Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ευσταθίου
Εάν ρωτήσουμε ένα μικρό παιδάκι, που δε γνωρίζει ακόμη πολλά πράγματα, αλλά που οσφραίνεται την αγάπη των μεγαλύτερων ανθρώπων που είναι κοντά του- και μάλιστα του στοργικού πατέρα και της αναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τους αγαπάει, τότε αυτό απλώνει και τα δύο χεράκια του και με τα λίγα λόγια που γνωρίζει απαντά: «τόοοσο!».
Τα πανάγια χέρια του Κυρίου μας είναι απλωμένα επάνω στο Σταυρό.
Είναι τρυπημένα με τα φαρμακερά καρφιά και γεμάτα αίματα.
Στάζουν κυριολεκτικά μια-μια σταγόνα το πανάχραντο αίμα του, για να ξεπλύνουν τα δικά μας ανομήματα, για να γιατρέψουν τις δικές μας πληγές, για να θρέψουν τη δική μας ψυχή και για να επιβεβαιώσουν με αυτό τον τρόπο την Αγάπη του Εσταυρωμένου για τον άνθρωπο.
Όταν, μετά τη θριαμβευτική Ανάστασή Του την ίδια ημέρα το απόγευμα, έκανε την εμφάνισή του στους φοβισμένους και κλεισμένους στο υπερώο μαθητές του, για να βεβαιωθούν εκείνοι, ότι δεν ήταν άλλος, ούτε φάντασμα «έδειξεν αυτοίς τας χείρας».
Καί εκείνοι, βλέποντας τα πληγωμένα χέρια Του, τον αναγνώρισαν και «εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον».
Έχει πολύ βάθος αυτή η συνάντηση του Αναστημένου Χριστού με τους μαθητές του.
Τόσο μεγάλη είναι η σημασία της, ώστε, για να εμπεδωθεί η πεποίθησή τους στην Ανάστασή Του και να θεριέψει η πίστη τους στη θεότητά Του, επανέλαβε την εμφάνισή του «μεθ’ ημέρας οκτώ», παρόντος και του απουσιάζοντος από την πρώτη εμφάνισή Του Θωμά.
Χρησιμοποιεί, μάλιστα, τον ίδιο τρόπο, για να κάνει και εκείνου όχι μόνο τη χαρά αληθινή αλλά και την πίστη πιο στέρεα και πιο μεγάλη.
«Είτα λέγει τω Θωμά, φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου».
Ο Θωμάς, γεμάτος έκπληξη και πλημμυρισμένος από μια ανείπωτη χαρά, αναφωνεί: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».
Μερικοί, μάλιστα, ερμηνευτές αναφέρουν ότι, όταν ο Θωμάς είδε τα πληγωμένα χέρια του Κυρίου και βέβαια τα πόδια και την πλευρά Του, τίποτε δεν άγγιξε, αλλά πείσθηκε και ομολόγησε και την ομολογία αυτή επαναλάμβανε στο κήρυγμά του σε κάθε ευκαιρία και τελικά την υπέγραψε με το αίμα του μαρτυρίου του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα σημαδεμένα και πληγωμένα από τα καρφιά χέρια του Κυρίου έγιναν αιτία να τον αναγνωρίσουν οι μαθητές Του αναστημένο πλέον, να τον πιστεύσουν για «Κύριό τους και Θεό τους» και να γίνουν μάρτυρες της Αναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αυτή την αυταπάρνησή τους, τον κόπο και τον ιδρώτα τους, μα προ πάντων τη μαρτυρία του ορθόδοξου λόγου τους, την ενάρετη βιοτή τους και το μαρτυρικό τους αίμα.
Η κοινωνία μας και σήμερα, για να πιστέψει και να εμπιστευθεί κάποιον και για να τον παραδεχθεί, κοιτάζει τα χέρια του, με μεταφορική, βεβαίως, έννοια, τα οποία πρέπει να είναι:
α) Καθαρά, όχι εξωτερικά, επιδερμικά, όπως ήταν του Πιλάτου. Εκείνος «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας αυτού λέγων αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου».
Ήταν όμως δυνατό να χαρακτηρισθούν τα χέρια του καθαρά, αφού με τη δική του υπογραφή συντελέσθηκε το μεγαλύτερο έγκλημα πάνω στη γη;
Μπορεί να το είπε, ότι είναι αθώος, αλλά είναι ο μέγας ένοχος, γιατί, ενώ τρεις φορές ομολογεί και αναγνωρίζει την αθωότητά Του, λέγοντας προς τους Ιουδαίους «εγώ ουδεμίαν κατηγορίαν ευρίσκω εν αυτώ», εν τούτοις «παραδίδει αυτόν αυτοίς, ίνα σταυρωθή».
Τα χέρια είναι καθαρά, όταν δεν ενέχονται σε ψευδορκίες, σε αρπαγές, σε χειροδικίες, σε λαθροχειρίες, σε κλεψιές, σε εγκληματικές ενέργειες και σε άλλα ανομήματα που διαπράττονται μ’ αυτά.
Πόσο, αλήθεια, είναι αξιοπρόσεκτο το επίγραμμα που ήταν χαραγμένο στη βρύση μπροστά στο ναό της αγίας Σοφίας στην Κων/πολη: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» .
β) Να είναι εργατικά. Με καύχηση εν Κυρίω ο Απόστολος Παύλος έδειχνε τα εργατικά και ροζιασμένα χέρια του στους ανθρώπους και πρόσθετε διδακτικά «Ταίς χρείαις μου και τοις ούσιν μετ’ εμού εξέθρεψάν με αι χείρες αύται».
Είναι ιδιαίτερη ευλογία του Θεού η εργασία, η οποία και την ύλη αξιοποιεί και την αρετή προάγει.
Παίρνει ο επιπλοποιός ένα άμορφο ξύλο και, αφού με προσοχή και για πολλές ώρες το σμιλέψει, δημιουργεί ένα πανέμορφο έπιπλο και στολίζει με αυτό το σπίτι μας, το Ναό μας, το χώρο της δουλειάς μας.
Ταυτόχρονα, βοηθάει τον άνθρωπο στην καλλιέργεια της ψυχής του, αφού τον απαλλάσσει από τους πειρασμούς, που πέφτουν επάνω του τις στιγμές της αργίας και της απραξίας του.
Να γιατί οι πατέρες έλεγαν, ότι «όποιος δεν έχει δουλειά του ευρίσκει ο διάβολος απασχόληση» και ο λαός μας με τη σοφία του επιβεβαιώνει, λέγοντας ότι «στού τεμπέλη την καρδιά φτιάχνει ο διάβολος φωλιά», ενώ οι πρόγονοί μας επιγραμματικά δίδασκαν, ότι «η αργία εστί μήτηρ πάσης κακίας».
Ιδίως για τους νέους ανθρώπους η απραγία είναι κατάσταση εγκληματική, αφού σπαταλούν τον πολύτιμο χρόνο τους ασκόπως τότε που πρέπει να βάζουν γερά θεμέλια, για τη μετέπειτα ζωή τους.
Γιά αυτό ένας παιδαγωγός έλεγε σ’ έναν πατέρα: «θέλεις να σώσεις το παιδί σου; Γέμισέ του δημιουργικά τις ώρες».
γ) Επίσης τα χέρια μας, για να μας παραδεχθούν και αναγνωρίσουν οι άνθρωποι, πρέπει να υψώνονται σε θέση προσευχής συχνά -πυκνά. Οι μεγάλοι αγωνιστές, όσιοι και ασκητές, ύψωναν τα χέρια τους στην προσευχή για ώρες πολλές.
Τέτοια ήταν η αφοσίωσή τους, ώστε η ακινησία των χεριών τους, που διαρκούσε πολλές ώρες ξεγελούσε τα πετεινά του ουρανού, που άρχιζαν να συγκεντρώνουν υλικά, για να κάνουν τη φωλιά τους στις ανοιχτές παλάμες των ασκητών.
Βέβαια δεν είναι ο μόνος τρόπος προσευχής τα απλωμένα χέρια, είναι όμως δηλωτική η στάση αυτή της αφοσιώσεως και της επικοινωνίας μας με τον πλάστη και Θεό μας, αφού κατά τη διάρκειά της παίρνει μέρος όλος ο ψυχοσωματικός μας κοσμος.
δ) Ακόμη τα χέρια μας πρέπει να είναι όχι μόνο καθαρά από αδικίες, αλλά και στολισμένα με τις αγαθοεργίες και με τις φιλάνθρωπες ενέργειές μας, που αποσκοπούν στη συμπαράσταση του εμπερί-στατου συνανθρώπου μας, που δεν είναι, ούτε ξένος, ούτε πολύ περισσότερο εχθρός μας, αλλά αδελφός μας, αφού όλοι είμαστε ενός πατέρα παιδιά.
Είναι ευλογημένα και αγιασμένα τα χέρια που μεταβάλλουν τα ψυχρά χρήματα σε ζεστό φαγητό, σε μανδήλι για τα δάκρυα των πονεμένων, σε φαρμακο για την αρρώστια του δοκιμαζομένου, για ψωμί του πεινασμένου, για στέγη του αστέγου και για βακτηρία του γέροντα.
Αυτά τα χέρια θεωρούνται τα πιο όμορφα και τα πιο ωραία και μακάρι να τα αγαπήσουμε, να τα ασπασθούμε και να τα κάνουμε δικά μας.
Κάποτε στο σπίτι μιάς αρχόντισσας συγκεντρώθηκαν γυναίκες, για να περάσουν ένα όμορφο απόγευμα, πίνοντας καφέ και συζητώντας.
Σε καποια στιγμή μια από αυτές είχε τη «φαεινή» ιδέα να κάνουν ένα «διαγωνισμό», για να αποδειχθεί ποιάς τα χέρια θα ήταν τα πιο ωραία.
Επειδή η καθεμία θεωρούσε τα δικά της, ως τα καλύτερα και δεν κατέληγαν σε συμπέρασμα, αποφάσισαν να ερωτήσουν το γέροντα πατέρα της κυρίας που φιλοξενούσε την παρέα.