Οι αποκαλύψεις των εφημερίδων «Guardian» και «Washington Post» για τις υποκλοπές τηλεφωνικών δεδομένων από την αμερικανική κυβέρνηση, προκάλεσαν την αντίδραση της πολιτικής τάξης των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η συζήτηση για το αν η αμερικανική κυβέρνηση παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών στην ιδιωτική ζωή την ώρα που προσπαθεί να τους προστατεύσει από την τρομοκρατία, κλιμακώθηκε δραματικά χθες με τις πληροφορίες ότι οι αρχές συλλέγουν δεδομένα για εκατομμύρια χρήστες τηλεφώνων και παίρνουν στοιχεία από τους σέρβερ εννέα εταιρειών του Ίντερνετ.
Ο διευθυντής των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ δήλωσε πως οι διαρροές στις δύο εφημερίδες απειλούν την εθνική ασφάλεια. Οι αποκαλύψεις αυτές αποτελούν «μια εν δυνάμει απειλή για τη δυνατότητά μας να εντοπίζουμε και να απαντούμε στους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζει η χώρα μας», γράφει σε ανακοίνωσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες το βράδυ.
Ο Λευκός Οίκος από την πλευρά του διέψευσε ότι κατασκοπεύει τους Αμερικανούς πολίτες ή πρόσωπα που ζουν στις ΗΠΑ, σύμφωνα με έναν υπεύθυνο της κυβέρνησης Ομπάμα που ζήτησε να μην κατονομαστεί. Ωστόσο διαβεβαίωσε πως το πρόγραμμα είναι απαραίτητο για τον αντιτρομοκρατικό αγώνα.
Αμερικανικές κοινοβουλευτικές πηγές επιβεβαίωσαν ότι το πρόγραμμα, που κληρονομήθηκε από την περίοδο της προεδρίας Μπους και η συνέχισή του εγκρίθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα, υφίσταται με αυτή τη συστηματική μορφή από το 2007, αλλά δεν αφορά παρά τα «μεταδεδομένα», όπως ο αριθμός που καλείται και η διάρκεια της κλήσης, και όχι το περιεχόμενο των συνομιλιών.
Το σύστημα επέτρεψε να αποφευχθεί «μια σημαντική τρομοκρατική επίθεση» στις ΗΠΑ «αυτά τα τελευταία χρόνια», διαβεβαίωσε μάλιστα ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Επιτροπής Υπηρεσιών Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Μάικ Ρότζερς.
Η «Ουάσινγκτον Ποστ» και η «Γκάρντιαν» υποστήριξαν βασισμένες σε διαρροές από ένα πρώην εργαζόμενο σε υπηρεσία πληροφοριών ότι η NSA έχει άμεση πρόσβαση στους σέρβερ εννέα εταιρειών του Ίντερνετ, μεταξύ των οποίων οι Facebook, Microsoft, Apple και Google.
Χάρη σε μια σύμπραξη με τις εταιρείες αυτές, η υπηρεσία κατασκοπείας μπορεί άμεσα και χωρίς δικαστική εντολή να διαβάζει τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία και να ακούει τις συνομιλίες χρηστών, εφόσον υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα ο ένας από τους συνομιλητές να βρίσκεται στο εξωτερικό, καθώς η αμερικανική νομοθεσία απαιτεί δικαστική εντολή μόνον όταν αμφότεροι οι συνομιλητές είναι Αμερικανοί.