Το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ απαντά σε ερώτηση αναγνώστη (με αφορμή το άρθρο μας για το θαύμα της Β. Πλεξίδα).
Από αναγνώστη μας (υπογράφει ως Δημήτριος Δουμάνης) λάβαμε το εξής εύστοχο σχόλιο στο άρθρο μας «Θαύμα Βασιλικής Πλεξίδα: Παλαιοημερολογίτικο ή νεοημερολογίτικο;»
«Σας ευχαριστώ πραγματικά για αυτό το άρθρο. Είναι ξεκάθαρο πλέον, ότι αποδέχεστε το γεγονός όπως έχει καθοριστεί από την εκκλησία, ότι τα θαύματα δεν είναι δείγματα και αποδείξεις Ορθοδοξίας. Σας ευχαριστώ για αυτό. Εχω να διατυπώσω και μία ερώτηση όμως. Αναφέρεστε στο κείμενο ότι η εκκλησία της Ελλάδος δεν θεωρεί τους παλαιοημερολογίτες αιρετικούς, αλλά σχισματικούς. Επειδή κατανοώ το site σας έχει την απαραίτητη υπευθυνότητα να μιλάει με στοιχεία, Θα με ενδιέφερε πραγματικά να κοινοποιήσετε τις αποφάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος που χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους παλαιοημερολογίτες ως σχισματικούς. Έχω την εντύπωση ότι η εκκλησία της Ελλάδος, η μόνη αναφορά που κάνει στους παλαιοημερολογίτες, είναι ως απάντηση σε ερώτηση επιστολή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (δύο φορές σε διάστημα περίπου 20 ετών), στην οποία φυσικά δεν τους χαρακτηρίζει ως σχισματικούς, αλλά αν ενθυμούμαι καλώς, ως απείθαρχα τέκνα. Εάν ενδιαφέρεστε μπορώ να τις βρω και να σας τις κοινοποιήσω. Για την ώρα αναμένω την κοινοποίηση από μέρος σας, Για αυτό που υπεύθυνα γράψατε στο άρθρο. Σας ευχαριστώ.».
[irp posts=”361808″ name=”Θαύμα Βασιλικής Πλεξίδα: Παλαιοημερολογίτικο ή νεοημερολογίτικο;”]
Η απάντησή μας είναι ότι συμφωνούμε με τον αγαπητό αναγνώστη, τουλάχιστον ως προς το ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έχει επισήμως, με συνοδική απόφαση, έγγραφο κ.λπ., καταδικάσει τους παλαιοημερολογίτες ως σχισματικούς.
Η αλήθεια είναι ότι η Εκκλησία, ως φιλόστοργη Μητέρα, δεν μπορεί να αποκόψει τα παιδιά της από αυτήν.
Μπορεί μια μάνα να πει στα παιδιά της, «δεν είστε παιδιά μου»; Εάν έκανε κάτι τέτοιο, δεν θα ήταν μητέρα.
Ό,τι και να έχουν κάνει, θα εξακολουθήσει να τα πονάει και να τα θεωρεί παιδιά της.
Τα παιδιά όμως μπορούν να πούν: «δεν είσαι μητέρα μου», «δεν σε θέλω για μητέρα μου».
Αυτό έχει γίνει και στην συγκεκριμένη περίπτωση: δεν έδιωξε η Εκκλησία τους Παλαιομερολογίτες από αυτήν, αλλά αυτοί αποκόπηκαν μόνοι τους, προκαλώντας στην ουσία σχίσμα.
Η Εκκλησία βέβαια γνωρίζει ότι πρόκειται στην πραγματικότητα για σχίσμα, αφού οι Παλαιοημερολογίτες, με δική τους επιλογή, συνειδητά αποφεύγουν την κοινωνία με αυτήν και έχουν στην πράξη αποκοπεί από το σώμα της.
Αυτό ακριβώς είναι το σχίσμα, όπως άλλωστε το περιγράφει ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης πριν από 60 χρόνια: «το παλαιοημερολογιτικό αποτελεί μεγάλο πειρασμό στην Εκκλησία, καθώς σκανδάλισε χιλιάδες συνειδήσεων. Το ημερολογιακό εψύχρανε πιστούς, ωδήγησε στην απείθεια, στον χωρισμό, στην δημιουργία ξεχωριστής Εκκλησίας. Η ενότητα στην περιοχή της Ελληνικής Εκκλησίας διασπάστηκε» (Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, «Σχόλια επί της Πανορθοδόξου», περιοδ. «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη» 1957, σ. 103).
Όμως, η Εκκλησία, από αγάπη προς τα τέκνα της, από μεγάλη «οικονομία», και από μέριμνα για την αποκατάσταση της ενότητας, αποφεύγει επίσημα να κηρύξει τους Παλαιοημερολογίτες, που δεν βρίσκονται σε κοινωνία μαζί της, ως σχισματικούς.
Την αλήθεια αυτήν περιγράφει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στα συμπεράσματα της εμπεριστατωμένης διδακτορικής διατριβής του στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ «Ιστορική και Κανονική Θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού Ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», Αθήναι 1982, σελ. 431.
«Το ζήτημα αυτό έχει ήδη “εν τοις πράγμασι” προσλάβει τις διαστάσεις σχίσματος, καθώς οι παλαιοημερολογίτες αρνούνται κάθε διοικητική και πνευματική σχέση με την μητέρα τους Εκκλησία, η οποία όμως αποφεύγει επιμελώς μέχρι σήμερα να κηρύξει αυτούς σχισματικούς και προτιμά μάλλον την οδό της αγνοήσεως αυτών».
Όπως ο ίδιος αρχιεπίσκοπος σημειώνει (σελ. 321-322 της διατριβής του), «η Εκκλησία καταπαγίως αποφαίνεται κατά καιρούς ότι αι υπό παλαιοημερολογιτών «Αρχιερέων» τελούμεναι χειροτονίαι ειναι αντικανονικαί (βλ. λ.χ. το υπ’ αρ. 5401/2354/4.10.1969 συνοδικόν έγγραφον), τα δε υπ’ αυτών και των υπ’ αυτών χειροτονηθέντων «κληρικών» τελούμενα Μυστήρια ανυπόστατα και άκυρα και διατάζει την επανάληψή τους. Στο ίδιο πόρισμα κατέληξε και η από 5-4-1971 σχετική εισήγησις της Μ.Σ.Ε. Νομοκανονικών Ζητημάτων προς την Ι. Σύνοδον, η οποία εγκρίθηκε από την ΔΙΣ στην συνεδρία της 27.4.1971.».
Αλλά δεν θέλουμε να κουράσουμε άλλο τον συγκεκριμένο αναγνώστη. Πιστεύουμε ότι γνωρίζει την διατριβή του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου και μπορεί σε αυτήν να βρει όλη την εξέλιξη του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος και τί αποφάσεις έχει κατά καιρούς πάρει η Εκκλησία της Ελλάδος.
Η ουσία του θέματος είναι κατά τη γνώμη μας η εξής:
α. Όπως πολύ ορθά σημειώνει ο αναγνώστης, «τα θαύματα δεν είναι δείγματα και αποδείξεις Ορθοδοξίας».
β. Γνωρίζουμε πού είναι ο Θεός, αλλά δεν γνωρίζουμε πού δεν είναι.
Δεν θα συνιστούσαμε σε κάποιον ποτέ να πηγαίνει σε εκκλησία του Παλαιού Ημερολογίου, εφόσον δεν βρίσκεται σε κοινωνία με την κανονική Εκκλησία. Όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι εκεί δεν γίνονται θαύματα, δεν ενεργεί ο Θεός, και να καταδικάσουμε κάθε τί που συμβαίνει εκεί στο πυρ το εξώτερον.
Ταυτόχρονα, όμως, ακριβώς επειδή δεν βρίσκονται σε κοινωνία με την υπόλοιπη Εκκλησία και δεν έχουν κανέναν έλεγχο από αυτήν, θα πρέπει κανείς να είναι πάντα πολύ προσεκτικός σε αυτά που ακούει ότι γίνονται εκεί, διότι όπως επίσης σημειώνει ο μακαριστός Χριστόδουλος, «το γλίστρημα από το σχίσμα στην αίρεση είναι εύκολο, διότι η τάξη μέσα στην Εκκλησία, εναντίον της οποίας ενεργεί το σχίσμα, δεν είναι κάτι εξωτερικό και επουσιώδες…» (σελ. 433).
Σε σχέση δε με σχόλιο άλλου αναγνώστη μας στο ίδιο άρθρο, «γιατί δεν λύνεται το παλαιοημερολογιτικό, ενώ είναι τόσο εύκολο», η απάντησή μας είναι ότι οι Πατέρες, μέσα από την μακραίωνη πείρα τους, λένε:
«Το σχίσμα εύκολα γίνεται, αλλά πολύ δύσκολα θεραπεύεται».