008 για να ξεκινήσουν ξανά οι Διορθόδοξες Συναντήσεις (Βλέπε βιβλίον, Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, Αθήνα, 2005, εκδόσεις Παναγόπουλος, σελ. 220 – 222).
Η αποτυχία μας να λύσουμε έγκαιρα τα προβλήματα μεταξύ Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και το εσωτερικό σχίσμα στην Τσεχία και Σλοβακία, αποτελούν απειλή για αναβολή των εργασιών της Πανορθοδόξου Συνόδου. Ας ενώσουμε όλοι μας τις προσευχές μας ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος σε συνεννόηση με τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και την αγάπη τους και τη σοφίαν τους θα κάνουν το καλύτερο για να προστατέψουν την ορατή ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και την κοινή δράση της Ορθοδοξίας μας στις τοπικές κοινωνίες και στα πέρατα της Οικουμένης*****.
****οι παραπάνω σκέψεις είναι προσωπικές
[1] «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 9, σελ. 292- 293, Λευκωσία, 1963.
[2] «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 1, σελ. 42- 43, Λευκωσία, 1964.
[3] «Απόστολος Βαρνάβας», τεύχος 3, σελ. 101, Λευκωσία, 1964.