Πανδημία: Μπαίνει το νέο έτος και διανύουμε τον τρίτο χρόνο της πανδημίας, ο εκκλησιαστικός χώρος παραμένει διαιρεμένος σε δύο στρατόπεδα σε σχέση με την πανδημία: σε αυτούς που ακολουθούν κανονικά τις κρατικές επιταγές και στους λεγόμενους αντιεμβολιαστές.
Του Γιώργου Θεοχάρη – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Όλες οι συζητήσεις στρέφονται γύρω από τις δύο αυτές στάσεις απέναντι του κορονοϊού, με συχνή όξυνση των πνευμάτων, αλληλοκατηγορίες και διάφορα άλλα. Φυσικά το φαινόμενο αυτό δεν αφορά μόνο τον εκκλησιαστικό χώρο, αλλά είναι ένα γενικότερο κοινωνικό φαινόμενο.
Μέσα σε αυτήν την οξεία αντιπαράθεση και τις απώλειες των ανθρώπινων ζωών μερικές φορές λησμονούμε τον προορισμό μας ως χριστιανών. Από την μία θέτουμε ως ύψιστο αγαθό την προστασία της ανθρώπινης ζωής και έσχατο ζητούμενο την τήρηση των μέτρων, και από την άλλη μία πίστη χωρίς πραγματική αγάπη και διάκριση, που πιο πολύ καταλήγει σε κατάκριση των άλλων.
Ποια είναι όμως η αληθινή χριστιανική στάση;
Δεν χρειάζεται να πούμε θεολογίες και φιλοσοφίες, που χρησιμοποιεί κάθε μία από τις δύο παρατάξεις, αλλά θα αναφέρουμε δύο παραδείγματα, που απλά μιλάνε μόνα τους.
Το ένα είναι παλαιότερο. Δεν συνέβη στον καιρό του κορονοϊού, αλλά στην προπολεμική εποχή, όταν θέριζε η φυματίωση, σε κάποιο χωριό της Βόρειας Ελλάδας.
Εκεί ήταν μία γυναίκα νιόπαντρη. Συνέβη να αρρωστήσουν από φυματίωση οι δύο αδελφές του άνδρα της.
Τότε η φυματίωση, ειδικά εάν ήσουν φτωχός, όπως αυτοί οι άνθρωποι, και δεν είχες τους πόρους να βελτιώσεις την διατροφή σου, συχνά ήταν μοιραία. Επιπλέον ήταν μεταδοτική, κάτι που σήμαινε όχι σπάνια και τον κοινωνικό αποκλεισμό των φυματικών.
Τι έκανε αυτή η γυναίκα; Ενώ ο άνδρας της δεν πήγαινε καθόλου στο σπίτι των αδελφών του, φοβούμενος μην κολλήσει, αυτή τις επισκεπτόταν καθημερινά για να τις πάει φαγητό και να τις φροντίσει. Στο τέλος ο άνδρας της έπαθε και αυτός φυματίωση και πέθανε, αλλά η γυναίκα έζησε και πέθανε σε μεγάλη ηλικία.
Το άλλο περιστατικό έγινε στην εποχή του κορονοϊού στην Αθήνα.
Σε μία δομή για παιδιά με ειδικές ανάγκες είχε μεταδοθεί στα παιδιά ο ιός.
Όλοι οι εργαζόμενοι τα εγκατέλειψαν, φοβούμενοι για την ζωή τους. Μόνο μία γυναίκα έμεινε κοντά τους, γιατί σκέφτηκε: Ποιος θα τα φροντίζει, ποιος θα τα ταΐζει, ποιος θα τα προσέχει;
Έμεινε και τα φρόντιζε, ώσπου κόλλησε και αυτή. Τότε ακόμη δεν είχαν βγει τα εμβόλια και το να πάρεις ένα τέτοιο ρίσκο σήμαινε ότι έπαιζες την ζωή σου κορώνα-γράμματα. Παρότι δεν ήταν πολύ μεγάλη (ήταν γύρω στα εξήντα), η γυναίκα έχασε την μάχη με τον κορονοϊό και πέθανε.
Για αυτές τις γυναίκες δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε: Ούτε εάν εφάρμοσαν τα μέτρα, ούτε εάν έπραξαν σωστά ούτε γιατί η μία έζησε και η άλλη πέθανε.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι νίκησαν τον κορονοϊό. Και νίκησαν τον κορονοϊό επειδή εφάρμοσαν το ευαγγέλιο που λέει: μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού, δηλαδή «κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν που έχει εκείνος που θυσιάζει την ζωή του για χάρη αυτών που αγαπά».
Για αυτό λοιπόν, αν θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε χριστιανοί, ας προσπαθήσουμε, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, να εφαρμόσουμε αυτό που είπε ο Χριστός στην καθημερινότητά μας. Τα υπόλοιπα θα είναι δικά Του.
Δεν θα έχει σημασία εάν μέσα στην πανδημία ζήσουμε ή εάν πεθάνουμε ούτε εάν θα τελειώσει εφέτος η πανδημία ή δεν θα τελειώσει. Σημασία θα έχει ότι γίναμε όμοιοι σε Αυτόν, όπως αυτές οι δύο γυναίκες.
Καλή τρίτη «πανδημική» χρονιά! Μακάρι να είναι με υγεία, αυτό ευχόμαστε σε όλους, αλλά πάνω από όλα να είναι για μας ο Χριστός.