Του Γιάννη Παπανικολάου-Η μόνη οδός για να αποφευχθεί το Σχίσμα μεταξύ Φαναρίου και Μόσχας είναι η πραγματοποίηση μιας Πανορθοδόξου Συνόδου, τονίζουν στο ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ έγκριτοι πανεπιστημιακοί και Επίσκοποι της Ελλαδικής Εκκλησίας.
“Το έκλυτο δεν ισχύει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εδώ δεν είναι το Πρωτείο του Πάπα”, διευκρινίζει Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου του ΑΠΘ.”Μόνο με Πανορθόδοξη Σύνοδο θα δοθεί λύση στο αδιέξοδο και θα αποτελέσει λύση εγγυήσεως”, υπογραμμίζει επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών που λέει ακόμα ότι “Οι Ιεροί Κανόνες ορίζουν ότι η μία Εκκλησία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην άλλη, καθώς είναι Αυτοκέφαλες. Το ζήτημα είναι επιστημονικό. Και λυπάμαι που πήρε πολιτικές προεκτάσεις και εμπλοκές ξένων στοιχείων και παραγόντων”.
”Η Αυτοκεφαλία έπρεπε να δοθεί συναινετικά, με συνεννόηση και διαβούλευση”, εξηγεί Ιεράρχης που ανήκει στις νέες χώρες των Μητροπόλεων.
Η άλλη πλευρά
“Δεν είχε εγκυρότητα το ανάθεμα στο Φιλάρετο και στον Μακάριο, καθώς δεν επιβλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο” απαντούν κύκλοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ναι αλλά η ερώτηση είναι: Τότε γιατί συμμετείχε σε αυτό με γράμμα που εστάλη στο Πατριαρχείο Μόσχας;
Η Μητρόπολη Πειραιώς για το ανάθεμα σε Φιλάρετο και Μακάριο και κατά πόσο ήταν ορθή η άρση του από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο:
”Το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε δύο εξάρχους για την διερεύνηση του θέματος και απεφάσισε Συνοδικώς να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ουκρανίας απροσδιορίστως προς το παρόν και βέβαια όχι στην αναγνωριζομένη υπό πάντων και υπό του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο που κανονικώς εξαρτάται από το Πατριαρχείο της Μόσχας που δεν το επιθυμεί και δεύτερον απεκατέστησε στην κανονική τάξη τις δύο σχισματικές «Εκκλησιαστικές» δομές με τους επικεφαλής των, των οποίων την κανονική κατάσταση ουδεμία ορθόδοξη Εκκλησίας ανεγνώριζε. Ειδικώτερα ο μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων του Πατριαρχείου Μόσχας ως Μητροπολίτης Κιέβου το 1992 καθηρέθη εκ του υψηλού της Αρχιερωσύνης υπουργήματος και μετά ταύτα ανεθεματίσθη για την πρόκλησι σχίσματος αλλά και για ετέρας αντικανονικάς αυτού ενεργείας, ο δε έτερος ουδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος εξ «Ιεραρχίας» μιάς μορφής «ζώσης Εκκλησίας» του Σοβιετικού Καθεστώτος που συνεστήθη το 1921.
Το κρίσιμο επομένως θέμα που τίθεται από κανονικής επόψεως στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι εάν η απόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης υπό Πατριάρχου ως είναι η σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας είναι ανέκκλητος ή δύναται να εκκληθή ενώπιον άλλης Πατριαρχικής συνόδου. Το θέμα αυτό απησχόλησε την οικουμενική Εκκλησία μετά την σύνοδο της Σαρδικής και τους κανόνες Γ΄, Δ΄ και Ε΄. Πρώτος ο επίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος επικαλούμενος τους κανόνες της Σαρδικής, ως κανόνες δήθεν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα υπάτου δικαστού επί των εκκλησιών της Β. Αφρικής και αξίωσε την αποκατάσταση του καθαιρεθέντος από τον επίσκοπο SiccaΟυρβανό πρεσβυτέρου Απιαρίου. Οι αφρικανοί επίσκοποι απέκρουσαν διαρρήδην το υπό του επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου και του διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ αξιούμενο δικαίωμα υπάτου δικαστού των εκκλησιών τους το 424. Προηγουμένως η εν Καρθαγένη τοπική σύνοδος με τον ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ αρίθμησιν «Πηδαλίου»), ο οποίος επαναλαμβάνεται απαράλακτος και με τον ΡΛΔ (129)κανόνα της ιδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ομοίως ήρεσεν, ίνα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι λοιποί κατώτεροι κληρικοί, εν αίς έχουσιν αιτίαις, εάν τα δικαστήρια μέμφωνται των ιδίων επισκόπων, οι γείτονες επίσκοποι ακροάσωνται αυτών και, μετά συναινέσεως του ιδίου επισκόπου, τα μεταξύ αυτών διαθώσιν οι προσκαλούμενοι παρ’ αυτών επίσκοποι. Διό, ει και περί αυτών έκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μη εκκαλέσωνται εις τα πέραν της θαλάσσης δικαστήρια, αλλά προς τους πρωτεύοντας των ιδίων επαρχιών, ως και περί των επισκόπων πολλάκις ώρισται.
Οι δε προς περαματικά δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ ουδενός εν τη Αφρική δεχθώσιν κοινωνίαν» και το σημαντικόν είναι ότι οι κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου επικυρώθησαν ορισμένως και ονομαστικώς από τον Β΄ κανόνα της αγίας Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου απλώς δε από τον Α΄ της Δ΄ και τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως η αδιαίρετος Εκκλησία εδέχθη ότι τα υπό του Γ΄,Δ΄ και Ε΄ κανόνων της Σαρδικής, οριζόμενα αφορούσαν ειδικό προνόμοιο που απενεμήθη στον τότε Ορθόδοξο επίσκοπο της πρεσβυτέρας Ρώμης διά τους υπ’ αυτόν υπαγομένους Επισκόπους και μόνον και όχι περί αναθέσεως υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας σε αυτόν. Σχετικά ο Ζωναράς λέγει: «Ούτε ούν της εν Νικαία συνόδου εστίν ο κανών, ούτε πάσας τας εκκλήτους ανατίθησι αυτώ αλλά των υποκειμένων αυτώ» (Σ.Γ.241), ο δε Βαλσαμών αναφέρει: «ειδικόν γαρ εστί τούτο εις τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις του Πάπα και κρατείν οφείλει ένθα εξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπώς η απαίτησις του τότε Ορθοδόξου επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης για προνόμιο υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας απερρίφθη υπό της Εκκλησίας διότι έγινε δεκτή η κανονική διάταξι της Συνόδου της Καρχηδόνος διά της Αγίας Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου ότι θα αφορίζονται οι κληρικοί ετέρου εκκλησιαστικού κλίματος που θα εκκαλούν ενώπιον του επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης τας υποθέσεις των.
Στην Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία επί τη βάσει των Θ. και Ι. Κανόνων Θ΄ και ΙΖ΄ της αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που διακελεύουν: «Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ’ αυτώ δικαζέσθω», σε προσβολή δι’ εκκλήτου δεν υπόκειται, δηλ. τυγχάνει ανέκκλητος εκδοθείσα καταδικαστική απόφασις υπό τελείας Συνόδου,συνελθούσης κατ’ ορθήν εφαρμογή του ΚΗ΄αποστολικού Κανόνος και του Δ΄ κανόνος της εν Αντιοχεία Συνόδου, όπως είναι η υπό την προεδρία του Εξάρχου της Διοικήσεως τελούσα Γενική Σύνοδος των Μητροπολιτών ή η υπό την Προεδρία του Πατριάρχου τελούσα Σύνοδος του οικείου Πατριαρχικού κλίματος.
Τόσον ο Θ΄ όσο και ο ΙΖ΄ κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ή στην ίδια κανονική πρόβλεψη για τον Έξαρχο της Διοικήσεως και τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και παρέχουν δυνατότητα ισοτίμου προσφυγής και επομένως δεν ανιδρύουν οι κανόνες για τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως υπερτάτη δικαστική αρμοδιότητα και έτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Έξαρχο δε της Διοικήσεως θεωρούν τον Πρόεδρο του οικείου Πατριαρχικού κλίματος. Ο Βαλσαμών αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αι ψήφοι των Πατριαρχών εκκλήτω ουχ υπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ο μακαριώτατος πατριάρχης εκείνης της διοικήσεως μεταξύ αυτών ακροάσθω, κακείνα οριζέτω άτινα τοις εκκλησιαστικοίς κανόσι, και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου», στην δε «Επαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται υφ’ ετέρου, ως αρχή και αυτών των εκκλησιαστικών κριτηρίων», ο δε Ιερός και Μέγας Φώτιος στα «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «ούτε γαρ εκκαλούντο αι των Πατριαρχών ψήφοι». Κατά ταύτα η δικαστική κρίσις οιασδήποτε Αγίας και Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου που αποτελεί κατά το κανονικό μας δίκαιο τελεία Σύνοδο και εκφέρεται μετά από εκδίκαση ποινικής υποθέσεως τυγχάνει ανέκκλητος δυναμένη μόνον να εκκληθή ενώπιον Οικουμενικής Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Το ποινικό Δίκαιο της Εκκλησίας» σελ. 836 επ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Υπομνηματίζων ο θεοφώτιστος Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης τον Θ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στις σελ. 192-193 «Πηδάλιο» εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «απαντών» στον εξωμότη και εξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα και στους όπως αναφέρει Παπιστές Βίνιον και Βελαρμίνον, αναφέρεται στο ζήτημα με εξαίρετη κανονική ανάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ότι μεν γαρ ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ έχει εξουσίαν ενεργείν εις τας διοικήσεις και ενορίας των άλλων Πατριαρχών, ούτε εις αυτόν εδόθη από τον Κανόνα τούτον η έκκλητος εν τη καθόλου Εκκλησία δήλόν εστι α. διατί εν τη δ΄. πράξει της εν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος ενεργήσας υπερόρια, και λαβών την Τύρον από τον Επίσκοπόν της Φώτιον, και δούς αυτήν εις τον Βηρυτού Ευσέβιον, και καθελών και αφορίσας τον Φώτιον, εμέμφθη και από τους άρχοντας, και από όλην την Σύνοδον διά τούτο. Και αγκαλά επροφασίσθη πολλά, με όλον τούτο όσα εκεί ενήργησεν, ακυρώθησαν υπό της Συνόδου, και ο Φώτιος εδικαιώθη, και τας επισκοπάς της Τύρου έλαβε.Διό και ο Εφέσου Ισαάκ έλεγεν εις Μιχαήλ τον πρώτον των Παλαιολόγων, ότι ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ εκτείνει την εξουσίαν αυτού επί τα Πατριαρχεία της Ανατολής (κατά τον Παχυμέρην βιβλ. στ’. κεφ. α)· β’. ότι οι πολιτικοί και βασιλικοί νόμοι δεν προσδιορίζουσιν ότι η του Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις και απόφασις δεν δέχεται έκκλητον, αλλ΄ αορίστως εκάστου Πατριάρχου και των Πατριαρχών πληθυντικώς”.