Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου του Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου Β’ στους Διεθνείς Οργανισμούς)
Σε μια πολύ ταραγμένη εποχή που από παντού απειλείται η παγκόσμια ασφάλεια και η ειρηνική συνύπαρξη των Λαών, με τη πολυσήμαντη απόφαση των Προκαθημένων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών πριν ένα χρόνο, η Μέλλουσα να συνέλθει Μεγάλη Σύνοδος το επόμενο έτος καλείται να εξετάσει το θέμα της συμβολής των Ορθοδόξων για την ενίσχυση της υπόθεσης της ειρήνης και της προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το κείμενο το οποίο ήδη επεξεργάζεται η υφιστάμενη Διορθόδοξος Επιτροπή έχει προταθεί από τη Β’ Διορθόδοξο Προπαρασκευαστική Επιτροπή (Γενεύη 1986) προς την Γ’ Προσυνοδική Πανορθόδοξον Διάσκεψη (Γενεύη 1986), η οποία με τη σειρά της το παραπέμπει εις την Μέλλουσαν να συνέλθει Μεγάλη Σύνοδο. Το πρώτο μέρος του κειμένου αναφέρεται στα θέματα της ειρήνης και της προσωπικής ελευθερίας.
«Η Ορθόδοξος Εκκλησία, έχουσα συνείδησιν των φλεγόντων προβλημάτων, τα οποία απασχολούν σήμερα ολόκληρον την ανθρωπότητα, ανέγραψεν αρχήθεν εις την Ημερησίαν Διάταξιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το θέμα: «Συμβολή των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών, και άρσιν των φυλετικών διακρίσεων». Είναι, βεβαίως, αυτονόητον, ότι ο προβληματισμός αυτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν έχει αποκλειστικόν χαρακτήρα: απασχολεί όλους τους χριστιανούς, όλας τας θρησκείας και, υπό διαφόρους μορφάς και αποχρώσεις, εναρμονίζεται προς τον προβληματισμόν ολοκλήρου της ανθρωπότητος.
Ποία, όμως, θα είναι η κοινή βάσις, επί της οποίας οι Ορθόδοξοι, ζώντες υπό διαφόρους συνθήκας, θα πραγματοποιήσουν τα χριστιανικά ιδεώδη της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών; Ποία είναι, ειδικώτερον, η θέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας επί των ιδεωδών αυτών και ποίας προτάσεις δύναται αύτη να κάμη, εις ποίας συγκεκριμένας ενεργείας να προβή, διά να συμβάλη το κατ’ αυτήν εις την πραγματοποίησιν των ιδεωδών τούτων; Επί του σημείου τούτου η Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις κατόπιν επισταμένης κατά στάδια μελέτης του θέματος, εκφράζουσα την ικανοποίησιν αυτής διά τα επιτελεσθέντα και εν πλήρει συνειδήσει των κατά το ανθρώπινον παραλείψεων, αι οποίαι εσημειώθησαν ή σημειούνται εις τον χώρον αυτόν, υποβάλλει εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον τα κάτωθι:
α. Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου, θεμέλιον διά την ειρήνην.
1. ΄Εχει ιδιαιτέραν σημασίαν να τονισθή, εν πρώτοις, ότι η βιβλική έννοια της ειρήνης δεν συμπίπτει προς μίαν ουδετέραν αρνητικήν αντίληψιν, η οποία θα την εταύτιζεν απλώς προς απουσίαν πολέμου. Η έννοια της ειρήνης ταυτίζεται προς την αποκατάστασιν των πραγμάτων εις την αρχικήν, προπτωτικήν των ακεραιότητα, όταν ο άνθρωπος έζη και ανέπνεεν υπό την ζωογόνον πνοήν της κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του, δηλαδή την αποκατάστασιν των σχέσεων και την ειρήνην μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
2. Πράγματι δε, καθ’ όλην την περίοδον του ιστορικού βίου της η Ορθοδοξία υπηρέτησε με συνέπειαν, συνέχειαν και ζήλον το μεγαλείον αυτό του ανθρωπίνου προσώπου με όλην την απολυτότητα και καθολικότητα, με τας οποίας συνεδέθη τούτο εις τα πλαίσια της χριστιανικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος, ως κορύφωσις και συγκεφαλαίωσις της θείας δημιουργίας και ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν πλασθείς του Δημιουργού του, υπήρξε διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν το καθ’ όλου περιεχόμενον της αποστολής της εις τον κόσμον και την ιστορίαν της σωτηρίας. Η αποκατάστασις του ανθρώπου εις το αρχέγονον μεγαλείον και κάλλος του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» εταυτίσθη απολύτως με την αποστολήν της. Και αυταί ακόμη αι καθαρώς θεολογικαί έριδες, αι καταλήξασαι εις την δογματικήν διατύπωσιν της Τριαδολογικής, της Χριστολογικής και της Εκκλησιο-λογικής διδασκαλίας του Χριστιανισμού, απεσκόπουν, εν τελευταία αναλύσει, εις την διαφύλαξιν της αυθεντικότητος και της πληρότητος της χριστιανικής διδασκαλίας διά τον άνθρωπον και την σωτηρίαν του.
3. Η ιερότης και θειότης του ανθρωπίνου προσώπου υπήρξεν η πηγή εμπνεύσεως δι’ όσους Πατέρας της Εκκλησίας ενεβάθυναν εις το μυστήριον της θείας οικονομίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει χαρακτηρι-στικώς διά τον άνθρωπον, ότι ο δημιουργός «οίόν τινα κόσμον έτερον, εν μικρώ μέγαν, επί γης ίστησιν, άγγελον άλλον, προσκυνητήν μικτόν, επό-πτην της ορατής κτίσεως, μύστην της νοουμένης, βασιλέα των επί γης… ζώον ενταύθα οικονομούμενον, και αλλαχού μεθιστάμενον, και πέρας του μυστηρίου, τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Ομιλία 45, 7. P.G. 36, 632). Ο λόγος της δημιουργίας συνεκεφαλαιώθη με την ενανθρώπησιν του Λόγου του Θεού και την θέωσιν του ανθρώπου. «Ο Χριστός, νέον τον παλαιόν άνθρωπον αποτελών»[1], συναπεθέου γε τον άνθρωπον, απαρχήν της εν ημίν ελπίδος» [2]. Τούτο, διότι, όπως εις τον παλαιόν Αδάμ ενυπήρχεν ήδη ολόκληρον το ανθρώπινον γένος, ούτω και εις τον νέον Αδάμ συνεκεφα-λαιώθη ολόκληρον επίσης το ανθρώπινον γένος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεο-λόγος ετόνιζε χαρακτηριστικώς, ότι «παρ’ ημίν ανθρωπότης μία, το γένος άπαν»[3]. Η διδασκαλία αυτή του Χριστιανισμού διά την ιερότητα του ανθρωπίνου γένους είναι ανεξάντλητος πηγή κάθε χριστιανικής προσπαθείας διά την περιφρούρησιν της αξίας και του μεγαλείου του ανθρωπίνου προσώπου.
4. Επ’ αυτής της βάσεως είναι απαραίτητον να αναπτυχθή προς όλας τας κατευθύνσεις η διαχριστιανική συνεργασία διά την προστασίαν της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου, αυτονοήτως δε και του αγαθού της ειρήνης, ούτως ώστε αι ειρηνευτικαί προσπάθειαι όλων ανεξαιρέτως των Χριστιανών να αποκτούν μεγαλύτερον βάρος και δύναμιν.
5. Ως προϋπόθεσις μιάς ευρυτέρας εν προκειμένω συνεργασίας δύναται να χρησιμεύση η κοινή αποδοχή της υψίστης αξίας του ανθρωπίνου προσώπου. Εν προκειμένω δύναται να αξιοποιηθή και η κτηθείσα πείρα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πάντα ταύτα αποτελούν κλήσιν παντός ανθρώπου προς ειρηνικήν και δημιουργικήν εργασίαν. Αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι εν στενή συνεργασία μεθ’ όλων των αγαπώντων την ειρήνην οπαδών των λοιπών εν τω κόσμω θρησκειών θεωρούν χρέος των να εργάζωνται διά την ειρήνην επί της γης και την επικράτησιν αδελφικών σχέσεων μεταξύ των λαών. Αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι καλούνται να συμβάλουν εις την διαθρησκευτικήν συνεννόησιν και συνεργασίαν, δι’ αυτής δε εις την απάλειψιν του φανατισμού από πάσης πλευράς και τοιουτοτρόπως εις την συμφιλίωσιν των λαών και επικράτησιν των αγαθών της ελευθερίας και της ειρήνης εις τον κόσμον προς εξυπηρέτησιν του συγχρόνου ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Εννοείται, ότι η συνεργασία αύτη αποκλείει τόσον τον συγκρητισμόν, όσον και την επιδίωξιν επιβολής οποιασδήποτε θρησκείας επί των άλλων.
6. Έχομεν την πεποίθησιν, ότι, ως συνεργοί Θεού, δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις την διακονίαν ταύτην από κοινού μεθ’ όλων των ανθρώπων καλής θελήσεως, των αγαπώντων την αληθή ειρήνην, επ’ αγαθώ της ανθρωπίνης κοινωνίας επί τοπικού, εθνικού και διεθνούς επιπέδου. Η διακονία αύτη είναι εντολη Θεού[4].
β. Η αξία της ανθρωπίνης ελευθερίας.
1. Επιστέγασμα του ανθρωπίνου προσώπου, τόσον ως μεμονωμένου φορέως της εικόνος του προσωπικού Θεού, όσον και ως κοινωνίας προσώπων αντανακλώντων διά της ενότητος του ανθρωπίνου γένους την εν τη Αγία Τριάδι ζωήν και κοινωνίαν των θείων προσώπων, αποτελεί το θείον δώρον της ελευθερίας, διά το οποίου ο άνθρωπος, αποκτών συνείδησιν του εαυτού του, αποκτά συγχρόνως την δυνατότητα να εκλέγη μεταξύ του καλού και του κακού[5].
Η ελευθερία, επομένως, αποτελεί διά τον άνθρωπον θείον δώρον, το οποίον τον καθιστά μεν ικανόν να προοδεύη συνεχώς κατά ανοδικήν πορείαν προς την πνευματικήν τελειότητα, αλλά το οποίον, συγχρόνως, εμπερικλείει τον κίνδυνον της παρακοής, της έναντι του Θεού αυτονομήσεως και, δι’ αυτής, της πτώσεως. Εξ ου και ο τρομακτικός ρόλος, τον οποίον διαδραματίζει εις τα θέματα ειρήνης και ελευθερίας το εν τω ανθρώπω και εν τω κόσμω κακόν.
Συνέπεια του κακού τούτου είναι αι επικρατούσαι σήμερον εν τη ζωή ατέλειαι και ελλείψεις: η εκκοσμίκευ-σις, η βία, η έκλυσις των ηθών, τα παρατηρούμενα αρνητικά φαινόμενα εις μερίδα της συγχρόνου νεότητος, ο φυλετισμός, οι εξοπλισμοί, οι πόλεμοι και τα τούτων απότοκα κοινωνικά κακά, η κατάθλιψις των μαζών, η κοινωνική ανισότης, ο περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εις τον χώρον της ελευθερίας των συνειδήσεων και της θρησκευτικής ειδικώτερον ελευθερίας, ήτις, εις τινας γνωστάς περιπτώσεις, καταπιέζεται μέχρι του σημείου παντελούς αφανισμού πάσης θρησκευτικής εκδηλώσεως, η οικονομική αθλιότης, η άνισος κατανομή ή και η παντελής στέρησις των καταναλωτικών αγαθών, ο φυσικός μαρασμός, η πείνα των υποσιτιζομένων εκατομμυρίων ανθρώπων, αι βίαιαι μετακινήσεις, το προσφυγικόν χάος και αι μεταναστεύσεις πληθυσμών, η καταστροφή του περιβάλλοντος, τα προ-βλήματα των εν εξελίξει κοινωνιών εν μέσω μιας ανίσως εκβιομηχανο-ποιημένης και τεχνοκρατουμένης ανθρωπότητος, αι προσδοκίαι της μελλο-ντολογίας – πάντα ταύτα υφαίνουν το απέραντον άγχος της αγωνιώδους συγχρόνου ανθρωπότητος. Μιας ανθρωπότητος, όμως, η οποία, ακριβώς εν τω μέσω των διαιρέσεών της, αποκτά εντονώτερον την συνείδησιν, ότι περικλείει τα σπέρματα της οντολογικής ενότητος του ανθρωπίνου γένους, το οποίον, όπως διά του πρώτου Αδάμ συνάπτεται προς τον Δημιουργόν, ούτω και διά του δευτέρου Αδάμ, τηρείται εν ενότητι μετά του Θεού και Πατρός.
2. Έναντι της καταστάσεως αυτής, η οποία ωδήγησεν εις την αποδυνάμωσιν της θεωρήσεως του ανθρωπίνου προσώπου, καθήκον της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι, όπως, αποφεύγουσα τους προβληματισμούς του ορθολογισμού, προβάλη σήμερον, μέσα από το κήρυγμα, την θεολογίαν, την λατρείαν και το ποιμαντικόν έργον της, το πρόσωπον του χριστιανού ανθρώπου ως προσώπου – υποκειμένου. Εις το καθήκον τούτο η Ορθόδοξος Εκκλησία καλείται να ανταποκριθή επιτυχώς, διότι ο πυρήν της ανθρωπολογίας της ευρίσκεται εις την ελευθερίαν του ανθρώπου, με την οποίαν τον επροίκισεν ο Δημιουργός του, και η οποία διασώζεται κατά το μέτρον, κατά το οποίον εκλέγει ούτος να είναι ελεύθερος, όχι ανεξαρτήτως του Δημιουργού του, αλλ’ ελευθέρως υποτασσόμενος εις Αυτόν και εις το σχέδιον, το οποίον Ούτος συνέλαβε δι’ αυτόν» (Βλέπε περισσότερα στο βιβλίο Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο, σελίδες 126 – 186, εκδόσεις Παναγόπουλος, Αθήνα, 2005).
[1] Ιππολύτου, Κατά αιρέσεων, 10, 34. P.G. 16, 3454.
[2] Ευσεβίου, Ευαγγελική Απόδειξις, 4, 14, P.G. 22, 289.
[3] Ομιλία, 31, 15. P.G. 36, 149.
[4] Ματθ. 5, 9.
[5] Γεν. 2, 16-17.