Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ – Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου
[ Η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου, και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος, Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις; Παρθενική Μαρίη Θεόν εικάδι γείνατο πέμτη» († Δεκεμβρίου 25, Συναξάριον Εορτής)].
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ – Η ακατάληπτος αύτη και ανερμήνευτος Γέννησις του Ιησού Χριστού εγένετο το 5508 από Κτίσεως Κόσμου, κατά την χρονολογίαν της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, βασιλεύοντος της Ιουδαίας Ηρώδου του Μεγάλου, όστις Ασκαλωνίτης μεν υπάρχων εκ Πατρός (= εκ της αρχαίας πόλεως των Φιλισταίων Ασκάλωνος),
Ιδουμαίος δε εκ μητρός (= εκ της χώρας Ιδουμαίας ή Εδώμ, κειμένης μεταξύ Ιουδαίας και Πετραίας Αραβίας), και του γένους του Ιακώβ παντελώς ξένος, λαβών την βασιλείαν ταύτην από των αυτοκρατόρων της Ρώμης, κατεδυνάστευσεν ήδη 33 έτη τον Ιουδαικόν λαόν· η δε πρώτη βασιλεύουσα του Ιούδα φυλή, στερηθείσα των
δικαιωμάτων αυτής, εγυμνώθη πάσης αρχής και εξουσίας.
Επί τοιαύτης των Ιουδαίων καταστάσεως, γεννηθέντος του προσδοκωμένου Μεσσίου, επληρώθη αψευδώς του Πατριάρχου Ιακώβ η προφητεία, ην είπε προ 1807 ετών: «ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα, και ηγούμενος εκ των μερών αυτού, έως αν έλθη, ω απόκειται, και αυτός προσδοκία εθνών» (Γεν. μθ ́, 10).
Εγεννήθη δε ο Σωτήρ ημών εν Βηθλεέμ, πόλει της Ιουδαίας· όπου αναβάς ο Ιωσήφ, ο από Ναζαρέρ της Γαλιλαίας, συμπαρέλαβε και Μαριάμ την μνηστήν αυτού, έγκυον ούσαν, ίνα, κατά τον εν εκείναις ταίς ημέραις εκδοθέντα ορισμόν του τότε μοναρχούντος Αυγούστου Καίσαρος, απογραφούν και ούτοι εις τον κατάλογον των υπηκόων.
Συμφώνως με την παράδοσιν της Εκκλησίας, η Κυρία Θεοτόκος εισήλθεν εις τον νομικόν Ναόν των Ιεροσολύμων με παράδοξον τρόπον, εν ηλικία τριών ετών.
Εκεί διέμεινεν επί δώδεκα έτη, τρεφομένη ξενοπρεπώς παρά του Αρχαγγέλου Γαβριήλ με ουράνιον τροφήν. Ότε δε ήλθεν ο καιρός του Θείου Ευαγγελισμού και των ουρανίων και υπερφυσικών εκείνων Μηνυμάτων, τα οποία εμήνυον, ότι ο Θεός ηυδόκησε να σαρκωθή υπ’ αυτής φιλανθρώπως, ίνα αναπλάση τον φθαρέντα Κόσμον υπό της αμαρτίας, τότε εξήλθεν από τα Άγια των Αγίων και παρεδόθη εις τον Μνήστορα Ιωσήφ· και τούτο, ίνα εκείνος υπάρχη φύλαξ και μάρτυς της παρθενίας αυτής και υπηρετήση τόσον τον άσπορον τόκον της, όσον και την εις Αίγυπτον φυγήν και την απ’ εκείνης επάνοδον εις την γην Ισραήλ, κατά τον λόγον του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού εις τα Εισόδια (Νοεμβρίου 21). Αφ’ ότου δε εμνηστεύθη ο Ιωσήφ την Παρθένον, παρήλθον τέσσαρες μήνες και έπειτα ευηγγελίσθη η Θεοτόκος, καθώς λέγει ο Ιππόλυτος ο Θηβαίος εν τω χρονικώ Συντάγματι.
Ο Μνήστωρ της Παρθένου Μαρίας ήτο υιός του Ιακώβ (Ματθ. α ́ 16), κατά τηννπαρά τω Ματθαίω γενεαλογίαν (Ματθ. α ́ 1-6)· υιός δε Ηλί (Λουκ. γ ́ 23), κατάντην παρά τω Λουκά γενεαλογίαν (Λουκ. γ ́ 23-38). Ο Μνήστωρ Ιωσήφ είχενπρότερον δι’ άλλης γυναικός τέσσαρας υιούς: Ιάκωβον, Ιωσήν, Ιούδαν και Σίμωνα ήνΣυμεών· και τρεις θυγατέρας: Εσθήρ, Μάρθραν και Σαλώμην. Η δε Σαλώμη ήτονγυνή μεν του Ζεβεδαίου, μήτηρ δε Ιωάννου του Ευαγγελιστού.
Ο Άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο και ολβίας λεγόμενος (= δίκαιος, ως συγκληρονόμος του Κυρίου), εγένετο πρώτος Επίσκοπος των Ιεροσολύμων, χειροτονηθείς παρά του ιδίου του Κυρίου· και πρώτος αυτός συνέγραψε την Θείαν Λειτουργίαν, διδαχθείς τα περί αυτής από τον ίδιον Δεσπότην Χριστόν, την οποίαν
ύστερον συντομωτέραν εποίησεν ο Μέγας Βασίλειος· και την του Μεγάλου Βασιλείου πάλιν συντομωτέραν εποίησεν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διά την ασθένειαν των ακουόντων. Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας έγραψαν επιστολάς της Καινής Διαθήκης.
Αι θυγατέρες του Μνήστορος Ιωσήφ, ίσως και τινες εκ των υιών του ενυμφεύθησαν. Ο ίδιος δε, ότε εκοιμήθη, άφησε τον Ιησούν μεγαλύτερον των δώδεκα ετών.
Ελθούσης δε της ώρας της Γεννήσεως, και μη υπάρχοντος τόπου εις το εκείσε δημόσιον κατάλυμα ένεκα προσελεύσεως πολλού πλήθους, ηνάγκασεν η περίστασις την Παρθένον όπως εισέλθη εις Σπήλαιον, κείμενον εγγύς της Βηθλεέμ και χρησιμεύον εις σταύλον των αλόγων, και τέξη εκεί· σπαργανώσασα δε αύτη το γεννηθέν Θείον Βρέφος, το ανέκλινεν είτα επί φάτνης.
Εκ τούτου προήλθεν η παράδοσις, ότι ο Χριστός γεννηθείς ανεκλίθη μεταξύ δύο ζώων, βοός και όνου· όπερ φαίνεται δικαιολογούντες και οι λόγοι των Προφητών: «εν μέσω δύο ζώων γνωσθήση & έγνω βούς τον κτησάμενον, και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού» (Αββ. γ ́, 2 και Ησ. α ́, 3)· αν και τα ζώα ταύτα τροπικώς
εκλαμβάνονται παρά των ερμηνευτών, αντί των εξ Ιουδαίων και των εξ εθνών πιστευσάντων εις τον ενανθρωπήσαντα Κύριον, ή κατ’ άλλην τινά προσφυεστέραν έννοιαν.
Αλλ’ ενώ η γη τοσούτον πενιχρώς υπεδέχετο τον γεννηθέντα Σωτήρα, ο ουρανός άνωθεν επανηγύριζε μεγαλοπρεπώς την κοσμοσωτήριον αυτού επιδημίαν. Ποιμένες τινές εις τα πέριξ της Βηθλεέμ, των ιδίων προβάτων φύλακες άγρυπνοι, περιλαμφθέντες αιφνιδίως υπό εξαισίου φωτός, είδον έμπροσθεν αυτών Άγγελον, ευαγγελιζόμενον εις αυτούς την χαρμόσυνον Γέννησιν. Και ευθύς, μετά τον ένα τούτον, είδον και ήκουσαν ολόκληρον στρατιάν ουρανίων αγγέλων, υμνούντων τον Θεόν και λεγόντων: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. β ́14).
Ως προς την ημερομηνίαν της Γεννήσεως του Ιησού Χριστού, δεν έχομεν αποχρώσας αποδείξεις. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς λέγει απλώς: «Τινές παραδέχονται την 26 του μηνός Πασχανιάν (Μαίου 30), έτεροι δε την 24 ή 25 του μηνός Φαρμουθί (Απριλίου 19 ή 20)». Εκ των Εκκλησιαστικών συγγραφέων, ο Επιφάνιος παραδέχεται την 6 Ιανουαρίου, αλλά την γνώμην αυτού αναιρεί ο Ιερώνυμος.
Ο Αυγουστίνος λέγει, ότι η Εκκλησία εν γένει παρεδέχθη την 25 Δεκεμβρίου. Άπασαι όμως αι γνώμαι αύται, δεν στηρίζονται επί σαφών μαρτυριών.
Αλλά διατί υπερίσχυσεν η γνώμη των φρονούντων, ότι ο Χριστός εγεννήθη την 25 Δεκεμβρίου και εγένετο αποδεκτή υφ’ όλης της Χριστιανοσύνης; Εις την ερώτησιν ταύτην φέρονται δύο απαντήσεις: οι με λέγουν, ότι η ημερομηνία αύτη προετιμήθη, διότι εκ μυστικών υπολογισμών και προφητικών δηλώσεων συνάγεται, ότι την 25 Μαρτίου εγένετο η του Χριστού σύλληψις, αφ’ ης μέχρι της 25 Δεκεμβρίου μεσολαβούν 9 μήνες· οι δε ισχυρίζονται, ότι η 25 Δεκεμβρίου ωρίσθη ως ημέρα Γεννήσεως του Χριστού, διότι κατά την ημέραν ταύτην ενόμιζον οι αρχαίοι, ότι γίνονται αι χειμεριναί τροπαί του ηλίου και οι Ρωμαίοι εκάλουν αυτήν Dies natalis invicti (Solis).
Τα περί του πραγματικού ηλίου λεγόμενα ήτο εύκολον να μετενεχθούν εις τον νοητόν ήλιον, τον Ιησούν Χριστόν. Και η δευτέρα αύτη γνώμη είναι πιθανωτέρα της πρώτης, άλλως τε και διά τον λόγον, ότι η των Χριστουγέννων εορτή εθεσπίσθη το πρώτον υπό της Ρωμαικής Εκκλησίας.
Η των Χριστουγέννων εορτή, την 25 Δεκεμβρίου, εκανονίσθη υπό της Ρωμαικής Εκκλησίας περί τα μέσα του 4ου αιώνος. Εκ της Δύσεως δε εξηπλώθη και εις την Ανατολήν· αλλ’ επειδή τινες των Ανατολικών Εκκλησιών εξηκολούθουν να εορτάζουν την 6 Ιανουαρίου (= Επιφάνεια) την Γέννησιν και συγχρόνως την Βάπτισιν του Ιησού Χριστού, εις ανάμνησιν της εν γένει επιφανείας αυτού εν σαρκί, ο Ιουστινιανός διέστειλε διά νόμου την εορτήν της Γεννήσεως από της Βαπτίσεως, και έκτοτε εις όλας τας Εκκλησίας η μεν Γέννησις εορτάζεται την 25 Δεκεμβρίου, η δε Βάπτισις την 6 Ιανουαρίου (πρβλ. Ευαγγελίδου Τρύφωνος Ε., Βίοι Αγίων, Αθήναι 1885, σελ. 999-1001και 1014-1015).
√ Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εν υποσημειώσει εν τω Συναξαριστή αυτού εις την 25 Δεκεμβρίου, καθ’ ην τιμάται η κατά σάρκα Γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, αναφέρει τα εξής:
«Σημείωσαι, ότι ο Κύριος εγεννήθη ημέρα τετάρτη της εβδομάδος, και όρα (= βλ.) εις τον Σεβαστόν Τραπεζούντιον, σελ. 28· το αυτό λέγει και ο Αθηνών Μελέτιος τόμω πρώτω, κατά την ημέραν δηλ. καθ’ ην εκτίσθη ο αισθητός ήλιος και η σελήνη και οι αστέρες, εν έτει μβ ́ (= 42) της Αυγούστου Μοναρχίας, και εν έτει λγ ́(= 33) της του Ηρώδου Βασιλείας. Καίτοι ο μεν Ιππόλυτος ο Θηβαίος εν τω χρονικώ είπεν, ότι εγεννήθη ο Κύριος εν ημέρα Κυριακή· ο δε νεώτερος Καλμέτος εν τη αρμονία των Ευαγγελίων θέλει ότι εγεννήθη ημέρα πέμπτη της εβδομάδος (όρα εν τη νεοτύπω Εκατονταετηρίδι του κυρίου Ευγενίου).
Ότι δε εγεννήθη κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου, όρα εις την υποσημείωσιν εν τη δεκάτη πέμπτη του Δεκεμβρίου, ότε εχειροτονήθη ο Χρυσόστομος Ιωάννης· εν αυτή τη υποσημειώσει γράφει μεταξύ των άλλων: ̔ ̔Φαίνεται δε, ότι μερικώς μόνον, και ίσως εις την Αντιόχειαν, την πατρίδα του Χρυσοστόμου, δεν εωρτάζετο η της Χριστού Γεννήσεως ημέρα κατά την εικοστήν πέμπτην του Δεκεμβρίου, αλλ’ ουχί και καθολικώς εις όλας τας Εκκλησίας των Χριστιανών ̓ ̓. Και βεβαιοί τον λόγον μου τούτον ο πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος Ιεροσολύμων, γράφων εν σελ. 1221 της Δωδεκαβίβλου…» (βλ. εκτενέστερον ταύτα).
√ Συμφώνως με τον Χρονογράφον του Δωροθέου, «βασιλεύοντος Καίσαρος Αυγούστου εις τους μβ ́(= 42) χρόνους της αυτού βασιλείας, εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εν έτει ιεφς ́(= 5506) από κτίσεως κόσμου, μηνί Δεκεμβρίω, κε ́(= 25), ημέρα Τετάρτη. Εις την οποίαν ημέραν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εδημιούργησε τους φωστήρας, τουτέστι τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας, εις την αυτήν ημέραν καθώς είπομεν, εγεννήθη και αυτός ο Χριστός ως ήλιος υπάρχων δικαιοσύνης» (βλ. Βιβλίον Ιστορικόν ο Χρονογράφος, περιέχον εν συνόψει διαφόρους και εξόχους Ιστορίας. Αρχόμενον από Κτίσεως Κόσμου, μέχρι της αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως, και των ακολούθων Σουλτάνων.
Συλλεχθέν μεν εκ διαφόρων ακριβών Ιστοριών, και εις την κοινήν γλώτταν μεταφρασθέν παρά του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας Κυρίου Δωροθέου. Νεωστί δε μετατυπωθέν, και συμπληρωθέν μετά προσθηκών από την Νέαν Σύνοψιν Ιστοριών του Ματθαίου Κιγάλα και άλλων πηγών, με εκτεταμένες παρατηρήσεις, διευκρινήσεις και υποσημειώσεις των Νικολάου Βερνίκου και Κωνσταντίνου Γαρίτση. Περιέχει δε και τον αρχικόν Πίνακα με τα εν αυτώ αξιομνημόνευτα περιεχόμενα, όπως και στοιχεία νεωτέρας βιβλιογραφίας, επιμέλεια και συμπίλευση Νικολάου Βερνίκου Ομοτίμου καθηγητού Πανεπιστημίου Αιγαίου, εκδ. «Τσουκάτου», Αθήνα 2018, σελ. 390.
√ Εις την εορτήν της Χριστού Γεννήσεως λόγους πανηγυρικούς έχουσι Γρηγόριος ο Θεολόγος, ου η αρχή· «Χριστός γεννάται». Ο Μέγας Βασίλειος, ου η αρχή· «Χριστού γέννησις η μεν οικεία και πρώτη». Ο Χρυσόστομος τέσσαρας, ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Εις τρεις διείλε μερίδας τας γενεάς», του δε ετέρου· «Τι τούτο; σημείον αντιλεγόμενον», του δε τρίτου· «Πολλής ημίν ο της αγρυπνίας», του δε τετάρτου· «Α πάλαι Πατριάρχαι μεν ώδινον». Γρηγόριος ο Νύσσης, ου η αρχή· «Σαλπίσατε εν νεομηνία σάλπιγγι». Ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Οπόταν το έαρ επέλθη» (σώζονται πάντες εν τη Λαύρα και εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου). Αλλά και ο Πρόκλος εγκώμιον έχει εις αυτήν.
Ο δε Θείος Επιφάνιος (λόγω εις την Ανάληψιν του Κυρίου) λέγει, ότι πρώτη εορτή εστιν η φρικτή και θαυμαστή κατά σάρκα Γέννησις αύτη, δευτέρα η των Θεοφανείων, τρίτη η του Σωτηριώδους Πάθους, τετάρτη η Ανάστασις, πέμπτη η Ανάληψις, έκτη η της Πεντηκοστής· ο δε Χρυσόστομος Μητρόπολιν πασών των εορτών την Χριστού Γέννησιν ονομάζει (λόγω προς Φιλογόνιον).
Αλλά και Γρηγόριος ο Παλαμάς εγκώμιον έχει, ου η αρχή· «Της παρθενικής λοχείας τα σήμαντρα» (σώζεται εν τη Λαύρα και εν τω πρώτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου).
Αλλά και πέμπτον λόγον συνέγραψεν ο Χρυσορρήμων εις την του Χριστού Γέννησιν, σωζόμενον εν τω ε ́τόμω της εν Ετόνη εκδόσεως, ου η αρχή· «Μυστήριον ξένον και παράδοξον βλέπω». Εκ τούτου φαίνεται ότι ηρανίσθη και ο Κοσμάς τον ειρμόν της εννάτης ωδής του εις την Χριστού Γέννησιν Κανόνος, ήτοι το «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον».
Ο δε Άγιος Εφραίμ ο Σύρος δεκατρείς λόγους έχει εις την Γέννησιν, σωζομένους Συριστί και Λατινιστί· και όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου αυτού κατά την εικοστήν ογδόην του Ιανουαρίου» (βλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού…, τομ. Α ́, εν Ζακύνθω εκ του Τυπογραφείου ο Παρνασός, Στεργίου Χ. Ραφτάνη, Διευθυνομένου υπό Ν. Ι. Ταρουσσοπούλου, ΑΩΞΗ ́ [1868], σελ. 404, 405 & σημ.1).