Ερντογάν: Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζουν να προκαλούν αντιδράσεις τόσο στην Τουρκία όσο και στο διεθνές σκηνικό.
Επιμέλεια-ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Απευθυνόμενος σε μαθητές ιερατικών σχολών (Ιμάμ Χατίπ), ο Τούρκος πρόεδρος προέβη σε μια σειρά από φλογερές δηλώσεις, ενισχύοντας τον λόγο περί «ιερού πολέμου» και τονίζοντας την απελευθέρωση της Αγίας Σοφίας ως θρίαμβο για τον ισλαμικό κόσμο.
Ο Ερντογάν ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Είμαστε εδώ για να μην μείνει δίχως μαχητές το πεδίο του Ιερού Πολέμου», ενώ πρόσθεσε ότι η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμί αποτελεί θεραπεία για τον «πόνο του ισλαμικού κόσμου».
Αυτή η δήλωση είναι η τελευταία σε μια σειρά από εμπρηστικές τοποθετήσεις του Τούρκου προέδρου, οι οποίες αντανακλούν την εθνικιστική και θρησκευτική ρητορική που έχει υιοθετήσει τα τελευταία χρόνια. Ο Ερντογάν επιδιώκει να ενισχύσει την εικόνα του ως υπερασπιστή των μουσουλμάνων και να παρουσιάσει την Τουρκία ως ηγετική δύναμη του ισλαμικού κόσμου, χρησιμοποιώντας συμβολισμούς με βαθύ θρησκευτικό και ιστορικό περιεχόμενο.
Η «Γαλάζια Πατρίδα» και η επιθετική ρητορική
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ερντογάν κάνει δηλώσεις αυτού του τύπου. Τον Αύγουστο, αναφερόμενος στη «Γαλάζια Πατρίδα», υποστήριξε ότι «Για να ζήσουμε ειρηνικά, πρέπει να έχουμε αποτελεσματικό ναυτικό στη Γαλάζια Πατρίδα». Ο όρος αυτός αναφέρεται στις τουρκικές διεκδικήσεις στη Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που έχει πυροδοτήσει εντάσεις με την Ελλάδα και άλλες χώρες της περιοχής. Η «Γαλάζια Πατρίδα» έχει καταστεί κεντρικός πυλώνας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, και οι δηλώσεις του Ερντογάν στοχεύουν να ενισχύσουν την αποφασιστικότητα της Τουρκίας να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στη θάλασσα.
Η αναφορά στην Αγία Σοφία έχει επίσης ιδιαίτερο συμβολισμό για τον Ερντογάν και την κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί τον Ιούλιο του 2020 έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους υποστηρικτές του προέδρου, ενώ προκάλεσε αντιδράσεις και απογοήτευση διεθνώς. Ο Ερντογάν, με την κίνησή του αυτή, επιδίωξε να συνδέσει το καθεστώς του με την ιστορία και τη δόξα του οθωμανικού παρελθόντος, παρουσιάζοντας την κίνηση ως αποκατάσταση της ισλαμικής κληρονομιάς της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν ως υπερασπιστής της ισλαμικής ταυτότητας
Οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου έχουν σαφώς ως στόχο να ενισχύσουν την εικόνα του ως ηγέτη που προστατεύει τα θρησκευτικά και εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας, αλλά και του ευρύτερου ισλαμικού κόσμου. Αναφερόμενος στον πόνο που υπέστη το Ισλάμ και η Τουρκία κατά την περίοδο που η Αγία Σοφία ήταν μουσείο, ο Ερντογάν επιχειρεί να παρουσιάσει τον εαυτό του ως τον ηγέτη που αποκαθιστά την ιστορική αδικία και επουλώνει τις πληγές του μουσουλμανικού κόσμου. Ο λόγος του απευθύνεται σε θρησκευτικά ακροατήρια, ενισχύοντας την αίσθηση της ταύτισης με τις αξίες του Ισλάμ και της ισλαμικής ταυτότητας.
Οι προσευχές και τα αμήν που συνόδευαν την ομιλία του Ερντογάν υποδηλώνουν μια σαφή πρόθεση να υπογραμμίσει τη θρησκευτική διάσταση του πολιτικού του λόγου. Η φράση «μην αφήνεις το πεδίο του ιερού πολέμου (τζιχάντ) χωρίς πολεμιστές» έχει προκαλέσει ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς αναδεικνύει μια στρατιωτικοποιημένη και θρησκευτικά φορτισμένη οπτική για τον ρόλο της Τουρκίας. Η επίκληση του Θεού και η έννοια του ιερού πολέμου συνδέονται με την προσπάθεια του Ερντογάν να κινητοποιήσει τις θρησκευτικές μάζες και να τους υπενθυμίσει ότι η Τουρκία έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην προάσπιση του Ισλάμ.
Συμπέρασμα
Οι δηλώσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής που επιδιώκει να ενισχύσει τη θρησκευτική και εθνικιστική ατζέντα του, απευθυνόμενος τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ακροατήριο. Η επαναφορά της Αγίας Σοφίας ως τζαμί, η προώθηση της «Γαλάζιας Πατρίδας» και η επίκληση του ιερού πολέμου εντάσσονται σε ένα πλαίσιο που αναδεικνύει την Τουρκία ως ηγέτιδα δύναμη του ισλαμικού κόσμου. Παράλληλα, οι δηλώσεις αυτές προκαλούν ανησυχία σε διεθνές επίπεδο, καθώς συνδέονται με μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική και την ενίσχυση του θρησκευτικού εθνικισμού.