Του Ιγκορ Γκρέκοφ
Το ζήτημα του αλφαβήτου στο οποίο πρέπει να βασίζεται η ρωσική γραφή, υπάρχει από την εποχή που ο Μεγάλος Πέτρος εισήγαγε το νέο πολιτικό αλφάβητο αντί του εκκλησιαστικού.
Πολλοί δυτικόφρονες επιστήμονες πίστευαν ότι ο τσάρος-μεταρρυθμιστής ήθελε να ολοκληρώσει την αναδιαμόρφωση της ρωσικής ζωής σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα, με τη μετάβαση της ρωσικής γλώσσας στο λατινικό αλφάβητο. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ.
Λατινοποίηση ήθελε ο Λένιν
Το σχέδιο, όμως, της λατινοποίησης της ρωσικής γλώσσας επανήλθε στο προσκήνιο μετά την Επανάσταση του 1917, μιας και ανταποκρινόταν τέλεια στην ιδέα των Β. Λένιν και Λ. Τρότσκι για τη δημιουργία και την εξαγωγή της προλεταριακής κουλτούρας στα πλαίσια της επικείμενης παγκόσμιας επανάστασης. Σύμφωνα με τον σοβιετικό επίτροπο για την παιδεία Ανατόλι Λουνατσάρσκι, το λατινικό αλφάβητο θα διευκόλυνε σημαντικά την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας από τους “προλεταρίους όλου του κόσμου”.
Εντούτοις, ο Λένιν δεν βιαζόταν να εισαγάγει το λατινικό αλφάβητο. “Αν ξεκινήσουμε να υλοποιούμε, απερίσκεπτα, ένα νέο αλφάβητο, ή να εισαγάγουμε βεβιασμένα το λατινικό, μιας και θα πρέπει οπωσδήποτε να το προσαρμόσουμε στη δική μας γλώσσα, υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε σε σωρεία λαθών. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έρθει η ώρα για την λατινοποίηση των ρωσικών τυπογραφικών στοιχείων, αλλά το να προχωρήσουμε βιαστικά την παρούσα στιγμή, δε θα ήταν φρόνιμο”, απάντησε ο Λένιν στην επιστολή του προς Λουνατσάρσκι.
Εκτεταμένη μεταρρύθμιση
Παρ’ όλα αυτά μια λαϊκή επιτροπή για την παιδεία, με επικεφαλής τον Λουνατσάρσκι, διεξήγαγε μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση της ρωσικής: από το προεπαναστατικό αλφάβητο αφαιρέθηκε μια σειρά από “περιττά” γράμματα. Πρέπει να επισημάνουμε, ότι για τη μεταρρύθμισή τους οι μπολσεβίκοι αξιοποίησαν προτάσεις που είχαν ετοιμαστεί από την Αυτοκρατορική ακαδημία επιστημών από την εποχή του Νικόλαου Β’, το 1904, το 1912 και το 1917.
Ελεύθερη επιλογή αλφαβήτου
„
Αν ξεκινήσουμε να υλοποιούμε, απερίσκεπτα, ένα νέο αλφάβητο, ή να εισαγάγουμε βεβιασμένα το λατινικό, μιας και θα πρέπει οπωσδήποτε να το προσαρμόσουμε στη δική μας γλώσσα, υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε σε σωρεία λαθών. Το να προχωρήσουμε βιαστικά την παρούσα στιγμή, δε θα ήταν φρόνιμο.
Όμως η ίδια η ιδέα της λατινοποίησης δεν απορρίφθηκε εντελώς από τους μπολσεβίκους καθώς και τους γλωσσολόγους που τους ακολούθησαν. Οι σοβιετικές αρχές, στο κέντρο και στην περιφέρεια, επιδίωκαν να προσελκύσουν όσους περισσότερους οπαδούς και γι’ αυτό, με όλους τους τρόπους, επεδείκνυαν την ετοιμότητά τους να παρέχουν στα έθνη της Ρωσίας την μέγιστη ελευθερία, συμπεριλαμβανομένης και της επιλογής του αλφαβήτου. Το ρωσικό αλφάβητο, ανακηρύχθηκε “κατάλοιπο ταξικής γραφής των φεουδαρχών και αστών του 17ου-18ου αιώνα”, καθώς και “γραφή της αυταρχικής καταπίεσης, της ιεραποστολικής προπαγάνδας, του ρωσικού εθνικιστικού σοβινισμού”.
Ταυτόχρονα, εκπονήθηκαν σχέδια μετάβασης στη λατινική γραφή όλων των γλωσσών των μουσουλμανικών εθνοτήτων της ΕΣΣΔ που χρησιμοποιούσαν την αραβική γραφή (για να εξαλειφθεί “η γνώση του Κορανίου” και “οι συνέπειες της θρησκευτικής μουσουλμανικής παιδείας”), όπως και των γλωσσών που είχαν τις δικές τους αυθεντικές γραφές: ταΓεωργιανά, τα Αρμένικα, τα Καλμικικά, τα Μπουριατικά κ.ά.
Μετά το τέλος του εμφυλίου το 1922, στην ΕΣΣΔ άνθισε μια μοναδικής κλίμακας γλωσσική ανοικοδόμηση (“ρίζωμα”), που ανακήρυξε το δικαίωμα καθεμιάς, ακόμη και τις μικρότερης εθνότητας, στη χρήση της γλώσσας της σ’ όλους τους τομείς της νέας σοσιαλιστικής ζωής. Προς στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η λατινική γραφή είχε αντικαταστήσει πλήρως την αραβική σε όλους τους μουσουλμανικούς λαούς της ΕΣΣΔ, τα κυριλλικά αλφάβητα των μη σλαβικών λαών, καθώς και παραδοσιακές γραφές των μογγολικών φυλών. Ως θετικό αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών μπορεί να συγκαταλεχθεί η εξάλειψη του αναλφαβητισμού και η διάχυση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ανάμεσα σε όλες τις εθνότητες της ΕΣΣΔ, σε πολύ σύντομο χρόνο
Ο Στάλιν αντιδρά
Οι σύντροφοι του Λένιν πίστευαν ότι το λατινικό αλφάβητο θα διευκόλυνε την εκμάθηση της Ρωσικής από το παγκόσμιο προλεταριάτο.
Ωστόσο σε λίγο καιρό η κατάσταση άρχισε να αλλάζει ραγδαία και αποφασιστικά. Ο Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος κέρδιζε όλο και περισσότερο κύρος στους κομματικούς κύκλους και συγκέντρωνε σταδιακά στα χέρια του όλη την εξουσία, είχε το δικό του όραμα για την πορεία του Σοβιετικού κράτους, διαφορετικό από τις απόψεις του ίδιου του ηγέτη της επανάστασης Λένιν, όπως και από τις απόψεις των μεταγενέστερων “αριστερών” αντιπάλων του.
Ο Στάλιν είχε πολύ λιγότερο ενθουσιασμό σχετικά με την ιδέα της διεθνοποίησης της επανάστασης, και θεωρούσε πιο ρεαλιστική τη δημιουργία ενός ισχυρού σοσιαλιστικού κράτους στα εδάφη που συνέπιπταν εν γένει με τα σύνορα της πρώην αυτοκρατορίας. Είναι λογικό, ότι από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, στην ΕΣΣΔ ξεκινά η μερική αποκατάσταση πολλών φαινομένων, κανόνων και κοινωνικών σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί στην προεπαναστατική Ρωσία και επομένως πολλές καινοτομίες της επανάστασης αποκηρύχθηκαν ως “αριστερές υπερβολές”.
Τον Ιανουάριο του 1930 η επιτροπή για τη λατινοποίηση, με επικεφαλής τον καθηγητή Νικολάι Γιάκοβλεφ, κατάρτισε τρία τελικά σχέδια της λατινοποίησης της ρωσικής γλώσσας, που θεωρούνταν από τον επίτροπο της παιδείας Λουνατσάρσκι (1917-1929) “αναπότρεπτη”. Όμως το Πολιτικό Γραφείο, με επικεφαλής τον Στάλιν, απέρριψε κατηγορηματικά, αιφνιδίως για πολλούς, αυτά τα σχέδια και απαγόρευσε την περαιτέρω σπατάλη δυνάμεων και μέσων.
Τα Κυριλλικά αποκαθίστανται
Σε δημόσιες ομιλίες, κατά τα επόμενα χρόνια, ο Στάλιν υπογράμμισε τη σημασία της εκμάθησης της ρωσικής γλώσσας για τη περαιτέρω οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Ενώ από το 1936, οι γλώσσες της ΕΣΣΔ που είχαν λατινοποιηθεί, άρχισαν να μεταγράφονται μαζικά στην κυριλλική γραφή, έτσι ώστε οι γλώσσες των εθνών της ΕΣΣΔ να μοιάζουν πιο πολύ με τη ρωσική γλώσσα. Τα λατινικά αλφάβητα ανακηρύχθηκαν, με τη σειρά τους, “μη ανταποκρινόμενα στο πνεύμα της εποχής”, ή ακόμη και “επιβλαβή”. Η πολυεπίπεδη γλωσσική αυτονομία, που άνθισε πλούσια στην πρώιμη ΕΣΣΔ, ακυρωνόταν γρήγορα και παντού, αφήνοντας τη θέση της τη ρωσική γλώσσα, τα δικαιώματα της οποίας “αποκαταστάθηκαν”.
Στις 13 Μαρτίου του 1938, δημοσιεύτηκε το διάταγμα της Κεντρικής Επιτροπής “για την απαραίτητη εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας στα σχολεία των εθνικών δημοκρατιών και περιοχών”. Οι εκπρόσωποι της διανόησης που ήταν αντίπαλοι προς τη μετάβαση στην κυριλλική γραφή, καθώς και στην ενίσχυση της ρωσικής γλώσσας, υπέστησαν διωγμούς.
Διαβάστε επίσης:
Η παγκόσμια δυναμική της Ρωσικής γλώσσας
Μεταπολεμικά, το 1945, κυκλοφόρησε το περίφημο βιβλίο του ακαδημαϊκού Β.Β. Βινογκράντοφ “Η μεγάλη ρωσική γλώσσα”, όπου ο συγγραφέας, στο πνεύμα των προεπαναστατικών αυτοκρατορικών δοκιμιογράφων, επισημαίνει ότι “το μεγαλείο και η δύναμη της ρωσικής γλώσσας είναι κοινώς αναγνωρισμένες. Αυτή η αναγνώριση αφομοιώθηκε στις συνειδήσεις όλων των λαών, όλης της ανθρωπότητας”. Στα τέλη του ’40, η ρωσική γλώσσα κατακτά μια νέα θέση στον κόσμο, χωρίς προηγούμενο: γίνεται μία από τις γλώσσες εργασίας του ΟΗΕ, κατόπιν μία από τις γλώσσες του Συμφώνου οικονομικής συνεργασίας “Comecon” και η επιβεβλημένη προς εκμάθηση γλώσσα στα σχολεία και τα πανεπιστήμια όλων των σοσιαλιστικών χωρών.