Ἀποκλειστικῶς διά τό ἀγωνιστικόν «ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΑΞΙΜΟΥ ΙΒΗΡΙΤΗ- Διά την ένδοξον καταγωγήν του Ελληνικού Βασιλικού οίκου υπάρχουν διάφοροι αξιόπιστοι παραδόσεις.
Εις τα Απομνημονεύματα του σοφού Έλληνος Κληρικού Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού του Ιμβρίου, όστις θεωρείται εκ των σπουδαίων εκκλησιαστικών συγγραφέων του 19ου αιώνος και προ πάντων δόκιμος διορθωτής και ελεκτής κειμένων, έχει γράψει ότι η εν Ελλάδι Βασιλική Δυναστεία έχει τας ρίζας της και την καταγωγήν αυτής κατ’ ευθείαν γραμμήν από τον τελευταίον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνον ΙΑ ́Παλαιολόγον.
Συμφώνως με την ιστορίαν, ο μαρτυρικός τελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου είχε συνάψει δύο γάμους, εκ των οποίων δεν απέκτησε τέκνα. Η πρώτη σύζυγος εκαλείτο Μαγδαληνή (μετονομασθείσα Θεοδώρα) και η δευτέρα Αικατερίνα. Ο ιστορικός της Αλώσεως Γεώργιος Φραντζής ενήργησε διά συνοικεσίου, όπως ο Κωνσταντίνος νυμφευθή ως τρίτην σύζυγον την θυγατέρα του Ίβηρος ηγεμόνος ή και ακόμη την Σερβοελληνίδα Μάρω, θυγατέρα του ηγεμόνος της Σερβίας Γεωργίου Βράνκοβιτς (σύζυγον του αποθανόντος σουλτάνου Μουράτ Β ́και μητρυιάν του Μωάμεθ Β ́ Πορθητού), αλλ’ οι γάμοι ούτοι δεν επραγματοποιήθησαν.
Κατά μίαν όμως άλλην παράδοσιν, την οποίαν ανεκάλυψεν ο λόγιος Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός, ο Κωνσταντίνος ΙΑ ́Παλαιολόγος φέρεται ότι είχε [και τρίτην προφανώς] νόμιμον σύζυγον, ονομαζομένην Σοφίαν· και καθώς αναφέρει, «εκ της νομίμου συζύγου αυτού Σοφίας, απέκτησεν ένα και μόνον υιόν, τον και Διάδοχον του Θρόνου Ιωάννην Παλαιολόγον».
Εν τούτοις, εις την Ιεράν Μονήν της Πούτνας Μολδαβίας της Βορείου Ρουμανίας, εις τον χώρον των κτητόρων έσωθεν του Κεντρικού Ναού δεξιά, όπου ευρίσκεται ο τάφος του Διαδόχου Πέτρου, υιού του Ηγεμόνος Στεφάνου του Μεγάλου (Αγίου), αριστερά ενδείκνυται ο τάφος της πρώτης συζύγου του Πέτρου, «Μαρίας της Βυζαντινής», θυγατρός κατά την εκεί παράδοσιν του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου
ΙΑ ́Παλαιολόγου, διασωθείσης εκ της καταστροφής, και φυγαδευθείσης μάλλον εις την Οδησσόν της Ουκρανίας.
Εις ο, τι αφορά τον φερόμενον ως μονογενή υιόν Ιωάννην, μετά τον θάνατον του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου και την άλωσιν της ΚΠόλεως υπό των Τούρκων, εφυγαδεύθη υπό της μητρός του Σοφίας με την βοήθειαν μιάς θαλαμηπόλου της, Ειρήνης ονομαζομένης, με προορισμόν την Ιταλίαν. Φοβουμένη όμως μήπως κατά την διαδρομήν συληφθή και γνωσθή το μυστικόν, έκρυψεν εις τον κόρφον του παιδός ένα πάπυρον, επί του οποίου έγραφεν ιδιοχείρως το όνομα Χριστιανός, αντί Παλαιολόγος. Συγχρόνως, εμήνυσεν εις τον Βυζαντινόν παίδα να μη φανερώση το μυστικόν, μέχρις ότου φθάση εις την ηλικίαν των 30 ετών.
Ακολούθως κατέφυγον εις την Βενετίαν και εκεί εγνωρίσθησαν με ένα Γερμανόν αξιωματικόν, ενθουσιώδη διά τον αρχαίον Ελληνικόν κόσμον, ο οποίος ανέλαβε να προστατεύση και να σπουδάση τον Ιωάννην. Εις την συνέχειαν, ο Ιωάννης με την προτροπήν του ανεχώρησε διά την Βιέννην. Εκεί απέθανεν η Ειρήνη και ο Ιωάννης εγκατεστάθη εις το αρχοντικόν του φίλου του Γερμανού. Διαμένων εκεί, εγνωρίσθη με τον στρατιωτικόν κόσμον της Βιέννης και την αυτοκρατορίαν της.
Ανήσυχον πνεύμα ως ήτο ο Ιωάννης, ανεζήτη πολεμικήν δράσιν, και επειδή ο Βασιλεύς της Γερμανίας Φρειδερίκος Γ ́απέφευγε τους πολέμους, ο Ιωάννης μετέβη εις την Γαλλίαν, όπου ο Βασιλεύς Κάρολος Ζ ́ηγωνίζετο εναντίον των Άγγλων. Ήτο τότε μόλις είκοσιν ετών, και κατετάχθη εις τον στρατόν ως απλούς στρατιώτης.
Μετ’ ολίγον όμως, το όλον παράστημά του και αι αρεταί του συνείργησαν εις το να αναδειχθή αξιωματικός της Φρουράς εις το ιππικόν του Βασιλέως της Γαλλίας.
Κατά την επακολουθήσασαν μάχην του 1459, μεταξύ Γάλλων και Άγγλων, ο Ιωάννης διεδραμάτισε σπουδαίον ρόλον, και ότε ετελείωσεν ο ρηθείς Αγγλογαλλικός πόλεμος και η Γαλλία συνήψε συμμαχίαν με το ισχυρόν τότε κατά την θάλασαν Ηνωμένον Βασίλειον Νορβηγίας και Δανίας, ο Βασιλεύς του Βασιλείου τούτου επεσκέφθη το Παρίσιον· εκεί ο Βασιλεύς εγνώρισε τον Ιωάννην, όστις έφερε τότε τον βαθμόν του Ταγματάρχου.
Ο Δανός Βασιλεύς, εντυπωσιασθείς από τα χαρίσματα του Ιωάννου, εζήτησεν από τον Βασιλέα των Γάλλων να του επιτρέψη να τον παραλάβη μαζί του και να τον εντάξη εις τον ιδικόν του στρατόν. Η άδεια εδόθη και ο Ιωάννης Χριστιανός μετέβη εις την Κοπεγχάγην μετά του Δανού Βασιλέως. Εκεί ανεδείχθη εις λαμπρόν
αστέρα του Δανικού στρατού, και εις ηλικίαν 29 ετών απεστάλη ως επικεφαλής του στρατού προς καθυπόταξιν των επαναστατών Σουηδών. Η επιτυχία του ήτο μεγάλη και αναίμακτος, γεγονός το οποίον τον ανέδειξεν εις στρατηγόν του Ηνωμένου Βασιλείου. Πλήρης δόξης ο Ιωάννης συνώδευσεν ακολούθως τον Βασιλέα εις την Κοπεγχάγην, όπου εις μίαν εόρτιον εκδήλωσιν εγνωρίσθη και με την θυγατέραν του Μαρίαν.
Ο Ιωάννης, επειδή δεν είχε συμπληρώσει το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, εκράτει καλώς το μυστικόν της καταγωγής του. Εις την επιμονήν όμως του Δανού Βασιλέως, ορκισθέντος εις το ξίφός του ότι θα κρατήση και εκείνος το μυστικόν, εφανέρωσεν εις τον Βασιλέα τον πάπυρον με την Βυζαντινήν καταγωγήν του. Του
διηγήθη επίσης το τέλος της δηλητηριασθείσης μητρός του, διά να μη γίνη σύζυγος του Πορθητού (Μωάμεθ Β́).
Την Βυζαντινήν καταγωγήν του Ιωάννου εφανέρωσεν ακολούθως ο Βασιλεύς εις την θυγατέρα του λέγων, ότι εις τον Ιωάννην ανήκει πλέον το στέμμα τούτο και το Βασίλειον της Δανίας και Νορβηγίας ολόκληρον. Αυτός, λοιπόν, ήτο ο Ιωάννης Χριστιανός, και εξ αυτού ο κατά διαδοχήν απόγονος αυτού Βασιλεύς της Ελλάδος Γεώργιος Α ́ και οι μετ’ αυτόν διατελέσαντες επιφανείς Βασιλείς, άχρι και του άρτι αποβιώσαντος Κωνσταντίνου Β ́(†10 Ιανουαρίου 2023), εκατόν έτη ακριβώς και με μίαν ημέραν διαφοράν μετά την κοίμησιν του αοιδίμου πάππου του Κωνσταντίνου Α ́του Ελευθερωτού (†11 Ιανουαρίου 1923). Όντως θείον σημείον και τούτο!
Η ανωτέρω παράδοσις δεν είναι μοναδική. Ο έξοχος ποιητής Παναγιώτης Ν. Σούτσος, στηριζόμενος εις τα ανωτέρω ιστορικά στοιχεία, διεκήρυξε την Βασίλισσαν των Ελλήνων Όλγαν νόμιμον διάδοχον της Σοφίας του Θωμά Παλαιολόγου και επίσης κληρονόμον νόμιμον του Βυζαντινού Θρόνου. Εις επίρρωσιν του γεγονότος, ο
ποιητής ανέφερε την εν έτει 1563 αναγνώρισιν της Σοφίας ως κληρονόμου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας «υπό του Πατριάρχου Ιωάσαφ Β ́μετά τριάκοντα και δύο Αρχιερέων της Ελλάδος και μετά των προκρίτων αυτής, γενομένην δι’ αναφοράς επισήμου και εκ του Θρόνου της Σοφίας αιτούντων παρά των απογόνων της τον αυτοκράτορα της Νέας Ρώμης».
Ο ποιητής Παναγιώτης Ν. Σούτσος αναφέρει επίσης, ότι κατά το 1790 εστάλη επίσημος πρεσβεία εκ Πελοποννήσου, χέρσου Ελλάδος και αντιπροσώπων των δούλων Ελλήνων, συγκειμένη εκ των Παγκάλου, Λαζότου και Κύρου, η οποία εζήτησεν από την Αικατερίνην αυτοκράτορα εκ του Θρόνου της Σοφίας».
Μάλιστα εις την ονομαστήν εφημερίδα «Αιών» (1856, αριθ. φυλ. 5360, σελ. 3), εδημοσίευσεν εμπνευσμένον ποίημα με αφορμήν την γέννησιν του Κωνσταντίνου ΙΒ ́[Α ́].
Εις ο, τι αφορά την καταγωγήν του Βασιλέως Γεωργίου Α ́, το γενεαλογικόν δένδρον της Δανίας φέρει εξηκριβωμένην την προγονικήν συγγένειαν με την Μακεδονικήν Δυναστείαν του Βυζαντίου. Ο διακεκριμένος ιστορικός συγγραφεύς Διονύσιος Κόκκινος, Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ελέγξας την αυθεντικότητα των πηγών διά την καταγωγήν του Βασιλέως Γεωργίου Α ́, γράφει εν τη ιστορία του, ότι η πριγκίπισσα Θεοφανώ, η τρισεγγονή του Βασιλείου Α ́του Μακεδόνος και εγγονή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου, είχε νυμφευθή με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα, εκ του οποίου προέρχεται ο οίκος των Ολστάιν.
Των Κομνηνών δε ήτο απόγονος, εκτός της προελεύσεως αυτής εκ του αυτοκράτορος Όθωνος, και η Κουνεγκούντε, εκ των προγόνων του οίκου Ολστάιν, όπως επίσης εκ των Κομνηνών κατήγετο ο Μιχαήλ Α ́της Ηπείρου, του οποίου απόγονοι ηγεμόνευσαν επί των Δεσποτειών της Πελοποννήσου, πρόγονος του Ιωάννου Δουκός Ολστάιν. Ο οίκος, λοιπόν, του Γεωργίου Α ́ έχει γνησίας τας ρίζας της Ελληνικής καταγωγής του.
Πλούσιον ιστορικόν υλικόν διά την καταγωγήν της Ελληνικής Δυναστείας παρέχουν οι αξιόπιστοι συγγραφείς Ασημ. Γιαλαμάς, και ο Αν. Σγάντζος. Ούτοι, εις μίαν ενδιαφέρουσαν πραγματείαν των, υπό τίτλον: «Οι Βασιλείς μας είναι απόγονοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων», εκδοθείσαν το 1937, αποδεκνύουν με αδιαμφισβήτητα
στοιχεία τον εξ αίματος οικογενειακόν σύνδεσμον του Ελληνικού Βασιλικού οίκου με τους Βυζαντινούς αυτοκράτορας.
Οι ανωτέρω συγγραφείς, την εργασίαν αυτών την στηρίζουν εις ένα γενεαλογικόν πίνακα, τον οποίον εδημοσίευσε το 1863 ο Δανός ιστοριοδίφης Κ. Λάγκβορν, καθώς και εις μίαν πραγματείαν του Γερμανού σοφού βαρώνου Ντούγκερν, ο οποίος πρώτος κατήρτησε κατόπιν επισταμένων μελετών πλήρες το οικογενειακόν δένδρον του Ελληνικού Βασιλικού οίκου.
Εις το βιβλίον τούτο εστηρίχθη και ο διακεκριμένος Ακαδημαικός Διονύσιος Α. Κόκκινος (πρβλ. εκδ. Δ. Ρόζου, Η Βασιλεία εν Ελλάδι. Ιστορική ανασκόπησις, Αθήναι 1945, σελ. 31-33).
Και ταύτα με ύψιστον σεβασμόν εις την ιστορίαν και τους παναρχαίους θεσμούς, διότι καθώς απεδείχθη, «ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη (πολυαρχία)· εις κοίρανος (άρχων) έστω εις Βασιλεύς» ( Ομήρου «Ιλιάς» Β ́, στ. 204) !
{Φωτ. από την θερμήν υποδοχήν του Βασιλέως Κωνσταντίνου Β ́ εις τον Κεντρικόν Ι. Ναόν του Πρωτάτου Καρυών Αγίου Όρους Άθω τον Αύγουστον του 1993 επί Χιλανδαρινής Ιεράς Επιστασίας, ομού μετά των δύο πριγκίπων Παύλου και Νικολάου. Έμπροσθεν αριστερά διακρίνεται και ο γράφων}.