Ευρωπαϊκό δικαστήριο: Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στις 9 Ιανουαρίου 2025 σχετικά με την υπόθεση C-394/23 εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ισορροπία μεταξύ της προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της πρακτικής εφαρμογής της σε καθημερινές διαδικασίες.
Επιμέλεια – ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ειδικότερα, η απόφαση κρίνει ως μη αναγκαία τη συλλογή στοιχείων που αφορούν το φύλο των πελατών στις σιδηροδρομικές μεταφορές, επικαλούμενη την αρχή της ελαχιστοποίησης δεδομένων, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει ότι η πρακτική αυτή μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις εις βάρος των διεμφυλικών, μη δυαδικών και ίντερσεξ ατόμων.
Η απόφαση αυτή, αν και παρουσιάζεται ως νίκη για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, προκαλεί ανησυχία για τη λογική που κρύβεται πίσω από την απόρριψη βασικών πρακτικών που εξυπηρετούν την καθημερινότητα. Το φύλο, ως στοιχείο αναγνώρισης, δεν χρησιμοποιείται μόνο για εμπορική εξατομίκευση αλλά και για την αποφυγή σύγχυσης σε καταστάσεις που απαιτούν ακριβή προσδιορισμό ταυτότητας. Σε πολλές περιπτώσεις, η αναφορά του φύλου μπορεί να συμβάλει στην ομαλότητα των διαδικασιών εξυπηρέτησης, όπως σε ταξιδιωτικά έγγραφα, κρατήσεις και μεταφορές. Το ερώτημα είναι: θα πρέπει να θυσιάσουμε τη λειτουργικότητα στο όνομα μιας ιδεολογικής ατζέντας;
Η ακτιβιστική οργάνωση Mousse και τα ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα που πανηγυρίζουν την απόφαση φαίνεται να αγνοούν ότι η κατάργηση του φύλου από τα μητρώα και τα έγγραφα ταυτοποίησης μπορεί να οδηγήσει σε ένα χάος ταυτοποίησης, επηρεάζοντας άμεσα την ασφάλεια και την ομαλή λειτουργία των υπηρεσιών. Τα πιστοποιητικά γέννησης, οι ταυτότητες και τα διαβατήρια δεν είναι μόνο σύμβολα αλλά απαραίτητα εργαλεία για την αναγνώριση και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών. Η προσπάθεια εξαφάνισης του φύλου από τα έγγραφα αυτά δεν είναι μόνο υπερβολική αλλά και δυνητικά επικίνδυνη για τη συνοχή της κοινωνίας.
Η απόφαση του ΔΕΕ, ενώ επικαλείται την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αγνοεί την πραγματικότητα της ανάγκης εξατομίκευσης σε πολλές κοινωνικές και επαγγελματικές πτυχές. Η αναφορά στο φύλο δεν είναι πάντοτε θέμα διακρίσεων αλλά συχνά αποτελεί έναν απαραίτητο παράγοντα για τη διευκόλυνση της εξυπηρέτησης και της επικοινωνίας. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι ορισμένες ομάδες ατόμων ενδέχεται να αισθάνονται άβολα με την υποχρεωτική δήλωση φύλου, η καθολική απαγόρευση της πρακτικής αυτής δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται ότι λύνει.
Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την εξάλειψη του φύλου από όλα τα επίσημα έγγραφα στα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι εξαιρετικά ανησυχητικό. Αντί να προάγει την ισότητα, μια τέτοια εξέλιξη κινδυνεύει να προκαλέσει σύγχυση και απορρύθμιση σε βασικές κοινωνικές και διοικητικές λειτουργίες. Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι θεσμοί και οι κανόνες υπάρχουν για να εξυπηρετούν την κοινωνία στο σύνολό της και όχι για να προσαρμόζονται αποκλειστικά στις ανάγκες ή στις απαιτήσεις μικρών ομάδων.
Η προστασία των προσωπικών δεδομένων και η αντιμετώπιση των διακρίσεων είναι σαφώς σημαντικοί στόχοι, αλλά πρέπει να επιτυγχάνονται με τρόπο που να διατηρεί τη λειτουργικότητα και τη συνοχή των κοινωνικών και διοικητικών συστημάτων. Η συλλογή στοιχείων όπως το φύλο μπορεί να γίνεται με διαφάνεια και σεβασμό, χωρίς να προσβάλλονται θεμελιώδη δικαιώματα. Η απόφαση του ΔΕΕ, δυστυχώς, δεν λαμβάνει υπόψη αυτή την ισορροπία, προωθώντας μια ιδεολογική ατζέντα εις βάρος της πρακτικής λογικής.
Είναι κρίσιμο να ανοίξει ένας ευρύτερος διάλογος για το πώς θα επιτευχθεί η πραγματική ισότητα χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές της λογικής και της λειτουργικότητας. Η απόφαση αυτή θα πρέπει να μας προβληματίσει βαθιά, καθώς οι συνέπειές της μπορεί να είναι πολύ πιο εκτεταμένες και περίπλοκες από ό,τι φαίνεται στην επιφάνεια.