Κοινό Πάσχα: Η πρόταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τον εορτασμό του Πάσχα από κοινού με την Καθολική Εκκλησία, η οποία προβλέπεται να ξεκινήσει το 2025, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στον ορθόδοξο κόσμο.
Του Γιάννη Παπανικολάου – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με την προτροπή και ευχή να συνεχιστεί η κοινή αυτή πρακτική και τα επόμενα χρόνια, έχει ανοίξει έναν ευρύτερο διάλογο για τις σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Ωστόσο, η πρόταση αυτή έχει δημιουργήσει διχασμό, καθώς οι διαφορές που χωρίζουν τις δύο Εκκλησίες είναι βαθιές και έχουν τις ρίζες τους σε αιώνες θεολογικής, λειτουργικής και διοικητικής διαφοροποίησης.
Το ζήτημα του κοινού εορτασμού του Πάσχα
Η διαφοροποίηση στην ημερομηνία του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών έχει τις ρίζες της στην απόφαση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας το 325 μ.Χ., όπου καθορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού της ημερομηνίας του Πάσχα. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, με την προϋπόθεση ότι δεν συμπίπτει με το εβραϊκό Πάσχα. Ωστόσο, η αλλαγή από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό ημερολόγιο από την Καθολική Εκκλησία το 1582 δημιούργησε τη διαφορά που παρατηρούμε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα οι δύο Εκκλησίες να γιορτάζουν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες.
Η πρόταση για κοινό εορτασμό του Πάσχα το 2025 έχει ως στόχο την ενίσχυση των δεσμών μεταξύ των δύο χριστιανικών παραδόσεων, στο πλαίσιο των προσπαθειών για οικουμενικό διάλογο. Η συγκεκριμένη χρονιά έχει συμβολική σημασία, καθώς συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας.
Οι θεολογικές και λειτουργικές διαφορές
Οι διαφορές μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών δεν περιορίζονται μόνο στο ζήτημα του ημερολογίου. Υπάρχουν βαθύτερες θεολογικές διαφορές που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο οι δύο Εκκλησίες αντιλαμβάνονται βασικά δόγματα. Μια από τις κύριες διαφορές είναι το **Φιλιόκβε** (Filioque), η προσθήκη στη διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως από την Καθολική Εκκλησία, η οποία υποστηρίζει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από τον Υιό. Αυτή η θεολογική διαφορά αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία τριβής μεταξύ των δύο Εκκλησιών από το Σχίσμα του 1054.
Άλλες διαφορές αφορούν το **πρωτείο του Πάπα** και τη λειτουργική παράδοση. Η Καθολική Εκκλησία αποδίδει στον Πάπα το αλάθητο σε ζητήματα πίστης, ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει αντίστοιχη αρχή. Επιπλέον, οι Ορθόδοξοι διατηρούν μια πιο παραδοσιακή μορφή λειτουργίας, με λιγότερες προσαρμογές στη σύγχρονη εποχή σε σχέση με τους Καθολικούς.
Αντιδράσεις στην Ελλάδα και τον Ορθόδοξο κόσμο
Η πρόταση για κοινό Πάσχα έχει προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. Πολλοί κληρικοί και πιστοί θεωρούν ότι η κίνηση αυτή υπονομεύει την αυτονομία και την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η αντίδραση αυτή δεν περιορίζεται μόνο σε συντηρητικούς κύκλους, αλλά επεκτείνεται σε πολλούς που ανησυχούν ότι η κοινή εορτή μπορεί να οδηγήσει σε μια σταδιακή διάβρωση της ορθόδοξης ταυτότητας.
Στην Ελλάδα, κληρικοί και θεολόγοι έχουν εκφράσει έντονη αντίθεση στην πρόταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υποστηρίζοντας ότι η διατήρηση των ορθόδοξων παραδόσεων είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση της πνευματικής κληρονομιάς της Εκκλησίας. Πολλοί επισημαίνουν ότι η διαφορά στην ημερομηνία του Πάσχα δεν είναι απλώς θέμα ημερολογιακής διαφοράς, αλλά συνδέεται με την ορθόδοξη κατανόηση της λειτουργίας και της θεολογίας του Πάσχα.
Σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως η Ρωσική και η Σερβική, οι αντιδράσεις είναι εξίσου ισχυρές. Αυτές οι Εκκλησίες έχουν ιστορικά διατηρήσει μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στον διάλογο με τους Καθολικούς και βλέπουν την πρόταση αυτή ως μια πιθανή απόκλιση από τις ορθόδοξες αρχές.
Το μέλλον της πρότασης
Παρά τις αντιδράσεις, η πρόταση για κοινό Πάσχα έχει ανοίξει έναν διάλογο για τις σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος είναι γνωστός για την προώθηση του οικουμενικού διαλόγου και τη βούλησή του να γεφυρώσει τα χάσματα μεταξύ των χριστιανικών δογμάτων. Ωστόσο, η επιτυχία της πρότασης εξαρτάται από την αποδοχή της από τον ορθόδοξο κόσμο και την ικανότητα της Εκκλησίας να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ διαλόγου και παράδοσης.
Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση αυτή είναι πιθανό να συνεχιστεί για τα επόμενα χρόνια, καθώς οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θα πρέπει να εξετάσουν πώς θα διαχειριστούν αυτή τη νέα πρόκληση στον σύγχρονο χριστιανικό κόσμο.