Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΛΒΑΝΙΑΣ: Με αφορμή την ποινική δίωξη κατοίκων της Χειμμάρας, οι οποίοι, με ιδιωτική πρωτοβουλία, ύψωσαν, ως εκπλήρωση τάματος, μεγάλο σταυρό στο Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Αειθαλιώτισσας στη Χειμμάρα, επανέρχεται στο προσκήνιο η απόδοση της δημευμένης και δεσμευμένης περιουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας.
Μετά τις ανακρίσεις, που έγιναν, παραπέμφθηκαν πέντε άτομα να δικαστούν με την κατηγορία της παράνομης ανέγερσης κατασκευής σε δημόσια περιουσία, χωρίς άδεια των αρμόδιων υπηρεσιών.
Και χαρακτηρίζεται δημόσια περιουσία το Μοναστήρι, επειδή, δυστυχώς, κωλυσιεργεί επί πολλά χρόνια, αν και υπάρχουν τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων για την απόδοσή της, η επιστροφή μεγάλου μέρους της περιουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, που είχε κατασχεθεί επί κομμουνιστικού καθεστώτος, πολλοί ναοί και πολλά μοναστήρια στην Αλβανία, κυρίως αυτά, που είναι αναγνωρισμένα ως πολιτιστικά μνημεία, θεωρούνται ιδιοκτησία του κράτους!
Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο, στηρίζεται και η δίωξη για την ύψωση του σταυρού στο Μοναστήρι.
Παρότι τα αλβανικά δικαστήρια έχουν αναγνωρίσει στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας την ιδιοκτησία σε όλες τις εκκλησίες, εδώ και πολλά χρόνια οι διαδικασίες “σκοντάφτουν” στην “Επιτροπή Επιστροφής και Αναγνώρισης Περιουσιών”, η οποία δεν εκδίδει τις σχετικές πράξεις.
Προβλέπεται πως κάθε δικαιούχος, εκτός από τα δικαστήρια, θα πρέπει να αποδείξει και στη συγκεκριμένη Επιτροπή ότι είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης, προκειμένου να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει την περιουσία του.Με το αιτιολογικό αυτό, η Επιτροπή δεν πείθεται και δεν αποδέχεται ότι οι ναοί ανήκουν στην Εκκλησία της Αλβανίας!
Δεν είναι ορθό να παραβλέπεται επίμονα το αίτημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας να εφαρμοστεί η συμφωνία, που ψηφίστηκε από το αλβανικό κοινοβούλιο ως νόμος, ανάμεσα σ’ αυτή και το υπουργικό συμβούλιο της Αλβανίας, και διευθετηθεί και το θέμα αυτό.
Έτσι οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας ζητούν, χωρίς άλλες χρονοτριβές και άλλα προσχήματα, όλοι οι ναοί, οι μονές, τα ιερά λείψανα, οι εικόνες, τα αντικείμενα λατρείας και οτιδήποτε άλλο της ανήκει, να της επιστραφούν, γιατί είναι σεβαστά, πολύτιμα και καθαγιασμένα για όλους τους ανά την οικουμένη Ορθοδόξους, και ασφαλώς και για τους πιστούς της Αλβανίας.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στην πρόσφατη σχετικά ετήσια έκθεση για τις θρησκευτικές ελευθερίες του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, επισημαίνεται η αδικαιολόγητη καθυστέρηση, όπως και η αδιαφορία, σχετικά με το ζήτημα της επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων των θρησκευτικών κοινοτήτων.
Στην Αλβανία έχουν δημιουργηθεί ως προς τα θρησκεύματα ώριμες συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης, αλληλοκατανόησης, αλληλεγγύης και αδελφοσύνης, που η πλειοψηφία των Αλβανών τις έχει αποδεχθεί και τις στηρίζει.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας , με πρωτοπόρο τον φωτισμένο και χαρισματικό ηγέτη της, τον Αρχιεπίσκοπο Αναστάσιο, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν είναι προς όφελος κανενός να “δυναμιτίζεται” με προσκόμματα και διώξεις το κλίμα συνεργασίας, που με πόνο και κόπο έχει δημιουργηθεί.