Υπό του Γέροντος Μαξίμου Ιβηρίτου – Προς το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
[Λόγος πνευματικός προς τους άρχοντας και τους αρχομένους, Έλλησί τε και βαρβάροις· βαρβάροις δε λέγομεν τους μη εις Χριστόν πιστεύοντας].
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ: Ως γνωστόν, ο αοίδιμος πρώτος βασιλεύς των χριστιανών Άγιος Κωνσταντίνος κατέστη Μέγας εν τε ουρανώ και γη, με δύο όπλα: την πίστιν εις τον Χριστόν και την δύναμιν του Τιμίου Σταυρού.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ανηγορεύθη του θρόνου διάδοχος το 306, ότε απέθανεν ο πατήρ του. Το 312 μόνος αυτοκράτωρ εις την Ρώμην είχε παραμείνει ο Μαξέντιος, όστις εσκέπτετο κατά ποίον τρόπον θα ηδύνατο να εξοντώση και τους άλλους βασιλείς, ώστε να μείνη αυτός μονοκράτωρ. Όθεν ήρχισε να συγκεντρώνη πολυάριθμον στρατόν από την Ιταλίαν και από την Αφρικήν και να ετοιμάζηται να εκστρατεύση πρώτον κατά του γαμβρού του Κωνσταντίνου.
Ταύτα βλέποντες οι Ρωμαίοι, οίτινες κατετυραννούντο από τον Μαξέντιον, και ακούοντες τας καλωσύνας και τας ανδραγαθίας του Κωνσταντίνου, έγραψαν εις αυτόν τα γενόμενα και τον παρεκάλουν να σπεύση ταχέως, ίνα τους απελευθερώση από τον τύραννον. Τότε ο Μέγας ο Κωνσταντίνος, αν και διέθετε πολύ μικροτέρας
δυνάμεις, εξεστράτευσεν αμέσως κατά του Μαξεντίου, και διελθών τον Σεπτέμβριον του 312 τας Άλπεις κατέλαβε δι’ αστραπιαίας προελάσεως την μίαν μετά την άλλην όλας τας πόλεις της Βορείου Ιταλίας μέχρι του Ηριδανού [= Πάδου] ποταμού.
Είτα, ακαταμάχητος προελαύνων ο Μέγας Κωνσταντίνος, έφθασεν εις τα πρόθυρα της Ρώμης. Εκεί τον ανέμενεν ο Μαξέντιος με στράτευμα εκατόν εννενήκοντα χιλιάδων ανδρών. Τα δύο στρατεύματα αντιπαρετάχθησαν έναντι αλλήλων, έτοιμα διά την τελικήν μάχην. Ο Μέγας Κωνσταντίνος, ιστάμενος εις τι υψηλόν σημείον εγγύς του εχθρού, παρετήρει με λύπην τα εχθρικά στρατεύματα και διελογίζετο πως θα δυνηθή να κατανικήση τοσούτον άπειρον πλήθος.
Ενώ δε ίστατο ούτω σκυθρωπός και συλλογιζόμενος, είδεν εις τον ουρανόν εν ώρα μεσημβρίας το σημείον του Τιμίου Σταυρού, δι’ αστέρων συντεθειμένον. Πέριξ δε του Τιμίου Σταυρού ήσαν Ελληνικά γράμματα, τα οποία έγραφον: «Κωνσταντίνε, εν Τούτω Νίκα».
Ο Τίμιος Σταυρός του Σωτήρος Χριστού εφάνη εν τω ουρανώ εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον την μεσημβρίαν της 27 Οκτωβρίου του έτους 312 [= η 27 Οκτωβρίου τυγχάνει και η ημετέρα γενέθλιος ημέρα, διό και την διατηρώ εις την μνήμην μου].
Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, εν τω Συναξαριστή αυτού εις την 14 Σεπτεμβρίου, ότε εορτάζεται η Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, λέγει ότι ο Συναξαριστής του Μαυρικίου και όλοι οι αξιόλογοι ιστορικοί βεβαιούν, ότι Λατινικά ήσαν εκείνα τα γράμματα· αν και ο σοφός Λέων λέγει, ότι ήσαν Ελληνικά.
Πάντως ο Μέγας Κωνσταντίνος εγνώριζεν Ελληνικά, κατά τον Γάζης Παίσιον. Ο δε Δοσίθεος Ιεροσολύμων, επιβεβαιοί εν σελ. 703 της Δωδεκαβίβλου, το: «Κωνσταντίνε, εν Τούτω Νίκα» (πρβλ. Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής…, τομ. Α ́, ως αν., σελ. 43, σημ. 2).
Κατά την νύκτα επίσης εφάνη καθ’ ύπνον και αυτός ο εσταυρωμένος Ιησούς Χριστός, λέγων προς αυτόν: « Έγειραι και κατασκεύασον ένα Σταυρόν, καθώς αυτός τον οποίον είδες, βάσταζε δε αυτόν εις τους πολέμους μετά πίστεως ίνα νικάς τους πολεμίους σου πάντοτε». Τότε επίστευσε πλέον ολοψύχως εις τον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Ότε δε εξημέρωσεν, έδωκεν εντολήν και κατεσκεύασαν ένα αργυρούν Σταυρόν κατά τον φανέντα εις αυτόν τύπον, τον οποίον εκράτουν πάντοτε έμπροσθεν παντός του στρατεύματος.
Ο Μαξέντιος, ελπίζων ότι θα ενίκα τον Κωνσταντίνον, κατεσκεύασε με πανουργίαν εις τον διερχόμενον από την Ρώμην ποταμόν Τίβεριν και εγγύς της παλαιάς γεφύρας Μυλβίας άλλην γέφυραν χαμηλήν και εύθραστον, διά να πνιγή εντός αυτού ο Κωνσταντίνος, ότε νικώμενος θα επεχείρει να διαφύγη εκείθεν μετά του στρατεύματος του.
Αλλ’ η θεία Δίκη δικαίως ετιμώρησε τον άδικον Μαξέντιον, όστις έπεσε κατά τον Προφήτην εις τον ίδιον βόθρον, ον ητοίμασε (Ψαλμ. ζ ́ 16), διότι γενομένης της τελικής μάχης την 28 Οκτωβρίου 312 εις τους Κοκκίνους Βράχους έξωθεν της Ρώμης, ενίκησεν ο Τίμιος Σταυρός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Κατέλαβε δε τόσος φόβος τον Μαξέντιον, ώστε δεν έβλεπε προς ποίαν κατεύθυνσιν να διαφύγη ο δυστυχής. Φεύγων ούτος, ώρμησεν ίνα διέλθη εκ της δολίας εκείνης γεφύρας, ουχί μόνον αυτός, αλλά και οι αξιωματούχοι του στρατεύματός του· όμως ευθύς, απεκόπη η γέφυρα και έπεσαν άπαντες εντός του ποταμού και επνίγησαν.
Βλέπων τούτο ο Μέγας Κωνσταντίνος, εδόξασε τον Θεόν· οι δε πολίται της Ρώμης εστόλισαν την πόλιν μεγαλοπρεπώς και τον υπεδέχθησαν αγαλλόμενοι ως τροπαιούχον. Ακολούθως, αναβιβάσαντες και καθίσαντες αυτόν εις τον βασιλικόν θρόνον, προσεκύνησαν άπαντες τον νέον βασιλέα και μεγάλας τιμάς απέδωκαν εις αυτόν, καθώς έπρεπε [= το πλήρες όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου από του 334, ότε εγένετο μονοκράτωρ, είναι το εξής: «Imperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus»].
Είτα, ο θεοσκεπής βασιλεύς Μέγας Κωνσταντίνος, εξέδωκεν ευθύς ορισμόν να στήσουν τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν εις τα κυριώτερα μέρη της πόλεως, να ερευνήσουν μετά προσοχής, ίνα εύρουν τα άγια Λείψανα των θαυμασίων εκείνων Μαρτύρων, οίτινες έχυσαν το αίμά των υπέρ του ονόματος του Ιησού Χριστού, και να τα ενταφιάσουν με ευλάβειαν και τας πρεπούσας τιμάς· επίσης, έδωκεν εντολήν
να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους, τους δε εξορίστους να αφήσουν ελευθέρους, διά να μεταβή ο καθείς εξ αυτών όπου επεθύμει (πρβλ. Ματθαίου Λαγγή (Αρχιμανδρίτου), Ο Μέγας Συναξαριστής…, τομ. Ε ́, ως αν., σελ. 510 κ.ε.).
Εκ του επισυμβάντος δε θαύματος εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, εννοήσας ούτος την δύναμιν του Σταυρωθέντος, και πιστεύσας ότι ο Χριστός είναι αληθής Θεός, εβαπτίσθη με την μητέρα του Αγίαν Ελένην.
Ο πατήρ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιος ο Παμφίλου, Επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης, όστις εγνώρισεν εκ του πλησίον τον Μέγαν Κωνσταντίνον και ενίσχυσε με τον τρόπον του την θρησκευτικήν αυτού πολιτικήν, έγραψε μεταξύ των άλλων και το περίφημον έργον: «Βίος του Κωνσταντίνου».
Εις τον Α ́Λόγον αυτού (κεφ. 29-31) αναφέρει, ότι ο Θεός ενεφάνισεν οπτασίαν εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον εν ώρα προσευχής, ήτοι φωτεινόν Σταυρόν με προτρεπτικήν επιγραφήν εις τον ουρανόν κατά την μεσημβρίαν, και πως ενεφανίσθη καθ’ ύπνον ο Χριστός εις αυτόν και τον προσέταξε να χρησιμοποιή εις τους πολέμους σημαίαν ομοίαν με τον Σταυρόν.
Γράφει, λοιπόν, ότι ολίγον μετά την μεσημβρίαν και ότε η ημέρα ήρχισε να αποκλίνη, είπεν ο Κωνσταντίνος, ότι είδε με τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν άνωθεν του ηλίου σήμα Σταυρού, αποτελούμενον εκ φωτός και υποκάτω αυτού επιγραφή τις, λέγουσα: «Με αυτό νίκα». Είπεν ακόμη, ότι εις την θέαν του σημείου εκυρίευσεν έκπληξις αυτόν και όλον τον στρατόν του, όστις τον ηκολούθει εις κάθε εκστρατείαν και είχε παρατηρήσει και εκείνος ο στρατός το παράξενον θέαμα.
Αυτόπτης μάρτυς της θαυμασίας εκείνης εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού, «μεσούσης της ημέρας» και «διασημήνας την του πολέμου νίκην» εις τον Μέγαν Κωνσταντίνον, ήτο και ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος, γεγονός όπερ τον ενίσχυσεν εις την πίστιν. Ούτος συνδέεται στενώς με την πόλιν των Πατρών, καθ’
όσον με εντολήν του Μεγάλου Κωνσταντίνου ήλθεν εδώ διά να παραλάβη το σεπτόν Λείψανον του Αποστόλου Ανδρέου και να το προσκομίση εις την ΚΠολιν (πρβλ. Αθανασοπούλου Ιωάννου Φ. (Θεολόγου-Φιλολόγου), Ο θρησκευτικός βίος των Πατρών κατά τον ιθ ́και τον κ ́αιώνα, εκδ. Ιερού Ναού Αγ. Ανδρέου, Πάτραι 2006, σελ. 127).
Έλεγεν ακόμη, ότι ηπόρει έσωθεν, τι να ήτο τούτο το σημείον. Και ενώ το διερεύνα διά πολλήν ώραν συλλογιζόμενος, ενύκτωσε. Καθ’ ην δε ώραν εκοιμάτο, ενεφανίσθη εις αυτόν ο Χριστός του Θεού ομού με το σημείον το οποίον του είχεν εμφανισθή εις τον ουρανόν και τον προσέταξε, αφού κατεσκευάση ομοίωμα αυτού, να το χρησιμοποιή ως αποτροπήν εις τας συγκρούσεις του με τους εχθρούς.
Ότε ηγέρθη την πρωίαν, διηγήθη εις τους φίλους του το μυστικόν. Και αφούακολούθως εκάλεσε πλησίον του τους τεχνίτας του χρυσού και των πολυτίμων λίθων, εκάθισεν ανά μέσον αυτών και τους εξήγησε το σχήμα του σημείου και τους διέταξε να φιλοτεχνήσουν απομίμησιν αυτού, ήτοι παρομοίαν σταυρικήν σημαίαν, με χρυσόν και πολυτίμους λίθους. Αυτό το σύμβολον, γράφει ο Ευσέβιος, μας ηξίωσεκαι ημάς ο ίδιος ο βασιλεύς, με την πρόσθετον αυτήν χάριν του Θεού, να το ίδωμεν με τους οφθαλμούς μας.
Η αποτύπωσις της σταυροειδούς σημαίας, την οποίαν νυν οι Ρωμαίοι ονομάζουν λάβαρον, είχε κατασκευασθή ως εξής: Εν υψηλόν δόρυ, επικεκαλυμμένον με χρυσόν, είχεν εγκάρσιον κέρας εν σχήματι Σταυρού, και εις το άνω άκρον εστηρίζετο στεφάνιον φιλοτεχνημένον εκ πολυτίμων λίθων και χρυσού, με ένθετον το σύμβολον της σωτηρίας προσταγής, δύο γράμματα, άτινα εδήλουν το όνομα του Χριστού, το Χ (χι) δηλαδή και ακριβώς εις την μέσην του το Ρ (ρω). Ταύτα, ως γνωστόν συνήθιζε να τα έχη κεχαραγμένα και επάνω εις το κράνος του ο βασιλεύς και κατά τα μετέπειτα έτη.
Από το πλάγιον κέρας, το οποίον είχε διαπερασθή από το δόρυ, ανέμιζεν εν κρεμάμενον σχοινίον, βασιλικόν ύφασμα πεποικιλμένον με πολυτελή πετράδια, αστράπτοντα εις το αντιφέγγισμα του φωτός και ολοκέντητα με πολύν χρυσόν, προκαλούν κάποιον απερίγραπτον συναίσθημα με την λαμπρότητα εις όσους το έβλεπον.
Αυτό το ύφασμα, λοιπόν, το κρεμάμενον από το κέρας, είχεν εις το σχήμά του συμμετρίαν εις το πλάτος και το μήκος [= ήτο τετράγωνον].
Το όρθιον δόρυ, το οποίον εμηκύνετο κατά πολύ μακρόν κάτωθεν, είχεν εις την κορυφήν και κάτωθεν του τροπαίου του Σταυρού προς τα άκρα του περιγραφέντος υφάσματος χρυσήν παράστασιν του θεοφιλούς βασιλέως μέχρι το στέρνον του, καθώς και των τέκνων αυτού. Αυτό λοιπόν το σωτήριον λάβαρον, το εχρησιμοποίει συνεχώς εις το εξής ο βασιλεύς ως προπύργιον απέναντι κάθε επιτιθεμένης εχθρικής δυνάμεως, και διέταξε να προπορεύωνται ομοιώματα αυτού έμπροσθεν όλων των στρατιωτικών του τμημάτων (πρβλ. Βυζαντινοί συγγραφείς 16, Ευσέβιος Καισαρείας, Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου, εκδ. «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 119-123).
Ο Άγιος Κωνσταντίνος με την πίστιν, λοιπόν, εις τον Χριστόν και την δύναμιν του Τιμίου αυτού Σταυρού, ενίκησε κατά κράτος τους πολεμίους αυτόν, ορατούς τε και αοράτους και κατέστη Μέγας εις την γην και τον ουρανόν.
Η δύναμις της πίστεως είναι όντως μεγάλη, αλλά δυστυχώς την παρερμηνεύουν οι άνθρωποι, διά τούτο και αποτυγχάνουν εις την ζωήν των. Ο Ευαγγελιστής Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, λέγει τα εξής σχετικά: «και αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» [= και αυτή είναι η νίκη, η οποία ενίκησεν οριστικώς τον
κόσμον, η πίστις μας, ήτις είναι φως διαλύον την εν τω κόσμω πλάνην και δύναμις νέας πνευματικής και αγίας ζωής αντιθέτου προς την φαυλότητα του κόσμου (Α ́ Ιω., ε ́, 4).
Και συνεχίζει ο θεόπνευστος νούς: «τις εστιν ο νικών τον κόσμον ει μη ο πιστεύων ότι Ιησούς εστιν ο υιός του Θεού;» [= ποίος άλλος νικά τα θέλγητρα και εν γένει την αντίδρασιν και τον κατά της αληθείας πόλεμον του κόσμου παρά μόνον εκείνος, όστις με πραγματικήν αφοσίωσιν πιστεύει, ότι ο Ιησούς είναι ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού;» (Α ́ Ιω., ε ́, 5). [1 Ιουνίου 2023]