Στέιτ Ντιπάρτμεντ: Σε µη αντιστρέψιµη δυναµική µετωπικής σύγκρουσης βρίσκονται οι ΗΠΑ και η Τουρκία, µια βεβαιότητα που στηρίζεται στη διαφορετική πρόσληψη των γεγονότων και εξελίξεων από τις δύο πλευρές.
Για την Τουρκία του Ερντογάν η εµµονή στην απόφαση για παραλαβή των S-400 είναι η λογική συνέπεια της επιλογής της Ουάσιγκτον να συνεχίσει να στηρίζει και να προστατεύει την κουρδική οργάνωση PYD και την Πολιτοφυλακή YPG στη Βορειοανατολική Συρία.
Για την Αγκυρα προαπαιτούµενο για την ακύρωση της αγοράς των S-400 από τη Ρωσία είναι η αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στο PYD-YPG που για την τουρκική πλευρά δεν είναι παρά το συριακό παρακλάδι του ΡΚΚ. Αντίθετα για την Ουάσιγκτον η προµήθεια των S-400 θα πρέπει να ακυρωθεί ως προαπαιτούµενο για οποιαδήποτε αναζήτηση συµβιβαστικής λύσης στη Βορειοανατολική Συρία.
Πέραν των όποιων επιχειρησιακών τεχνικών πλεονεκτηµάτων αλλά και κινδύνων για την ασφάλεια των F-35, η υπόθεση των S-400 έχει αποκτήσει συµβολική βαρύνουσα πολιτική φόρτιση και για τις δύο πλευρές: Για την Ουάσιγκτον είναι πολιτική πρόκληση πρώτου µεγέθους ένας ΝΑΤΟϊκός εταίρος να επιλέγει την εµβάθυνση των σχέσεων µε την Ρωσία, παρά τις δηµόσιες και σε σκληρή γλώσσα διατυπωµένες προειδοποιήσεις των ΗΠΑ. Για την Αγκυρα η αντίσταση στις πιέσεις για µαταίωση της αγοράς του ρωσικού πυραυλικού συστήµατος είναι αδιαπραγµάτευτο δικαίωµα µιας χώρας που απειλείται η ασφάλειά της και τα ζωτικά της συµφέροντα.
Τούτων λεχθέντων, η καχυποψία ΗΠΑ – Τουρκίας για το Κουρδικό προϋπήρξε της ανόδου του Ερντογάν στην εξουσία: Τον Αύγουστο του 1990 ο τότε ΑΓΕΕΘΑ της Τουρκίας παραιτήθηκε, καθώς προέβλεπε ότι η ήττα του Σαντάµ θα σηµάνει χειραφέτηση των Κούρδων στο Βόρειο Ιράκ, ενώ την άνοιξη του 2003 λίγες µέρες µετά την ορκωµοσία του Ερντογάν η τουρκική Βουλή οµόφωνα απαγόρευσε τη διέλευση αµερικανικών στρατευµάτων από το έδαφος της χώρας για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Μια συνολική κρίση εµπιστοσύνης σκιάζει τις σχέσεις των δύο χωρών.