Του Μιχαήλ Ε. Καραγκούνη – Για το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ – Μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ: Είναι γεγονός ότι από τα πρώτα χρόνια της σύστασης της Εκκλησίας οι πιστοί προσέφευγαν σε εκούσιες συνεισφορές, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μία πρώτη συσσώρευση της περιουσίας της.
Γι’ αυτό το λόγο ορισμένοι βυζαντινοί αυτοκράτορες, όπως ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς (963-969) και ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός, προχώρησαν στη θέσπιση διατάξεων με σκοπό τον περιορισμό της.
Η περιουσία αυτή διογκωνόταν κυρίως λόγω της απαγόρευσης εκποίησης της και των κρατικών νομοθετημάτων, τα οποία συνηγορούσαν στις φορολογικές ελαφρύνσεις της Εκκλησίας. Μεγάλα χρηματικά κεφάλαια προορίζονταν για τη συντήρηση των κληρικών και την υλοποίηση κοινωφελών σκοπών, όπως για παράδειγμα την ενίσχυση ορφανοτροφείων και γηροκομείων.
Σε κάθε περίπτωση, η έννοια του πλούτου στην Εκκλησία, ανέκαθεν, εμπεριείχε μία φιλανθρωπική χροιά, η οποία δε σχετίζεται με την πλεονεξία.
Στη σημερινή εποχή εκκλησιαστική περιουσία ονομάζεται η κινητή και ακίνητη περιουσία των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Η Εκκλησία, μάλιστα, διοικείται από τα δικαιοδοτικά της όργανα, τα οποία φέρουν την ευθύνη για τη διαχείριση της περιουσία της.
Έτσι, όσον αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, το ανώτατο όργανο της είναι η «Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας» (Ι.Σ.Ι.), η οποία στελεχώνεται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, που ενσαρκώνει τον τίτλο του προέδρου, και τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, που αποτελούν τα μέλη της (άρθρο 3 Κ.Χ.). Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η έκδοση κανονιστικών αποφάσεων, που αφορούν άμεσα την εσωτερική οργάνωση της Εκκλησίας και ο έλεγχος των αποφάσεων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Δ.Ι.Σ.).
Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στη διοίκηση της Εκκλησίας διαδραματίζει η «Διαρκής Ιερά Σύνοδος» (Δ.Ι.Σ.), που αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος ως πρόεδρο και μόνιμο μέλος και από δώδεκα εν ενεργεία Μητροπολίτες κατά τα πρεσβεία της Αρχιεροσύνης, έξι εκ των οποίων προέρχονται από την Εκκλησία της Ελλάδος και έξι από τις «Νέες Χώρες» με ετήσια θητεία.
Ορισμένα από τα κυριότερα θέματα, που πραγματεύεται η Δ.Ι.Σ. είναι η αντιμετώπιση των εκκλησιαστικών ζητημάτων, η εποπτεία επί των κληρικών και των μοναχών για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και η μέριμνα για το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ίδρυσης της Εκκλησίας οι Απόστολοι είχαν αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας της και στη συνέχεια αυτό το καθήκον μεταβιβάστηκε στους επισκόπους. Ωστόσο, η διαχείριση της περιουσίας των κοινοτήτων μιας Μητρόπολης δεν ήταν δυνατό να διοικείται μόνο από τον επίσκοπο και γι’ αυτόν το λόγο, σταδιακά, οι κληρικοί κατέστησαν αρωγοί στο συγκεκριμένο έργο.
Μάλιστα, υπεύθυνος των περιουσιακών στοιχείων της κάθε τοπικής κοινότητας κλήθηκε ο εφημέριος, ο οποίος εννοείται πως λογοδοτούσε στον εκάστοτε επίσκοπο. Τέλος, όσον αφορά τις μονές της κάθε επισκοπής, οι ηγούμενοι αποτέλεσαν τα πρόσωπα, που διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στη διαχείριση της περιουσίας τους, πάντοτε, όμως, υπό την καθοδήγηση του επισκόπου.
Ο αποστολικός κανόνας λη’ κάνει ιδιαίτερη μνεία στην αρμοδιότητα του επισκόπου όσον αφορά τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας, καθότι αναφέρει πως «πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ ἐπίσκοπος ἐχέτω τὴν φροντίδα, καὶ διοικείτω αὐτά, ὡς τοῦ Θεοῦ ἐφορῶντος». Πιο συγκεκριμένα, ο Μητροπολίτης παρουσιάζεται να κατέχει το τεκμήριο της αρμοδιότητας ως προς τη διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων εντός της δικαιοδοσίας του.
Στο συγκεκριμένο σημείο είναι επιτακτικό να τονιστεί ότι η διοίκηση της περιουσίας της Εκκλησίας αποτελεί απόρροια της πνευματικής του θέσης μέσα σε αυτήν. Ανάλογης σπουδαιότητας αποτελεί και το γεγονός ότι «ἔστω φανερὰ τὰ ἴδια τοῦ ἐπισκόπου πράγματα, (εἴ γε καὶ ἴδια ἔχοι) καὶ φανερὰ τὰ Κυριακά· ἵνα ἐξουσίαν ἔχῃ τὰ ἴδια, τελευτῶν ὁ ἐπίσκοπος, οἷς βούλεται καὶ ὡς βούλεται καταλεῖψαι». Ακόμη, σε παρόμοια συνάφεια κινείται και ο μα’ αποστολικός κανόνας, ο οποίος συνδέεται άμεσα και επαναλαμβάνει τον λη’ με πιο αυστηρό ύφος, καθώς χρησιμοποιεί τη λέξη «ἐξουσίαν».
Ένα ακόμη σημείο στο οποίο διαφαίνεται η σημαντικότητα του ζητήματος της διαχείρισης της περιουσίας των Μητροπόλεων είναι ο κστ’ κανόνας της Δ’ Οικουμενικής συνόδου, που εισάγει στη διοίκηση της το ρόλο του οικονόμου. Πρόκειται για κληρικό, ο οποίος υποχρεωτικά καλείται να βοηθά το Μητροπολίτη στα ζητήματα, που αφορούν την εκκλησιαστική περιουσία.
Σύμφωνα με τη σύγχρονη νομοθεσία, οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Μάλιστα, ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος τονίζει ότι ο εκάστοτε Μητροπολίτης όχι μόνο κρίνεται ως υπεύθυνος για τη διαχείριση των εσόδων της Μητρόπολης του και κατ’ επέκταση της συνολικής περιουσίας της, αλλά και νομιμοποιείται ως προς τις ενέργειες που προβαίνει, ώστε να τη διοικεί με ορθό τρόπο.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μητροπολίτης κατέχει πλήρη δικαιοδοσία στην επισκοπική του περιφέρεια, γεγονός που συνεπάγεται ότι, αφενός δε δύναται άλλος επίσκοπος να παρέμβει στα εκκλησιαστικά ζητήματα της και αφετέρου κάθε Μητροπολίτης ασχολείται αποκλειστικά με τα περιουσιακά στοιχεία της Μητρόπολης του. Επίσης, ζωτικής σημασίας αποτελεί το γεγονός ότι «ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής λογιστικής διαχειρίσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου της Εκκλησίας της Ελλάδος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με Κανονισμούς της Δ.Ι.Σ. και βάσει των Ιερών Κανόνων, δημοσιευόμενων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Ουσιαστικά, πλέον, ο Μητροπολίτης έχει τη δυνατότητα να αιτείται έκδοση Κανονισμού στη Δ.Ι.Σ., ο οποίος θα αναδημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και θα άπτεται τα θέματα της διαχείρισης της μητροπολιτικής περιουσίας. Αυτό συνεπάγεται ότι η διευθέτηση των ζητημάτων, που επαφίονται της μητροπολιτικής περιουσίας, επέρχεται με πρόταση του οικείου Μητροπολίτη και επικύρωση με Κανονισμό από τη Δ.Ι.Σ.
Συμπερασματικά, Ο εκκλησιαστικός νομοθέτης ασχολήθηκε με τη δικαιοπαραγωγική διαδικασία και μάλιστα επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο τόσο για τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση της περιουσίας όσο και για τα όργανα που την ασκούν.
Αυτό αποδεικνύεται από τη σωρεία των αποφάσεων του κράτους και των κανονιστικών πράξεων της Εκκλησίας. Πρωταρχικό ρόλο εννοείται πως διαδραματίζει ο Κ.Χ.Ε.Ε., στον οποίο θεμελιώνονται οι υπόλοιπες νομικώς εφαρμοστέες διατάξεις. Παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται σποραδικά εντάσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας και ο εφελκισμός μεταξύ τους δύναται να χαρακτηριστεί ως έντονος, η δεύτερη φρόντισε να περιφρουρήσει νομικά τις αρμοδιότητες των Μητροπολιτών για τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Έτσι, από τη μία πλευρά οι νόμοι της Πολιτείας και από την άλλη οι Κανονισμοί της Δ.Ι.Σ. προσεγγίζουν δικαιϊκά τα ζητήματα των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας ως προς τη διοίκηση της περιουσίας της πρώτης.
Και παρόλες της προσπάθειες της Πολιτείας να δημεύσει μέρος αυτής της περιουσίας, εν τέλει διαφαίνεται μία προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων τους. Οι Μητροπολίτες αφενός και τα Μητροπολιτικά Συμβούλια αφετέρου έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν πλήρως τα περιουσιακά στοιχεία της μητροπολιτικής τους περιφέρειας. Αυτό, φυσικά, απορρέει από τη νομιμοποίηση των πράξεων τους και από την έκταση της δικαιοδοσίας τους επί της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Τέλος, κρίσιμης σημασίας αποτελεί ο πλήρης έλεγχος της περιουσίας της κάθε Μητρόπολης από τον εκάστοτε Μητροπολίτη, γεγονός που συνεπάγεται ότι κάθε ενορία υπόκειται, μεταξύ άλλων, και δημοσιονομικά στο Μητροπολιτικό Συμβούλιο. Δεν υφίσταται καμία αμφιβολία ως προς τη σημαντικότητα των θεμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας, με αποτέλεσμα να δίνεται η ανάλογη βαρύτητα από τα δικαιοδοτικά όργανα.
Βιβλιογραφία
-Δ.Η. Νικολακάκη, Ο Επίσκοπος ως διαχειριστής της εκκλησιαστικής περιουσίας κατά τους Ιερούς Κανόνες και την καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νομοκανονικά 2/2015, εκδ. Σάκκουλα.
-Ιωάννη Μ. Κονιδάρη, Εγχειρίδιο εκκλησιαστικού δικαίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη3 2016.
-Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, εκδ. Ostracon Publishing, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 2017.
-Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο Θεωρία και Νομολογία, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2013.
-Π. Ροδόπουλου, Επιτομή κανονικού δικαίου, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017.