“Ας φέρουμε ευλαβώς στον νού μας το πλούσιο έργο του κοιμηθέντος Μητροπολίτου• όχι μόνο για να τιμήσουμε οφειλετικώς και δικαίως το τίμιο πρόσωπό του, αλλά κυρίως για να εμπνευσθούμε «ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι» (Α΄ Θεσ. 4, 15) από την πολυσχιδή δράση και την θεοφιλή διακονία του” ανέφερε μεταξύ άλλων στον επικήδειο λόγο προς τον αοίδιμο Μητροπολίτη Ελασσώνος κυρό Βασίλειο ο Διαυλείας Γαβριήλ, γραμματέας της Ιεράς Συνόδου.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις σχέσεις του με τον Άγιον Όρος…
Ακολουθεί ολόκληρος ο επικήδειος:
Μακαριώτατε Πάτερ και Δέσποτα, σεπτέ Προκαθήμενε της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος,
Σεβασμιώτατε άγιε εκπρόσωπε της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,
Σεβαστοί πατέρες,
Αξιότιμοι εκπρόσωποι των τοπικών αρχών,
Αγαπητοί πενθούντες αδελφοί της Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσώνος,
Με βαθειά οδύνη η Εκκλησία της Ελλάδος στερείται σήμερα και αποχωρίζεται ένα πολύ εκλεκτό και διαπρεπές Της μέλος, έναν από τους πιο πολύτιμους και αγαπητούς Ιεράρχες Της. Δυστυχώς ο Θεός θέλησε να μετασταθεί πολύ νωρίς στις ουράνιες μονές, καθιστώντας την επί γης Εκκλησία Του φτωχότερη και την Ελασσώνα ορφανή. Υπήρξε για μας πολύτιμο δώρο του Θεού. Περιεβλήθη δικαίως την αγάπη και την αναγνώριση των Αρχιερέων, του ιερού κλήρου, των συνεργατών του και του πιστού λαού. Όλοι μας αισθανόμαστε βαρύτατη και πικρή την απώλεια και τεράστιο το κενό που καταλείπει.
Αναλογίζομαι με συγκίνηση τη στιγμή που η είδηση της προς Κύριον εκδημίας του έφθασε στο Συνοδικό Μέγαρο, σε στιγμή Συνεδρίας της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, και λύπησε βαθιά και ημάς και τους κληρικούς και λαικούς συνεργάτες του. Πολλοί είχαμε πληροφορηθεί με πόνο ψυχής την ύστατη δοκιμασία της ασθενείας του, αλλ’ ουδείς εξ ημών ήθελε να συμφιλιωθεί με την απευκταία κατάληξη. Όσοι είχαν την ευλογία να τον γνωρίσουν εκ του πλησίον, δεν τον ενθυμούνται απλώς, αλλά βίωσαν κοντά του μία παρουσία προσφοράς, έναν προσηνή εκκλησιαστικό άνδρα, με φωτισμένη, διαυγή συνείδηση και υψηλό αρχιερατικό ήθος. Σού μετέδιδε μίαν αύρα χάριτος και εμπιστοσύνης, σε βαθμό που όποιος διέβαινε το κατώφλι του γραφείου του, αισθανόταν ότι διέβαινε και την θύρα της καρδιάς του. Καί γρήγορα εκείνος ήταν που εξερχόταν να σε συναπαντήσει. Ευτυχής όποιος είχε την ευκαιρία να τον συναναστραφεί και να αντλήσει από την πείρα του, να δεχθεί την συμπαράστασή του, να περιβληθεί την αγάπη του. Καί έτσι πάντοτε συμβαίνει: πέραν του έργου του, ο δίκαιος και ο άξιος διδάσκει και οικοδομεί με την ζωή του, όσο βραχύτερη κι αν την καταστήσει ο θάνατος.
Ήρθε γι’ αυτόν ο θάνατος την στιγμή που ο Κύριος όρισε, «ο κυριεύων ζωής και θανάτου και βάθει σοφίας απείρου τα πάντα προς το συμφέρον φιλανθρώπως οικονομών». Δυστυχώς κατεβλήθη υπό το βάρος της ασθενείας, υπέμεινε όμως με ιερά εγκαρτέρηση, με κραταιά την ψυχή και πολλή ταπεινότητα την δοκιμασία της σαρκός που του έλαχε στον επίλογο του βίου.
Ας φέρουμε ευλαβώς στον νού μας το πλούσιο έργο του κοιμηθέντος Μητροπολίτου• όχι μόνο για να τιμήσουμε οφειλετικώς και δικαίως το τίμιο πρόσωπό του, αλλά κυρίως για να εμπνευσθούμε «ημείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι» (Α΄ Θεσ. 4, 15) από την πολυσχιδή δράση και την θεοφιλή διακονία του.
Ο μακαριστός Μητροπολίτης Ελασσώνος κυρός Βασίλειος (Κολόκας) γεννήθηκε το έτος 1953 στην Νήσο των Ιωαννίνων. Απόφοιτος της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, σπούδασε θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κοντά στον αείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1975 και Πρεσβύτερος το 1979. Διετέλεσε Εφημέριος και Προιστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Θεράποντος Κάτω Τούμπας επί 18 έτη, καθώς και Ηγούμενος στην Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας Θεσσαλονίκης. Μητροπολίτης Ελασσώνος εξελέγη στις 19 Ιουλίου 1995, επί μακαριστού Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, στην Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας κατά την οποία εξελέγησαν και οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, και Σάμου και Ικαρίας κ. Ευσέβιος. Η χειροτονία του ετελέσθη δύο ημέρες μετά στον Ιερό Ναό Αγίου Παύλου της οδού Ψαρών. Ενθρονίστηκε στην Ελασσώνα στις 17 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Ανέλαβε την ποιμαντική ευθύνη μιάς ιστορικής Μητροπόλεως, που σεμνύνεται για τον Άγιο Αρσένιο και για σπουδαίες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο ιερομόναχος Άνθιμος ο Ολυμπιώτης και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος, γόνος της Τσαριτσάνης, επιφανής λόγιος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, το σκήνωμα μάλιστα του οποίου είναι ενταφιασμένο στον περίβολο της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, παρά τη Ιερά ημών Συνόδω.
Ο αοίδιμος Ιεράρχης διεκρίθη για την σεμνότητα, το φιλομοναχικό πνεύμα, την εκκλησιαστική του κατάρτιση, την αφοσίωσή του στην παράδοση, «την άπαξ τοις αγίοις παραδοθείσαν πίστιν». Διηκόνησε ενζήλως την Μητρόπολη Ελασσώνος και την Ιερά Σύνοδο. Υπήρξε διδάσκαλος και οικονόμος, ποιμήν και υπηρέτης των ανθρώπων, έμπειρος πνευματικός πατήρ και γνήσιος θεράπων, «υψηλός μεν τοις έργοις, ταπεινός δε τω φρονήματι, … ευπρόσιτος, πράος, αόργητος, συμπαθής, ηδύς τον λόγον, ηδίων τον τρόπον» , τύπος γενόμενος των αδελφών του «εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α΄ Τιμ. 4, 11). Η Ιερά Σύνοδος ευλογήθηκε των υπηρεσιών του Ιεράρχου που συνδύαζε στη συνείδηση της αποστολής του την παρρησία με συγκινητική επιείκεια, την ταπεινοφροσύνη με την αξιοπρέπεια, τη σοβαρότητα με απλότητα, πραότητα και πηγαία ευγένεια.
Ο Θεός ευδόκησε να διαδεχθεί στην Μητρόπολη Ελασσώνος τον αγαπητό του Γέροντα και πνευματικό πατέρα του, αείμνηστο Μητροπολίτη Σεβαστιανό, τον οποίο και γηροκόμησε ως γνήσιος υιός. Εκ των τιμίων χειρών του έλαβε και τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης, γεγονός που πρέπει να σημειωθεί για την σπανιότητά του στην εκκλησιαστική ιστορία. Ο ίδιος έχοντας συναίσθηση της ευθύνης και της τιμής που επωμιζόταν, αναφέρει στον χειροτονητήριο λόγο του:
«Βαρειά η ευθύνη για τους ασθενείς ώμους μου. Καλούμαι να εφαρμόσω όσα η αγαθή καρδία Σας με δίδαξε από μαθητή του Γυμνασίου, δηλαδή ν’ αγαπώ με ανιδιοτέλεια που υπερβαίνει τα ανθρώπινα κριτήρια και υπερβάλλει την ανθρώπινη λογική. Καλούμαι ως Ποιμήν ν’ αγαπώ τον πεπτωκότα, γεγονός που προϋποθέτει θεία δύναμη και θείο φωτισμό, διότι τον ευσεβή, τον δίκαιο, τον ενάρετο, είναι εύλογο κάποιος να τον αγαπά, και η αγάπη αυτή δεν κοστίζει. Καλούμαι να εφαρμόσω την επιείκεια του Πατρός, που είναι δραστική, και την αυστηρότητα, που είναι φιλάνθρωπη. Στις μέρες μας η έννοια του πνευματικού Πατρός λησμονείται, διότι συνδέθηκε με την καταπίεση και καταδυνάστευση, διότι δεν καταλαβαίνουμε ότι η λύτρωσή μας δεν πραγματοποιείται τελικά με τις νουθεσίες, τις συμβουλές, τα κηρύγματα, αλλά με την εγκατάλειψη στο έλεος του Θεού».
Ο κλήρος και ο λαός της Ελασσώνας ήταν πάντοτε στις προσευχές και την άγρυπνη μέριμνά του. Με τα λόγια του ιδίου, «ο επίσκοπος είναι υποχρεωμένος κατά τον απόστολον να αγρυπνεί, να αγωνίζεται, να κακοπαθεί, να ευαγγελίζεται, να συμπαρίσταται ευκαίρως ακαίρως, να ελέγχει, να επιτιμά, να παρηγορεί».
Πνευματικό κεφάλαιο όχι μόνο για την τοπική αλλά συνολικά για την Εκκλησία της Ελλάδος. Μεγάλη υπήρξε η προσφορά του στον τομέα της κεντρικής διοικήσεως. Γνώριζε άριστα τα οικονομικά, ώστε να θεωρείται αναντικατάστατος σ’ αυτόν τον τομέα της διακονίας, κατά την οποία χρημάτισε από το 2003 Μέλος και εν συνέχεια Πρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών. Συνέβαλε τα μέγιστα ώστε να ορθοποδήσει η Εκκλησία και να μη ναυαγήσει οικονομικά. Επανέφερε την ασφάλεια με τις ενέργειές του και την εξισορροπητική του παρουσία. Έλεγε: «Η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να διέλθη κρίσιν. Η Εκκλησία αποτελεί την αυτοαλήθειαν και η αλήθεια ουδέποτε διέρχεται κρίσιν. Κρίσιν διέρχονται οι την αλήθειαν διαστρεβλούντες και αποφεύγοντες. Η Εκκλησία στηρίζεται εις τον δομήτορά της». Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς την ουσιαστική συμβολή του, προσωπική κατάθεση ψυχής και μαρτυρίας εκκλησιαστικού βίου με γνώμονα πάντα το καλό της Εκκλησίας. Καλλιεργούσε παντού το πνεύμα του συντονισμού, του ειλικρινούς διαλόγου, της καταλλαγής. Εργαζόταν συνετά και διακριτικά, αλλά με ευστοχία και αποτελεσματικότητα. Πρωτοστατούσε σε εργώδη εγχειρήματα, πρωτοβουλίες και οραματισμούς, στην σύλληψη και την εκτέλεση σπουδαίων και μοναδικών έργων στον εκκλησιαστικό χώρο.
Ο μακαριστός Ιεράρχης άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εύστροφος, οξύνους, μεστός και ακέραιος, ξεχωρίζει μεταξύ των εκλεκτών. Γίνεται ένας από τους πιο στενούς και σημαντικούς συνεργάτες του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου. Παίρνει αποφάσεις σε καίρια ζητήματα. Πρωτοστατεί στις συνομιλίες της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Ομιλεί από το βήμα της Βουλής ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας. Συμμετέχει σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό.
Το μητροπολιτικό του έργο υπήρξε πραγματικά αναγεννητικό: πρώτη του μέριμνα υπήρξε η στήριξη και η ενίσχυση των εκκλησιαστικών δομών της επαρχίας του. Θεμελίωσε και εγκαινίασε Ιερούς Ναούς και Πνευματικά Κέντρα σε όλες σχεδόν τις Ενορίες. Καθιέρωσε μηνιαίες ιερατικές συνάξεις με διακεκριμένους ομιλητές και αγιορείτες Πατέρες. Συμμετείχε ενεργά στα προβλήματα της τοπικής κοινωνίας. Όργωνε ακούραστα την Μητρόπολή του. Όσες φορές είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε την Ελασσώνα, διαπιστώσαμε εξ ιδίας πείρας τον θαυμασμό και την αγάπη του τοπικού κλήρου και ποιμνίου για τον Δεσπότη του.
Ιδιαίτεροι ήταν οι δεσμοί του προς το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο και την αθωνική πολιτεία. Ευλαβείτο ιδιαίτερα το Άγιον Όρος, όπου μετέβαινε συχνά ως ταπεινός προσκυνητής. Επί ποιμαντορίας του επεσκέφθη πρώτη φορά την Ελασσώνα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, κατά τον Σεπτέμβριο του 2009. Φιλάδελφος και φιλόξενος, αγαπητός σε όλους, από τους απλούς πιστούς ως τους προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, με χαρακτηριστικό γνώρισμα την αρχοντική φιλοξενία προς πάντας.
Ασκητικός, φιλακόλουθος και φιλομόναχος, ο εκλιπών Ιεράρχης αγκάλιασε με όλη του την δύναμη τον μοναχισμό και με τη βοήθεια του Θεού κοπίασε για την συντήρηση, την ανακαίνιση και την επάνδρωση των ιστορικών ιερών μονών της περιοχής. Έλεγε: «Τας θεωρώ οχυρά της Εκκλησίας, ζωτικούς πνεύμονας απ’ όπου ο απογοητευμένος από την σήψιν της εποχής μας άνθρωπος αναπνέει το οξυγόνον του Αγίου Πνεύματος».
Με δική του πρωτοβουλία ανοικοδομήθηκε ο Ιερός Ναός του Αγίου Αρσενίου, Αρχιεπισκόπου Ελασσώνος (16ος αι.), που αγίασε στην ρωσική γη. Το 2006, ύστερα από σχετικό αίτημα της Ιεράς Μητροπόλεως Ελασσώνος, την σύμφωνη γνώμη του επιτοπίου Ρώσου Αρχιεπισκόπου Βλαδίμηρ και Σούζδαλ, και την συγκατάθεση των αρχαιολογικών αρχών, έγινε ανακομιδή των ιερών του λειψάνων και ο αοίδιμος Πατριάρχης Μόσχας κυρός Αλέξιος παρέδωσε επισήμως στον μακαριστό Μητροπολίτη Ελασσώνος τμήματα εκ των ιερών λειψάνων του αγίου Αρσενίου. Μετά από λίγες μέρες έγινε στην Ελασσώνα η επίσημη υποδοχή των ιερών λειψάνων, τα οποία εναποτέθηκαν στον νεόδμητο Ιερό Ναό αφιερωμένο στον Άγιο, σε ειδικά διαμορφωμένο προσκυνητάριο.
Θεώρησε ιερό του καθήκον να διασώσει και να παραδώσει στις επόμενες γενεές την εκκλησιαστική ιστορία της Ελασσώνος. Προιόν μόχθου και επιμονής, η διάσωση και ανάδειξη σημαντικών κειμηλίων. Επίσης, βαρυσήμαντες εκδόσεις, όπως: ο μνημειώδης Τόμος, σχεδόν χιλίων σελίδων, για την Ιερά Μητρόπολη Ελασσώνος, όπου παρουσιάζονται η ιστορία της Μητροπόλεως, οι ιεροί ναοί, τα μοναστήρια και τα σπουδαία ιερά κειμήλια• Το Κειμηλιαρχείο της Μονής Ολυμπιωτίσσης• Ο Βίος και η Ακολουθία του αγίου Αρσενίου Ελασσώνος• βιβλίο για τον προκάτοχό του Καλλίνικο Λαμπρινίδη, ο οποίος θεμελίωσε τον Μητροπολιτικό Ναό Αγ. Δημητρίου Ελασσώνος• πρόσθετο βιβλίο, αφιερωμένο για τον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό, καθώς και Το Ιεροδρόμιο, χρονικό της ιστορικής επισκέψεως του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
Ο κοιμηθείς Ιεράρχης υπήρξε εκκλησιαστικός ανήρ πρώτου μεγέθους, προσφιλέστατος και ουσιαστικός. Η διακονία του είχε πρωταγωνιστική συμβολή στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Σεμνός αλλά δραστήριος, πολυόμματος και ακούραστος, φιλομόναχος και φιλάγιος. Ανέπνεε μες στην Εκκλησία, κι ο πόθος της βασιλείας του Θεού τον συνείχε βαθιά. Εξέπεμπε μίαν ανεπιτήδευτη, πνευματική αρχοντιά. Ήρεμος, ιεροπρεπής, μετρημένος, προσηνής στην επικοινωνία, διαλλακτικός, διακριτικός, διπλωματικός, σαφής και σταθερός όμως στις αρχές της πίστεως. Είχε το χάρισμα να κατευθύνει πνευματικά με τον λόγο του, να οικοδομεί με τον διάλογο και τη δράση του, χωρίς τύφο, προσποίηση ή διάθεση επιδείξεως. Υπόδειγμα ταπεινού φρονήματος, πλήρης φόβου Θεού, δόξασε το όνομα Αυτού και τίμησε την Ορθοδοξία.
Η μειλίχια παρουσία του θα παραμείνει ζωντανή και ενεργός στη μνήμη και την καρδιά όλων όσοι είχαμε την ευλογία να τον γνωρίσουμε, να δεχθούμε την ευχή του, τη συμβουλή, τον καλό του λόγο, τις ευεργεσίες της αγάπης του. Κατέλιπε πολλά άξια πνευματικά τέκνα, τα οποία συνιστούν και το κληροδότημά του, την παρακαταθήκη του προς την Εκκλησία. Ας αποτελέσει παράδειγμα για όλους μας. Τα ίχνη της πολιτείας του ας μείνουν για μας πηγή εμπνεύσεως και στηριγμού.
Η μακαρία ψυχή του απήλθε πλέον προς τας αιωνίους μονάς, για να δεχθεί, όπως όλοι πιστεύουμε, παρά της δεξιάς του Υψίστου τον άρρητον στέφανον για όσα επί γης επιτέλεσε, ως καλός οικονόμος πολλαπλασιάσας το εμπιστευθέν αυτώ τάλαντον. Εισήλθε «εις τα ενδότερα του καταπετάσματος, όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθε Χριστός. Κατέλιπε το της σαρκός παραπέτασμα. Ουκέτι υποδείγματι και σκιά των επουρανίων λατρεύει, αλλ’ εις αυτήν βλέπει την των πραγμάτων εικόνα. Ουκέτι δι’ εσόπτρου και δι’ αινίγματος, αλλ’ αυτοπροσώπως εντυγχάνει τω Θεώ, εντυγχάνει δε υπέρ ημών και των του λαού αγνοημάτων» .
Πορεύου νικητής, αξιομακάριστε Δέσποτα, με την συνοδεία των προσευχών μας, προς τον «κατελθόντα εν τοις κατωτάτοις της γης και συντρίψαντα μοχλούς αιωνίους και τριήμερον εξαναστάντα του τάφου». Πορεύθητι την μακαρίαν οδόν και αναπαύου εν ειρήνη. Ο Κύριος ας σε κατατάξει εν χώρα ζώντων και ας σε υποδεχθεί ως πολίτη της βασιλείας Του. Εμείς όλοι οι περιλειπόμενοι που σε προσφωνούμε εξ ευγνωμοσύνης, τιμής και αγάπης, οι αδελφοί συνεπίσκοποι, ο ιερός κλήρος, τα πνευματικά σου τέκνα, οι μοναχικές αδελφότητες, ο φιλοχριστός λαός, ας έχουμε την ευχή σου. Ας είναι αιωνία σου η μνήμη, πολυσέβαστε Γέροντά μας.
Χριστός Ανέστη!