Η Χομς, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν “Έμεσα”, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, κοντά στα σύνορα με το Λίβανο και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εξέγερσης κατά του καθεστώτος Άσαντ, που ξεκίνησε το Μάρτιο του 2011.
Τα κυβερνητικά στρατεύματα πολιορκούν τη Χομς σχεδόν από την πρώτη στιγμή με ισχυρές δυνάμεις πυροβολικού. Βομβαρδίζουν τις συνοικίες για να πλήξουν τις θέσεις των ανταρτών και πραγματοποιούν αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις μέσα στις κατοικημένες περιοχές. Στην άλλη πλευρά… η ένοπλη αντιπολίτευση ελέγχει τις περισσότερες συνοικίες και εφαρμόζει τακτικές ανταρτοπολέμου, στρατολογώντας παιδιά και χρησιμοποιώντας τους αμάχους σαν ανθρώπινη ασπίδα.
Περίπου 650 χιλιάδες άνθρωποι έχουν παγιδευτεί από τις άγριες καθημερινές συγκρούσεις και τα διασταυρούμενα πυρά. Τα καταστήματα έχουν κλείσει και τα αποθέματα τροφίμων έχουν επιταχθεί.
Η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και πόσιμου νερού έχει διακοπεί, ενώ το τηλεφωνικό δίκτυο υπολειτουργεί και οι επικοινωνίες δεν είναι ασφαλείς. Η πόλη που βρίσκεται στα σύνορα της Συρίας με το Λίβανο, φιλοξενεί μια από τις μεγαλύτερες χριστιανικές κοινότητες της Συρίας, που σήμερα απευθύνει προς τη διεθνή κοινότητα δραματική έκκληση για βοήθεια.
Οι περισσότεροι χριστιανοί κατοικούν, στο στρατηγικής σημασίας κέντρο της πόλης σε μια περιοχή που είναι γνωστή σαν “η κοιλάδα των Χριστιανών”, (Γουάντι Αλ Νάσαρα) και στις συνοικίες Κχαλιντέα, Χαμιντέχ και Μπάστεν, που με τη δαιδαλώδη ρυμοτομία τους αποτελούν φυσικό εμπόδιο για τα βαρέως τύπου οχήματα του κυβερνητικού στρατού.
Οι χριστιανοί της Χομς βρέθηκαν στην καρδιά του πολέμου και έγιναν από την πρώτη στιγμή, στόχος της ταξιαρχίας “Αλ Φαρούκ”. Η ταξιαρχία “Αλ Φαρούκ”, ανήκει, θεωρητικά, στη δύναμη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (Free Syrian Army) της ένοπλης πτέρυγας αντιπολίτευσης. Πρόκειται για όνομα ομπρέλα, που εκπροσωπεί ένα ετερόκλητο πλήθος.
Στις γραμμές του συνυπάρχουν, οπαδοί των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, λιποτάκτες του στρατού του Άσαντ, μισθοφόροι που αναζητούν λεία, και ακραίοι ισλαμιστές, (μπεχαβιστές), που επιδιώκουν να μετατρέψουν την εμφύλια διαμάχη σε θρησκευτικό πόλεμο. Διεθνείς οργανισμοί και μέσα ενημέρωσης αναφερόταν έως το τέλος Απριλίου, σχεδόν αποκλειστικά στην αιματηρή καταστολή των ταραχών, κατά τις οποίες 8.000 άνθρωποι έχουν χάσει μέχρι τώρα τη ζωή τους, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Σταδιακά όμως, αυξάνουν οι αναφορές για βιαιότητες και της αντιπολίτευσης πληθαίνουν, όπως και οι ενδείξεις για συμμετοχή ισλαμιστών εξτρεμιστών στην εξέγερση. Στα τέλη Μαρτίου, η διεθνής οργάνωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, “Human Rights Watch” , που έχει επανειλημμένα καταγγείλει την κυβέρνηση της Συρίας για βομβαρδισμούς κατοικημένων περιοχών και μαζικές δολοφονίες, κατηγόρησε τους αντάρτες για βασανιστήρια, απαγωγές και εκτελέσεις, αμάχων. Την 1η Ιουνίου ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ουίλιαμ Χέιγκ, σε ομιλία του στη Βουλή των Κοινοτήτων, αναγνώρισε ότι μια ομάδα εξτρεμιστών, που σχετίζονται με την Αλ Κάιντα “βρίσκονται στην εμπροσθοφυλακή της εξέγερσης στη Συρία”.
Στις αρχές Ιουνίου η Διεθνής Αμνηστία, τεκμηρίωσε υποθέσεις βασανιστηρίων σε βάρος στρατιωτών του κυβερνητικού στρατού που είχαν συλληφθεί σαν αιχμάλωτοι και φόνους πολιτών που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με την κυβέρνηση. Ακόμη, ο ειδικός εκπρόσωπος του ΟΗΕ για τα Παιδιά και τις Ένοπλες Συγκρούσεις καταδίκασε την στρατολόγηση και τη χρησιμοποίηση παιδιών από τους αντάρτες.
Στις 26 Μαρτίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις έσπασαν την άμυνα της Χομς και μέσω της συνοικίας Κχαλιντέα, έκαναν επιδρομές και πραγματοποίησαν συλλήψεις. Μια μέρα μετά, ένοπλοι της ταξιαρχίας Αλ Φαρούκ, σύμφωνα με το προσκείμενο στο Βατικανό, πρακτορείο “Agenzia Fides”, εισέβαλαν στα σπίτια των χριστιανών και τους υποχρέωσαν να τα εγκαταλείψουν μαζί με τα υπάρχοντά τους. Περίπου 50.000 άνθρωποι, το 90% των χριστιανών της Χόμς, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε πιο ασφαλείς περιοχές στα περίχωρα της πόλης, όπου και παραμένουν, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επισιτισμού, ένδυσης και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Ανάλογη κατάσταση επικρατεί στη γειτονική πόλη Αλ-Κουοσάρ στα σύνορα με το Λίβανο. Η ταξιαρχία Αλ Φαρούκ έχει καταλάβει καταστήματα και κατοικίες χριστιανών, ενώ έχουν αναφερθεί 10 εκτελέσεις. Στις 13 Ιουνίου ριζοσπάστες ισλαμιστές, κατέλαβαν ναό των ελληνορύθμων και έκαναν πράξεις βεβήλωσης, ενώ έκτοτε τον χρησιμοποιούν ως ορμητήριο. Το νοσοκομείο το δημαρχείο και άλλα δημόσια κτήρια κατέχονται από τον κυβερνητικό στρατό, ενώ υπάρχουν παντού ελεύθεροι σκοπευτές.
Από τους 10.000 χριστιανούς της Αλ-Κουοσάρ, μόνο οι 1.000 παραμένουν στην πόλη. Στις 26 Ιουνίου και ενώ οι φήμες για επικείμενη μεγάλη επιχείρηση του συριακού στρατού είχαν ενταθεί, μέλη της ταξιαρχίας Φαρούκ, συνέλαβαν ομήρους για να τους χρησιμοποιήσουν σαν ανθρώπινη ασπίδα. Το Agenzia Fides, που μετέδωσε την πληροφορία, επικαλούμενο πηγές της ορθόδοξης εκκλησίας, ανέφερε ότι ανάμεσα στους 1000 περίπου ομήρους υπάρχουν 400 χριστιανοί αρκετοί ηλικιωμένοι και 4 παιδιά κάτω των 10 ετών.
Το Agenzia Fides, κατηγόρησε την Αλ Φαρούκ, ότι “επιδίδεται σε συστηματική εθνοκάθαρση των χριστιανών στη Χόμς”.
Στις αρχές Ιουλίου, μετά από πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών, του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, αποφασίστηκε η προσωρινή κατάπαυση του πυρός για να καταστεί εφικτός ο απεγκλωβισμός των αμάχων από τη Χομς. Όμως, η ανακωχή δεν τηρήθηκε και η συγκεκριμένη ανθρωπιστική επιχείρηση απέτυχε. Λίγες μέρες αργότερα όμως, στις 10 και στις 11 Ιουλίου, επιτεύχθηκε η απελευθέρωση 60 περίπου αμάχων, κυρίως Χριστιανών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ελληνορθόδοξου ιερέα π. Μάξιμου Αλ-Τζαμάλ, στο Agenzia Fides, η εξέλιξη αυτή έγινε δυνατή μετά από συμφωνία μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων που πολιορκούν την πόλη και των ανταρτών. Την συμφωνία πέτυχε η “Επιτροπή για τη Συμφιλίωση” (Mussalaha), μια ομάδα πρωτοβουλίας για την ειρήνη, που συγκροτήθηκε από ορθόδοξους χριστιανούς, καθολικούς και μουσουλμάνους θρησκευτικούς ηγέτες.
Ήδη από τις 25 Μαΐου είχαν συγκεντρωθεί στη Χομς κοντά στην εμπόλεμη ζώνη, επίσκοποι όλων των χριστιανικών δογμάτων της Συρίας, ανάμεσά τους και ο πρέσβης του Βατικανού στη Δαμασκό, σεβασμιότατος Μάριο Τζενάρι. Οι επίσκοποι απηύθυναν κοινή έκκληση προς τις εμπόλεμες πλευρές με την οποία ζητούσαν να μην εμπλέκουν στις επιχειρήσεις παιδιά και αθώους πολίτες. Οι χριστιανοί επίσκοποι, ζήτησαν επίσης, από τη διεθνή κοινότητα και τις χριστιανικές χώρες, να μην απομονώσουν τη Συρία. Στη Συρία, ζουν περί τα 3 εκατ. χριστιανοί και η μεγάλη πλειοψηφία είναι ορθόδοξοι. Μικρότερες κοινότητες συγκροτούν, οι ορθόδοξοι Ιακωβίτες, οι Αρμένιοι, (ορθόδοξοι και καθολικοί), οι Λατίνοι καθολικοί, οι Μαρωνίτες και οι Ελληνόρυθμοι. Όλες οι χριστιανικές κοινότητες συνεργάζονται αρμονικά.
Το σχίσμα των εκκλησιών, έφθασε αργά στη Συρία, μόλις το 1724, εξαιτίας μιας αμφισβητούμενης πατριαρχικής εκλογής. Έως τότε, το Πατριαρχείο της Αντιοχείας δεν είχε αναγνωρίσει τους αμοιβαίους αφορισμούς του 1054 και ήταν σε κοινωνία και με τις δυο εκκλησίες. Στην ιστορία της Συρίας οι χριστιανοί είχαν καλύτερο μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο, κατείχαν υψηλές κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις και απέφυγαν τις συγκρούσεις.. Το ίδιο κάνουν και σήμερα. Μπορεί κάποιο γνωστοί χριστιανοί, όπως ο Μιχαήλ Κίλο και ο Γεώργιος Σαμπάρα, που είχαν διωχθεί από το καθεστώς, να συμμετέχουν στο Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας που εκπροσωπεί την αντιπολίτευση, οι περισσότεροι όμως τηρούν ουδέτερη στάση.
Το συναίσθημα που κυριαρχεί είναι ο φόβος. Η κυβέρνηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ, προστάτευε τις χριστιανικές και τις μουσουλμανικές μειονότητες, όπως και ο πατέρας του, Χαφέζ Άλ Άσαντ, που κράτησε την εξουσία για 29 χρόνια. Η αντιπολίτευση δηλώνει ότι θα εγγυηθεί τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όμως το χορό της σημερινής εξέγερσης, σέρνουν οι σουνίτες, που αντιπροσωπεύουν το 80% των μουσουλμάνων που ζουν στη χώρα.
Οι σουνίτες, υπήρξαν παραδοσιακοί αντίπαλοι του “οίκου των Άσαντ”, που είναι αλεβήδες. Η εξέγερση των σουνιτών το 1982, στη Χάμα, τέταρτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, είχε αντιμετωπισθεί με ιδιαίτερη βιαιότητα από τον Χαφέζ Άλ Άσαντ, και περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι είχαν χάσει τότε τη ζωή τους. Έκτοτε, κάθε θρησκευτική σύγκρουση στη Χάμα, τη βιβλική Άϊμαθ, προσλαμβάνει μοιραία ένα συμβολικό χαρακτήρα.
Όταν τον περασμένο Ιανουάριο, ο ελληνορθόδοξος ιερέας π. Βασίλειος Νάσαρ, έπεφτε νεκρός στο κέντρο της Χάμα, καθώς προσπαθούσε να βοηθήσει έναν τραυματία, ο ανταποκριτής του ιταλικού περιοδικού των επισκόπων, “Avvenire”, Λουίτζι Τζεμινάτσι; διέκρινε σ’ αυτή τη δολοφονία, “ένα σημάδι ότι οι χριστιανοί είναι πλέον στην πρώτη γραμμή, και συνθλίβονται σε έναν εμφύλιο μεταξύ των σουνιτών, που είναι το 80% των Συρίων, και των Αλαουιτών που μένουν πιστοί στον Άσαντ”. Σήμερα στους δρόμους της Συρίας, ακούγεται ολοένα και περισσότερο το σύνθημα, “ο Άσαντ στον τάφο, οι Χριστιανοί στη Βηρυτό” και η κατάσταση αυτή φέρνει στη μνήμη, όσα συνέβησαν πριν λίγα χρόνια στο Ιράκ.
Οι Χαλδαίοι Ασσύριοι χριστιανοί του Ιράκ, αποτελούσαν, και εκεί, μειονότητα με έντονη κοινωνική, οικονομική και πολιτική παρουσία. Μετά την ανατροπή του Σαντάμ Χαουσείν το 2003, έγιναν στόχος βίαιων επιθέσεων, από φανατικούς σουνίτες και εξτρεμιστές της Αλ Κάιντα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και περισσότεροι από χίλιους έχουν δολοφονηθεί.
Από τα 2 περίπου εκατομμύρια χριστιανών που ζούσαν στο Ιράκ πριν από τον πόλεμο, έχουν απομείνει σήμερα λιγότεροι από μισό εκατομμύριο. Περισσότεροι από 200 χιλιάδες πρόσφυγες χριστιανοί του Ιράκ βρίσκονται σήμερα στη Συρία και αντιμετωπίζουν νέους κινδύνους. Αν όμως ένας διωγμός σαν αυτόν που συνέβη στο Ιράκ, έγινε υπό τη διοίκηση του αμερικανικού στρατού, τι μπορεί να συμβεί στη Συρία, αν η αναταραχή γενικευτεί και επικρατήσει το χάος; Η εξέγερση στη Συρία, ξεκίνησε με μαζικές διαδηλώσεις, που ζητούσαν δημοκρατικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, και σύντομα εξελίχθηκε σε ένοπλη εμφύλια διαμάχη.
Αν ο εμφύλιος της Συρίας μετατραπεί σε θρησκευτικό πόλεμο, τα πρώτα και βέβαια θύματα θα είναι οι χριστιανοί, που θα χρειαστεί τότε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αλλά πως; Πρόκειται για μια μικρή, αριθμητικά, μειοψηφία, που δεν διαθέτει όπλα, μαχητές, διεθνή υποστήριξη, ούτε τον πλούτο για να τα αποκτήσει.
Οι χριστιανοί της Συρίας, όπως και του Ιράκ, έχουν μια ιστορία 2.000 ετών, από τα χρόνια του Αποστόλου Παύλου και μια πλούσια λειτουργική και εκκλησιαστική παράδοση. Οι αξίες όμως αυτές, δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα, ούτε να υπερβούν αξίες όπως αυτή του πετρελαίου. Κοντολογίς, οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής είναι μόνοι.