του Γιώργου Νταλιάρη
«Κινούμεθα στον αστερισμό της δημιουργικής ασάφειας» δηλώνει στο ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος αναφορικά με τις εξελίξεις στο διάλογο Εκκλησίας-Πολιτείας για τα θέματα που έχει ανοίξει από την πλευρά της κυβέρνησης.
Ο Ιεράρχης αναφερόμενος στις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος έστειλε μήνυμα πως η Εκκλησία και η Ιεραρχία δεν εκβιάζονται και δε απειλούνται.
Για το θέμα του μισθολογικού του Κλήρου υποστήριξε πως οι αποφάσεις της Ιεραρχίας τον Νοέμβριο είναι η “κόκκινη γραμμή” και δεν πρέπει να ξεπεραστεί.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Μητροπολίτη Μεσσηνίας:
– Σεβασμιώτατε, προ ημερών ψηφίστηκε, έστω και οριακά με ψήφους 151, η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. Πως κρίνετε τις επιχειρούμενες αυτές αλλαγές με βάση την επιχειρηματολογία της Κυβέρνησης;
Είναι αλήθεια ότι προ ημερών ψηφίστηκε οριακά προς αναθεώρηση το άρθρο 3 του Συντάγματος, η οποία οριακή ψηφοφορία του θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και κατά τη δεύτερη ψηφοφορία, τον μήνα Μάρτιο, ώστε να εισαχθεί τελικά στην επόμενη Βουλή ως αναθεωρητέα διάταξη. Το πως τελικά θα διαμορφωθεί το περιεχόμενο της συγκεκριμένης αναθεωρητέας διάταξης από το επόμενο Κοινοβούλιο, και μάλιστα με ενισχυμένη πλειοψηφία, είναι ανεξάρτητη από αυτήν καθεαυτήν την πρόταση προς αναθεώρηση.
Η πρόταση προς αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος από το κυβερνόν κόμμα αφορά την εισαγωγή της πολυσήμαντης έννοιας της «θρησκευτικής ουδετερότητας». Μία πρόταση η οποία συνοδεύεται και από την διευκρινιστική δήλωση «με ο,τι αυτό συνεπάγεται κανονιστικά και πρακτικά», γεγονός το οποίο προκαλεί ακόμη περισσότερες επιφυλάξεις και έντονους προβληματισμούς, κυρίως για το τι συνεπάγεται μία τέτοια πρόταση. Εξαιτίας αυτών των ασαφών και συγκεχυμένων θέσεων τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όσο και η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν υποστηρίζουν την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος γιατί αφενός θεωρούν ότι ούτε ο πολιτικός χρόνος ούτε οι εν γένει εξελίξεις «επιτρέπουν» μία τέτοια αναθεώρηση, η οποία θα επιφέρει άρδην μεγάλες καταστατικές και θεσμικές αλλαγές ως προς τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας στον Ελλαδικό χώρο.
Επιπλέον το αφήγημα ότι μία τέτοια πρόταση περί «θρησκευτικής ουδετερότητας» επιβάλλεται (!!!) από την ίδια την Ευρώπη θεωρώ ότι είναι ψευδο-επιχείρημα. Η συνθήκη του Μάαστριχτ αφήνει στη διακριτική ευχέρεια των Κρατών-Μελών να καθορίσουν το πλαίσιο των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας μέσα από το εσωτερικό τους δίκαιο, χωρίς να υποδεικνύει αρχές και προϋποθέσεις, πλην της αρχής του σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάτι το οποίο κατοχυρώνεται πλήρως στο άρθρο 13 ισχύοντος του Συντάγματος, αλλά επιβεβαιώνεται και με την νομοθεσία για τις θρησκευτικές κοινότητες. Ύστερα από όλα αυτά μία συνταγματική κατοχύρωση της έννοιας της «θρησκευτικής ουδετερότητας», με το επιχείρημα ότι αναφέρεται στην θρησκευτική ελευθερία, είναι περιττή.
Ακόμη το Σύνταγμα δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται όπως το λοιπό δίκαιο της Χώρας. Το Σύνταγμα είναι ένα κείμενο Καταστατικό-Θεσμικό στο οποίο αποτυπώνεται και η ιστορική συνέπειά του ως προς αυτό το Ελληνικό Κράτος διαχρονικά και επιπλέον η πολιτιστική κληρονομία αυτού του τόπου. Αυτό σημαίνει ότι και με το άρθρο 3 του Συντάγματος καταγράφεται η πολυσήμαντη και διαχρονική σχέση μεταξύ των Θεσμών, του Κράτους, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησία της Ελλάδος και του Αγίου Όρους (άρθρο 105-), από την οποία σχέση περιγράφεται η ιστορική αναφορικότητά τους και η πολιτιστική τους παρουσία στην πορεία διαμόρφωσης και ανάπτυξης του Ελληνικού Κράτους. Η ιστορική αυτή αναφορική σχέση των παραπάνω Θεσμών σε σχέση προς την κρατική διαμόρφωση και ανάπτυξη δεν συναντάται σε κανένα άλλο Ευρωπαϊκό Κράτος γιαυτό και η οποιαδήποτε εξ’ αντιγραφής υιοθέτηση άλλων ευρωπαϊκών μοντέλων αποτελεί απλό μιμητισμό, ο οποίος δημιουργεί αρκετά προβλήματα θεσμικά ενώ επιλύει λιγότερα.
Ο καθορισμός των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας δεν μπορεί να γίνει σε ένα τόσο υψηλό θεσμικό και καταστατικό επίπεδο σχέσεων εάν δεν προκληθούν πρώτα άλλες οριοθετήσεις, γεγονός το οποίο απαιτεί πολυετή διάλογο εμπιστοσύνης και αλήθειας και χωρίς υστερόβουλες επιδιώξεις.
– Παράλληλα με το θέμα της Συνταγματικής αναθεώρησης υπάρχουν οι συναντήσεις της Επιτροπής Διαλόγου της Εκκλησίας με το Υπουργείο Παιδείας για το «σχέδιο συμφωνίας». Εκεί η Κυβέρνηση επιμένει στην αλλαγή του μισθολογικού καθεστώτος των Κληρικών, γεγονός το οποίο ανησυχεί όλους τους Κληρικούς ενώ για την Ιεραρχία αποτελεί «κόκκινη γραμμή». Θα κατορθώσει η Εκκλησία να διατηρήσει το μισθολογικό καθεστώς ως έχει;
Το δεύτερο σχέδιο, το οποίο κατετέθη από την Κυβέρνηση, ως επεξηγηματικό της «ιστορικής συμφωνίας» μεταξύ του Μακαριωτάτου και του Πρωθυπουργού θεωρώ ότι περιπλέκει ακόμη τα ζητήματα και επιβεβαιώνει τις αρχικές ανησυχίες και των Ιεραρχών και των Κληρικών μας.
Με ένα «λογιστικό τέχνασμα» προσπαθεί το παρόν σχέδιο να συγκεράσει θέματα ασύμβατα μεταξύ τους, σε επίπεδο νομικό και δημοσιοϋπαλληλικό, γιαυτό και η νέα αυτή πρόταση δημιουργεί περισσότερες ασάφειες και ερωτήματα ενώ στην ουσία ουδεμία αλλαγή ή βελτίωση επιφέρει. Νομίζω ότι η «κόκκινη γραμμή» της Ιεραρχίας της 16ης Νοεμβρίου 2018 δεν μπορεί να υπερβαθεί στα πλαίσια οποιουδήποτε διαλόγου της Εκκλησίας με το Υπουργείο κυρίως ως προς το θέμα της μισθοδοσίας των Κληρικών.
Η συγκεκριμένη όμως συμφωνία έχει αρκετά ζητήματα ασαφή και δυσερμήνευτα και στο μέρος εκείνο που αφορά την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και τα οποία πιστεύω ότι απασχόλησαν την Επιτροπή, όπως θα πρέπει να απασχολήσουν και την προσεχή Ιεραρχία.
Δυστυχώς φαίνεται ότι και πάλι κινούμεθα στον αστερισμό της «δημιουργικής ασάφειας», η οποία όμως δεν βοηθά στην επίλυση των ζητημάτων αλλά μάλλον δημιουργεί και επιτείνει τις ανασφάλειες και τις αμφισβητήσεις. Απ’ ότι πληροφορούμαι, από τα Δελτία Τύπου της Επιτροπής Διαλόγου Εκκλησίας της Ελλάδος και Υπουργείου Παιδείας, φαίνεται ότι ο σεβασμός στην απόφαση της Ιεραρχίας της 16ης Νοεμβρίου 2018 είναι δεδομένος και αντιλαμβάνομαι ότι η Επιτροπή κινήθηκε στα πλαίσια της εξουσιοδότησης των αρμοδιοτήτων που η Ιεραρχία και η Δ.Ι.Σ. τους έδωσε και το πόρισμά της θα αποτυπώνει με τρόπο ξεκάθαρο και κρυστάλλινο το περιεχόμενο των συζητήσεων αλλά και των προτάσεών της.
– Πως θα πρέπει να πορευτεί η Ιεραρχία βάση των εξελίξεων στα θέματα της συμφωνίας των 15 σημείων;
Ύστερα από την Εισήγηση των πορισμάτων και των προτάσεων από μέρους της Επιτροπής, θα αναπτυχθεί ένας εσωτερικός διάλογος, του σώματος της Ιεραρχίας, μέσα από τον οποίον θα αξιολογηθεί η όλη κατάσταση και θα κατατεθούν θέσεις και προτάσεις αλλά και θα αποφασιστούν και τα επόμενα βήματα.
Βέβαια πρέπει να γνωρίζουν οι «κρατούντες και γεγαυρωμένοι» και οι «δοκούντες άρχειν των εθνών» ότι η Εκκλησία και η Ιεραρχία ούτε εκβιάζονται ούτε απειλούται, όπως διαμηνύουν σε κάποιες συνεντεύξεις. Θεωρώ ότι αυτού του είδους οι «παραφωνίες» αποτελούν μονομερείς τοποθετήσεις και δεν απηχούν τη βούληση του κ. Πρωθυπουργού. Ειλικρινής διάλογος με απειλές και εκβιασμούς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αλλά και διάλογος χωρίς «κόκκινες γραμμές» είναι ουσιαστικά μονόλογος. Εάν το σημείο 15 της «ιστορικής συμφωνίας» αποτελεί επίσης «κόκκινη γραμμή», τότε θεωρώ ότι η όλη προσπάθεια οδηγείται σε ναυάγιο.