Συνέντευξη στον Μάνο Χατζηγιάννη-Μέρος Α΄
“Επειδή δεν υπάρχει αξιοσημείωτη πρόοδος στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς θα πρέπει να αναστείλουμε όλες τις άλλες δυνατότητες για συναντήσεις και ανταλλαγές αντιπροσώπων με την Εκκλησία της Ρώμης;” αναρωτιέται μιλώντας αποκλειστικά στο “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ” ο Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κ. Στέφανος.
Στο πρώτο μέρος της πολύ ενδιαφέρουσας συνέντευξής του ο Μητροπολίτης Στέφανος κάνει έναν απολογισμό της 15ους θητείας του στην Μητρόπολη,μιλάει για τις πρόσφατες επαφές του σε Ελλάδα και Κύπρο, αναφέρεται στους σύγχρονους διωγμούς των Χριστιανών ανα τον κόσμο, χαρακτηρίζει μεγάλο πρόβλημα τις επιθετικές και φονταμενταλιστικές δηλώσεις και συμπεριφορές που δεν έχουν καμμία σχέση με το Ευαγγέλιο, ενώ κάνει επισημάνσεις και σχετικά με τα συλλείτουργα.
Ακολουθεί το πρώτο μέρος της συνέντευξης:
-Σεβασμιώτατε συμπληρώσατε φέτος 15 χρόνια ως ποιμενάρχης της Εσθονίας. Ποια είναι τα σημεία-σταθμοί στην πορεία αυτή μέχρι σήμερα; Σε τι κατάσταση βρήκατε στην μητροπολιτική σας περιφέρεια όταν αναλάβατε και τι έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών;
Όταν έφτασα στην Εσθονία, η Εκκλησία μας εδώ ήταν μία Εκκλησία ολοσχερώς επισκιασμένη από την πεντηκονταετή σοβιετική κατοχή. Μετά την αντικανονική και βίαιη κατάλυσή της, στις 9 Μαρτίου 1945, από την πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία της εποχής εκείνης, επέζησε κάπως είτε στην εξορία είτε σε χώρους απόκρυφους και εν σιωπή. Με την απελευθέρωση, όμως, της χώρας το 1991, έγινε ξανά ορατή και παρούσα στην Εσθονική κοινωνία. Το Εσθονικό Κράτος αποκατέστησε όλα τα πολιτικά δικαιώματά της, τον Αύγουστο του 1993, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το 1996, επανέφερε το καθεστώς της Αυτονομίας, που αυτή είχε ήδη αποκτήσει από το 1923, και το οποίο ανεστάλη το 1945 κατά τη στιγμή της αυθαίρετης διάλυσής της.
Τη στιγμή της ενθρόνισής μου, τον Μάρτιο του 1999, βρήκα τον ίδιο αριθμό ενοριών που υπάρχουν και σήμερα, ήταν δηλαδή 65, εκ των οποίων, όμως, το 55% ήταν εντελώς ερειπωμένες, καθώς και είκοσι ιερείς, το 1/3 των οποίων ήσαν υπέργηροι (άνω των 75 ετών). Ήταν, επομένως, επιβεβλημένη η ολοκληρωτική αναδιοργάνωση και αναδιάταξη σύνολης της καταστατικής και διοικητικής δομής της Εκκλησίας, σύνολης της ποιμαντικής της δράσης, ιδίως μετά με την αύξηση του αριθμού των ιερέων και τη δημιουργία μιας Σχολής υπό τη μορφή Σεμιναρίου, αποσκοπώντας στη θεολογική τους κατάρτιση και επιμόρφωση, την υλοποίηση στην πράξη προγραμμάτων κατήχησης, εκδόσεων και διοργάνωσης της Νεολαίας, την αποκατάσταση των τόπων λατρείας, την εξεύρεση οικονομικών πόρων, κλπ.
Εκτός από τα οικονομικά ζητήματα που εξακολουθούν να βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση, λόγω της αδυναμίας των οικονομικών μας πόρων, το υπόλοιπο της ζωής της Εκκλησίας μας ρυθμίζεται συστηματικά. Έχουμε μία Σύνοδο, η οποία αποτελείται από 3 Επισκόπους, διαθέτουμε 45 κληρικούς (ιερείς και διακόνους ), των οποίων η μέση ηλικία είναι περίπου σαράντα ετών, ενώ από 18.000 πιστούς που αριθμούσε η Εκκλησίας μας το 2000, φτάσαμε το 2014 σε περίπου 30.000 πιστούς. Η πλειονότητα των καθεδρικών μας ναών έχουν ήδη αναστηλωθεί ή βρίσκονται σε πολύ καλό στάδιο αποκατάστασης. Ένα γυναικείο Μοναστήρι λειτουργεί ήδη στο νησί του Saaremaa στα βορειοδυτικά της Εσθονίας, ενώ εφέτος είμαστε έτοιμοι να δημιουργήσουμε και ένα ανδρικό Μοναστήρι στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, στην περιοχή Setomaa. Με τη συμφωνία συνεργασίας που έχουμε με το Λουθηρανικό Θεολογικό Ινστιτούτο στην Ταλλίνη, το Σεμινάριό μας του Αγίου Πλάτωνα θα δυνηθεί επιτέλους να επιδώσει Πτυχία θεολογίας αναγνωρισμένα από το Υπουργείο Παιδείας της Εσθονίας. Έχουμε σώμα ιερέων στο Στράτευμα και τις Φυλακές, οι Εκδόσεις λειτουργούν καλά και τακτικά, όπως εφημερίδες, βιβλία, κατηχητικά έργα, το Θεολογικό περιοδικό Usk ja Elu (=Πίστη και Ζωή), κλπ., και η παρουσία μας είναι εξασφαλισμένη σε θρησκευτικά προγράμματα στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Η αδυναμία έγκειται στο επίπεδο της φιλανθρωπικής δραστηριότητας, δεδομένου των περιορισμένων υλικών μας μέσων.
Υπάρχουν ακόμα τόσοι πολλοί τομείς, για να δραστηριοποιηθούμε και τόσες πολλές προκλήσεις που εγείρονται μπροστά μας.Ο δρόμος είναι μακρύς. Για εμάς που είμαστε σε επαφή με τις καθημερινές μας προκλήσεις, μου αρέσει να λέω, ότι δεν είναι ο δρόμος που συνιστά το αδύνατο και τον οποίο εμείς πρέπει να διανύσουμε, αλλά το αδύνατο που συνιστά τον δρόμο, τον οποίο εμείς πρέπει να διανύσουμε. Επειδή δεν είμαστε άμοιροι ελπίδας· ο Κύριός μας επαγρυπνεί. Είναι εκεί, για να μας διαφωτίσει και να μας καθοδηγήσει με τους νεομάρτυρές μας του 20ού αιώνα, για να μας στηρίξει με τις προσευχές τους. Ναι, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο δρόμος για την Εκκλησία μας θα είναι η πραγματοποίηση του ακατόρθωτου, το γεγονός δηλαδή ότι αποφασίσαμε να διανύσουμε τον δρόμο με ακλόνητη πίστη στο Θεό μας, που είναι η αγάπη και το έλεος για όλους μας. Η πεποίθησή μας είναι καθολική: ο Κύριος και Σωτήρας είναι η μόνη διέξοδος μας και η Αγία Μητέρα του ακουμπά επάνω μας τον μανδύα της προστασίας και της παρηγοριάς της. Γιατί, λοιπόν, να φοβόμαστε για το μέλλον;
-Πρόσφατα βρεθήκατε στην Ελλάδα και στην Κύπρο και είχατε επαφές με την ηγεσία της διοικούσας Εκκλησίας. Τι αποκομίσατε;
Είχα προσκληθεί στην Κύπρο από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ταμασσού Ησαΐα τον περασμένο Σεπτέμβριο και εκμεταλλεύτηκα αυτό το ταξίδι για μία ενδιάμεση στάση στην Αθήνα. Συναντήθηκα με την ευκαιρία αυτή με τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο, για τον οποίο τρέφω μία πραγματική εκτίμηση και αγάπη. Μία μόνο στιγμή αδελφικής σχέσης, αλλά πόσο ζεστή και εγκάρδια υπήρξε αυτή η στιγμή. Τον ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.
Στην Κύπρο, στο περιθώριο των εορτασμών στην Μητρόπολη του Σεβασμιωτάτου Ησαΐα, συναντήθηκα με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κύκκου Νικηφόρο και επισκέφθηκα τη μοναστική Κοινότητα, της οποίας προϊσταται, τέλεσα Τρισάγιο στον τάφο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο Θρονί, και επισκέφθηκα την Ιερατική Σχολή στη Λευκωσία. Ένα τριήμερο πρόγραμμα γεμάτο μνήμες και συναισθήματα. Παντού έτυχα θερμής υποδοχής. Παντού ένιωσα την αδελφική αγάπη των ορθοδόξων αδελφών μας της Κύπρου, κληρικών και λαϊκών. Τι παραπάνω να πω εκτός από το να τους χαριτώνει ο Κύριος για τις τόσες αγαθοεργίες;
-17 αιώνες μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων αισθάνεστε πως ο Χριστιανισμός διώκεται ακόμη; Στην Ευρώπη είναι έντονη η διείσδυση του Ισλαμικού στοιχείου, ενώ στη Μέση Ανατολή ο χριστιανισμός μετρά καθημερινά νέους μάρτυρες της πίστης μας…
Γνωρίζουμε ότι σε όλο τον κόσμο, πάνω από 100.000 Χριστιανοί χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο, εξαιτίας των διωγμών των οποίων είναι θύματα. Δεν είναι μυστικό ότι, στις μέρες μας, είναι οι Χριστιανοί που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο και υπόκεινται περισσότερο σε θρησκευτική τρομοκρατία. Αλλά, όπως είπε ο Χριστός, ο οποίος αντιμετώπισε τις μεγαλύτερες αδικίες στο σταυρό, «ο δούλος δεν είναι ανώτερος από τον κύριό του» (Ιω. 13, 16). Ποτέ, δεν πρέπει να ξεχνάμε στις προσευχές, είτε αυτές είναι προσωπικές μας είτε είναι συλλογικές, τους χριστιανούς αδελφούς μας που διώκονται σε όλο τον κόσμο, ειδικώτερα εκείνους που βρίσκονται στη Μέση Ανατολή.
-Ποιές άλλες πιστεύετε πως είναι οι σύγχρονες απειλές για τον χριστιανικό τρόπο ζωής; Έχετε για παράδειγμα αναφέρθει στο παρελθόν στην ανάγκη στήριξης του θεσμού της οικογένειας…
Η Εκκλησία δεν μπορεί να αποποιηθεί την συνάντηση και τον διάλογο με τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες του κόσμου, όπως αυτές δημιουργούνται από τον πλουραλισμό, τόσο τον πολιτισμικό όσο και τον θρησκευτικό. Αντί να κρίνουμε την κοινωνία, ας ξεκινήσουμε με την κριτική απέναντι στον εαυτό μας. Αντί να ασχολούμαστε με την ακίδα που βρίσκεται στο μάτι του άλλου, ας προσπαθήσουμε να απελευθερωθούμε από το δοκάρι που εμποδίζει τη δική μας όραση.
Το κύριο πρόβλημα δεν είναι αυτό που διαλαλούν οι εκκοσμικευμένες κοινωνίες μας. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ανικανότητά μας να είμαστε αξιόπιστοι στην κατάφαση της πίστης μας. Με τη στάση μας, τις επιθετικές και φονταμενταλιστικές δηλώσεις και συμπεριφορές που δεν έχουν καμμία σχέση με το Ευαγγέλιο, βαδίζουμε σε πυκνή ομίχλη και είμαστε έκπληκτοι που οι άλλοι δεν μας αναγνωρίζουν. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε «σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να προερχόμαστε από αυτόν τον κόσμο» (πρβλ. Ιω. 15, 18 και 17, 14). Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ελλοχεύει μέσα μας, κάθε φορά που εμείς ξεχνάμε, γιατί ζούμε εν Χριστώ και τι αναμένει Εκείνος από εμάς.
Φοβάμαι ότι προσπαθούμε να απολογηθούμε περισσότερο όσον αφορά στον αριθμό των πιστών μας και τα διάφορα πολιτικά ή καθημερινά ζητήματα παρά όσον αφορά στην ποιότητα της πνευματικής μας ζωής μέσα στην Εκκλησία, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον όταν βρίσκεται σε σχέση, σε ένα «ενώπιος ενωπίω», με έναν άλλο, ο οποίος είναι διαφορετικός και με τον οποίο καλείται να επικοινωνήσει σε ένα αυθεντικό «πρόσωπο-με-πρόσωπο» (Έξ. 33, 11). Πρόκειται για μία σχέση αγάπης που φτάνει στο αποκορύφωμά της μέσα από μια πραγματική αυτο-προσφορά προς τους άλλους. Δωρεάν προσφορά που δεν περιμένει τίποτα σε αντάλλαγμα.
Ο Πατέρας Σωφρόνιος του Essex, αντί για το γνωστό ρητό «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω», έλεγε: «Αγαπώ, άρα υπάρχω». Αυτό είναι που διαφοροποιεί ουσιαστικά μεταξύ του χριστιανού και των άλλων. Ας ξεκινήσουμε με αυτό, στα πολλά ευρωπαϊκά μας εδάφη του πολιτισμού και της χριστιανοσύνης, και όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν, και οι κοινωνίες μας θα βρουν το δρόμο της αλήθειας και την πραγματική ζωή που είναι ο Χριστός. Στην καθημερινή πράξη, οι Εκκλησίες μας συχνά μιμούνται τις εκκοσμικευμένες δομές αυτού του κόσμου. Καλό θα ήταν να βρούμε τον χρόνο να κρατήσουμε αποστάσεις από τα ενδεχόμενα συμβάντα του αιώνα μας, και να αναλογιστούμε την ασημαντότητα των αντιμαχιών μας με τον κόσμο που μας περιβάλλει.
-Έχει γίνει πολύς λόγος για τους Διαθρησκειακούς και Διαχριστιανικούς διαλόγους, αλλά και για τις κοινές προσευχές. Μάλιστα, ακούστηκαν φωνές που κάνουν λόγο για διαθρησκειακό οικουμενισμό. Ποιος ο στόχος όλων αυτών και τι έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα; Η επιδιωκόμενη Ένωση των χριστιανών κατά πόσο είναι εφικτή;
Στην καρδιά της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας βρίσκεται η κατανόηση του ανθρώπου ως «πρόσωπο». Η ίδια η έννοια του προσώπου αναφέρεται ετυμολογικά σε μια «σχέση», σε μια «κοινωνία». Πολλώ δε μάλλον, όταν πρόκειται για ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί. Σε όλες τις ιερές ακολουθίες μας προσευχόμαστε «υπέρ της των πάντων ενώσεως». Ποιοι είναι αυτοί οι «πάντες»; Ακόμη περισσότερο: στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, ζητάμε από τον Θεό να άρει το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών. Ποιος μπορεί να φανταστεί ότι δεν φέρουμε ευθύνη στον τομέα της ανοικοδόμησης της ενότητας της Εκκλησίας του Χριστού; Πώς θα γνωρίσουμε την αλήθεια του Χριστού, αν δεν το κάνουμε διαλεγόμενοι ειρηνικά με τους άλλους; Σε αυτό το σημείο έχω κατά νου την παραβολή των πέντε ταλάντων. Δεν θάπτουμε το κέρμα του, όσο πολύτιμο και αν είναι, εξαιτίας του φόβου της απώλειας, από αδιαφορία ή περιφρόνηση για τους άλλους. Αυτό δεν είναι μία αξιοπρεπής στάση της Ορθοδοξίας. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όσους διεκδικούν τον τίτλο του χριστιανού και πιστεύουν σε έναν τριαδικό Θεό, αλλά τελικά είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις εικόνες μας, το μέλος μας και το θυμίαμα μας, επειδή δεν έχουμε κάνει τίποτε για να τους γνωρίσουμε την αληθινή πίστη, για να τους πούμε, ποια είναι πραγματικά η πίστη μας μέσα στην πληρότητα της αλήθειας της.
Πού βρισκόμαστε σήμερα με την Οικουμενική Κίνηση; Τι γίνεται με τη Χριστιανική Ενότητα; Θα έλεγα ότι, στο πλαίσιο μιας καλύτερης αμοιβαίας γνωριμίας, υπήρξε πολύ μεγάλη πρόοδος. Το τραγικότερο συμβάν, με το οποίο παγιώθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η διαίρεση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, είναι η διάρρηξη των σχέσεων και των ανταλλαγών αντιπροσώπων μεταξύ των εθνών της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Τα χάσματα αυξάνονται κάθε φορά που διακόπτονται οι σχέσεις. Και εμείς πρέπει να γεφυρώσουμε σταδιακά αυτό το κενό. Αυτό είναι ένα απαραίτητο πρώτο βήμα.
Η κατάσταση διαφοροποιείται, όσον αφορά στο εκκλησιολογικό και μυστηριακό επίπεδο. Δεν ξέρω αν, στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, είναι ακόμη δυνατό να επιτευχθεί μία συμφωνία σχετικά με τη «φύση της Εκκλησίας», η οποία να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση, πριν από την εκκίνηση οποιουδήποτε διαλόγου, και να βρίσκεται πλησιέστερα στον όρο «μυσταγωγία».
Με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, παραμένουν πάντα προς συζήτηση τα θέματα του Filioque, του Πρωτείου και των Ουνιτών. Προς το παρόν, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι, ότι δεν υπάρχει αξιοσημείωτη πρόοδος. Όμως, γι’ αυτό θα πρέπει να αναστείλουμε όλες τις άλλες δυνατότητες για συναντήσεις και ανταλλαγές αντιπροσώπων με την Εκκλησία της Ρώμης;
Θεωρώ εκτός τόπου και χρόνου όλες αυτές τις διαδηλώσεις κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, όσον αφορά στις πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Πρωτοβουλίες οι οποίες, δεν είναι καινοφανείς σε ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας, αλλά χρονολογούνται από αρχαιοτάτων χρόνων. Με ποιον τρόπο οι Πατριάρχες Αθηναγόρας, Δημήτριος και Βαρθολομαίος πρόδωσαν την Αγία Ορθόδοξη Πίστη μας; Σε τι έχουν προτείνει συμβιβαστική λύση για την προώθηση της ένωσης των Εκκλησιών;
Άλλες Ορθόδοξες κατά τόπον Εκκλησίες βρίσκονται σε συνεχή σχέση και διάλογο με τα άλλα χριστιανικά δόγματα και ειδικότερα με το Βατικανό, και κανείς εδώ στην Ελλάδα, δεν κάνει καμμία αναφορά υπέρ ή κατά αυτών. Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν μπορούμε, στην εποχή που ζούμε, να μην ασκήσουμε την οικονομία. Θα ήταν ωσάν η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποκήρυσσε την αυθεντική της φύση και την αποστολή της, σαν να πρόδιδε την ύπαρξη και την ταυτότητά της.
Αυτό που οι κανόνες μας απαγορεύουν επίσημα, είναι το Συλλείτουργο των μυστηρίων και ιδιαίτερα της ευχαριστιακής Θείας Λειτουργίας με μη Ορθοδόξους. Αυτή είναι η ερμηνεία της άρνησης της «προσευχής», δηλαδή, με άλλα λόγια, η άρνηση να τελέσουν από κοινού τη Θεία Λειτουργία και να μοιραστούν τη Θεία Ευχαριστία, με μη Ορθοδόξους. Στον Οικουμενικό διάλογο, δεν γνωρίζω Ορθοδόξους που να έχουν παραβεί αυτή την απαγόρευση.
Αύριο θα ακολουθήσει το δέυτερο και τελευταίο μέρος της συνέντευξης…..