Συνέντευξη στο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ – του Γιώργου Νταλιάρη
Η Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως με την καθοδήγηση του Σεβασμιωτάτου κ. Βαρνάβα διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο σε μια δύσκολη εποχή για τον κόσμο, αλλά και σε μια περιοχή της Θεσσαλονίκης με σοβαρά προβλήματα.
Ο Μητροπολίτης σε συνέντευξή του στο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ» εξηγεί το ρόλο που κλήθηκε να αναλάβει αυτή την περίοδο η Εκκλησία και στέκεται ιδιαίτερα στις ανάγκες της Μητρόπολης και των ανθρώπων της.
Η Εκκλησία βρίσκεται δίπλα σε αυτούς που τη χρειάζονται, ενώ παράλληλα είναι ο θεματοφύλακας των αξιών. Όπως εξηγεί ο κ. Βαρνάβας «η Εκκλησία μοιράζει απλόχερα αυτό που ο λαός τής εμπιστεύεται». Χαμηλών τόνων Ιεράρχης, ο Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, σ’αυτή του τη συνέντευξη θέλει να μιλήσει για το ποίμνιό του και την αξία της ανθρώπινης πίστης και δύναμης. Υπερθεματίζει το σθένος των ανθρώπων, στέκεται στην προσφορά τους προς το συνάθρωπο, τη στιγμή που κι αυτοί έχουν ανάγκη καθώς και τη σπουδαιότητα της φιλανθρωπίας.
Αναλυτικά η συνέντευξη στο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ»:
– Φέτος συμπληρώσατε 30 χρόνια στο σώμα της Εκκλησίας και πριν από μερικές ημέρες συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από την ενθρόνισή σας στον Μητροπολιτικό θρόνο. Ποιες είναι οι στιγμές που σας σημάδευσαν σε αυτή σας τη διαδρομή και τι θέλετε μελλοντικά να πετύχετε;
«Τη ζωή της τοπικής Εκκλησίας σ’ αυτό τον πονεμένο τόπο τη σημάδεψε ο πρώτος Επίσκοπός της, ο πρώτος Άγγελός της, ο Μητροπολίτης Διονύσιος. Έχοντας καλούς κληρικούς κι έναν υπέροχο λαό που τον ακολουθούσε στο βηματισμό του, ποίμανε την Ιερά Μητρόπολη, επί τριάντα συναπτά έτη, με έμπνευση και πνεύμα διακονίας. Λαμβάνοντας αυτή την παρακαταθήκη και ακολουθώντας την πορεία που εκείνος χάραξε, αγωνιζόμαστε καθημερινά με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος για να υπηρετήσουμε το έργο της Εκκλησίας, ευθύνη της οποίας είναι να μπολιάσει την ιστορία του κόσμου με την ιστορία του Θεού, να χαρίσει το μήνυμα και την ελπίδα της Ανάστασης, να νοηματοδοτήσει τον αγώνα για τη σωτηρία της ψυχής. Αυτό ήταν και παραμένει πάντοτε το χρέος μας».
– Κατάγεστε από οικογένεια Μικρασιατών και γεννηθήκατε στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Μιλήστε μας για την καταγωγή σας, την οικογένειά σας, τα βιώματά σας;
«Κατάγομαι από τα Διαβατά, γόνος Μικρασιατών από την περιοχή της Σμύρνης, από ένα χωριό του κάμπου με καλούς και ευλογημένους ανθρώπους, το Χαμιντιέ της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά μου “μεταφυτεύτηκαν” εδώ στα Διαβατά, όπου και ζουν έκτοτε. Σ’ αυτό τον τόπο γεννήθηκα, πήγα σχολείο και εργάστηκα, στη βιομηχανία μπισκότων «Παπαδοπούλου», αρχικά ως εργάτης και στη συνέχεια ως στέλεχος».
– Είστε ένας νέος άνθρωπος που στον κοσμικό σας βίο εργαστήκατε, σπουδάσατε και καταφέρατε βήμα-βήμα να φτάσετε σήμερα να είστε στη θέση του Ποιμενάρχη. Ήταν στόχος ζωής αυτή η εξέλιξη;
«Δεν ξέρω αν βάζουμε στόχους εξέλιξης ή ιεραρχίας. Πρέπει να αφεθούμε στη Χάρη του Θεού. Γεννημένος σ’ αυτό τον τόπο κι έχοντας ως καημό και βάσανο τον καημό και τα βάσανα των ανθρώπων, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα και την πνευματική καθοδήγηση του μεγάλου ανδρός, του Μητροπολίτου Διονυσίου, διακόνησα την τοπική Εκκλησία. Η Χάρις του Θεού, η αγάπη των ανθρώπων αλλά και η δουλειά των καλών και πνευματικών μας ιερέων θέλησε να σφραγιστεί προς το πρόσωπό μου να είμαι ο δεύτερος Επίσκοπος. Κατά μια ευλογημένη συγκυρία και ο πρώτος και ο δεύτερος Επίσκοπος να είναι από τη Δυτική Θεσσαλονίκη».
– Τα παραπάνω βιώματα, σας έχουν βοηθήσει στον τρόπο που αντιμετωπίζετε τους συνανθρώπους μας, τους νέους, τους ανέργους;
«Αυτό σε βοηθά να κατανοείς και να αφουγκράζεσαι. Να μπορείς να απαντάς στην αγωνία των ανθρώπων, καθώς έχεις ακούσει ο ίδιος τις κραυγές αυτής της αγωνίας, έχεις νιώσει τον πόνο. Μπορείς να αγαπάς και να αγκαλιάζεις. Σε βοηθά, όταν είσαι ένας από αυτούς, να σκορπίζεις εύκολα και γενναιόδωρα την αγάπη».
– Έχετε χαρακτηριστεί ως ο Ιεράρχης της αγάπης και της φιλανθρωπίας. Είναι ένας χαρακτηρισμός που τον αποδέχεστε ή πιστεύετε πως αυτός είναι ο ρόλος σας;
«Η Εκκλησία μοιράζει απλόχερα αυτό που ο λαός τής εμπιστεύεται. Μπορεί η Εκκλησία να αποδέχεται το υστέρημα των ανθρώπων και μέσα από τη Χάρη του Θεού να το αποδίδει ως ευλογία και θησαυρό. Σε αυτές τις συγκυρίες όπως τις ζούμε, στις πιο δύσκολες συνθήκες σε περίοδο ειρήνης, η Εκκλησία απάντησε με την αγάπη της κι αυτή είναι η αγάπη των παιδιών της. Λέω πάντοτε και το επαναλαμβάνω, πως στη μεγαλύτερη αυτή τραγωδία που βιώνουμε σε περίοδο ειρήνης, μέσα στην απουσία της αγάπης, στη θεοποίηση των ατομικών δικαιωμάτων μας, στον πόνο και στην αγωνία των ανθρώπων βλέπουμε να συντελείται το μεγαλύτερο θαύμα, μυστικά και αθόρυβα. Οι φτωχοί να ταΐζουν τους φτωχότερους. Ο Επίσκοπος πρέπει να βοηθά τον λαό να αποκαλύπτει αυτό τον πλούτο της καρδιάς. Κι αυτός ο χαρακτηρισμός είναι χαρακτηρισμός για τον λαό μας, που είναι λαός της αγάπης και της φιλανθρωπίας. Για τον κόπο και τη διακονία των ιερέων και των λαϊκών μας συνεργατών. Αυτός είναι πραγματικά ο λαός μας και το έδειξε σε αυτήν την κρίσιμη και δύσκολη στιγμή. Στη Δυτική Θεσσαλονίκη πάντοτε υπήρχε ο πόνος και η εγκατάλειψη. Εδώ, εκτός των τειχών, συγκεντρώνονταν πάντοτε άνθρωποι φτωχοί και πονεμένοι, με μόνο αποκούμπι τη βαθιά τους πίστη στον Θεό και στην Εκκλησία. Και η Εκκλησία ως αντίδωρο έδινε και δίνει από την αγάπη τους».
– Εκτός από τα ανθρώπινα δεινά η περιοχή αντιμετωπίζει κι άλλα τεράστια προβλήματα.
«Η Δυτική Θεσσαλονίκη πάντοτε βίωνε και βιώνει την υποβάθμιση και την εγκατάλειψη από την κεντρική διοίκηση. Μόλις τώρα, ευτυχώς κι επιτέλους, δημιουργούνται οι ανισόπεδοι κόμβοι στην περιφερειακή οδό. Χιλιάδες άνθρωποι δεν είχαν τρόπο διαφυγής, εγκλωβισμένοι σε συνθήκες δύσκολες. Άνθρωποι φτωχοί αλλά γεμάτοι πλούτο κι αρχοντιά, κουβαλώντας τον πόνο της προσφυγιάς. Άνθρωποι σπουδαίοι, έφτιαξαν σπιτικά, ανάστησαν τα νοικοκυριά τους, μόρφωσαν τα παιδιά τους, έκτισαν εκκλησιές περίλαμπρες, δημιούργησαν τα συσσίτια. Αυτός είναι ένας μοναδικός πλούτος τον οποίο διαφυλάττουν με όραμα τη διακονία και τη βασιλεία των Ουρανών.
Θέλω να υπενθυμίσω ότι ο νεότερος πληθυσμός της χώρας βρίσκεται στον Εύοσμο, όμως ακόμη μιλούμε για αυτονόητα πράγματα. Η δυτική θαλάσσια πλευρά της Θεσσαλονίκης είναι πλήρως εγκαταλελειμμένη. Σα να μην υπάρχει. Δεν ενδιαφέρεται κανένας. Είναι αχαρτογράφητες περιοχές. Δεν έχουν όνομα. Εκεί ζήσαμε εμείς, που ζήσαμε φτωχοί. Επιτέλους, η Πολιτεία θα πρέπει να σκύψει για να αποδώσει τη δικαιοσύνη, το χρέος της τιμής σε αυτούς τους ανθρώπους, τους ολυμπιονίκες της καθημερινότητας, που έκαναν ό,τι μπορούν από μόνοι τους για να ανεβάσουν την ποιότητα της ζωής τους. Αλλά μόνοι τους. Δανείζω τη φωνή μου, που είναι φωνή δική τους, για το παράπονο και την πίκρα τους, γιατί η Δυτική Θεσσαλονίκη έχει πολλούς και σπουδαίους ανθρώπους, τους οποίους εγκατέλειψαν. Λείπουν στοιχειώδη έργα υποδομών.
Η προέκταση του μετρό. Είναι ύβρις και ντροπή να ξεκινούν από τα δυτικά. Όλα πρέπει να ξεκινούν από την ανατολή. Από την ανατολή θα γεννηθεί ο ήλος της δικαιοσύνης και η βασιλεία του Θεού. Προς τα εκεί στρεφόμαστε. Αλλά χωρίς ηλιοβασίλεμα, χωρίς δύση, ανατολή δεν έρχεται».
– Το έργο της Μητρόπολης είναι πολυσκελές. Ενοριακά συσσίτια, τράπεζα ρουχισμού, κοινωνικό παντοπωλείο και ιατρείο και πολλά άλλα. Πώς καταφέρνει η Μητρόπολη να δίνει το «φιλί της ζωής» σε αυτούς τους ανθρώπους;
«Οι πόροι της Εκκλησίας είναι οι πόροι του λαού. Ό,τι οι άνθρωποι της εμπιστεύονται. Είναι αυτοί των οποίων μπορεί να κρατήσει το υστέρημα και να το ανταποδώσει ως θησαυρό. Οι φτωχοί ταΐζουν τους φτωχότερους».
– Η οικονομική κρίση έχει φέρει τους συνανθρώπους μας πιο κοντά στον Χριστό και στην Εκκλησία;
«Ίσως μέσα από αυτή την κατάσταση αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν υπάρχει ιδιωτικός παράδεισος. Η Εκκλησία έχει να προτείνει το μοντέλο της κοινότητας. Οι κοινότητες των Ελλήνων έτσι έζησαν, γύρω από την Εκκλησία. Ή όλοι μαζί θα σωθούμε ή όλοι μαζί θα χαθούμε. Αλλά εγώ πιστεύω ότι θα σωθούμε».
– Πολλοί νέοι έχουν συνδυάσει την Εκκλησία με το συντηρητικό. Εσείς τους προσεγγίζετε με τον λόγο της εποχής;
«Ο λόγος της Εκκλησίας κρύβει την πιο φιλελεύθερη και ριζοσπαστική πρόταση. Είναι λόγος και πρόταση ζωής που ελευθερώνει. Πρόταση ζωής και Ανάστασης. Ο μόνος τρόπος και η μόνη πρόταση διαφυγής από την κρίση. Η Εκκλησία δεν έκρυψε ποτέ το πρόσωπό της και τον εαυτό της. Όποιος θέλει μπορεί να την προσεγγίσει, να τη δει και να την κατανοήσει».


