Ερντογάν : Επί των ημερών του Ταγίπ Ερντογάν η Τουρκία διεκδίκησε έναν αναβαθμισμένο ρόλο τον οποίο αποδείχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει.
Του Κώστα Ράπτη
Και αυτό διότι κάθε βήμα ενδυνάμωσής της ήταν ταυτόχρονα σε ένα άλλο επίπεδο και βήμα ανάδειξης των ανεπίλυτων υποκειμένων αδυναμιών.
Η οικονομία ήταν αυτή που κατεξοχήν εξασφάλισε στον Τούρκο ηγέτη την πολιτική του μακροημέρευση – και η ειρωνεία της ιστορίας θέλει την οικονομία να είναι αυτή που τώρα τον τιμωρεί, μολονότι στο πολιτικό επίπεδο δεν έχει απομείνει καμία δύναμη ικανή να τον αμφισβητήσει στο εσωτερικό της χώρας.
Ο ίδιος επιμένει ότι πίσω από την παρούσα δοκιμασία βρίσκονται «ξένες δυνάμεις» – και κατά μία έννοια έχει δίκιο.
Διότι αυτό που μετέτρεψε την προϋπάρχουσα ανησυχία των αγορών σε πανικό ήταν το διπλό χτύπημα του Ντόναλντ Τραμπ, πρώτα με την επιβολή την προηγούμενη εβδομάδα κυρώσεων εναντίον των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της Τουρκίας για τον ρόλο τους στη συνεχιζόμενη κράτηση στη Σμύρνη του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, και κατόπιν χθες Παρασκευή με την απόφαση διπλασιασμού των δασμών στις εισαγωγές τουρκικού χάλυβα και αλουμινίου, υπό τις προβλέψεις της νομοθεσίας περί εθνικής ασφάλειας.
Και μόνο το γεγονός ότι οι εξαγωγές χάλυβα προς τις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν για την Τουρκία έσοδα ύψους ενός δισ. ετησίως εικονογραφεί καθαρά το μέγεθος της ασκούμενης πίεσης.
Εκ πρώτης όψεως η ένταση της αμερικανικής αντίδρασης σε σχέση με την προβαλλόμενη αφορμή εντυπωσιάζει.
Όμως η υπόθεση Μπράνσον (που πάντως έχει τη δική της σημασία ενόψει των αμερικανικών ενδιάμεσων εκλογών και των ευαισθησιών του ευαγγελικού εκλογικού ακροατηρίου) λειτουργεί περισσότερο ως συμπύκνωση της δυσαρέσκειας που συσσωρεύεται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού για την προσπάθεια μετατροπής της Τουρκίας σε «χώρα-μπαλαντέρ» ανάμεσα στη Δύση και τις αναδυόμενες ευρασιατικές δυνάμεις – με κινήσεις όπως η παραγγελία ρωσικών συστοιχιών S-400, η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Turkish Stream, η συγκρότηση από κοινού με τη Ρωσία και το Ιράν της «πρωτοβουλίας της Αστάνα» για τη συριακή κρίση κ.ο.κ.
Η αίσθηση γοήτρου που διαθέτει ο Ταγίπ Ερντογάν συντελεί στην αυτοπαγίδευσή του, καθώς και η παραμικρή υποχώρηση στις αμερικανικές απαιτήσεις φαντάζει πλέον ως μεγάλη ήττα, με αποτέλεσμα η έξοδος από το αδιέξοδο να αποκλείεται.
Πιστός στον εαυτό του, ο Τούρκος ηγέτης αντέδρασε πολλαπλασιάζοντας τις ρητορικές επιθέσεις απέναντι στους (μη κατονομαζόμενους ρητά) «εχθρούς της Τουρκίας» που βρίσκονται, όπως το θέλει, πίσω από την παρούσα αναταραχή στις αγορές, ενώ έσπευσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, προφανώς σε αναζήτηση οικονομικής βοήθειας.
Λογικά επόμενη κίνηση θα είναι και το άνοιγμα προς την Κίνα με την ελπίδα της κάλυψης των επειγουσών κεφαλαιακών αναγκών της Τουρκίας.
Πρόκειται στην πραγματικότητα για κινήσεις απελπισίας καθώς οι σωτήρες τους οποίους αναζητά είτε δεν έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν, είτε θα επιδιώξουν για την όποια στήριξή τους βαρύτατο τίμημα.
Αρκεί μόνο να υπενθυμίσει κανείς ότι η κυβέρνηση της Δαμασκού, προφανώς με τη στήριξη της Ρωσίας, εγκαινίασε διάλογο με τους Κούρδους του PYD, ενόψει πιθανής αμερικανικής απαγκίστρωσης από τη βορειοανατολική Συρία, προετοιμάζει εκκαθάριση της επαρχίας της Ίντλιμπ από τους φίλα προσκείμενους στην Άγκυρα «αντάρτες» και απαιτεί σε όλο και πιο υψηλούς τόνους την αποχώρηση του τουρκικού στρατού από την περιοχή της Εφρίν και της Αλ Μπαμπ.
Η συριακή περιπέτεια της Άγκυρας κινδυνεύει να καταλήξει σε έναν ταπεινωτικό αποκλεισμό της από την περιοχή.
Όλα αυτά δεν δύνανται να αποκρύψουν πάντως το γεγονός ότι, παρά τη ρητορική του Ερντογάν, τα αίτια της οικονομικής αναταραχής είναι πρωτίστως ενδογενή.
Η παρέμβαση Τραμπ (σε μιαν εποχή πού η επιβολή κυρώσεων και δασμών αναδεικνύεται σε κύριο εργαλείο άσκησης διεθνούς πολιτικής από μέρους των ΗΠΑ), δεν λειτουργεί παρά ως καταλύτης για να ξεδιπλωθεί πλήρως μια κρίση, η οποία κυοφορείται εδώ και καιρό.
Το μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο στηρίχτηκε η εξουσία του Ερντογάν δεν ήταν μακροπρόθεσμα βιώσιμο όπως αποδεικνύει το παγίως υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας και η μόνιμη στήριξή της στις (βραχυπρόθεσμες κυρίως) κεφαλαιακές εισροές.
Η ενεργειακή εξάρτηση και η έλλειψη ενδιάμεσων αγαθών μετατρέπει την παραγωγική μηχανή της χώρας σε μηχανισμό παραγωγής ελλειμμάτων και όχι πλεονασμάτων, ενώ η διόγκωση τομέων όπως οι κατασκευές και ο εθισμός στην κατανάλωση με δανεικά αποκαλύπτουν τον εν πολλοίς επίπλαστο χαρακτήρα του «τουρκικού θαύματος».
Οι διαθέσιμες επιλογές από εδώ και πέρα είναι μόνο οδυνηρές.
Ο Ερντογάν θα επιδιώξει έστω και τώρα να αποφύγει ακόμα και άμεσες ενέργειες που θεωρούνται απαραίτητες όπως η θεαματική αύξηση των επιτοκίων και η επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων.
Όμως η ταχύτητα με την οποία κινούνται οι αγορές δεν αφήνει περιθώρια για να συνεχιστεί το παιχνίδι εξαγοράς χρόνου.
Οι τουρκικές επιχειρήσεις πρέπει να εξυπηρετήσουν χρέος ύψους 300 δισ. δολαρίων σε ξένο νόμισμα, ενώ τα χαμηλά συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας περιορίζουν τις δυνατότητες της να στηρίξει το νόμισμα.
Είναι λογικό να αναμένει κανείς συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά διψήφιο ποσοστό.
Με αυτή την έννοια, όποιες και αν είναι οι άμεσες πολιτικές εξελίξεις, το «σχέδιο Ερντογάν» έχει αποτύχει και μια ολόκληρη εποχή φτάνει στο τέλος της.