[Αφιέρωμα προς την Κυρίαν απάσης της κτίσεως, το αγωνιζόμενον «ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ», και τους φιλοαγιορείτας ευσεβείς εν Χριστώ αδελφούς]
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Η Κυρία Θεοτόκος, συμφώνως με την αρχαίαν παράδοσιν της Εκκλησίας μας, λαβούσα προ τριών ημερών πληροφορίαν υπό του Αγγέλου διά την εκ της προσκαίρου ζωής μετάβασιν αυτής εις την αιωνίαν και μακαρίαν, ανέβη μετά σπουδής εις το όρος των Ελαιών, όπου συνεχώς απερχομένη προσηύχετο, και αφού ηυχαρίστησε τον Θεόν υπέστρεψεν εις την οικίαν αυτής και ήρχισε τα προς τον ενταφιασμόν της.
Και ενώ εγένοντο ταύτα, νεφέλαι αρπάσασαι τους Αποστόλους εκ των περάτων της γης, όπου έτυχεν έκαστος κηρύττων, μετέφερον αυτούς διά μιάς εις την οικίαν της Θεομήτορος. Εκείνη δε ευλογήσασα και παρηγορήσασα τούτους, επί κλίνης ευσχημόνως αναπεσούσα ως ηθέλησε, την ψυχήν αυτής παρέθετο εις χείρας του εαυτής Υιού και Θεού εν ηλικία 59 ετών.
Ακολούθως η Μήτηρ του Κυρίου μετεφέρθη επί της κλίνης μετ’ ευλαβείας και λαμπαδηφορίας πολλής υπό των Μαθητών του Χριστού εις το χωρίον Γεθσημανή και ενεταφιάσθη εκεί με επιταφίους ύμνους, συμψαλλόντων ουρανόθεν και πάντων των Αγίων Αγγέλων.
Επειδή κατά θείαν οικονομίαν, εις των Αγίων Αποστόλων δεν παρευρέθη εις την κήδευσιν αυτής, αλλά προσήλθε κατά την τρίτην ημέραν της θανής της και ελυπείτο διά τούτο σφόδρα, ήνοιξαν οι λοιποί τον τάφον της Θεοτόκου προς προσκύνησιν του παναμώμου σώματος αυτής. Εύρον όμως αυτόν κενόν του Αγίου
σώματος, και μόνην την σινδόνα φέροντα, ως παραμύθιον διά τους πιστούς.
Την δε Τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, ότε οι Άγιοι Απόστολοι παρηγορούμενοι ανύψουν κατά το σύνηθες τον εις το όνομα του Ιησού κείμενον άρτον, ενεφανίσθη η Υπεραγία Θεοτόκος εις τον αέρα ύπερθεν αυτών, λέγουσα αυτοίς το «Χαίρετε». Εκ τούτου δε του συμβάντος, διέκρινον την εις ουρανούς ένσωμον μετάστασιν αυτής.
Τω όντι, λοιπόν, η Κυρία Θεοτόκος ευρίσκεται εν σώματι εις τους ουρανούς, και θα είναι η μόνη εκ των ανθρώπων κατά τους Αγίους Πατέρας, ήτις δεν θα κριθή κατά την Δευτέραν του Χριστού Παρουσίαν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, συγκρίνων την Υπεραγίαν Θεοτόκον με την ορατήν και αόρατον Κτίσιν, λέγει τα εξής: «Ουδέν τοίνυν εν βίω οίον η Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε ω άνθρωπε πάσαν την κτίσιν τω λογισμώ και βλέπε ει έστιν ίσον ή μείζον της Θεοτόκου Μαρίας της Παρθένου. Περινόστησον την γην, περίβλεψον την θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον αέρα, τους Ουρανούς, τη Διανοία ερεύνησον τας αοράτους πάσας δυνάμεις, ενθυμήθητι και βλέπε ει έστιν άλλο τοιούτον θαύμα εν τε τη κτίσει. Εάν ούν είπωσιν ότι, των ουρανίων εστίν ο Μελχισεδέκ ή άλλου τινός χωρίου, ακουσάτωσαν, ότι και αυτός γόνυ κάμπτει τω Χριστώ τω σαρκωθέντι εκ της Θεοτόκου Μαρίας».
Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία τιμά εξόχως την Μητέρα του Κυρίου, την τε και κοινήν ημών Μητέρα. Ο δε μην Αύγουστος εκάστου Σωτηρίου έτους είναι αφιερωμένος ολοκληρωτικώς εις αυτήν. Ούτος [= έχων ημέρας 31, η δε ημέρα έχουσα ώρας 13 και η νυξ ώρας 11] είναι ο όγδοος μην του ημερολογίου μας και ο έκτος μην του Ρωμαικού, λεγόμενος αρχικώς Sextilis και μετονομασθείς ως Αύγουστος προς τιμήν του αποθανόντος κατ’ αυτόν τον μήνα Ρωμαίου αυτοκράτορος Αυγούστου.
Ως γνωστόν, από της 1 του μηνός τούτου αρχόμεθα της νηστείας της Παναγίας, με πρώτην εορτήν την πρόοδον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Πρόκειται διά μίαν παλαιάν Βυζαντινήν παράδοσιν, καθ’ ην από της ημέρας ταύτης μέχρι της Κοιμήσεως της 15 Αυγούστου εγίνετο Λιτάνευσις καθ’ όλην την Βασιλεύουσαν του Τιμίου Ξύλου του Σταυρού, προς αγιασμόν του τόπου και νόσων απαλλαγήν.
Ο μην Αύγουστος κλείει πάλιν τον κύκλον του με την ανάμνησιν της επί του Βυζαντίνου αυτοκράτορος Αρκαδίου καταθέσεως της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν τη αγία Σορώ [= εν τη λαμπρά θήκη], εις τον εν Χαλκοπρατείοις ΚΠόλεως Ιερόν αυτής Ναόν.
Ο Αγιώνυμος Άθως, όστις αποτελεί κλήρον και περιβόλιον της Κυρίας Θεοτόκου, δονείται κατ’ αυτόν τον μήνα υπό των συνεχών Ακολουθιών και Παρακλήσεων προς την Παναγίαν. Ιδία κατά την εορτήν της σεβασμίας Κοιμήσεως αυτής, την 15 Αυγούστου με το πάτριον ημερολόγιον ή 28 με το πολιτικόν, τελείται εις άπαντα τα Ιερά Σκηνώματα του Άθω ολονύκτιος αγρυπνία με προεξάρχοντα τον πανηγυρίζοντα Ιερόν Ναόν του Πρωτάτου εις το κέντρον των Καρυών, τιμώμενον επί τη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ανεγερθέντα το πρώτον κατά την αρχαίαν παράδοσιν επί Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Η Κοίμησις της Θεοτόκου απεικονίζεται μεγαλοπρεπώς εις τον δυτικόν Ιερόν Ναόν του Πρωτάτου, υπό του «δίκην σελήνης λάμψαντος» ζωγράφου Πανσελήνου. Η Κυρία Θεοτόκος κείται ενταύθα «ηπλωμένη υπτία» εις κεντρικόν άξονα και με αρμονικήν ισορροπίαν εις την όλην σύνθεσιν. Εις την Καρεωτικήν ταύτην
πανήγυριν γίνεται Αρχιερατική χοροστασία εν τω Πρωτάτω, τη παρουσία Κελλιωτών αδελφών εκ της γύρωθεν περιοχής και εκπροσώπων των εν Καρυαίς διαφόρων υπηρεσιών.
Εκ των Ιερών Σκητών, επί τη μνήμη τη Κοιμήσεως της Θεοτόκου σεμνύνεται η Βουλγαρική Σκήτη του Ξυλουργού ή της Βογοροδίτσης [= Θεομήτορος ή Θεογεννητρίας], κειμένη άνωθεν της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος και υπαγομένη εις την Ιεράν Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος ( Ρωσικού). Και άλλα
επίσης Ιερά Αθωνικά Καθιδρύματα [= Μοναστηριακά Παρεκκλήσια, Αγιορειτικά Κελλία και Σκητιωτικαί Καλύβαι] τιμώνται επί τη μνήμη ταύτη και τελούνται ξεχωρισταί πανηγύρεις εν στενώ κυρίως κύκλω.
Η μεγίστη όμως αποδιδομένη εόρτιος αύτη τιμή λαμβάνει χώραν εις την παλαίφατον Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, της οποίας ο Κεντρικός Ιερός Ναός είναι το μοναδικόν εν Άθω Μοναστηριακόν Καθολικόν αφιερωμένον εις την Αγίαν Κοίμησιν αυτής.
Κατά το πάλαι υπήρχε και η αρχαία Ιερά Μονή των Πλακίων σεμνυνομένη επί τη μνήμη της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου της κατά Δαιμόνων», συγχωνευθείσα μετά της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου.
Επί τη μνήμη γενικώς της Κυρίας Θεοτόκου εις τον Άθω, εκτός της Αγίας Κοιμήσεως αυτής, σεμνύνονται και άλλα παλαίφατα Ιερά Καθιδρύματα κατά τας λοιπάς γνωστάς Θεομητορικάς ή Δεσποτικο-Θεομητορικάς εορτάς, κατά σειράν από μηνός Σεπτεμβρίου· ήτοι, από της αρχής του Εκκλησιαστικού έτους και
εντεύθεν [= Γενέσιον της Θεοτόκου, Εισόδια της Θεοτόκου, Γέννησις του Χριστού, Υπαπαντή του Κυρίου, Ευαγγελισμός της Θεοτόκου].
Η ανοικοδόμησις του σημερινού Καθολικού της Ιεράς Μονής των Ιβήρων ήρχισε να εκτελήται επί ηγουμενείας του Οσίου Ιωάννου του Ίβηρος του Τορνικίου το 980, μετά την εγκατάστασιν των συγγενών Τριών Ιβηριτών Αγίων Κτιτόρων εις την άλλοτε αρχαίαν Μονήν του Κλήμεντος, τιμωμένη πρότερον εις τον Τίμιον
Πρόδρομον.
Εις το τέμπλον του μεγαλοπρεπούς Καθολικού της Μονής δεσπόζει η Βυζαντινή Ιερά Εικών της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έργον του 15ου ιώνος. Μία επιβλητική επίσης ευμεγέθης υαλόφρακτος παράστασις της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ευρίσκεται άνωθεν της κεκλεισμένης μικράς Πύλης επί της βορείου πλευράς της Μονής [= Πύλης της Πορταιτίσσης], με χρονολογίαν 1887.
Προφανώς, αύτη ανενεώθη μετά την καταστρεπτικήν πυρκαιάν της 12 Δεκεμβρίου 1865 εν τη Μονή
και την κατασκευήν των εκ μαρμάρου και κιόνων προπυλαίων το 1867. Κάτωθεν της ιστορημένης μεγαλοπρεπούς ταύτης τοιχογραφίας, εις το προστώον της κεκλεισμένης μικράς Πύλης, ευρίσκεται και εν παλαιόν επεζωγραφημένον μάλλον υαλόφρακτον τοιχογραφικόν Αντίγραφον της Παναγίας Πορταιτίσσης.
Συμφώνως με την Αγιορειτικήν παράδοσιν, η ιστορική Ιερά Μονή των Ιβήρων συνδέεται στενώς με το Ιερώτατον πρόσωπον της Παναγίας, δεδομένου ότι εις τούτο το μέρος αφίχθη ζώσα η Πανάχραντος προς εκχριστιανισμόν των ειδωλολατρών κατοίκων του Άθω και ιδία της ενταύθα κειμένης πόλεως των Κλεωνών, ένθα εδέσποζεν ισχυρόν μαντείον του Απόλλωνος και ναός του Ποσειδώνος και ετελούντο εκ πειρασμικής ενεργείας τέρατα και σημεία, καταπλήττοντα τους ανθρώπους.
Η υπερχιλιετής επίσης παρουσία της Θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας Πορταιτίσσης εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, διαρκές σύμβολον της χάριτος και του ελέους της Θεοτόκου προς τους εν Άθω εγκαταβιούντας Μοναχούς και τούς προσερχομένους ευσεβείς προσκυνητάς, αποτελεί θείον ορόσημον και εγγύησιν διά
την ύπαρξιν της Αθωνικής Πολιτείας.
Η σημασία της Παναγίας Πορταιτίσσης διά την Ιεράν αυτής Μάνδραν των Ιβήρων, φαίνεται εκ του ότι τρεις εκ των τεσσάρων πανηγύρεων του Μοναστηρίου συνδέονται με αυτήν· συγκεκριμένως: α) την Τρίτην του Πάσχα εορτάζεται η θαυμαστή έλευσις αυτής· β) των Θεοφανείων η Πορταίτισσα κατέρχεται εις τον αιγιαλόν προς αγιασμόν των θαλασσίων υδάτων, ένεκα της διά θαλάσσης αφίξεως αυτής· γ) την 13 Μαίου εορτάζονται οι Άγιοι Κτίτορες της Μονής και πάντες οι Άγιοι αυτής, ανερχόμενοι εις τους ογδοήκοντα και πλέον· και δ) την 15 Αυγούστου, κυριαρχούσης και πάλιν της θείας Πορταιτίσσης, τελείται η μεγάλη Ιβηριτική
πανήγυρις, αρχομένη από της 13 του ιδίου μηνός.
Εκ των τεσσάρων δε τούτων πανηγύρεων, αι δύο εξ αυτών συνδέονται περισσότερον με την Πανάχραντον Δέσποιναν· πρόκειται διά την πανήγυριν κατά την Τρίτην της Διακαινησίμου, και διά την πανήγυριν του 15Αυγούστου.
Την Τρίτην της Διακαινησίμου τελείται επιβλητική Λιτανεία της Αγίας Εικόνος της Παναγίας Πορταιτίσσης εις τα πέριξ της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, φθάνουσα και μέχρι του παραθαλασσίου Αγιάσματος αυτής, ένθα το πρώτον εξήλθε θαυμαστώς εκ της θαλάσσης το έτος 1004, εν ημέρα Τρίτη του Πάσχα, κατά το Συναξάριον της ημέρας.
Τελουμένης δε της Θείς Λειτουργίας εις τον εγγύς ομώνυμον προσκυνηματικόν αυτής παραθαλάσσιον Ιερόν Ναόν του Καθίσματος της Παναγίας Πορταιτίσσης [= της Κοιμήσεως της Θεοτόκου κατά Σμυρνάκην], ψάλλεται ωραιοτάτη Ακολουθία ην εμελούργησε το 1959 ο Αγιορείτης Υμνογράφος Όσιος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, επισφραγιζομένης ταύτης με το ακόλουθον Μεγαλυνάριον: «Ώφθης Πορταίτισσα αληθώς, σκέπη και προστάτις, των φωνούντων από ψυχής, Κόρη Παναγία, το μέγα όνομά σου· διό τη χάριτί σου πάντες προστρέχομεν». Το συγκινητικόν όμως πρώτον Εξαποστειλάριον της Μεγάλης Παρακλήσεως: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε…», το οποίον επί Δεκαπενθήμερον προετοιμάζει τους πιστούς προς κοινήν παγκόσμιον εορτήν και πανήγυριν διά την Πανύμνητον Θεοτόκον, σηματοδοτεί την εορτήν της πανενδόξου Κοιμήσεως αυτής την 15 Αυγούστου, καθ’ ην διεξάγεται η μεγάλη Ιβηριτική λαμπρά πανήγυρις εις το λαμπρόν Καθολικόν της Μονής, το δεύτερον κατά σειράν εκτισμένον εν Άθω μετά το Λαυριωτικόν Καθολικόν, και αφιερωμένον καθώς ελέχθη εις την σεβασμίαν Κοίμησιν αυτής.
Το εσπέρας της προπαραμονής γίνεται συνήθως η υποδοχή του έχοντος τα πρωτεία της πανηγύρεως Λαυριώτου Καθηγουμένου και της συνοδείας αυτού, και ενίοτε του προσκληθέντος Ιεράρχου [= Μητροπολίτου ή Επισκόπου] διά την πανηγυρικήν χοροστασίαν. Κατά τα τελευταία έτη παρατηρείται η προσέλευσις και άλλων Ιεραρχών, εχόντων κυρίως σχέσιν με την Μονήν, οίτινες λαμβάνουν και ούτοι
ανεπισήμως μέρος εις τα τεκταινόμενα, κατά δευτερεύοντα τρόπον.
Τα πρωτεία, διευκρινίζεται, της μεγάλης ταύτης Ιβηριτικής Πανηγύρεως τα έχει διά χίλια και πλέον έτη ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, συμφώνως με την Διαθήκην του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, δεδομένου ότι οι επί της εποχής του Όσιοι Κτίτορες της Μονής [= οι Ίβηρες Ιωάννης, Ευθύμιος και Γεώργιος] εχρημάτισαν μαθηταί του. Το ίδιον πάλι συμβαίνει και με την μεγάλην Λαυριωτικήν πανήγυριν του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου (5 Ιουλίου), ότε τα πρωτεία αυτής αναλαμβάνει ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής των Ιβήρων.
Την πρωίαν της παραμονής τελείται Θεία Λειτουργία εις το Παρεκκλήσιον της Παναγίας Πορταιτίσσης υπό των Λαυριωτών πατέρων. Το δε εσπέρας της αυτής ημέρας, παραμονήν της εορτής, εις επίσημον και συγκινητικήν τελετήν και δη υπό τον ήχον των κωδώνων της Μονής λαμβάνει χώραν η μεταφορά της Αγίας Εικόνος εις το απαστράπτον Καθολικόν και η τοποθέτησις αυτής επί εστολισμένου ξυλογλύπτου εδράνου παρά τον αριστερόν κεντρικόν κίονα του Ναού, ολίγον προ του επικεχρυσωμένου ξυλογλύπτου τέμπλου.
Άμα τη εξόδω της Παναγίας Πορταιτίσσης εκ του ομωνύμου Παρεκκλησίου της, κειμένου εις τον αύλειον χώρον της Μονής, αι στιγμαί είναι λίαν συγκινητικαί και απερίγραπτοι. Η πολυχρόνιος ημών εμπειρία μας επιτρέπει να σημειώσωμεν, ότι κατ’ εκείνην την στιγμήν γίνεται εις πάντας εμφανεστάτη η χάρις της Παναγίας· ακτινοβολούσα αύτη προς κάθε κατεύθυνσιν, ωσάν την ανατολήν του ηλίου, καθ’ ην αι ακτίνες αυτού διαχεόμεναι εις τον ορίζοντα, φωταγωγούν την πάσαν κτίσιν μετά την ερεβώδη νύκτα.
Οι παριστάμενοι Μοναχοί, Κληρικοί και λαικοί ιεροψάλται, ψάλλουν μελωδικώς με όλην την δύναμιν της ψυχής των κατά την πομπήν το περίφημον Δοξαστικόν εις ήχον β ́: «Η των ουρανών υψηλοτέρα υπάρχουσα, και των Χερουβίμ ενδοξοτέρα, και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα…».
Εν συνεχεία ακολουθεί ο Μικρός Εσπερινός και είτα παρατίθεται τράπεζα, αδομένου εν τη εισόδω και εξόδω αυτής του Απολυτικίου της εορτής εις ήχον α ́: « Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας. Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης προς την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής· και ταίς
πρεσβείαις ταίς σαίς λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών».
Κατά την 50ετή ως έγγιστα διαμονήν μας εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, εβιώσαμεν την ψαλτικήν τέχνην εις το μεγαλείον αυτής κυρίως κατά την 10ετίαν του 1980, ότε ήκμαζον εν Άθω οι καλλίφωνοι ιεροψάλται της Ερήμου, Δανιηλαίοι τε και Θωμάδες· αλλά και πλείστοι άλλοι, όπως οι γνωστοί πρωτοψάλται του Πρωτάτου Καρυών Διακο-Διονύσιος Φιρφιρής και Διακο-Γιάννης, συνεπικουρούμενοι και υπό σπουδαίων λαικών ιεροψαλτών, όπως του εξ Ελευθερών Παγγαίου Καβάλας αειμνήστου Ματθαίου Τσαμκιράνη (†2006) και άλλων.
Οι ειρημένοι ιεροψάλται διεκρίνοντο διά την αξιοθαύμαστον αυτών εκτελεστικήν τέχνην, βασιζομένην εις παλαιά ακούσματα και τρόπους ασκήσεως· διεκρίνοντο ωσαύτως και διά το ιδιάζον αυτών χρωματικόν φωνητικόν τάλαντον.
Και σήμερον όμως η παράδοσις της ψαλτικής τέχνης συνεχίζεται επιτυχώς υπό νεωτέρων ευλαβών και χαρισματικών πατέρων, προς δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου. Περί ώραν ογδόην βραδυνήν ηχούν διά προετοιμασίαν οι περίφημοι μελωδικοί κώδωνες του παλαιού κωδωνοστασίου του Καθολικού, με σήμα τον συμβολικόν «Αράπην» [= διά την του θανάτου μνήμην], και ακολουθούν οι ηχυροί κώδωνες του μεγάλου κωδωνοστασίου της Μονής προ της εισόδου της επιβλητικής Τραπέζης, διά την τέλεσιν της μεγάλης ολονυκτίου αγρυπνίας· ήτις είναι λίαν μυσταγωγική και φαντασμαγορική, λήγουσα περί ώραν ενάτην πρωινήν.
Κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας παρατηρείται συνήθως και η κίνησις της Θαυματουργού Κανδήλας, της ανηρτημένης έμπροσθεν της Ωραίας Πύλης του Καθολικού, γεγονός το οποίον συγκινεί βαθύτατα τους προσελθόντας προσκυνητάς, καθότι η κίνησις αύτη εν Δεσποτικαίς ή Θεομητορικαίς εορταίς θεωρείται καλόν
σημείον και δηλοί την αόρατον παρουσίαν της Παναγίας εις τον Ναόν, συμμετεχούσης και εκείνης μετά των εορταζόντων, συμφώνως με την παλαιάν Ιβηριτικήν παράδοσιν.
Προ της Θείας Λειτουργίας τελείται Μικρός Αγιασμός εις την προ του Καθολικού μαρμαρίνην φιάλην της Μονής, και γίνεται η προσκύνησις Αγίων Λειψάνων. Μετά το πέρας της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας παρατίθεται και πάλιν επίσημος πανηγυρική τράπεζα διά τους προσερχομένους προσκυνητάς, και ακολουθεί εις το Συνοδικόν το πατροπαράδοτον κέρασμα.
Το απόγευμα της κυριωνύμου εορτής και περί ώραν τρίτην τελείται ο Μικρός Εσπερινός της επομένης ημέρας, και εν συνεχεία εις το κέντρον του Καθολικού γίνεται Μνημόσυνον διά Κολλύβων των αοιδίμων Κτιτόρων και Ευεργετών της Μονής· ήτοι, των Βυζαντινών αυτοκρατόρων και αυταδέλφων Βασιλείου Β ́του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η ́, Πατριαρχών ΚΠόλεως, Αρχιερέων, Ιερομονάχων και Μοναχών.
Μετά το πέρας του Μνημοσύνου λαμβάνει χώραν η επίσημος υποδοχή της Ιεράς Κοινότητος, εις την μεγάλην Πύλην της Μονής. Το τυπικόν τούτο καθιερώθη προς τιμήν της Παναγίας περί το 1970, ένεκα και της ευκόλου μετακινήσεως εκ της διανοίξεως της αμαξιτής οδού Καρυών-Ιβήρων κατά την Χιλιετηρίδα του 1963.
Είτα ακολουθούν τα ειθισμένα κεράσματα και η βραδυνή πάλιν μυσταγωγική τράπεζα, κατά την οποίαν γίνονται κατάλληλοι εκφωνήσεις εκ μέρους του Πρωτεπιστάτου της Ιεράς Κοινότητος, των Καθηγουμένων των δύο συγγενών Ιερών Μονών, του προεξάρχοντος Ιεράρχου και του Πολιτικού Διοικητού ή Αναπληρωτού Διοικητού του Αγίου Όρους.
Την επομένην της εορτής (16 Αυγούστου) τελείται και πάλιν Θεία Λειτουργία εις το Καθολικόν της Μονής και ακολουθεί η συνήθης τράπεζα, διά να ολοκληρωθή το τριήμερον της επισήμου και μεγαλοπρεπούς ταύτης πανηγύρεως και να μεταβή έκαστος εις τα ίδια.
Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έχουσα μίαν προεόρτιον ημέραν και εορταζομένη επί εννέα (9) ημέρας [= εξ ου και τα λεγόμενα « Εννιάμερα της Παναγίας»], αποδίδεται την 23 Αυγούστου, της Ακολουθίας ψαλλομένης και εν τη αποδόσει, ως εν τη εορτή, αλλ’ άνευ των Αναγνωσμάτων εις τον Εσπερινόν, των Στιχηρών της Λιτής εις το Μεσονυκτικόν, του Πολυελέου και του μετ’ αυτόν Καθίσματος εις τον Όρθρον και του Ευαγγελίου της εορτής μετά της τάξεως αυτού. Εις την Θείαν Λειτουργίαν, είτε εν καθημερινή, είτε εν Κυριακή τύχη η απόδοσις της εορτής, ψάλλονται και αναγινώσκονται άπαντα, ως και κατά την κυρίαν ημέραν της εορτής.
Τα εορτάζοντα Ιερά Σκηνώματα [= Μοναί και Ναοί] εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου την 15 Αυγούστου, επωνυμούνται συνήθως ως «Μεγάλη Παναγία»· ενώ τα εορτάζοντα εις τα Εννιάμερα της Θεοτόκου, ως «Παναγίτσα ή Παναγούδα< Μικρή Παναγία».
Η πανήγυρις της Ιεράς Μονής των Ιβήρων έχει όντως παναγιορειτικόν και παγκόσμιον θα ελέγομεν χαρακτήρα· άλλως τε ανέκαθεν θεωρείται μία εκ των σημαντικωτέρων του Άθω και του Ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου, διό και συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών, οίτινες συρρέουν πανταχόθεν διά να τιμήσουν την Αγίαν Κοίμησιν της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Καθώς ενθυμούμεθα, το 1980 εις την μεγάλην ταύτην Ιβηριτικήν πανήγυριν, ότε εωρτάζετο και η Χιλιετηρίς της Μονής, προσήλθον άνω των 1.200 προσκυνητών, προς εξυπηρέτησιν των οποίων παρετέθησαν 3-4 συνεχόμεναι τράπεζαι εστιάσεως, δεδομένου ότι η υπάρχουσα τράπεζα δύναται να φιλοξενήση έως 350 άτομα.
Διά την μεγάλην πανήγυριν της Ιεράς Μονής των Ιβήρων έχουν γραφεί κατά καιρούς πλείστα ενθυμήματα. Συνέβη δε εις το παρελθόν να καταγραφή και η παρουσία εν αυτή περιωνύμων προσώπων. Το 1898 επίσημος προσκεκλημένος Ιεράρχης ήτο ο Θαυματουργός Άγιος Νεκτάριος ο εν Αιγίνη, όστις προεξήρχε της πανηγύρεως και προέβη εις χειροτονίαν πρεσβυτέρου εν τη Μονή.
Η διαμονή του Αγίου Νεκταρίου εις την Μονήν, συμφώνως με τας χειρογράφους αυτού ενθυμήσεις εις δύο Ιβηριτικούς κώδικας [= Βιβλιοθήκης και Συνοδικού], πρέπει να ήτο πενθήμερος [= από 13 μέχρι 17 Αυγούστου]. Ομολογουμένως, οι Ιβηρίται ηγάπων και εσέβοντο τον Άγιον και διετήρουν μετ’ αυτού στενόν
πνευματικόν σύνδεσμον· μάλιστα ενωρίτερον είχον αγοράσει περί τα τεσσαράκοντα αντίτυπα του σπουδαίου διτόμου έργου του, υπό τίτλον: «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα».
Ο Άγιος Νεκτάριος, κατά την εν Άθω επίσκεψίν του δεν παρέλειψε να επισκεφθή και το εγγύς της Ιεράς Μονής των Ιβήρων ιστορικόν Λαυριωτικόν Κελλίον- Κάθισμα του Μυλοποτάμου, όπου εφησύχαζε μετά την πρώτην αυτού Πατριαρχίαν ο φιλοαγιορείτης Πατριάρχης ΚΠόλεως Ιωακείμ ο Γ ́. Με την επίσκεψίν του ταύτην επεθύμει ο Άγιος να εκφράση προφανώς και την ευγνωμοσύνην του, καθότι ο Πατριάρχης είχεν αγοράσει και ο ίδιος δέκα αντίτυπα εκ του ειρημένου συγγραφικού έργου του Αγίου.
Ο περίφημος Λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραιτίδης (1850-1929), εις το ωραίον πόνημά του, υπό τίτλον: «Με του βορηά τα κύματα», κάμνει λόγον και διά την χοροστασίαν του μεγαλοπρεπούς Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ ́εις μίαν Ιβηριτικήν πανήγυριν του Δεκαπενταυγούστου. Γράφει δε χαρακτηριστικώς τα εξής, τα οποία δεν απέχουν πολύ και από τους καθ’ ημάς χρόνους:
« Η αγρυπνία ήρχισε μετά την δύσιν του ηλίου διά των ̔ ̔Μεγάλων Ανοιξανταρίων ̓ ̓, άτινα κατά παράδοσιν αναφέρονται εις τον μελωδόν Δαμασκηνόν και ψαλμωδούνται αργώς επί δίωρον· προχωρούσης δ’ αυτής ο Ναός πληρούται μοναχών και κοσμικών, ων τα βλέμματα συγκεντροί φυσικά Ιωακείμ ο Γ ́υψηλός επί
του θρόνου, με το επανωκαλύμμαυχον και τον βαρύτιμον μανδύαν, κρατών την πατερίτσαν και παρακολουθών τους ψάλτας δι’ ελαφρού υπηχήματος.
< Ότε δε πρώτος ήρχισεν εις τα ̔ ̔Εσπέρια ̓ ̓ τα περίφημα τροπάρια της Παναγίας: ̔ ̔ Ω του παραδόξου θαύματος ̓ ̓, με την σοβαράν εκείνην φωνήν του και με το ύφος το βυζαντινόν της αγνοτέρας μορφής, εφάνη ότι αυτός θα εκυριάρχει της όλης ιεράς αγρυπνίας, δι’ ημάς τους Έλληνας ιδίως.
< Κατά την ̔ ̔Είσοδον ̓ ̓ του Εσπερινού, ο Ναός όλος έλαμπεν από την πανηγυρικήν λυχνοκαίαν. Λάμπουν κατά σειράν τα μαλαμμοκαπνισμένα υποκάμισα των Εικόνων του τεμπλέου. Λάμπει η Παναγία η Πορταίτισσα με τα πολύτιμα αφιερώματά της, λάμπει ολόφωτος η αργυρά λεμονέα με τα χρυσά της λεμόνια, λάμπουν και τα
πρόσωπα των Προεστώτων, των κατεχόντων γύρω τα στασίδια του χορού, λάμπει γαλήνιος και πραύς, ως ζωγραφία αγίου Ιωακείμ ο Γ ́, εν μέσω του πολυαρίθμου χορού των λαμπροφορεμένων ιερέων, δώδεκα διακόνων εν όλω και διπλασίων ιερέων, όλων με ομοιομόρφους βυζαντινάς στολάς απαγγέλων την ευχήν της
̔ ̔Εισόδου ̓ ̓, εν ω οι ψάλται αδουσι το περίφημον οκτάηχον δοξαστικόν της Παναγίας, ̔ ̔Θεαρχίω νεύματι… ̓ ̓.
< Και μόνον ο παπά-Δαλμάτιος δεν λάμπει. Κοντός, κατάμαυρος, χωμένος μέσα εις το στασίδι του, βλέπει περιέργως τον Πατριάρχην εις τους οφθαλμούς, ως προσπαθών να υπολογίση την αντοχήν του. Ιστάμενος όπισθεν του Πατριαρχικού θρόνου εθαύμαζα τον Πατριάρχην καθ’ όλην την αγρυπνίαν, ακούραστον, γεμάτον ζωήν και αγαλλίασιν, παρέχοντα εις όλον τον πανηγυρικόν εκείνο άθροισμα ανέκφραστον χαράν και ευφροσύνην τόσον, οπού κανένας από τους ξένους δεν το κούνησεν από την θέσιν του, ίνα μη απολέση το ωραίον του θεάματος.
< Εις τα Καθίσματα, εις τους Πολυελέους και εις τους Κανόνας μετείχε ψαλμωδίας ο ίδιος. Όταν δε νεαροί των προηγουμένων υποτακτικοί προγυμνασμένοι έψαλλον τον Πολυέλεον, της Παναγίας λεγόμενον, το ̔ ̔Λόγον Αγαθόν ̓ ̓, με την καρδίαν των μάλλον ή με το στόμα ψάλλοντες, η αγρυπνία προσέλαβεν ένα απερίγραπτον μεγαλείον, το οποίον έτι πλέον ελαμπρύνθη όταν ο Πατριάρχης ήρχισε να ψάλλη τα ̔ ̔Ευλογητάρια ̓ ̓, Κυριακή γαρ συνέπεσε το έτος εκείνο η Κοίμησις» (βλ. Μωραιτίδη Αλεξάνδρου, Με του βορηά τα κύματα, σειρά γ ́, Αθήναι 1924, σελ. 59-60).
Η ανωτέρω χοροστασία του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ ́επί τη εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων, πρέπει να έλαβε χώραν το 1887, δεδομένου ότι ο αείμνηστος Πατριάρχης είχεν αποσυρθή τότε επί τρίμηνον εν τη Ιερά ταύτη Μονή [= από 26 Μαίου μέχρι 16 Σεπτεμβρίου 1887], προτού καταλήξη προς εγκαταβίωσιν εις τον εγγύς Λαυριωτικόν Μυλοπόταμον.
Ο ίδιος λογοτέχνης παρέχει και μίαν άλλην σχετικήν εορταστικήν γραφικήν εικόνα, λέγων: «Μετά μεσημβρίαν οι πολυάριθμοί προσκυνηταί, οι ελθόντες από της Χαλκιδικής και από των νήσων του Θρακικού πελάγους, ήρχισαν ν’ απέρχωνται, διά τελευταίαν φοράν ασπαζόμενοι την Πορταίτισσαν, οι μεν πεζή, οι δε επί ημιόνων, άλλοι δε διά λέμβων και καικίων, τα οποία όλην την νύκτα, διά το ασφαλές, είχον ανασύρει υψηλά επί της άμμου. Και μετ’ ολίγον ο περίφρακτος λειμών, ο φιλασσόμενος επίτηδες με την βοσκήν του ανέπαφον, διά την ημέραν της εορτής, εκενώθη από τους ημιόνους, με τους οποίους φιλήσυχοι και πρόθυμοι κυρατζήδες (αγωγιάται) είχον φέρει πολλούς από των Καρυών προσκυνητάς, μισθωθέντες» (βλ. ως αν., σελ. 63).
Ο Αλέξανδρος Μωραιτίδης ηυλαβείτο πολύ την εφέστιον Ιεράν Εικόνα της Θαυματουργού Παναγίας Πορταιτίσσης, προς την οποίαν το 1899 αφιέρωσε και εν συγκινητικόν διήγημα (βλ. Αλέξανδρος Μωραιτίδης, Τα Διηγήματα, τομ. Β ́, εκδ. «Γνώση» και «Στιγμή», Αθήναι 1991, σελ. 195-226.
Η εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου εις το Άγιον Όρος Άθω εν Σωτηρίω έτει 2023, μετά την τριετή διχαστικήν κορωνοικήν περίοδον, ευχόμεθα όπως αποτελέση μίαν όασιν πνευματικήν εις την έρημον της ανατελούσης δυσοιώνου νέας πραγματικότητος· δεδομένου ότι, «πάλιν η Ηρωδιάς μαίνεται, πάλιν ταράττεται», μη επιθυμούσα ειρήνην εις τον κόσμον.
Η Ορθόδοξος ημών Εκκλησία και ο Ελληνισμός γενικώτερον κινδυνεύουν με νέον διωγμόν, με το ζήτημα των νέων ηλεκτρονικών ταυτοτήτων· αίτινες θα ανοίξουν προφανώς την κερκόπορταν εισόδου του «ανόμου» εις τα καθ’ ημάς, και ολίγον κατ’ ολίγων θα καταστήσουν τους ανθρώπους μηχανικά εξαρτήματα και φαντάσματα.
Οι κυβερνώντες διαμηνύουν, ότι αύται θα αποτελέσουν το «όχημα» διά να προσαρμοσθή η Ελλάς εις τας απαιτήσεις του συγχρόνου κόσμου, δίχως να λαμβάνουν υπ’ όψιν τας από 35ετίας ήδη εκπεφρασμένας επισήμους τοποθετήσεις Αγίων του Θεού, της Ελλαδικής ημών Εκκλησίας, του Αγίου Όρους του Άθω, και
όλων των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Χριστιανικών Σωματείων.
Η υπόθεσις αύτη, αντιστρατευομένη καθ’ ολοκληρίαν εις την συνείδησιν του φιλοχρίστου πληρώματος της καθ’ ημάς Εκκλησίας, ποδηγετείται προφανώς υπό αντιθέων ταραχοποιών ανθρώπων, και δεν απέχει πολύ από την συμπεριφοράν του ανόμου εκείνου Ιουδαίου, όστις φθόνω κινηθείς και αυθαδώς επί την νεκρικήν κλίνην της Θεοτόκου χείρας απλώσας, έλαβεν αμέσως της αυθαδείας αυτού τα επίχειρα παρά της θείας δίκης, κοπείς τας τολμηράς αυτού χείρας αοράτω πληγή· αλλά και τους λοιπούς ανιέρους τολμητάς Ιουδαίους η θεία δίκη φθάσασα, ετιμώρησε διά της των ομμάτων αυτών τυφλώσεως.
Ημείς δε σήμερον: «Ποίοις οι ευτελείς χείλεσι, μακαρίσωμεν την Θεοτόκον; την τιμιωτέραν της κτίσεως, και αγιωτέραν υπάρχουσαν, Χερουβίμ και πάντων των Αγγέλων· τον θρόνον, του Βασιλέως τον ασάλευτον· το οίκον εν ω κατώκησεν ο Ύψιστος· την σωτηρίαν του κόσμου· του Θεού αγίασμα· την παρέχουσαν τοις πιστοίς, εν τη θεία μνήμη αυτής, πλουσίως το μέγα έλεος» (Τροπάριον α ́, εις ήχον β ́, του Μικρού Εσπερινού της Μνήμης της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου).
Και εν ακροτελευτίω ασματι : «… Διό άχραντε Θεοτόκε, αεί συν ζωηφόρω Βασιλεί, και τόκω ζώσα, πρέσβευε διηνεκώς, περιφρουρήσαι και σώσαι, από πάσης προσβολής εναντίας την νεολαίαν σου· την γαρ σην προστασίαν κεκτήμεθα» (εκ του Δοξαστικού, εις ήχον πλ. δ ́, του Μεγάλου Εσπερινού της Μνήμης της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου).
[15Αύγουστος 2023]