Του Γιώργου Θεοχάρη
Ο πρέσβης Αζερμπαϊτζάν, κος Rahman Mustafayev, στο ”Αγιορείτικο Βήμα”
Ο πρέσβης του Αζερμπαιτζάν απαντά στον Αρμένιο Αρχιμαδρίτη, π.Ιερώνυμο, για τα όσα του καταλόγισε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Αγιορείτικο Βήμα» αναφορικά με την παρουσία της χριστιανικής παράδοσης και τη λειτουργία εκκλησιών και μονών στη μουσουλμανική χώρα .
– Κ. Πρέσβη, η συνέντευξη σας για την ιστορία του Χριστιανισμού στο Αζερμπαϊτζάν και τις σχέσεις μεταξύ της Καυκάσιας Αλβανίας – αρχαίου κράτους που υπήρχε στο έδαφος του Αζερμπαϊτζάν – και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον και απήχηση.
Πρώτα απ ‘όλα, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και πάλι για την ευκαιρία να μεταδώσω στους αναγνώστες της ιστοσελίδας σας την αλήθεια σχετικά με το Χριστιανισμό στο Αζερμπαϊτζάν. Είναι μια σχεδόν άγνωστη σελίδα τόσο της ιστορίας μας, όσο και ολόκληρου του Χριστιανικού κόσμου, μέρος του οποίου αποτελούσε το Αρχαίο Αζερμπαϊτζάν (η Καυκάσια Αλβανία) την περίοδο από 1ο έως 8ο αιώνα.
Το κράτος της Καυκάσιας Αλβανίας υπήρχε από τον 4ο αιώνα π.Χ. έως και τον 8ο αιώνα μ.Χ, δηλαδή για περίπου 1.000 χρόνια, και σχεδόν στο ίδιο έδαφος, χωρίς μεγάλες μεταβολές συνόρων. Εκτεινόταν από τον ποταμό Αράξ (Araks) στο Νότο, μέχρι τους πρόποδες της Οροσειράς του Μεγάλου Καυκάσου στον Βορρά. Έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Αζερμπαϊτζάν και οι Αζέροι είναι ο κύριος διάδοχος της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Καυκάσιας Αλβανίας.
– Ισχυρίζεστε πως το Αρχαίο Αζερμπαϊτζάν ήταν η πρώτη περιοχή του Καύκασου που υιοθέτησε το Χριστιανισμό;
Ναι, είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός, που επιβεβαιώνεται από τους συγγραφείς τις Καυκάσιας Αλβανίας και της Αρμενίας. Ένας ιστορικός της Καυκάσιας Αλβανίας του 8ου αιώνα,ο Στέφεν Ορμπελιάνι (Stephen Orbeliani), περιγράφοντας το ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Βαρθολομαίου στην περιοχή Σϊουνίκ (Syunik) της Καυκάσιας Αλβανίας (σήμερα περιοχή Ναχιτσεβάν (Nakhichevan) του Αζερμπαϊτζάν), σημείωσε:
“… αξίζει να αναφέρουμε ότι ακόμη και πριν από τον πληθυσμό της Αρμενίας, οι Σϊουνίτες ήταν οι πρώτοι πιστοί, και μέσω του Αποστόλου Βαρθολομαίου έχουν υπακούσει στις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής. Όταν ο Βαρθολομαίος επέστρεψε από την Περσία, πέρασε την Ατροπατηνή Μηδία (Atrpatakan) (ένα αρχαίο κράτος που κατελάμβανε το νότιο τμήμα του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν και το Βόρειο Ιράν – Σ.τ.Σ.) μαζί με τους μαθητές του – και αφού διέσχισε τον ποταμό Αράξ – μπήκε στο Σϊουνίκ και άρχισε να κηρύττει στο χωριό Ορντουμπάντ (Ordubad)”.1
Τον 1ο-2ο αιώνα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Αρμένιου συγγραφέα Μωυσή του Χορένσκ (Moses of Chorene)2 και των ιστορικών της Καυκάσιας Αλβανίας Στέφεν Ορμπελιάνι (Stephen Orbeliani) και Μωυσή του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi),3 η περιοχή Σϊουνίκ, η οποία βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Αράξ, αποτελούσε μέρος της Καυκάσιας Αλβανίας. Σήμερα το χωρίο Ορντουμπάντ είναι η πόλη Ορντουμπάντ της περιοχής Ναχιτσεβάν (Nakhichevan).
Σε γενικές γραμμές, ο Χριστιανισμός της Αλβανίας έχει περάσει δύο φάσεις: την αποστολική, ή αλλιώς φιλοσυριακή, και την φιλελληνική. Κατά την πρώτη περίοδο, τον 1ο εως τον 4ο αιώνα, ο Χριστιανισμός κηρυσσόταν στα Συριακά – Αραμαϊκά. Η περίοδος αυτή συνδέεται με τις δραστηριότητες των Αποστόλων και των μαθητών τους. Η δεύτερη περίοδος (φιλελληνική) – όταν πλέον ο Χριστιανισμός έγινε επίσημη θρησκεία του κράτους – είναι κοινή για τις χώρες της Υπερκαυκασίας.
1. Στέφεν Ορμπελιάνι (Stephen Orbeliani), Ιστορία της περιοχής Σισακάν (Sisakan). Τιφλίδα, 1910, κεφάλαιο 5, σελ.. 13-15 (γραμμένο στα Αρχαία Αρμένικα).
2. Μωυσής του Χορένσκ (Moses of Chorene)2. Ιστορία της Αρμενίας. Μετάφραση N.O.Emina, 1893, Β’ βιβλίο, κεφάλαιο 8.
3. Μωυσής του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi). Ιστορία των Αγκβανών (Agvanians/Aghuank). Αγία Πετρούπολη, 1861. Α’ βιβλίο, Κεφάλαιο 4.
-Ποιες ήταν οι σχέσεις της Καυκασιο-Αλβανικής Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο;
Από την αρχή της εξάπλωσης του Χριστιανισμού στη Καυκάσια Αλβανία και μέχρι να γίνει ένας ανεξάρτητος εκκλησιαστικός θεσμός, ο πιο σταθερός δεσμός της Αλβανικής Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο ήταν η σχέση με την Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η Εκκλησία της Καυκάσιας Αλβανίας ιδρύθηκε από τον Απόστολο Βαρθολομαίο και από τον Απόστολο Ελισσαιέ, που είχαν φύγει από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τις δραστηριότητες των Ιουδαίων Ναζωραίων και των Εβραίων Χριστιανών που εγκαταστάθηκαν στην Καυκάσια Αλβανία.
Το ότι η Αλβανία βρισκόταν δίπλα στη Γεωργία, την Αρμενία και τη Περσία προκάλεσε την δημιουργία αντίστοιχων δεσμών της Αλβανικής Εκκλησίας με τις Εκκλησίες της Γεωργίας, της Αρμενίας και της Συρίας-Περσίας. Οι επικεφαλής της Αλβανικής Εκκλησίας συμμετείχαν σε τοπικές Συνόδους, μαζί με τους Επισκόπους της Αρμενίας και της Γεωργίας. Έτσι, το 506 στη Σύνοδο του Ντβίνα, οι Ιεράρχες των Εκκλησιών της Αλβανίας, της Αρμενίας και της Γεωργίας υποστήριξαν την ενωτική πολιτική των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, σκοπός της οποίας ήταν η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Ορθόδοξων και Μονοφυσιτών-Αντιχαλκηδονίων.
Εκτός όμως από τις προαναφερόμενες εξωτερικές σχέσεις, η Αλβανική Εκκλησία διατηρούσε άλλη μια ξεχωριστή σχέση, που πήγαζε από την εξωτερική πολιτική των Αλβανών ηγεμόνων και τη στρατηγική θέση της Καυκάσιας Αλβανίας. Με σκοπό την ευμένεια των πολεμικών φυλών του Βόλγα και του Βόρειου Καύκασου και την αναστολή των συστηματικών επιδρομών τους, η Αλβανική Εκκλησία έστελνε Χριστιανούς ιεραπόστολους, που προσπαθούσαν να διαδώσουν το Χριστιανισμό, για να τις κάνει συμμάχους και ομόθρησκούς της.
Ειδικότερα, οι Συριακές πηγές αναφέρουν (Πιγκουλέβσκαγια Ν.Β. (Pigulevskaya N.V.), Συριακές πηγές για τους λαούς του Καυκάσου, 1939, № 1 (6), σελ. 107-115, έκδοση στην Ρωσική γλώσσα), ότι το 537 στη γη των Ούννων έφτασε η Χριστιανική Πρεσβεία από την Καυκάσια Αλβανία, αποτελούμενη από επτά ιερείς. Οι ιερείς έμειναν με τους Ούννους για 14 χρόνια, προωθώντας την εξάπλωση του Χριστιανισμού και μετέφρασαν την Αγία Γραφή στη γλώσσα των Ούννων. Μετά από 7 χρόνια στη χώρα των Ούννων έφτασε μια Αποστολή, με επικεφαλής τον Πρέσβη Πρόβο, σταλμένη από τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, με σκοπό τη στρατολόγηση πολεμιστών για τις πολεμικές εκστρατείες. Συριακή πηγή αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μόλις έμαθε για τις προθέσεις της Αποστολής της Καυκασιο-Αλβανίας, παρείχε γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια στους Αλβανούς ιερείς, με σκοπό να ολοκληρώσουν με επιτυχία την αποστολή τους.
4. Τα στοιχεία αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα. Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να σας ρωτήσω πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ της Καυκάσιας Αλβανίας και του Βυζαντίου;
Η Καυκάσια Αλβανία, δεδομένης της δύσκολης γεωγραφικής της θέσης μεταξύ εχθρικών φυλών, των Ούννων και των Χαζάρων στο Βορρά και της Περσίας των Σασσανιδών στο Νότο, γινόταν συνεχώς στόχος επιθέσεων και αποτελούσε το κύριο πεδίο μάχης στον Καύκασο. Ως εκ τούτου, οι κυβερνήτες της και οι ανώτατες βαθμίδες της Καυκάσιας Αλβανικής Εκκλησίας πάντα επεδίωκαν την υποστήριξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Από την άλλη, και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιδίωκε την συμμαχία με την Καυκάσια Αλβανία. Οι πιο σοβαροί εχθροί του Βυζαντίου ήταν η Περσία των Σασσανιδών και οι πολεμικές φυλές των Ούννων και των Χαζάρων, γι’αυτό η συγκράτηση τους πάντα αποτελούσε μια κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα της Κωνσταντινούπολης.
Στο πλαίσιο αυτό, η Καυκάσια Αλβανία καταλάμβανε μια ιδιαίτερη θέση στην εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου, καθώς από το έδαφος της περνούσε ο μόνος δρόμος στον Καύκασο, από τον οποίο οι εχθρικές φυλές του Βόρειου Καυκάσου και του Βόλγα μπορούσαν να επιτεθούν στο Βυζάντιο. Όλοι οι άλλοι δρόμοι ήταν αδιάβατοι λόγω των οροσειρών του Μικρού και του Μεγάλου Καυκάσου. Ως εκ τούτου, η συμμαχία και η φιλία με την Αλβανία του Καυκάσου σήμαινε ειρήνη και ηρεμία στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες δρούσαν με το σκεπτικό πως η καλύτερη συμμαχία είναι με τον εχθρό του εχθρού σου.
Έτσι, οι Συριακές, οι Καυκασιο Αλβανικές και οι Αρμενικές πηγές του 4ου – 8ου αιώνα αναφέρουν πολλά στοιχεία για το ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μαζί με την Καυκάσια Αλβανία, κατασκεύασαν από κοινού ακόμα και αμυντικά τείχη στα βόρεια σύνορα της Καυκάσιας Αλβανίας.
Το αμοιβαίο ενδιαφέρον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της Αλβανίας είχε ακόμη μια αιτία. Η Καυκάσια Αλβανία ήταν ένα αρχαίο Χριστιανικό κράτος. Το 5ο – 7ο αιώνα παρασύρθηκε στην δογματική διαμάχη μεταξύ Αντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτών και Ορθόδοξων, μια διαμάχη που κατέλαβε ολόκληρο το Χριστιανικό κόσμο. Έτσι, η ενίσχυση των υποστηρικτών της Ορθοδοξίας σε αυτή τη χώρα αποτελούσε μια σημαντική προτεραιότητα της Βυζαντινής διπλωματίας, η οποία είχε πάγιο στόχο το σχηματισμό της Χριστιανικής Συμμαχίας εναντίον των Σασσανιδών και στη συνέχεια του Χαλιφάτου.
Προς το τέλος του 6ου – αρχές του 7ου αιώνα, ως συνέπεια της ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής του Βυζαντίου στην περιοχή της Υπερκαυκασίας, η Αλβανική Εκκλησία ασπάστηκε την Ορθοδοξία. Ως εκ τούτου, την περίοδο αυτή δημιουργήθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για την προσέγγιση των δύο χωρών. Συγκεκριμένα, εκείνη τη περίοδο ο Βασιλιάς της Αλβανίας Τζεβανσίρ (Jevanshir) (636 – 679), ο οποίος υποστήριζε την πολιτική προσέγγισης με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έστειλε στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Β’ (642-668) μια επιστολή, το κείμενο της οποίας αναφέρεται στο έργο του Μωυσή του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi):
“Παντοδύναμε Κύριε, Πανίσχυρε και Ελεήμονε Έλληνα Αυτοκράτορα Κωνσταντίνε! Συμφώνησε να δεχτείς υπό Χριστεπώνυμη κυριαρχία σου έναν απομακρυσμένο λαό, ώστε με την υπακοή μας να μας απονεμηθεί η θεία ευλογία της μεγάλης δόξας σου”.4
Σ’ αυτό το γράμμα του Βασιλιά της Καυκάσιας Αλβανίας ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έδωσε θετική απάντηση. Στον Τζεβανσίρ εστάλησαν από την Βυζαντινή αυλή πολύτιμα δώρα. Επιπλέον, ο Αυτοκράτορας όρισε τον Τζεβανσίρ ως πρώτον Πατρίκιο.
Αυτές οι σχέσεις των δυο Εκκλησιών επιβεβαιώνονται και από το γνωστό Αμερικανό ιστορικό Edward Luttwak, ο οποίος στο βιβλίο του «The Grand Strategy of the Byzantine Empire”, σημειώνει τα εξής:
“Οι περισσότεροι κυβερνήτες στον Καύκασο ήταν εξοικειωμένοι με το βυζαντινό πολιτισμό, πολλοί είχαν βιώσει την έλξη της Κωνσταντινούπολης, που μοίραζε σε αυτούς δώρα. Αν και ορισμένοι είχαν τη δική τους Αυτοκέφαλη Εκκλησία, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη μεγάλη αρχαιότητα της, δεν είχαν θρησκευτικά κωλύματα ώστε να αναγνωρίσουν την υπεροχή των Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε όλα τα άλλα θέματα”.5
4. Μωυσής του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi), Ιστορία της χώρας Αλουάνκ (Aluank) (Μετάφραση Sh. V. Smbatian) Ερεβάν, 1984, Β’ Βιβλίο, Κεφάλαιο 20.
5. Edward N. Luttwak “The Grand Strategy of the Byzantine Empire”, σελ.217
5. Πώς άλλαξε η κατάσταση με την άφιξη των Αράβων στο Νότιο Καύκασο;
Μετά την κατάκτηση του Νότιου Καυκάσου από Άραβες, το Χαλιφάτο, συνειδητοποιώντας την στρατηγική σημασία της Καυκάσιας Αλβανίας ως εφαλτηρίου για την καταπολέμηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ακολουθούσε την πολιτική του ιδεολογικού διαχωρισμού της Αλβανίας και της Γεωργίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ως αντίθεση στην Ορθοδοξία του Βυζαντίου, το Χαλιφάτο υποστήριζε το Μονοφυσιτικό ρεύμα των Χριστιανών της Υπερκαυκασίας.
Οι Άραβες έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υποταγή της Αλβανίας, έχοντας υπόψη τη στρατηγική θέση της χώρας ανάμεσα στο Βόρειο Καύκασο και τη Μέση Ανατολή, τις διαδρομές εμπορίου που περνούσαν από το έδαφός της και το φυσικό της πλούτο.
Λόγω των στενών δεσμών των ιστορικών εδαφών της Γεωργίας με το Βυζάντιο, το Χαλιφάτο δεν κατάφερε να απομονώσει τη Γεωργία από την πολιτική και ιδεολογική ενότητα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όμως το Χαλιφάτο δεν μπορούσε να επιτρέψει την ιδεολογική ενότητα της Αλβανίας με το Βυζάντιο. Οι Άραβες κατέστειλαν κάθε προσπάθεια των Καυκάσιων Αλβανών ηγεμόνων και της ιεραρχίας της Εκκλησίας τους για ανεξάρτητη ανάπτυξη και προσέγγιση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Για το λόγο αυτό, το Αραβικό Χαλιφάτο προσπάθησε να μετατρέψει την Αλβανική Εκκλησία σε Μονοφυσιτική. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε αυτή τη προσπάθεια είχε την τεράστια υποστήριξη της Αρμένικης Εκκλησίας.
6. Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι οι δύο Εκκλησίες – της Αρμενίας και της Αλβανίας – ήταν ομόθρησκες;
Εκείνη την περίοδο μέσα στην Εκκλησία και την ελίτ της Αλβανίας, όπως ανέφερα προηγουμένως, επικρατούσε σφοδρή διαμάχη μεταξύ Μονοφυσιτών και Ορθόδοξων. Η ενίσχυση της θέσης των Ορθόδοξων στην Αλβανία ήταν εξίσου ασύμφορη για το Χαλιφάτο, όσο και για τη μονοφυσιτική Εκκλησία της Αρμενίας. Tο Χαλιφάτο φοβόταν την ενίσχυση της πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής του Βυζαντίου στην περιοχή του Καυκάσου, ενώ η Εκκλησία της Αρμενίας φοβόταν την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Αλβανικής Εκκλησίας.
Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν ο εκλεγμένος το 689 Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αλβανίας Νέρσες Μπακούρ (Nerses Bakur) (689 – 706) αποφάσισε να ακολουθήσει την πολιτική προσέγγισης με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η Αρμενική Εκκλησία αντιτέθηκε σθεναρά σε αυτό, υποστηρίζοντας το Αραβικό Χαλιφάτο στον αγώνα του κατά της ομόθρησκης Εκκλησίας της Καυκάσιας Αλβανίας. Ο Αρμένιος Προκαθήμενος ενημέρωσε για τα σχέδια του Νέρσες Μπακούρ το Χαλίφη και παρουσίασε την κατάσταση ότι η Καυκάσια Αλβανία επιθυμούσε τη συμμαχία με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εναντίον του Χαλιφάτου.
Παρακάτω αναφέρεται η επιστολή του Προκαθήμενου των Αρμενίων Ηλία προς τον Χαλίφη Abd al-Malik Amir Mοumin.
“Προς τον Άρχοντα του Σύμπαντος Amir Abdallah
Προς τον Mοumin από τον Αρμένιο Αρχιερέα Ηλία.
Με τη βούληση του Παντοδύναμου Θεού, η χώρα μας υπακούει απόλυτα στη εξουσία σας. Τόσο εμείς, όσο και οι Αλβανοί έχουμε την ίδια πίστη – στο Θεό Χριστό. Τώρα όμως, ο Προκαθήμενος της Αλβανίας στην Παρτάβα (πρωτεύουσα της Καυκάσιας Αλβανίας και σημερινή πόλη Barda στο Αζερμπαϊτζάν – Σ.τ.Σ.), έχει κάνει συμφωνία με τον Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (του Βυζαντίου – Σ.τ.Σ.), στις προσευχές του τον αναφέρει και αναγκάζει όλους να γίνουν ομόθρησκοί του. Αυτό αναφέρω για να έλθει σε γνώση σας και να μην μείνει χωρίς την επιμέλεια σας. Δώστε διαταγή, έχοντας μεγάλη εξουσία, ώστε να τιμωρηθούν για τις πράξεις τους εκείνοι που τόλμησαν να αμαρτήσουν εναντίον του Θεού “6.
Βεβαίως, ο Προκαθήμενος των Αρμενίων πήρε μια θετική απάντηση από το Χαλίφη:
“Έχω διαβάσει την ειλικρινή επιστολή σου, ω άνθρωπε του Θεού Ηλία, Πατριάρχη του Αρμενικού λαού, και με τη χάρη σου στέλνω τον πιστό μου υπηρέτη με μεγάλο στρατό. Τους Αλβανούς που έχουν επαναστατήσει εναντίον της κυριαρχίας μας έχω διατάξει να επιστρέψουν στη θρησκεία σας. Ο υπηρέτης μου θα τους τιμωρήσει στην Παρτάβα μπροστά στα μάτια σου και το Νέρσες, αλυσοδεμένο με σιδερένιες αλυσίδες, θα φέρει ντροπιασμένο στο παλάτι [μου], για να γίνει παράδειγμα για όλους τους αντάρτες”.7
6.Μωυσής του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi), Ιστορία της χώρας Αλουάνκ (Aluank) (Μετάφραση Sh. V. Smbatian) Ερεβάν, 1984, Γ’ Βιβλίο, Κεφάλαιο 5.
7. Μωυσής του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi), Ιστορία της χώρας Αλουάνκ (Aluank) (Μετάφραση Sh. V. Smbatian) Ερεβάν, 1984, Γ’ Βιβλίο, Κεφάλαιο 6.
-Τι έγινε αργότερα με την Αλβανική Εκκλησία;
Όπως έχω ήδη αναφέρει παραπάνω, το ότι η Εκκλησία της Καυκάσιας Αλβανίας νικήθηκε σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στην αντιπαράθεση της με το Αραβικό Χαλιφάτο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην προβοκάτσια της Αρμενικής μονοφυσιτικής Εκκλησίας που βοηθούσε ενεργά το Χαλιφάτο.
Μετά την απομάκρυνση το 706 του Πατριάρχη Νέρσες Μπακούρ από την θέση του Προκαθήμενου της Εκκλησίας της Αλβανίας, η Αρμενική Εκκλησία με την υποστήριξη του Χαλιφάτου ξεκίνησε την εκδίωξη των Αλβανών κληρικών από της θέσεις που κατείχαν αλλά και τον εξαρμενισμό των Αλβανών (εθνικό, πολιτιστικό, θρησκευτικό) που ζούσαν σε δυσπρόσιτες ορεινές περιοχές της χώρας, εκεί που δεν μπορούσαν να φτάσουν οι Άραβες. Με την υποστήριξη του Χαλιφάτου η Αλβανική Εκκλησία έχασε την ανεξαρτησία της και για ένα διάστημα είχε υποταχτεί στον Πατριάρχη της Αρμενίας.
Κάθε προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εκλαμβανόταν ως αίρεση και το δικαίωμα της Χειροτονίας του Πατριάρχη της Καυκάσιας Αλβανίας παραδόθηκε από τους Αλβανούς Επισκόπους στους Αρμενίους. Παρακάτω παρουσιάζεται το γράμμα των Αρμένιων ιερέων προς τον Προκαθήμενο τους, στο οποίο τον ενημερώνουν για την απόφαση αυτή. Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας στο γεγονός πως οι φιλοβυζαντινές προθέσεις των Καυκάσιων Αλβανών ιερέων στην επιστολή αποκαλούνται ως “απερισκεψία και απειρία”:
«Όσον αφορά τη Χειροτονία του Προκαθήμενου της Αλβανίας, εγκρίνουμε τον ακόλουθο κανόνα: επειδή τελευταία, λόγω απερισκεψίας και απειρίας τους, η χώρα μας έχει περιπέσει σε αίρεση, αποφασίζουμε μπροστά στο Θεό και σε σας Αρχιερέα Ηλία πως εφεξής η Χειροτονία του Προκαθήμενου της Αλβανίας θα πραγματοποιείται με τη συγκατάθεσή μας».8
Επιπλέον, όπως αναγνωρίζεται ακόμη και από τους Αρμένιους ιστορικούς, οι Αρμένιοι κληρικοί είχαν μηδενίσει σταδιακά την επιρροή της Καυκάσιας Αλβανικής Εκκλησίας και με την βοήθεια των Αραβικών αρχών κατέστρεψαν όλα τα λογοτεχνικά μνημεία των Καυκάσιων Αλβανών.9 Οι ίδιοι οι Αρμένιοι συγγραφείς αναγνωρίζουν πως, καταστρέφοντας τα λογοτεχνικά μνημεία της Καυκάσιας Αλβανίας και της Εκκλησίας της, ο αρμενικός κλήρος τα έχει μεταφράσει προηγουμένως στην αρχαία Αρμενική γλώσσα, κάνοντας τις «κατάλληλες» διορθώσεις. 10
Ο Σοβιετικός ερευνητής Ι.Π. Πετρουσέβσκι (I.P. Petrushevsky) σωστά παρατήρησε ότι η Αρμενική Εκκλησία στην Αλβανία «υπήρξε το μέσον αρμενοποίησης της χώρας. Ο ρόλος της αυτός έγινε ιδιαίτερα αισθητός από την αρχή του 8ου αιώνα, μετά την ανατροπή του Αλβανού Ορθόδοξου Πατριάρχη Νέρσες Μπακούρ από το μονοφυσίτη Αρμένιο Πατριάρχη Ηλία με τη βοήθεια του Χαλίφη και μετά την καταστολή από τους Αρμένιους Μονοφυσίτες του κινήματος των Ορθόδοξων στην Καυκάσια Αλβανία, το οποίο αντανακλούσε την επιθυμία του κλήρου και των προυχόντων να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της Καυκάσιας Αλβανικής Εκκλησίας “.11
Επίσης, ένας άλλος Σοβιετικός επιστήμονας, ο Ν.Γ. Μάρρ (Marr Ν.Υ.), σημείωνε ότι η Καυκάσια Αλβανία με τη βοήθεια των Αράβων χαλίφηδων “πέρασε στην κυριαρχία της Αντιχαλκηδονικής Εκκλησίας της Αρμενίας”. 12
Με την εξασθένηση της Αραβικής κυριαρχίας στην περιοχή του Καυκάσου και τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους στο ιστορικό έδαφος του Αζερμπαϊτζάν στο τέλος του 8ου- 9ου αιώνα, η Αλβανική Εκκλησία για άλλη μια φορά απέκτησε την ανεξαρτησία της.
Αλλά η κατάσταση άλλαξε στις αρχές του 19ου αιώνα μετά την ένταξη του Βόρειου Αζερμπαϊτζάν στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1815 ο τίτλος του Πατριάρχη της Καυκάσιας Αλβανίας έχει καταργηθεί με Βασιλικό Διάταγμα. Στις 11 Μαρτίου 1836 με απόφαση του Αυτοκράτορα Νικολάου Α’ καταργήθηκε η Καυκασιο-Αλβανική Εκκλησία και ενσωματώθηκε ξανά στην Εκκλησία της Αρμενίας. Το 1909-1910 η Ρωσική Ιερά Σύνοδος έδωσε άδεια στην Αρμενική Εκκλησία να καταστρέψει τα αρχεία της Εκκλησίας της Καυκάσιας Αλβανίας, τα οποία είχαν διασωθεί μέχρι τότε.
Αυτές οι καταστροφικές για την Αλβανική Εκκλησία εξελίξεις ήταν άμεσα συνδεδεμένες με τη δημιουργία στο Νότιο Καύκασο μιας νέας διοικητικής μονάδας με την ονομασία “Αρμενική επαρχία”. Στις 21 Μαρτίου 1828, με το Διάταγμα του Αυτοκράτορα της Ρωσίας Νικόλαου Α’, καταργήθηκαν δυο επαρχίες (Khanate) του Αζερμπαϊτζάν – Ναχιτσεβάν (Nakhichevan) και Εριβάν (Erivan) και στη θέση τους δημιουργήθηκε η Αρμενική επαρχία. Ξεκίνησε στα Αζερικά εδάφη του Καυκάσου μαζική μετανάστευση των Αρμενίων από την Περσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ολοκλήρωση των Ρωσοπερσικών και Ρωσοτουρκικών πολέμων.
Στους Αρμένιους ιστορικούς συχνά αρέσει να παρουσιάζουν στους χάρτες τους ότι η δήθεν «Αρχαία Αρμενία» εκτεινόταν από την «Κασπία Θάλασσα μέχρι και τη Μεσόγειο Θάλασσα». Όμως, στην πραγματικότητα η εδαφική οντότητα με την ονομασία «Αρμενική επαρχία» εμφανίστηκε στο Νότιο Καύκασο μόνο το 19ο αιώνα. Δεν είναι τυχαίο που ο Γάλλος ιστορικός Andre Guillou στο βιβλίο του “La Civilisation Byzantine” διαχωρίζει τoν όρο “Αρμενία” από τον όρο “Καύκασο”, αναφέροντας τους “Άρχοντες του Καυκάσου και της Αρμενίας”και “Δυναστείες της Αρμενίας και του Καύκασου” (σελ. 162 και 167 της Ρωσικής έκδοσης)”.
8. Μωυσής του Καλανκατούισκ (Movses Kalankatuatsi), Ιστορία της χώρας Αλουάνκ (Aluank) (Μετάφραση Sh. V. Smbatian) Ερεβάν, 1984, Γ’ Βιβλίο, Κεφάλαιο 8.
9. Ορμανιάν Μ. (Ormanian Μ.), Αρμένικη Εκκλησία: ιστορία, διδασκαλία, διαχείριση, εσωτερική δομή, λογοτεχνία, και το παρόν της. Μόσχα, 1913. σελ. 45, 118.
10. Ερεμιάν Σ.Τ. (Eremian S.T.), Ιδεολογία και πολιτισμός της Αλβανίας 1ου-3ου αιώνα. Μόσχα, 1958. p.329.
11. Πετρουσέβσκι Ι.Π. (Petrushevsky I.P.) Σχετικά με τις προ-χριστιανικές πεποιθήσεις των αγροτών του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Izv.AzGNII, 1930. Τόμος 1, Τεύχος 5, σελ. 8.
12. Marr N. Υ., Αρκουάν (Arkuan), Μογγολική ονομασία των Χριστιανών σχετικά με το ζήτημα των Αρμενίων Χαλκηδονιων, Βυζαντινά Χρονικά, 1906. Τόμος 13, σελ. 7.
– Τι απέγινε το έθνος της Καυκάσιας Αλβανίας;
Μετά την κατάκτηση του Αλβανικού Βασίλειου (το 705) από Άραβες και το τέλος της ανεξαρτησίας της Καυκάσιας Αλβανικής Εκκλησίας, οι Αλβανοί είχαν υποβληθεί σε μια μακρά διαδικασία αφομοίωσης. Ένα μέρος τους που ζούσε σε πεδινές περιοχές προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και αφομοιώθηκε στις τουρκόφωνες φυλές, που ζούσαν συμπαγώς σε πολλές περιοχές της Καυκάσιας Αλβανίας.
Ένα άλλο μέρος των Αλβανών που ζούσε σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές της χώρας (δυσπρόσιτες για τους Άραβες και Τούρκους), προσπάθησε να αντισταθεί στο Ισλάμ για να διατηρήσει την ταυτότητά του. Αυτό το υπόλειμμα του Αλβανικού πληθυσμού έχει καταφέρει να δημιουργήσει σε περιοχές του Μικρού Καυκάσου στο Καραμπάχ (Αλβανικό όνομα – Αρτσάχ) κατά τον 9ο έως 19ο αιώνα τις Καυκασιο-Αλβανικές πολιτικές οντότητες (ηγεμονίες, πριγκιπάτα), που ανέκαθεν αποτελούσαν μέρος όλων των κρατικών οντοτήτων του Αζερμπαϊτζάν, καθιστώντας το αναπόσπαστο μέρος του. Ο Αρμένιος ιστορικός Β. Ισχανίαν (B. Ishhanyan) στο βιβλίο του “Λαοί του Καυκάσου”, που δημοσιεύθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1916, σημείωσε ότι «οι Αρμένιοι που ζουν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι εν μέρει απόγονοι των αρχαίων Αλβανών και εν μέρει των προσφύγων από την Τουρκία και το Ιράν, για τους οποίους η Αζερική γη αποτέλεσε καταφύγιο από τις διώξεις και τους διωγμούς”.
Το 12ο αιώνα στο Καραμπάχ εμφανίστηκε πριγκιπάτο του Χατσέν (Khachen), το οποίο έφτασε στο απόγειο του τον 13ο αιώνα υπό τον Χασάν Τζαλάλ (Hasan Jalal), ο οποίος έφερε τον τίτλο του «Βασιλιά της Αλβανίας». Ο Χασάν Τζαλάλ από 1216 μέχρι 1238 έκτισε το γνωστό Ναό του Γκαντζασάρ (Gandzasar). Από τότε και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα ο Γκαντζασάρ ήταν το κέντρο της Καυκασιο-Αλβανικής Εκκλησίας και η έδρα του Πατριάρχη της. Αυτοί οι Καυκάσιοι Αλβανοί, στην προσπάθεια τους να αντισταθούν στο Ισλάμ, ακολουθούσαν το Χριστιανισμό, είτε Ορθόδοξο – αυτό αναπόφευκτα τους έφερνε πολιτιστικά και ιδεολογικά πιο κοντά στην Εκκλησία της Γεωργίας, δηλαδή στους Γεωργιανούς- είτε Μονοφυσιτικό – αυτό τους έφερνε πιο κοντά στην Αρμενική εκκλησία, δηλαδή στους Αρμένιους.
Και όμως, ένα μέρος του Καυκάσιου Αλβανικού λαού, οι Ούντοι (Udis) – οι οποίοι είναι άμεσοι απόγονοί του – έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας. Για αιώνες οι Ούντοι κατάφεραν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητά, τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τον αυτοπροσδιορισμό και την ονομασία τους.
– Παρεμπιπτόντως, ορισμένοι από τους αντιπάλους σας πιστεύουν ότι οι σύγχρονοι Αζέροι έχουν χάσει την επαφή με τους χριστιανικούς προγόνους τους και ότι ο λαός της Καυκάσιας Αλβανίας δεν υπάρχει πλέον. Μπορείτε να το σχολιάσετε;
Πρόσφατα, στο χωριό Νίτζ (Nidj) της περιοχής Γκαμπαλά (Gabala) του Αζερμπαϊτζάν πραγματοποιήθηκαν εορτασμοί της 1700ης επετείου της επίσημης υιοθέτησης του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους της Καυκάσιας Αλβανίας, καθώς και της δέκατης επετείου αναγέννησης της Αλβανο – Ουντικής Εκκλησίας στο Αζερμπαϊτζάν.
Οι Ούντοι, όπως προανέφερα, είναι οι απευθείας απόγονοι των Καυκάσιων Αλβανών. Αποτελούσαν μια από τις σημαντικότερες εθνικές ομάδες της Αρχαίας Καυκάσιας Αλβανίας, μία από τις πρώτες εθνικές ομάδες που υιοθέτησαν το Χριστιανισμό στον Καύκασο το 313. Σήμερα, οι Ούντοι είναι συνεχιστές της πλούσιας θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Αυτοκέφαλης Αποστολικής Εκκλησίας της Αλβανίας. Είναι μικρή σε αριθμό, αλλά ιδιαίτερα σημαντική εθνοτική ομάδα της Αζερικής κοινωνίας, καθώς μέσα από αυτήν περνά η σχέση του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν με την Καυκάσια Αλβανία.
Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον το 2003 στο Αζερμπαϊτζάν αναγεννήθηκε η Αλβανο – Ουντική Χριστιανική κοινότητα, ξεκίνησε η διαδικασία ανοικοδόμησης των ναών της, ξεκίνησαν οι πρώτες Λειτουργίες.
Οι παραδόσεις τους αναβιώνουν. Θα ήθελα να προσθέσω ότι σήμερα στο χωριό Νίτζ, όπου ζουν συμπαγώς οι Ούντοι, εκτελούνται έργα ανάπλασης και βελτίωσης των υποδομών του χωριού. Ο Πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγιεφ (Ilham Aliyev) έχει επισκεφτεί δύο φορές το Νίτζ τα τελευταία δέκα χρόνια. Το 2003 ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση ενός από τους παλαιότερους Ναούς του Καυκάσου στο χωριό Κίς (Kish) της περιοχής Σεκί (Sheki) και το 2006 μίας από τις τρεις εκκλησίες του χωριού Νίτζ – του Ναού Τζοτάρι (Jotari) του Άγιου Ελισαίου. Στο χωριό υπάρχουν και άλλοι ναοί.
Έτσι, το να μιλάει κανείς για την έλλειψη δεσμών μεταξύ των σύγχρονων Αζέρων και των Χριστιανών προγόνων τους είναι αφελές και λάθος. Οι δεσμοί αυτοί συνεχίζονται και σήμερα και διαρκώς ενισχύονται. Ο λαός τον οποίον ο Έλληνας ιστορικός και γεωγράφος Στράβων περιέγραψε πάνω από 20 αιώνες πριν στη «Γεωγραφία» του υπάρχει ακόμα. Σήμερα η Αλβανο – Ουντική Χριστιανική κοινότητα έχει όλες τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξή της, ίσως για πρώτη φορά σε δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορίας της.
Για τη χώρα μας αυτό είναι απολύτως φυσικό. Κάτι που είναι χαρακτηριστικό για το Αζερμπαϊτζάν, και αποτελεί ένα τεράστιο πλεονέκτημα του σε σχέση με ορισμένες γειτονικές χώρες, είναι ότι εδώ ήταν και πάντα παραμένει ζωντανή η παράδοση της ανοχής, της ανεκτικότητας και της πολιτιστικής, εθνικής και θρησκευτικής ποικιλομορφίας.
– Στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν υπάρχουν Καυκασιο – Αλβανικές Εκκλησίες;
Ναι, σχεδόν σε όλες τις περιοχές του Αζερμπαϊτζάν μπορούμε να συναντήσουμε πλήρως ή μερικώς διατηρημένους Χριστιανικούς Ναούς, όπως βασιλικές, ακόμη και μοναστηριακά συγκροτήματα.
Οι πρώτες Χριστιανικές εκκλησίες της Καυκάσιας Αλβανίας διαμορφώθηκαν κυρίως με την ανακατασκευή των προχριστιανικών χώρων λατρείας. Ως αποτέλεσμα αυτού, κατά το 2ο – 7ο αιώνα εμφανίστηκαν οι πρώτες εκκλησίες: Ορθογώνιες Βασιλικές και Βασιλικές με ένα Τρούλο, Τρούλαιας Αίθουσας, Βασιλικές χωρίς Τρούλο και Κυκλικοί ναοί.
Με την πάροδο του χρόνου, οι περίκεντροι ναοί αντικαταστάθηκαν με εγγεγραμμένους σταυροειδείς με τρούλο. Οι ναοί σταδιακά μετατρέπονταν όχι μόνο σε θρησκευτικά, αλλά και κοσμικά και πολιτιστικά κέντρα. Έτσι άρχιζαν να εμφανίζονται πιο πλούσια διακοσμημένες Τρούλαιες Αίθουσες (Ναός του Μέγα Χασάν στο Χοταβάνοβκα (Khotavanka) της περιοχής Κελμπατζάρ (Kelbajar) του 13ο αιώνα), σταυροειδείς με τρούλο ναοί (Καθεδρικός Ναός του Αρζού-Χατούν στο Χοταβάνοβκα (Khotanovka) του 13ου αιώνα και Ναός στο Γκαντζασάρ (Gandzasar) της περιοχής Αγκντερί (Agderi) του 13ου αιώνα).
Η σταδιακή εξάπλωση του μοναχισμού οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας νέων συγκροτημάτων μοναστηριών, εντός των οποίων συχνά υπήρχαν περισσότερες από μία εκκλησίες και κτίρια άλλων χρήσεων (μοναστηριακό συγκρότημα του Μαμρούχ (Mamruh) στην περιοχή Γκαχ (Gakh) του 4ου αιώνα, του Αγίου Ελισσαιέ του 6ου-13ου αιώνα, του Χατραβάνκ (Hatravank) του 13ου αιώνα, το Μεγάλο Μοναστήρι του Αράν (Aran) του 6ου-13ου αιώνα, του Γκαντζασάρ (Gandzasar) στην περιοχή του Αγκντερί (Agderi) του 13ου αιώνα, Εττί Κιλσέ (Επτά Εκκλησίες) στην περιοχή Γκαχ (Gakh) του 5ου-8ου αιώνα κ.λπ. Η κατασκευή των Χριστιανικών μνημείων συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον αποτελεί το αρχαιότερο μνημείο της Χριστιανικής Εκκλησίας της Καυκάσιας Αλβανίας – ο Ναός του Αποστόλου Ελισσαιέ που βρίσκεται στο χωριό Κις κοντά στην πόλη Σεκί. Ο ναός του χωριού Κις χρονολογείται από το 2ο -4ο αιώνα και κατέχει μια ιδιαίτερη θέση μεταξύ των Χριστιανικών μνημείων της Καυκάσιας Αλβανίας.
Έχει αξία ως ένα αρχιτεκτονικό μνημείο αλλά και μια εξαιρετική ιστορική αξία. Η ιστορία κατασκευής του Ναού συνδέεται με την ιστορία διάδοσης του Χριστιανισμού στην Καυκάσια Αλβανία. Η ύπαρξη στοιχείων στις ιστορικές πηγές για την ίδρυση του Ναού από τον Απόστολο Ελισσαιέ αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη της αποστολικής αρχής της αρχαιότερης σε όλο τον Καύκασο ανεξάρτητης Εκκλησίας της Καυκάσιας Αλβανίας.
-Πού βρίσκονται τα κανονικά όρια των τριών Εκκλησιών του Καυκάσου;
Η σωστή οριοθέτηση των κανονικών εδαφών των τριών Εκκλησιών αποτελεί ένα πολύ σημαντικό θέμα, διότι πολύ συχνά ιστορικοί, ιδίως Αρμένιοι, μπερδεύουν τους ναούς της Αλβανίας και της Γεωργίας με αυτές της Αρμενίας.
Για να εντοπιστούν τα όρια των επισκοπών που λειτουργούσαν κατά τον 4ο – 8ο αιώνα, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνοδικές πράξεις, η τοπωνυμία, όπου έλαβαν μέρος οι Σύνοδοι, καθώς και τα μητρώα των ναών και των τριών Εκκλησιών: της Καυκάσιας Αλβανίας, της Γεωργίας και της Αρμενίας.
Με αυτόν τον τρόπο μελετώντας τις συνοδικές πράξεις αποκαλύπτεται η γεωγραφική τοποθεσία του κανονικού εδάφους της κάθε μίας από τις τρεις Εκκλησίες. Ο Αζέρος επιστήμονας και κορυφαίος ειδικός της ιστορίας της Καυκάσιας Αλβανίας Φαρίντα Μαμέντοβα (Farida Mammedova) μελέτησε όλες τις πράξεις των Καθεδρικών ναών της Αρμενικής Εκκλησίας βάσει του Κανονικού Βιβλίου της Αρμενικής Εκκλησίας (Kanonagirk Hayots) που δημοσιεύθηκε στα αρχαία Αρμενικά στην Τιφλίδα το 1914.
Από το μητρώο αυτό γίνεται απολύτως φανερό ότι σχεδόν το σύνολο των Επισκοπών της Αρμενικής Εκκλησίας και οι περιοχές όπου πραγματοποιήθηκαν οι Σύνοδοι της, βρισκόταν γύρω από τη λίμνη Βαν (δηλαδή, στη σύγχρονη Τουρκία), καθώς και στην ανατολική όχθη του Τίγρη, και μερικές στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη.
Άρα πολύ πιο δυτικά του ποταμού Άραξ, που αποτελούσε το σύνορο μεταξύ Καυκάσιας Αλβανίας και Αρμενίας.
Όσον αφορά τις Εκκλησίες του Καυκάσου – αυτές της Αλβανίας και της Γεωργίας – οι συνοδικές τους πράξεις δείχνουν πως όλες οι υπαγόμενες σ’ αυτές επισκοπές βρισκόταν στην περιοχή του Καυκάσου – του Ανατολικού και του Δυτικού αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, Επισκοπές της Καυκάσιας Αλβανίας βρίσκονταν στις δύο όχθες του ποταμού Κούρα – στην αριστερή και δεξιά όχθη, μέχρι τον ποταμό Αράκς.
Με άλλα λόγια, στην περιοχή του Νότιου Καυκάσου, από τον πρώτο αιώνα μ.Χ. και κατά την εποχή του Πρώιμου και Ύστερου Μεσαίωνα, υπήρχαν δύο Χριστιανικές Εκκλησίες – της Αλβανίας και της Γεωργίας. Το κανονικό έδαφος της Αρμενικής Εκκλησίας εκτεινόταν κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω τα εξής: Οι σημερινές σχέσεις μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Ελλάδας μπαίνουν σε μια πολύ σημαντική και υπεύθυνη ιστορική περίοδο. Είναι ένα στάδιο υλοποίησης στρατηγικών έργων, τα οποία για πρώτη φορά θα συνδέσουν την Ευρώπη με την Κασπία και στη συνέχεια πιθανόν με την Κεντρική Ασία.
Μια περίοδος ενεργοποίησης πολιτικών, οικονομικών, εμπορικών και πολιτιστικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Και όταν αναφερόμαστε στον πολιτισμό, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι λαοί μας συνδέονται όχι μόνο από τις σύγχρονες αξίες, αλλά και από την εμπειρία πολλών αιώνων συνεργασίας δύο Χριστιανικών κρατών – του Βυζαντίου και της Καυκάσιας Αλβανίας
![]() |
![]() |
![]() |